(Έλλη) Υπάρχει ένα πάρτι όπου θα πετύχεις τους πάντες. Είναι το πάρτι – ορόσημο της χρονιάς, που γίνεται κάθε Ιούνη, για να κλείσει καλά η σεζόν. Όλοι θα πήγαιναν –…

No, Honey 10: Κανένα μελόδραμα

(Έλλη)

Υπάρχει ένα πάρτι όπου θα πετύχεις τους πάντες. Είναι το πάρτι – ορόσημο της χρονιάς, που γίνεται κάθε Ιούνη, για να κλείσει καλά η σεζόν. Όλοι θα πήγαιναν – κι εγώ μαζί τους. Φέτος θα έκανα παρέα στην Πηνελόπη στο μπαρ. Θα ερχόταν κι η Βίκυ, μαζί με το Λάμπρο. Κι από στιγμή σε στιγμή θα έφθανε κι ο Περικλής.

Είδα από μακριά το αγόρι μου. Τον είχα δει από μακριά. Του έδωσα ένα φιλί. Ήθελα εκείνο το βράδυ να το περάσω ήσυχα κοντά του. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην κοιτάξω το κινητό μου ούτε στιγμή και να μην ασχοληθώ με το Ραφαήλ, να αφοσιωθώ στο παρόν, όχι στο παρελθόν. Προσπάθησα, έτσι, να κάνω το καλύτερο δυνατό για τον Περικλή – γι’ αυτό του αγόρασα μια μπύρα και τον πήρα από το χέρι να χορέψουμε.

Έπαιζε το Grey Skies των Turquoise Days. Όταν είχα ανακαλύψει αυτό το κομμάτι, κάπου στο πρώτο έτος, ήμουν μαζί του σ’ ένα πάρτι και τότε είχαμε εντυπωσιαστεί από το πόσο χαρούμενο ακουγόταν. Μα δεν ήταν – μπορούσες να ακούσεις το «don’t expect to make me smile when I’m walking through your door» και να ραγίσει η καρδιά σου. Μα δεν είχα καιρό να το συλλογιστώ – θα έμενα στη χαρούμενη μελωδία.

 

(Βίκυ)

«Επ, τι γίνεται;»

Τι στο καλό ήθελε ο Ραφαήλ εδώ; Τιν χαιρέτησα τυπικά. Προσπάθησα να κρύψω τον εκνευρισμό μου. Δεν της είχα πει τόσες φορές ότι δεν έπρεπε να τον βλέπει; Γιατί ήταν στο πάρτι; Μήπως τον είχε καλέσει; Γιατί εκείνη πήγαινε κοντά του;

«Ρε μαλάκα,τι φάση;» έκανα.

Δε μου απάντησε. Συνέχισε να πηγαίνει στο στόμα του λύκου. Μπορούσα να τους δω να φασώνονται. Μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι με όλα όσα έβλεπα. Δεν ήθελα να ξέρω πού πήγαιναν.

Πήγα στο μπαρ να πάρω άλλη μια μπύρα.

«Δε μπορώ να καταλάβω κάποιους ανθρώπους» έκανα στην Πηνελόπη.

«Ούτε κι εγώ» αποκρίθηκε εκείνη.

Για ποιο γαμημένο λόγο καταστρέφεις έτσι τη ζωή σου; ετοιμαζόμουν να φωνάξω στην Έλλη. Γιατί κυλάς με τέτοια ευκολία στα ίδια; Δεν εκτιμάς τον εαυτό σου;

Oh wait, μου έλεγε η συνείδησή μου. Είχα ξοδέψει πολλές ώρες να σκέφτομαι τι θα γίνει αν ξανασυναντήσω τον Κλεάνθη. Είχα κοιμηθεί ελάχιστα τα προηγούμενα βράδια εξαιτίας του άγχους μου αυτού. Είχα ψυχοσωματικά. Οπότε δε με έπαιρνε να μιλάω.

«Συγγνώμη για την αντίδρασή μου» έκανα στην Έλλη.

Την πήρα μια αγκαλιά. Ήμασταν στην ίδια θέση και δε με έπαιρνε να μιλάω.

Αργότερα, μου είχε φανεί ότι είχα δει το Ραφαήλ και τον Περικλή να τσακώνονται. Δεν ήθελα να δώσω σημασία. Είχα κουραστεί τόσο από όλο αυτό. Η παραδοχή ότι δεν είμαι καλύτερη από την Έλλη ήταν υπεραρκετή για εμένα, δεν είχα ανάγκη να ασχοληθώ άλλο με αυτήν την ιστορία.

