Στις δύσκολες φάσεις της ζωής μου επιλέγω να μην επικοινωνώ πολύ με τους άλλους. Μπορεί να θέλω να δω τους φίλους μου, να μιλήσω με γνωστούς, να ρωτήσω πράγματα τους δικούς μου. Μα δεν το κάνω γιατί το μυαλό μου είναι αποδιοργανωμένο και θέλω την ησυχία μου. Ξέρω ανθρώπους που δεν κρύβουν τη λύπη τους και μιλάνε επί ώρες γι’ αυτό. Δεν είμαι από αυτούς.
Το έριξα στη γραφή και το διάβασμα. Η πτυχιακή μου προχωρούσε πολύ γρήγορα. Κλεινόμουν με τις ώρες κι έγραφα. Άφηνα post it με τις σκέψεις μου στη μπαλκονόπορτα. Απαντούσα αραιά και πού στα μηνύματα που μου έστελναν φίλοι. Πολλές φορές έκανα μέρες να τους δώσω μια απάντηση. Δεν πολυμιλούσα με τους δικούς μου – κι όταν το έκανα, ήμουν κοφτή. Έκλαιγα κάθε ημέρα. Στο αμάξι, πριν κοιμηθώ, στη βιβλιοθήκη της σχολής. Θα ζεις μ’ αυτό, μου φώναζα όταν σηκωνόμουν το πρωί. Και το εννοούσα.
Ένα βράδυ ένιωθα πως δε θ’ άντεχα για πολύ την κλεισούρα του σπιτιού. Ντύθηκα, βάφτηκα και πήγα σ’ ένα συνοικιακό μπαρ – τα καλά του να μένεις Κουκάκι. Με φανταζόμουν να το κάνω αυτό κάπου στα 40 μου, όταν θα έβγαινα από κάποιο προβληματικό γάμο όπου ο άνδρας μου θα με κεράτωνε με μικρότερες κι η μόνη λύση θα ήταν να περάσω τη ζωή μου καταστρέφοντας το συκώτι μου. Μα να ‘μαι, στα 22 μου, να κάνω πράγματα που θα με μεγαλώσουν είκοσι χρόνια.
Είχαν κάποιο event. Μια κοπέλα έκανε DJ set και κουβέντιαζε με τη barwoman. Βρέθηκα στη μπάρα να τους διακόπτω το διάλογο και να παραγγέλνω gin. Ποτέ δε μου άρεσε η οινοπνευματώδης γεύση του μα το προτιμούσα όταν ήθελα να γίνω χάλια. Η κοκκινομάλλα DJ ξεκίνησε να μιλάει με τους φίλους της. Κοινωνικό κορίτσι, σκέφτηκα. Τα κοινωνικά κορίτσια αγαπούν την προσοχή. Εγώ ήμουν το μοναχικό κορίτσι της υπόθεσης. Φαινόμουν χαμένη ενώ αυτή ήταν με τ’ αγόρι της. Κάπου τους είχα ξαναδεί. Η χημεία τους ήταν αξιολάτρευτη, σχεδόν κινηματογραφική. Ήθελα να πιστεύω πως είναι το κουλ ζευγάρι που όλοι ζηλεύαμε.
Τ΄αγόρι της με χαιρέτησε. Ναι – είχε κάποια σχέση με το Στέργιο. Προσπάθησα να δείξω ευχάριστη και να κρύψω τον πόνο μου – γιατί ο πόνος μου δεν ήταν γκλαμουράτος. Μου σύστησε την DJ. Βίκυ τη λέγανε. Είχε την ακτινοβολία του κουλ ατόμου. Μου έφτιαξε αυτομάτως τη διάθεση. Παρήγγειλα άλλο ένα ποτό. Ήθελα να τη γνωρίσω καλύτερα.
«Μου αρέσουν τα μαλλιά σου» της είπα.
«Ευχαριστώ» χαμογέλασε εκείνη.
«Πώς κι ασχολείσαι μ’ αυτά;»
«Είμαι από επαρχία και βγάζω ένα χαρτζιλίκι»
Άλλαξε το κομμάτι.
