Graham Masterton, Πληγωμένοι Άγγελοι Εκδόσεις Οξύ, 2017 432 σελίδες   Το ομιχλώδες Κορκ συγκλονίζεται από μια σειρά αποτρόπαιων δολοφονιών καθολικών ιερέων, οι οποίοι στο παρελθόν φέρονταν να είχαν εμπλακεί σε σκάνδαλα…

”Πληγωμένοι Άγγελοι” του Graham Masterton: το τέλειο παράδειγμα του πώς γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα ένας συγγραφέας τρόμου

Graham MastertonΠληγωμένοι Άγγελοι

Εκδόσεις Οξύ, 2017

432 σελίδες

 

Το ομιχλώδες Κορκ συγκλονίζεται από μια σειρά αποτρόπαιων δολοφονιών καθολικών ιερέων, οι οποίοι στο παρελθόν φέρονταν να είχαν εμπλακεί σε σκάνδαλα κακοποίησης παιδιών. Ένα -ένα τα πτώματά τους εμφανίζονται, κακοποιημένα με φριχτό τρόπο και κανείς εκτός από την Αστυνόμο Κέιτι Μακγκουάιρ δεν μπορεί να σταματήσει τους δολοφόνους.

Η ιστορία και οι μηχανισμοί που κινούν τη πλοκή είναι γνωστοί: Μια σειρά από δολοφονίες όπου τα θύματα σχετίζονται μεταξύ τους, μια αστυνομικός προσπαθεί να λύσει το μυστήριο και να συλλάβει τον δολοφόνο, ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα, μια προσωπική τραγωδία, ηθικά διλήμματα και προδοσίες, ισχυροί άνδρες και κρυμμένα μυστικά, δομές εξουσίας που φέρνουν εμπόδια στη πρωταγωνίστρια και λοιπά οικεία μοτίβα για τους ρέκτες της αστυνομικής λογοτεχνίας Το βιβλίο είναι ωστόσο μια ξεχωριστή περίπτωση και μια ευχάριστη έκπληξη για τους αναγνώστες των ιστοριών αστυνομικού μυστηρίου.

Ο Graham Masterton (συγγραφέας των μυθιστορημάτων τρόμου και υπερφυσικού, Ο άρχοντας του ψεύδους και Αυτοί που δεν κοιμούνται, αμφότερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Οξύ), στο δεύτερο βιβλίο του με πρωταγωνίστρια την δυναμική, Ιρλανδή αστυνομικό Κέιτι Μακγκουάιρ, αποδεικνύει πώς χειρίζεται το είδος του αστυνομικού θρίλερ εξίσου καλά με τα μυθιστορήματα υπερφυσικού τρόμου, στα οποία επιδόθηκε για δεκαετίες. Ένας βετεράνος της πέννας, επέλεξε εσχάτως να αλλάξει είδος, παραμένοντας πιστός μόνο στις συγγραφικές αρετές του, την δημιουργία εύστοχων, δυσοίωνων περιβάλλοντων και συνθηκών για τους πρωταγωνιστές του και την εθιστική αφήγηση. Ο Masterton επιτυγχάνει κάτι που δύσκολα συναντά κανείς στα αστυνομικά μυθιστορήματα: Στο πρώτο τέταρτο της ιστορίας, γνωρίζεις ήδη καλά, όχι πρόσωπα συγκεκριμένα αλλά ξέρεις ποιος είναι ο δολοφόνος και έχεις μια πολύ καλή εικόνα για τα κίνητρα του και το υπόβαθρό του. Επίσης, μετά από ένα σημείο -αρκετά νωρίς στη πλοκή- λύνεται το μυστήριο της ανακάλυψης του ενόχου πρακτικά και απομένει το μυστήριο της σύλληψης του δολοφόνου. Από εκεί και εκεί πέρα πλέον το μυθιστόρημα μετατρέπεται από αστυνομικό μυστηρίου, σε police procedural. Ο συγγραφέας ωστόσο έχει φροντίσει να μας δώσει παράλληλες υπό-πλοκές, διαφορετικής εντελώς φύσης, περισσότερο τρυφερές και ρομαντικές, οι περισσότερες από τις οποίες δεν θα ξενίσουν στον αναγνώστη, αλλά πετυχαίνουν στο να “βαθαίνουν” τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας, διευκολύνοντάς τον να συμπάσχει περισσότερο με τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

