«Θεέ μου, πήγε κιόλας 5 η ώρα;» Η Πηνελόπη είχε μόλις συνέλθει από το πάρτι της προηγούμενης βραδιάς. Βρισκόμασταν σπίτι της και με περίμενε να ξυπνήσω. Όταν άνοιγα τα βλέφαρά…

No, Honey 11: Κανένας ήρωας

«Θεέ μου, πήγε κιόλας 5 η ώρα;»

Η Πηνελόπη είχε μόλις συνέλθει από το πάρτι της προηγούμενης βραδιάς. Βρισκόμασταν σπίτι της και με περίμενε να ξυπνήσω. Όταν άνοιγα τα βλέφαρά μου, ήξερε πως ο χρόνος είχε περάσει γρήγορα κι έπρεπε να με ταρακουνήσει.

«Είσαι καλύτερα;» με ρώτησε.

«Έχω hangover» της είπα.

Κοίταξα το κινητό μου. Μετά το hangover νομίζεις ότι ο χρόνος κατακερματίζεται και όλα όσα σου έχουν στείλει είναι μηνύματα που δεν απάντησες χρόνια πριν. Ήμουν η γέφυρα ανάμεσα στον πραγματικό χρόνο και στο χρόνο που έτρεχε στο κεφάλι μου επειδή με όταν έχεις hangover, αυτός κινείται σε περίεργα επίπεδα. Και το όνομα «Περικλής» ήταν η άλλη άκρη της γέφυρας. Ήλπιζα να μου έλεγε ότι όλα ήταν εντάξει, πως αυτό δε θα επηρέαζε τη σχέση μας.

Αλλά όχι.

«Μην τολμήσεις να μου ξαναμιλήσεις» έγραφε.

Όχι. Με τίποτα. Όχι.

«Μαλάκα, με χώρισε!» φώναξα στην Πηνελόπη.

«Φέρνω πρωινό!» έκανε εκείνη.

Πήρα τηλέφωνο το Ραφαήλ. Δεν το σήκωνε. Θα το σήκωνε αργότερα.

Πέρασε μια εβδομάδα με αυτόν τον τρόπο. Ήταν μια μπερδεμένη εβδομάδα. Μου έμοιαζε περίεργο που δεν ήμουν σε σχέση. Ο Ραφαήλ δεν έλεγε να μου απαντήσει – και στεναχωριόμουν γιατί τον αποζητούσα. Η Βίκυ μου έλεγε να βγούμε συνεχώς. Έλεγε πως ήθελε να μου μιλήσει για το βράδυ του πάρτι και τα συναισθήματά της γύρω από αυτό. Εγώ δεν ήθελα να ακούσω τίποτα.

            «Ο Ραφαήλ σε κακοποιεί συναισθηματικά!» μου φώναξε κάποια στιγμή στο τηλέφωνο.

            «Μπορείς να σταματήσεις να ασχολείσαι μαζί μου;» της φώναξα κι εγώ.

            Της έκλεισα το τηλέφωνο. Μου έγραψε μήνυμα.

            «Δε θέλω να είμαστε πια φίλες» έλεγε.

            Έμεινα να το κοιτάω για ώρα. Δεν περίμενα να μου το έλεγε ποτέ αυτό. Είχα παγώσει. Ο κόσμος στις σκάλες του ηλεκτρικού με έβριζε.

            «Με κρίνεις χωρίς πραγματικά να ξέρεις τι τρέχει στη ζωή μου» της έγραψα τελικά.

            «Έχω περάσει κι εγώ πράγματα και ξέρω» ήταν η απάντησή της. «Τώρα φέρε μου το βιβλίο που έχω ξεχάσει στην τσάντα σου»

            Είχα άλλη επιλογή; Έψαξα σε όλο το δωμάτιό μου. Τίποτα. Είμαι ακατάστατη, σκέφτηκα. Είμαι ακατάστατη και χάνω πράγματα. Ξεφύσησα από το άγχος. Είχα αδειάσει τη βιβλιοθήκη μου και το γραφείο μου μα δεν ήταν εκεί. Έφερα μέχρι και τη μάνα μου για να ψάξει. Τίποτα.

            «Μήπως το άφησες σε κανένα μαγαζί ενώ ψώνιζες;» με ρώτησε η μάνα μου κάποια στιγμή.

            «Θα μπορούσε» της είπα.

            Σκηνές από μια εβδομάδα πριν. Είχα αδειάσει την τσάντα μου για να βρω το πορτοφόλι μου για να πληρώσω σε ένα συνοικιακό μαγαζί. Ίσως είχα βγάλει και το βιβλίο καταλάθος και το είχα αφήσει εκεί.  Μπορούσα να βασίζομαι στις πωλήτριες – ήταν οι ίδιες τόσα χρόνια και με ήξεραν.

            «Συγγνώμη, μήπως έχω αφήσει εδώ κάποια πράγματα;» τις ρώτησα. «Για κάποια βιβλία πρόκειται»

            «Όχι» έκανε η μία. «Αν είχες αφήσει κάτι εδώ, θα το θυμόμουν. Συνήθως οι πελάτες ξεχνούν αξεσουάρ τους και τα σχολιάζουμε. Ένα βιβλίο θα ήταν ευχάριστη έκπληξη»

            Τις ήξερα καλά. Δεν έλεγαν ψέματα.

            «Σας ευχαριστώ» έκανα.

            Εκείνη τη στιγμή έσκασε τηλέφωνο από τη μαμά.

            «Το βρήκα» έκανε.

            Πρέπει να ακούγονται πυροτεχνήματα κάθε φορά που βρίσκεται κάτι στο ακατάστατο δωμάτιο μου.

            Έστειλα μήνυμα στη Βίκυ. Μου είπε να τη βρω το βράδυ, που θα έβγαινε στη γειτονιά μας. Έτσι κι έκανα. Προσπάθησα να αγνοήσω όλους τους κόμπους στο στομάχι μου και να αποδεχθώ ότι θα την έβλεπα για τελευταία φορά. Είχα προβάρει πολλούς αποχαιρετισμούς στο κεφάλι μου. Τη βρήκα να πίνει μπύρα με μια φίλη της σε ένα μαγαζί. Και τότε ήξερα – είχε έρθει το τέλος κι έπρεπε να φανώ ευγενική.

            «Χέι, στα έφερα» της είπα τελικά.

            «Σε ευχαριστώ, Έλλη» έκανε τυπικά.

            Κάτι μέσα μου δεν ήθελε να τελειώσουν έτσι τα πράγματα. Δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτό – δε μπορούσα να αποχαιρετήσω κι άλλο άτομο. Είχα περάσει αρκετά τις τελευταίες ημέρες και δεν άντεχα να βρίσκομαι αντιμέτωπη με καταστάσεις στις οποίες δεν είχα πλέον κανέναν έλεγχο. Δε μπορούσα να ανεχθώ την κατάσταση.

            «Να σου πω κάτι;» με ρώτησε.

            Ξαφνιάστηκα.

            «Πες μου» έκανα.

            Με κοίταξε μελαγχολικά.

            «Συγγνώμη που ήμουν τόσο επικριτική απέναντι σου» μου είπε.

            Χαμογέλασα.

            «Είναι οκ» έκανα.

            Το ύφος της σοβάρεψε.

            «Η απόφασή μου ήταν οριστική ωστόσο» μου είπε. «Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω»

            Δυσανασχέτησα. Ποιον προσπαθείς να πείσεις;, ήθελα να της πω. Γιατί προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα; Δε νιώθω καλύτερα! Τι νόημα έχει να μου απολογηθείς και να το πάρεις πίσω μ’ έναν τρόπο;

            «Καληνύχτα» της είπα.

            Πήρα το δρόμο για το σπίτι. Είδα πως είχα μια κλήση από το Ραφαήλ. Δε θα την απαντούσα ποτέ. Έπαιζε το παιχνίδι του να μου δώσει ό,τι θέλω για να το πάρει πίσω μετά. Θα προκαλούσε πάλι μπελάδες. Για την ακρίβεια, προκαλούσε μόνο μπελάδες. Είχε έτσι έρθει η ώρα να σταματήσει αυτό.

            Διέσχισα τον πεζόδρομο της Δράκου. Ήταν Παρασκευή βράδυ κι ήταν γεμάτος. Άνθρωποι έτρωγαν κι έπιναν. Είχαν κάποιον να μιλήσουν, κάτι να πουν. Ένιωθαν, ίσως, ολόκληροι. Εγώ δεν ένιωθα έτσι πια. Μέσα σε λίγο καιρό είχα χωρίσει, μια φίλη μου είχε αποφασίσει να με κόψει κι είχα πάρει μια απόφαση να κόψω μ’ ένα άτομο που ούτε φανταζόμουν. Όλα αυτά με έκαναν να νιώθω μόνη. Ένιωθα πως το άξιζα – τι περίμενα εφόσον είχα πάρει τόσες κακές αποφάσεις;

            Μπορούσα να βρω την εξήγηση για τα συναισθήματά μου. Οι ήρωες μου είχαν πεθάνει. Και δεν ήταν τα άτομα. Ποτέ δεν είναι ακριβώς τα άτομα. Οι ήρωες μας στην ενηλικίωση είναι οντότητες – οι σχέσεις, το τι περιμένουμε να μας δώσουν. Συνήθως οι ήρωες μας αυτοκτονούν – γιατί οι σχέσεις είναι κάτι το ακαθόριστο και μπορεί να μας τη φέρουν, να μην πάνε όπως θέλεις κι οι ελπίδες μας πάνω σε αυτές να πεθάνουν με τη δική τους βούληση. Εγώ είχα σκοτώσει τους ήρωες μου κι έπρεπε να κατηγορηθώ γι’ αυτό – κανείς άλλος. Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Είχα καλές προθέσεις μα δεν αρκούν οι καλές προθέσεις για να σώσεις μια κατάσταση. Ποτέ δεν αρκούν. Δε ζούσα σε χαρούμενο sitcom όπου οι έχοντες καλές προθέσεις θα απολαύσουν το χαρούμενο τέλος.

«When all your heroes get tired I’ll be something better yet».