«Νομίζω σ’ έχω ξαναδεί» της είπα.
«Κι εγώ» έκανε. «Ήσουν με το Στέργιο τότε, ε;»
«Ναι, ναι. Έχω δει εσένα και το Λάμπρο σε φωτογραφίες στο Instagram. Μοιάζετε ωραίο ζευγάρι»
«Ευχαριστούμε»
Υπάρχουν ακόμα ωραία ζευγάρια, σκέφτηκα. Να κάτι που δε θα ζήσω.
«Κλείνουμε!»
Η barwoman με σκούνταγε. Οι περισσότεροι φίλοι της Βίκης είχαν φύγει, το ίδιο και τ’ αγόρι της. Άνοιξα τα βλέφαρά μου. Είχα πιει πολύ και μ’ είχε πάρει ο ύπνος στη μπάρα.
«Είσαι εντάξει;» με ρώτησε η Βίκυ.
Αν της απαντούσα θετικά, θα έλεγα ψέματα. Δεν ήμουν εντάξει. Δε θα είχα κανένα όγο να κοιμηθώ στη μπάρα αν ένιωθα καλά.
«Να σε πάω μέχρι το σπίτι σου;» έκανε. «Δεν οδηγώ. Φαντάζομαι πως μένεις εδώ κοντά, το ίδιο κι εγώ. Δε θα ‘χω θέμα να σε γυρίσω σπίτι»
«Εντάξει» έκανα.
Δεν έβλεπα καλύτερη επιλογή.
«Συγγνώμη που με είδες έτσι» της είπα. «Χώρισα πρόσφατα»
«Είναι οκ» μου είπε. «Δε θα σε κρίνω»
Ήσυχοι δρόμοι. Λίγα αυτοκίνητα και περισσότεροι φόβοι να εμφανιστούν βιαστές. Θα φοβόμουν μα δεν προλάβαινα. Είχα χρόνο μόνο για να νιώσω θλίψη για την κατάντια μου. Τον τελευταίο καιρό κάθε φορά που νύχτωνε, μελαγχολούσα. Κι αυτή τη νύχτα ακόμα περισσότερο – γιατί κάθε πληροφορία που μου έδινε το περιβάλλον μου μου θύμιζε εκείνο το βράδυ που ο Ραφαήλ μου είπε αυτά τα άσχημα λόγια. Ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Η Βίκυ το κατάλαβε. Μου χάιδεψε την πλάτη.
«Έλα, φθάνουμε» έκανε.
«Σ’ ευχαριστώ για όλα» της είπα.
«Αύριο θα ‘ναι μια καλύτερη ημέρα»
«Το ελπίζω»
Την ήθελα για φίλη. Φαινόταν απείρως πιο κουλ από ‘μένα. Ήταν πανέμορφη, πολύ έξυπνη, θετικό άτομο, με μια πετυχημένη σχέση. Να ένα σημάδι φωτός!, σκέφτηκα. Γι’ αυτό της πρότεινα έναν καφέ. Ήλπιζα να ήταν σωτήριος για ‘μένα – επειδή είχα απογοητευτεί πολλάκις από τους γύρω μου, από τους δικούς μου, από τους φίλους μου που παρείχαν λύσεις ψυχρής λογικής στα προβλήματά μου, δίχως να κατανοούν τα συναισθήματά μου. Έψαχνα την ευκαιρία να μου πει για τη σχέση της – να μου δώσει μια σανίδα σωτηρίας. Κι ήρθε κι αυτή η ώρα – επειδή η συζήτηση μαζί της πέρασε από τη σχολή μας, τα όνειρά μας, το πώς εκείνη αντιμετώπισε τον περίεργο κόσμο της επαρχίας στη σχέση της με το Λάμπρο.
«Είμαστε σχεδόν ένα χρόνο μαζί» μου είπε.
«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησα.
«Καλά, καλά»
Αποφευκτικός τόνος. Δεν πίστευε σ’ αυτό που μου έλεγε. Η ελπίδα μου κάποιος να ‘χει μια καλή σχέση εξανεμίστηκε.