Ωστόσο, δεν είναι όλες οι παράλληλες πλοκές επιτυχημένες Μια – δύο παράλληλες ιστορίες και εκτεταμένες σκηνές, καθιστούν ότι είναι εκεί για να γεμίσουν σελίδες (το δείπνο στο σπίτι του πατέρα της Κέιτι, το οποίο κατά τα φαινόμενα έχει να περάσει ένα μήνυμα, το οποίο όμως δεν “δένει” σε καμία περίπτωση με τη κατάληξη του μυθιστορήματος, εκτός αν ήθελε να είναι ένα ηθογραφικό σχόλιο, που για τέτοιο είναι, από άποψη έκτασης μόνον, κουραστικό) ή καθιστά εξόφθαλμη την προσπάθεια του συγγραφέα να μας κάνει να συμπονέσουμε την Κέιτι (η δολοφονική επίθεση κατά της αδερφής της). Σε αυτά ωστόσο μπορεί να αφεθεί κανείς στην έμπειρη εξιστόρηση του Μάστερτον. Αυτό που ίσως αποτελεί το μεγαλύτερο -συνάμα το μοναδικό αληθινό- μειονέκτημα του βιβλίου: Η Κέιτι Μακγκουάιρ δεν “φθείρεται” από τα εμπόδια. Η αδερφή της μπαίνει στο νοσοκομείο. Η ίδια περνάει κανά δυο μερόνυχτα εκεί και μετά ανταλλάσσει 2 φορές τηλέφωνα με τον εντατικολόγο, ίσα για να μαθαίνει τα κρίσιμα νέα που παράλληλα προωθούν την εξέλιξη της πλοκής. Πιο πολύ δείχνει να επηρεάζεται από τα ερωτικά της προβλήματα, τα οποία δεν αντιμετωπίζει ποτέ κατά μέτωπο, αλλά απλώς τα μεταβάλλει και τα εσωτερικοποιεί. Δεδομένου του πόσα πράγματα συμβαίνουν στη ζωή της, τίποτα μα τίποτα δεν την αποσπά από την δουλειά της. Όταν αντίστοιχα ο Ιερώνυμος Μπος (ο πρωταγωνιστής της σειράς αστυνομικών του Μάικλ Κόνελι) ή ο αγαπημένος μου Χάρι Χόλε του Γιού Νέσμπε έχουν προβλήματα (οικογενειακά και αλκοολισμού, αντίστοιχα) τα οποία επηρεάζουν την επαγγελματική τους έρευνα, την υγεία τους και την πορεία τους σαν άνθρωποι. Από την άλλη, τα εμπόδια για την Κέιτι Μακγκουάιρ ρίπτονται ατάκτως, δίχως όμως ο υπερσκελισμός αυτών να της αφήνει αμυχές, εσωτερικές ή εξωτερικές.

Ένα επιπλέον στοιχείο που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, τέλος, είναι η Κέιτι Μακγκουάιρ ως γυναίκα και αστυνομικός. Παρότι η ιστορία σε 2-3 σημεία υποκύπτει στην Λενομαντίτιδα (ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί αυτό που ανατέμνεται εξόχως σε αυτό το μυθικό άρθρο του καλύτερου μπλογκ στην ιστορία των μπλογκ, ο Μάστερτον σκιαγραφεί πολύ παραστατικά την πλευρά της πρωταγωνίστριας ως γυναίκα σε ένα απόλυτα ανδρικό επάγγελμα, πολλώ δε μάλλον σε ένα ματσό, σερνικό επάγγελμα/είδος λογοτεχνίας, όπου σπανίζουν οι δυναμικές, σκληροτράχηλες Επιθεωρήτριες και συνήθως οι γυναικείοι χαρακτήρες υποβιβάζονται σε αντικείμενα ερωτικού ενδιαφέροντος για τους πρωταγωνιστές αρχετυπικά σκληροτράχηλους αστυνόμους ή σε δευτεραγωνίστριες με περιορισμένο πεδίο δράσης και έρευνας. Προσωπική γνώμη του γράφοντος είναι ότι ο Λενομανταδισμός εδώ είναι σκόπιμος: Ο πολύπειρος Μάστερτον δεν επέλεξε απλώς τα κλισέ της συμβατικά ονομαζόμενης “γυναικείας λογοτεχνίας” και τους αφηγηματικούς μηχανισμούς της (εσωτερικός μονόλογος, ενδελεχής ανάλυση των σκέψεων της πρωταγωνίστριας ακόμα και κατά της διάρκεια της ερωτικής πράξης με τον σύντροφό της), αλλά το έκανε επί τούτου, ώστε με την κατάληξη του μυθιστορήματος να καταφέρει να αντιστρέψει τα κλισέ και να δημιουργήσει έναν πραγματικά ανεξάρτητο λογοτεχνικό χαρακτήρα, βυθίζοντας την σε αυτά, και αφήνοντας τις επιλογές της να τα εξολοθρεύσουν.

Ο υποθετικός αντίλογος γι’ αυτήν την επιλογή θα ήταν πόσα ακόμα κλισέ να αντέξουμε; Πόσες παράγραφοι με αναλυτική περιγραφή του του φορά η Κέιτι, η Χ δημοσιογράφος, πόσο όμορφος και καλοσμιλεμένος είναι ο αγαπητικός της ή πόσο απεριποίητη είναι η αδερφή της Κέιτι, ώστε να φανεί το κοντράστ μεταξύ των δύο χαρακτήρων; Η απάντηση είναι πως η γραφή του Μάστερτον τα απαλύνει όλα. Και αυτό αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Το cliffhanger στο τέλος του βιβλίου δεν αφορά το αστυνομικό μυστήριο, αλλά το συναισθηματικό. Η τελευταία σελίδα με άφησε με την ειλικρινή απορία “will they/won’t they” για τη Κέιτι και τον σύντροφό της. Και ίσως αυτή ήταν η πραγματική ιστορία που έπρεπε να εστιάσει κανείς. Οι σκηνές τρόμου, με τις ανατριχιαστικές περιγραφές βασανιστηρίων και πτωμάτων, και το διαρκές συναίσθημα αγωνίας με αποσυντόνισαν και δεν το αντελήφθην ίσως. Από την άλλη, όπου και αν επιλέξει ο αναγνώστης να εστιάσει ή όποια και αν είναι τα γούστα του για να επιλέξει το βιβλίο που μπορεί να ζωντανέψει τις πιο μπανάλ και βαρετές ώρες της καθημερινότητας (λεωφορία και μετρό, ΚΤΕΛ, ουρά σε δημόσια υπηρεσία) σίγουρα θα βρει ένα ενδιαφέρον, εθιστικό ανάγνωσμα, που θα τον αφήσει με μια αίσθηση ολοκλήρωσης και ικανοποίησης.