Από τη σχέση μου με το Ραφαήλ είχε περάσει ένας χρόνος. Και με έβλεπα να πηγαίνω για άλλη μια Δευτέρα στη δουλειά, έπειτα από συλλογισμό αυτού του χρόνου. Μερικές ημέρες…

No, Honey 12: Καμία κατάληξη (Season Finale)

Από τη σχέση μου με το Ραφαήλ είχε περάσει ένας χρόνος. Και με έβλεπα να πηγαίνω για άλλη μια Δευτέρα στη δουλειά, έπειτα από συλλογισμό αυτού του χρόνου. Μερικές ημέρες μετά την ορκομωσία μου θα βρισκόμουν και πάλι εκεί, σαν να . Θα τους αποδείκνυα για άλλη μια φορά ότι, ναι, υπάρχει ζωή μετά το πτυχίο – μα δεν είναι απαραίτητα ποιοτική.

Πήγα να πάρω καφέ από το διπλανό μαγαζί.

«Δε θέλω να υπηρετήσω τον καπιταλισμό σήμερα» γκρίνιαξα στην ταμία.

«Το λες αυτό στο χώρο εργασίας μου» μου είπε.

Πλήρωσα τον καφέ. Ανηφόρησα προς το τηλεφωνικό κέντρο. Είχα καταφέρει να μείνω ένα μήνα εκεί. Το θεωρούσα κάποιου είδους πρόοδο, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν άντεχα να είμαι εκεί έξι ώρες την ημέρα και να φλερτάρω με τον πονοκέφαλο. Έβλεπα παιδιά να πηγαίνουν και να έρχονται, διαφορετικές φάτσες κάθε εβδομάδα. Έμεναν το πολύ δύο ή τρεις ημέρες εκεί. Κάποιοι έμεναν και παραπάνω. Στο τέλος, όμως, παραιτούνταν ή τους απέλυαν. Μάλλον είχα κάτι που δεν είχαν αυτοί.

«Καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα»

Μίζερη σαραντάρα συνάδελφος με μονίμως δραματικό ύφος και μια προσωπική ιστορία που ποτέ δεν πρόσεχα. Άκακος κάγκουρας. Τύπισα με συμπαθητική φάτσα, αλλά βαρετή προσωπικότητα. Αυτός ο κύκλος δε θα τέλειωνε ποτέ – αν δεν ήταν αυτοί, θα ήταν κάποιοι άλλοι. Τηλέφωνα. Εκνευριστικοί team leaders – γιατί τώρα είναι full time δουλειά να φωνάζεις στον άλλον. Μας λέγανε να λέμε κι άλλα ψέματα, να πουλάμε το προιόν μας, το καλύτερο της αγοράς, γιατί ποιος νοιάζεται για τις προθέσεις;

«Μα πώς μπορείς να βρεις χαρά σε όλα αυτά;» σκεφτόμουν φωναχτά στο διάλειμμα.

Μια συνάδελφος γύρω στα 50 με άκουσε.

«Έχεις τους ανθρώπους σου;» με ρώτησε.

Όχι όλους, ήθελα να της πω. Κάποιοι άνθρωποι με αγάπησαν πραγματικά μα τους απομάκρυνα κι έφταιγα εγώ γι’ αυτό. Πίστευα πως δεν άξιζα την αγάπη τους. Οπότε είχα φροντίσει να μου το αποδείξω με κάθε αφορμή. Φρόντισα να τους χάσω. Πάρτα, ηλίθια!

Δεν ήξερα αν τελικά ήμουν καλό άτομο, ακόμα και μετά από όλα αυτά. Οι καλοί άνθρωποι δεν απομακρύνουν όσους τους αγαπάνε. Οι καλοί άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν όταν κάποιος που τους αγαπάει δεν είναι τέλειος. Οι καλοί άνθρωποι δεν πέφτουν στο βούρκο, κάπου ξέρουν να σταματάνε. Οι καλοί άνθρωποι έχουν κάτι καλό να τους περιμένει στο τέλος της ημέρας, σαν αναγνώριση της συμπεριφοράς τους ίσως, σαν ένα μπισκοτάκι για παραπάνω.

«Αν είσαι καλός άνθρωπος, θα επιβιώσεις» συνέχισε η συνάδελφος.

Μαλακίες. Κανένα κάρμα δε σε σώζει, ούτε ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει στο τέλος. Δε θα είσαι καλά επειδή είσαι καλό άτομο. Ο κόσμος είναι ρευστός και γεμάτος πιθανότητες. Δεν υπάρχουν κανόνες. Δε θα σκοτώσεις όλους τους δαίμονες σου επειδή έχεις καλές προθέσεις. Όχι απαραίτητα. Θα είσαι καλά γιατί θες να είσαι καλά, γιατί πιστεύεις ότι το αξίζεις. Θα υπάρχει μια φωνή στο βάθος που θα σου λέει «είσαι καλύτερη από αυτό» και θα είναι η δικιά σου. Το σύμπαν δε θα εμπλακεί σε αυτό. Δε θα προστάξει να είσαι καλά. Δεν είναι δουλειά του. Είναι τρομαχτικό μα έχεις μεγάλη ευθύνη στο κομμάτι της ευτυχίας σου.