«Εσύ;» με ρώτησε. «Χώρισες οριστικά με το Ραφαήλ;»
Flashback σε μια πρόσφατη σκηνή. Έπαιζε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του ενώ εμείς κάναμε σεξ.
«Δε μου αρέσει αυτό που συμβαίνει» της εξομολογήθηκα. «Γυρνάω πίσω σ’ αυτόν ενώ δεν πρέπει. Η σχέση μας τελείωσε άσχημα. Με τραυμάτισε. Πρέπει να τον αφήσω. Είναι πολύ καλός όταν το θέλει μα το χάος του με τρομάζει. Όταν θυμώνει, μουδιάζω. Τον αγαπώ. Αλήθεια, τον αγαπώ. Έχω δεθεί μαζί του. Μα δεν τον αντέχω. Πρέπει να τον αφήσω. Σωστά;»
Είχα βουρκώσει.
«Όταν τα πράγματα πιάνουν πάτο, ο μόνος δρόμος είναι προς τα πάνω» με παρηγόρησε. «Οι σχέσεις έχουν αυτά τα σημεία. Το ίδιο κι οι άνθρωποι. Μπορεί τώρα να λες ότι δε θα βγεις από αυτόν τον κύκλο μα αυτό θα γίνει και θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις όσα θα φέρει μέχρι να κλείσει. Δε θα ‘ναι έτσι για πάντα. Μια ημέρα δε θα είναι πια στη ζωή σου, ίσως επειδή θα τον διώξεις εσύ»
Δε μπορούσα να με φανταστώ να τον διώχνω. Με καμία δύναμη. Όμως η συμβουλή της ήταν καλή – καλύτερη από αυτές που άκουγα εσχάτως και σαφώς πιο κοντά στα συναισθήματά μου.
Πήραμε μαζί το λεωφορείο. Ευτυχώς βρήκαμε και θέσεις, ανάμεσα σε γιαγιάδες που μιλούσαν δυνατά και σε ζευγάρια που κοιτούσαν τα κινητά τους επειδή μάλλον είχαν κουραστεί γι΄ανθρώπινη επικοινωνία.
«Να σου πω κάτι;» έκανε η Βίκυ.
«Πες μου» της είπα.
«Δεν είσαι η μόνη που βρίσκει μια σχέση της τρομαχτική»
Άκουσα ένα κρακ που ερχόταν από το ψηφιδωτό των εικόνων χαρούμενου ζευγαριού Βίκης – Λάμπρου, αυτού που είχα συνθέσει στο μυαλό μου.
«Είχα πολύ καιρό να κάνω σχέση, πριν το Λάμπρο» εξομολογήθηκε. «Μετά τη διάλυση της πρώτης μου σχέσης, στα 17 μου, τις απέφευγα. Έκανα περιστασιακά πράγματα μόνο. Οι φίλοι μου μου έλεγαν να σοβαρευτώ. Εγώ πέρασα μια υπαρξιακή κρίση κάποια στιγμή και φοβήθηκα μήπως είχαν δίκιο. Οπότε, όταν ο Λάμπρος έδειχνε να θέλει σχέση μαζί μου, άδραξα την ευκαιρία. Και, ξέρεις, τα πράγματα είναι πάντα καλά στην αρχή»
«Και;» τη ρώτησα. «Τι συνέβη μετά;»
«Είχαμε προβλήματα»
Μελαγχόλησε.
«Τους δώσαμε κάποιες λύσεις» συνέχισε. «Κάπως τα μπαλώσαμε. Οι σχέσεις, φιλικές ή ερωτικές, είναι περίπλοκες. Νιώθω πως δε μπορώ να τις διαχειριστώ. Δεν έχω πραγματική όρεξη. Τα κάνω σαν ψυχαναγκαστική δουλειά του σπιτιού. Δεν ξέρω από σχέσεις»
Η τελευταία της φράση με πάγωσε .Είχα ταυτιστεί. Είχα βρει τι θα με συνέδεε μαζί της, τι θα με κρατούσε στη συνέχεια δίπλα της. Να το σημάδι ελπίδας που έψαχνα.
“It’s all too much to take”
Social Links: