Κάποια ραντεβού είναι χειρότερα από κάποια άλλα. Κάποια υποδεικνύουν ότι δε χρειάζεται να βγεις άλλο με το συγκεκριμένο άτομο. Κι αν σε βρίσκουν σε φάση που έχεις χωρίσει από σχέση…

No, Honey 9: Καμία αμφιβολία

Κάποια ραντεβού είναι χειρότερα από κάποια άλλα. Κάποια υποδεικνύουν ότι δε χρειάζεται να βγεις άλλο με το συγκεκριμένο άτομο. Κι αν σε βρίσκουν σε φάση που έχεις χωρίσει από σχέση που σε σημάδεψε κι αμφισβητείς τα πάντα από εσένα, μάλλον σε εκνευρίζουν λίγο περισσότερο. Οπότε φεύγεις κι αποφασίζεις ότι αυτό ήταν το τελευταίο σας. Αυτό έκανα κι εγώ.

Και μετά θυμήθηκα ότι έπρεπε να πάρω καπνό για να μπορώ να καπνίσω νευρικά με την ησυχία μου. Ευτυχώς δε στεκόμουν μακριά από το περίπτερο κι ο περιπτεράς με ήξερε γιατί ήταν χρόνια στη γειτονιά. Ένας τύπος βρισκόταν μπροστά μου. Γνώριμη φιγούρα.

            «Περικλή!» έκανα.

            Γύρισε και χαμογέλασε. Με φίλησε σταυρωτά.

            «Έλλη!» έκανε. «Πάει καιρός ρε μαλάκα»

Ο περιπτεράς τον κοίταξε άγρια. Εκείνος πλήρωσε για το δικό του καπνό κι έπειτα πλήρωσα κι εγώ για το δικό μου.

            «Τι κάνεις;» τον ρώτησα. «Χαθήκαμε!»

            «Ναι ρε» μου είπε. «Μόλις ξέμπλεξα από το στρατό»

Με τον Περικλή κάναμε πολλή παρέα κάποτε. Ήμασταν φίλοι από παιδιά. Περάσαμε μαζί τα πάντα – τα παιδικά καπρίτσια, την εφηβική ορμονική υστερία, τις Πανελλήνιες. Έπειτα χαθήκαμε. Πρώτο έτος, τα μυαλά μας αλλού, μετά αυτός βρήκε γκόμενα και  παρέες από τη σχολή του. Όλα αυτά με είχαν στεναχωρήσει μα στη συνέχεια αποδέχθηκα ότι είναι μέρος της ενηλικίωσης – κι η ενηλικίωση είναι η διαπίστωση πως δε μπορείς να συμβαδίσεις με όλους.

Οκ, για να είμαστε ειλικρινείς, ο Περικλής ήταν πάντα ερωτευμένος μαζί μου. Εγώ είχα πάντα κάτι άλλο ν’ ασχοληθώ – την πρώτη μου σχέση, τα διάφορα φοιτητικά φλερτ, το Στέργιο. Μετάνιωνα που έψαχνα αλλού την ευτυχία της σχέσης. Πάντα μου άρεσε και του άρεσα. Απλά τότε ήμουν συναισθηματικά μη διαθέσιμη, αποσπασμένη από μια πιθανή κατάσταση που θα μπορούσε να μου είχε δώσει περισσότερα, αν ήμουν σοφότερη.

            «Μαλακία που χαθήκαμε» του είπα.

            «Όντως» αποκρίθηκε. «Τι θα κάνεις μετά;»

            «Κότσο κεφτέ και θ’ αράξω με τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου»

            «Ποιον;»

            «Το Netflix»

            Αγόρασε δυο μπύρες.