Πήγα να βρω άτομο να κάνω τράκα. Ρώτησα πολύ κόσμο και κανείς δεν προσφερόταν. Μέχρι που είδα τον Κλεάνθη. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. Ένιωθα πως θα πεταχτεί κάποιος πύραυλος από πάνω μου.

«Είμαι μεθυσμένη, έχεις ένα τσιγάρο;» τον ρώτησα.

Μου έδωσε ένα. Έγειρα το κεφάλι μου στο ώμο του. Είχε μάλλον νιώσει αμήχανα μα δε με ένοιαζε.

«Σήμερα είδα μια φίλη μου να πέφτει χαμηλά» του είπα. «Την αγαπώ, αλλά αυτό παραπάει!»

Δεν έδειχνε να συγκινείται.

«Το Κουκάκι έχει καλές συγκοινωνίες, δε σε πιστεύω!» άκουσα τον Περικλή να φωνάζει. «Μου έλεγες ψέματα, δεν άργησε κανένα λεωφορείο. Οκ, τραβιέσαι μαζί του, είναι προφανές, μην με κοροιδεύεις!»

Η Έλλη κι ο Περικλής μάλωναν. Η Έλλη τον κοίταζε με κενό βλέμμα – δε μπορούσα να καταλάβω τι ένιωθε.

«Δε θα το παραδεχθείς!» της φώναξε ο Περικλής.

«Δεν έγινε έτσι» του είπε η Έλλη.

Νομίζω ήταν έτοιμη να κλάψει μα κρατιόταν. Ο θυμός μου κλιμακωνόταν. Το σκηνικό δε θα έπρεπε να είχε καν συμβεί. Όλα ήταν λάθος. Δε θα έπρεπε να είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά.

«Έλλη, είσαι ηλίθια;» της φώναξα. «Γιατί καταστρέφεις έτσι τη ζωή σου;»

Η Έλλη γύρισε προς εμένα.

«Εσύ γιατί καταστρέφεις τη δικιά σου;» μου φώναξε. «Είσαι με το Λάμπρο, κλαίγεσαι για τον Κλεάνθη και μου λες για ώρες πόσο σου αρέσει….πότε θα πάρεις μια σωστή απόφαση; Το μόνο που κάνεις είναι να κλαις τη μοίρα σου! Λύσε τα θέματά σου και μετά έλα και μίλα μου!»

Σκρόφα, σκρόφα, σκρόφα! Ο Λάμπρος είχε ακούσει όλα αυτά και με κοιτούσε ενοχλημένος. Ο Κλεάνθης είχε φρικάρει. Εγώ έμεινα σιωπηλή. Δε με έπαιρνε να μιλήσω, μετά από όλα αυτά.

 

(Έλλη)

Ώρα για τη Βίκυ να φύγει. Καθόμουν θυμωμένη στο μπαρ. Ήθελα ήδη να τελειώσει αυτό το βράδυ και να πάω για ύπνο. Την είδα να καληνυχτίζει την Πηνελόπη. Εμένα με άφησε για το τέλος. Την είδα να έρχεται κοντά μου. Λογικά θα με έβριζε. Δε θα το άντεχα.

Λάθος πρόβλεψη.

«Δε μπορείς να φανταστείς πόσο σ’ αγαπώ» μου είπε τελικά.

Χαμογέλασα.

 

(Βίκυ)

Αυτή η βραδιά ήταν ένας μετεωρίτης για εμένα. Ο Λάμπρος περπατούσε δίπλα μου. Δε μιλούσε μα ήταν θυμωμένος. Μάλλον απέφευγε τον καυγά. Ένιωθα έντονα κοντά στην Έλλη εκείνες τις στιγμές – γιατί ήμασταν εν τέλει το ίδιο αυτοκαταστροφικές, το ίδιο σάπιες, το ίδιο λάτρεις του να πιάνουμε πάτο. Για εμένα, αυτό είναι η αγάπη – το να συνειδητοποιείς ότι ακόμα και στα πιο δύσκολα σκηνικά, εκεί που ο άλλος πέφτει χαμηλά και σε κάνει να τον σιχαθείς προς στιγμή, εσύ εξακολουθείς να νιώθεις πράγματα για κάποιον.

 

            (Έλλη)

Η βραδιά είχε επιτέλους τελειώσει. Έπινα τα τελευταία ποτά που είχαν περισσέψει, παρά τη γκρίνια της Πηνελόπης. Ήθελα να σβήσω τις φωνές που μου έλεγαν ότι τα είχα κάνει όλα σκατά. Θα με κατέστρεφα, όπως μου άξιζε. Θα προσπαθούσα να ξεχάσω όλο αυτό το μελόδραμα – παρόλο που τα μελοδράματα δεν ξεχνιούνται.

            «Don’t know you super well

            But I think that you might be the same as me

             Behave abnormally»