«Διαφωνώ σε αυτό μα με έκανε να σκεφτώ πράγματα» της είπα τελικά.

Το ίδιο βράδυ είχαμε πει να πάμε με την Πηνελόπη και το Λουκά σε μια εκδήλωση στο Πολυτεχνείο. Χαζεύαμε τους φοιτητές. Φροντίζαμε να είμαστε πάντα κοντά σε αυτούς και να κυνηγάμε έτσι τη νεότητα. Εγώ είχα ήδη βγάλει τη σχολή – και τα παιδιά ήταν πολύ κοντά σε αυτό. Συμφωνούσαμε σε κάθε αγχώδη διατήρηση των φοιτητικών μας χρόνων.

Μόλις η εκδήλωση τελείωσε, ο Λουκάς είχε τη φαείνη ιδέα να ξεκινήσει να μιλάει για αγάπη. Το μυαλό μου είχε μπλοκάρει αρκετά για να σκεφτώ οτιδήποτε πάνω σε αυτό. Εκείνη η ημέρα ήταν κακή για να το συζητήσω.

«Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ηλίθιοι» ξεκίνησε να λέει. «Όταν πιστεύουμε πως δεν αξίζουμε την αγάπη γινόμαστε απαίσιοι και κάνουμε τα πάντα για να τη διώξουμε»

Μέσα μου ήθελα να εξαφανίσω τον τύπο που βρισκόταν δίπλα μας – ήταν φανερό, έμοιαζε στον πρώην του. Κι η ιστορία με τον πρώην του ήταν εξίσου χαοτική με τη δική μου.   Μα έλεγε το εξής πάντα. Ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν πίστευε ότι άξιζε την αγάπη του.

«Ας παίξουμε το παιχνίδι των εξομολογήσεων» έκανα.

Άρπαξα ένα μπουκάλι μπύρα.

«Ποιος ξεκινάει;» έκανα.

«Εγώ» είπε η Πηνελόπη.

Ναι, Πηνελόπη, βγάλε το φίδι από την τρύπα.

«Θέλω να μετακομίσω σε δικό μου σπίτι» είπε. «Δεν αντέχω τους δικούς μου πια»

Τη χειροκροτήσαμε ειρωνικά.

«Σειρά σου» μου είπε.

Πήρα βαθιά ανάσα.

«Θα ‘θελα τον Περικλή και τη Βίκυ πίσω»

Ήταν η πρώτη φορά που το παραδεχόμουν. Ναι, τους είχα απομακρύνει κι ευθυνόμουν γι’ αυτό. Ήμουν ακόμα πληγωμένη. Μα αυτό που λένε είναι ότι η παραδοχή είναι το πρώτο βήμα για τη θεραπεία.

Φεύγαμε. Διασχίζαμε τη Στουρνάρη – πάντα οι δρόμοι γύρω από την Όμονοια θα είναι τόσο μουντοί. Η σκέψη όσων είχα πει άφησε τα τελικά της σημάδια. Μα ένιωθα πως υπήρχε κάτι που δεν είχα πει ακόμα.

«Ο Ραφαήλ σε κακοποιεί συναισθηματικά!»

Τα λόγια της Βίκυς σε λούπα. Τα πράγματα που μου είχε κάνει εκείνος – αυτά που δεν έχω πει ποτέ σε κανέναν. Τα πράγματα που είχα αναγκαστεί να του κάνω. Θα ήταν εκεί για πολύ καιρό. Και δε θα μπορούσα να μιρλιάζω πάντα γι’ αυτά. Χρειαζόμουν αλλαγές.

«Δεν ξέρω πώς ν’ αγαπάω» εξομολογήθηκα στα παιδιά.

«Γιατί το πιστεύεις;» ρώτησε ο Λουκάς.

Μην κλάψεις, μην κλάψεις, μην κλάψεις. Γαμώτο.

«Ραφαήλ» είπα. «Ξέρετε την ιστορία»

Η Πηνελόπη με χάιδεψε.

«Μπορείς ακόμα να τον σκοτώσεις και να φας τα σωθικά του» έκανε. «Πάρτι στην κουζίνα»

Μου έδωσε ένα φιλί.

«Είναι μια αρχή» μου είπε.

«Ναι» έκανα διστακτικά.

Ο Λουκάς με χάιδεψε κι αυτός.

«Θα ΄σαι εντάξει» έκανε. «Θέλω να πω, μπορείς να κάνεις κι αλλιώς; Θες να είσαι καλά και φαίνεται»

«Ναι» χαμογέλασα. «Θέλω»

 

«I could fight forever, oh, but life’s too short»