            «Είναι εξίσου καλοί φίλοι» έκανε. ‘Πάμε ν’ αράξουμε»

Δέχθηκα. Καθίσαμε μέχρι τα ξημερώματα.  Δε μπορούσαμε να σταματήσουμε να μιλάμε. Είχαμε να πούμε πολλά. Ήμουν πιο παρούσα από ποτέ στις μεταξύ μας συζητήσεις. Ήμουν πιο παρούσα από ποτέ στις μεταξύ μας συζητήσεις. Χαιρόμουν  που η χημεία μας ουσιαστικά δεν είχε χαθεί. Μπορούσαμε να μαντέψουμε ο ένας τις σκέψεις του άλλου και να συζητάμε με τρόπο ώστε να κρατάμε συνέχεια το ενδιαφέρον ο ένας του άλλου, να δίνουμε χαρά και να κάνουμε το χρόνο να περνάει πολύ γρήγορα. Μου έδινε την ελπίδα που χρειαζόμουν εκείνον τον καιρό.

Μέσα σε όλα αυτά, με είχε πάρει κι η Βίκυ. Δε θα της απαντούσα. Μ’ είχε πραγματικά νευριάσει. Θεωρούσε σοβαρά τα πρωτοκοσμικά της προβλήματα. Δεν ήξερε αν της άρεσε περισσότερο ο Κλεάνθης ή ο Λάμπρος κι εγώ ήξερα ότι κάθε συζήτηση μ’ αυτό το θέμα θα κατέληγε στο να με κρίνει για το Ραφαήλ. Και μισούσα το να είναι οι άλλοι επικριτικοί μαζί μου χωρίς να τους έχω δώσει το δικαίωμα.

Μα τώρα ήμασταν μόνο εγώ κι ο  Περικλής.

            «Συγγνώμη που δε σου έδωσα μια ευκαιρία ποτέ» του είπα. «Πολλά πράγματα δεν τα εκτιμάμε όταν τα έχουμε»

Ξαφνιάστηκε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Μου ψιθύρισε ότι με θέλει ακόμα. Φιληθήκαμε. Το φιλί του δε θα ξεπερνούσε ποτέ αυτό του Ραφαήλ μα το είχα αποδεχθεί – τίποτα δε θα τον αντικαθιστούσε.

            «Σε μισώ!»

Πίσω στο σπίτι. Οι γονείς μου μάλωναν στην κουζίνα. Προσπάθησα να μην κάνω θόρυβο και να πάω στο δωμάτιο μου χωρίς πολλά πολλά. Τους μισούσα όταν μάλωναν, όσο δηλαδή μισούσαν κι αυτοί τους εαυτούς τους εκείνες τις στιγμές.

            «Έχασα σαράντα χρόνια από τη ζωή μου εξαιτίας σου!» φώναζε η μητέρα μου. «Και θα χάσω άλλα τόσα!»

Ήχος από σπασμένο ποτήρι. Προφανώς δε θα ξανάφτιαχνε αν κάποιος ζητήσει «συγγνώμη». Η μητέρα μου έκλαιγε δυνατά. Σε κάποιες στιγμές ούρλιαζε από τον πόνο. Λογικά ο πατέρας μου θα της το ‘χε πετάξει στο κεφάλι. Άκουσα τον πατέρα μου να της ζητάει «συγγνώμη». Μάλλον ήταν το λιγότερο απαθές πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του. Όχι πως αυτό θα έφερνε τεράστιες αλλαγές – τα κομμάτια του ποτηριού δε θα κολλήσουν ποτέ ξανά.

            Άναψα τσιγάρο.

            «Δεν έχουμε πει να μην καπνίζεις εδώ μέσα;»

Η Χρύσα φώναζε από το δωμάτιο της. Δεν της έδωσα σημασία. Εκείνη έπιασε το μήνυμς και βγήκε στο διάδρομο να μου την πει.

            «Γιατί οι άνθρωποι μένουν μαζί όταν δεν υπάρχει κάτι να τους ενώνει πια;» τη ρώτησα.

 Ήθελε να μου φωνάξει μα έχασε τα λόγια της. Ανατροπή στο 90’. Άφησε έναν αναστεναγμό. Αυτό το ερώτημα τη βασάνιζε. Και μάλλον θα βασανίζει την ανθρωπότητα για πάντα.

            «Ρώτα τους»  έκανε τελικά. «Είναι μαζί από τα 17 τους»

            Κι εγώ κι η Χρύσα δεν είχαμε ιδέα πώς να κρατάς μια σχέση τόσα χρόνια.

«Τι σημασία έχει αυτό;» της είπα. «Όλοι οι άνθρωποι κάνουμε πράγματα που μετανιώνουμε  πάνω στον ενθουσιασμό μας. Το θέμα είναι ν’ αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας και να βάζουμε τα όρια μας, όχι να κουβαλάμε τα απωθημένα μας μια ζωή. Ο ενθουσιασμός είναι δημιουργικός μα βλάπτει ενίοτε. Δε θα είσαι για πάντα 17. Κάποτε θα φύγει κι αυτό και θα μείνεις μόνος σου με την αλήθεια. Κι η αλήθεια μπορεί να είναι ότι δεν ταιριάζετε και τόσο πια, ότι έχετε χάσει την αρχική αίγλη. Κι είναι εντάξει γιατί, όσο κι αν πονάει, μια καταστροφή είναι μερικές φορές η αρχή της αναδημιουργίας»

            «Πόσο Σκορπιός γίνεσαι ώρες ώρες» με πείραξε.

            Αστείο για τα ζώδια. Οι κουβέντες για τέτοια θέματα πάντα σώζουν τις συζητήσεις ή τουλάχιστον σε κάνουν να ξεχνάς πιο σοβαρά θέματα που θα μπορούσαν να ειπωθούν. Αλλά όχι τώρα.

            «Δεν πιστεύω πια στην αγάπη» είπα μέσα από τα δόντια μου.

Ωστόσο, έκανα τα αντίθετα και με είχα πείσει ότι πίστευα ακόμα στην αγάπη. Μπήκα πολύ γρήγορα σε σχέση με τον Περικλή. Εκείνος έψαχνε αφορμές να με δει και δεν είχα πρόβλημα να ανταποκριθώ. Όταν θέλησε σχέση μαζί μου, του την έδωσα. Όταν μου είπε «θέλω σχέση μαζί σου», τον φίλησα και δέχθηκα. Όλα αυτά έξω από το σπίτι μου, όπου με είχε συνοδεύσει μετά από άλλο ένα βράδυ μαζί του. Με είχε κοιτάξει στα μάτια και μου το είχε ζητήσει. Δεν ήθελα να το αρνηθώ.

            «Είσαι σίγουρη ότι είναι σωστή επιλογή;» με ρώτησε η Πηνελόπη. «Θέλω να πω, μόλις χώρισες»

Το «δεν πιστεύω στην αγάπη» μου γύριζαν πίσω σε εμένα. Μάλλον δε θα πίστευα ξανά σ’ αυτό το συναίσθημα. Μα απολάμβανα τις στιγμές μαζί του. Με αποσπούσαν από το να σκέφτομαι κάθε κατεστραμμένη μου οπτική. Μου παρείχε αυτήν την ασφάλεια – του αρχικού ενθουσιασμού, της αίσθησης ότι υπήρχε κάποιος στη ζωή μου, ότι κανείς δε με είχε αφήσει, ότι τίποτα δεν είχε ακόμα τελειώσει.

            «΄Εχω αισθήματα για εκείνον» εξήγησα στην Πηνελόπη. «Μου φέρεται καλά. Πάντα δηλαδή φερόταν καλά σε όλους. Και βλέπω ότι το ίδιο κάνει και σ’ εμένα. Είναι πολύ καλό παιδί»

            Χαμογέλασε με επιφύλαξη.

            «Είμαστε ένα μήνα μαζί» συνειδητοποίησα.

Σήμαινε επίσης ένας μήνας που είχα πάψει να μιλάω στη Βίκυ. Ο λόγος; Δεν άντεχα τις κριτικές της. Ήταν συνεχώς επικριτική μαζί μου ενώ η ίδια δε βρισκόταν σε καλύτερη θέση από εμένα – οι αφηγήσεις της για τη «σχέση» της με το Λάμπρο και την όλη διχασμένη της ζωή δεν την καθιστούσαν καλύτερη. Επέλεγα, γι’ αυτό το λόγο, να αγνοώ τα μηνύματά της. Εκείνη δεν το έβαζε κάτω και μου έστελνε μα αυτό με εκνεύριζε και με έκανε να την αγνοώ περισσότερο. Μερικές φορές είχα τύψεις που το έκανα. Μα δεν έβρισκα άλλη λύση – αυτό ήταν το σωστό.

            «Μήπως καλύτερα να της εξηγούσες;» μου είπε η Πηνελόπη. «Μιλάς μια ζωή για υπευθυνότητα, τώρα τι σ’ έπιασε;»

            «Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι» έκανα. «Της τα έχω εξηγήσει τόσες φορές»

            Όταν θύμωνα με τη Βίκυ, η ίδια μου έλεγε πάντα το εξής:

            «Μήπως απλά σε τσούζει η αλήθεια;»

Πάντα ήθελα να της πω ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλάει γιατί ήταν εξίσου κατεστραμμένη με εμένα.

            «Οκ, ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο τώρα» έκανε η Πηνελόπη.

            «Ναι, ναι» έκανα.

Άνοιξα την τσάντα μου να της δείξω το βιβλίο που διάβαζα την περίοδο εκείνη.

            «Χμ, ενδιαφέρον φαίνεται» έκανε. «Είναι αυτό που σου είχε φέρει η Βίκυ;»

Έγνεψα καταφατικά. Η Βίκυ δε με ήξερε για πολύ καιρό μα ήθελε πολύ να με φροντίσει. Είχε δει ένα βιβλίο που ήξερε ότι θα με αρέσει σε προσφορά σε βιβλιοπωλείο και μου το έκανε δώρο. Και μπορούσα να θυμηθώ κι αυτή κι άλλες ενδείξεις αγάπης της. Για την ακρίβεια, μπορούσα να θυμηθώ πολλές ενδείξεις αγάπης της. Ακόμα κι αν δεν πίστευα ότι της άξιζα, δεν την πτοούσε – μου τις έδινε απλόχερα.

Μην είσαι μαλάκας, μου έλεγε η συνείδησή μου. Την πήρα τηλέφωνο.

            «Χρειάζεσαι κάτι;» έκανε εκείνη ξινά.

            «Μίλα καλύτερα» της είπα κοφτά.

Μαλάκωσε τον τόνο της φωνής της.

            «Πες μου» έκανε.

            «Ξέρω ότι σε απέφευγα» παραδέχθηκα. «Συγγνώμη»

Και μετά – κι άλλες παραδοχές.

            «Η αλήθεια είναι ότι ήμουν υπερβολική» είπε «Περνάω πολύ περίεργη φάση εσχάτως κι όλα μου φαίνονται βουνό. Νιώθω πως όλες οι επιλογές μου είναι λάθος»

            «Όχι ρε μαλάκα, μια χαρά είσαι» την καθησύχασα.

Έτσι τα ξαναβρήκαμε – και δεν είχα ιδέα για την ποιότητα των επιλογών μου μα δε με ένοιαζε.

            «Άργησες αρκετά»

Ο Περικλής ήταν πάντα συνεπής, το ίδιο κι εγώ. Δεν ήταν όμως ποτέ καχύποπτος μαζί μου – μα τώρα ήταν.

            «Άργησε το λεωφορείο» του δικαιολογήθηκα.Τι να του έλεγα; Ότι μιλούσα με το Ραφαήλ και δεν κοιτούσα την ώρα;

            «Ναι, ναι, συμβαίνουν αυτά» έκανε.

Τον έκανα μια αγκαλιά.

            «Πάμε να πιούμε» του είπα με νάζι. «Κερνάω εγώ»

“I wanted to love you”