Γράμμα στην φίλη μου την Α. με αφορμή την Eurovision και το κείμενο της Brigitte Vasallo[1]   Είναι αυτό που λέμε πάντα, αγαπημένη: πόσο δύσκολο είναι μερικές φορές να μιλήσεις…

Το κιτς, η Φουρέιρα, οι ποπ θηλυκότητες, το purplewashing (λίγο από αυτό)

Γράμμα στην φίλη μου την Α.
με αφορμή την Eurovision
και το κείμενο της Brigitte Vasallo[1]

 

Είναι αυτό που λέμε πάντα, αγαπημένη: πόσο δύσκολο είναι μερικές φορές να μιλήσεις –να γράψεις– για κάποια πράγματα.

Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσεις για τη Φουρέιρα και την Eurovision; Γιατί έχεις να πεις τόσα πολλά –δεν είναι μόνο το κείμενο της Vasallo, αν και θα στο έστελνα κι εγώ– αλλά δεν ξέρεις σε ποιον θες να απευθυνθείς και από ποια θέση να μιλήσεις και με ποια γλώσσα, απ’ όλες τις διαθέσιμες. Όπως πάντα.

Ξεκινώντας από τα βασικά:  έχουμε 2018, οι μισές αναρτήσεις που παρελαύνουνε από τα φηντ μας είναι στην ουσία απόπειρες πολιτισμικής κριτικής, ακολουθώντας τη διεύρυνσης του ορισμού της κουλτούρας σε κάτι που συμπεριλαμβάνει *κάθε* πολιτισμικό προϊόν, και όχι μόνο την Υψηλή Τέχνη που προσδίδει την σχετική διάκριση σε όσους την γνωρίζουν και την αναγνωρίζουν. Και παρόλ’ αυτά η Eurovision περιγράφεται ακόμα ως «κιτς, φτηνό πανηγυράκι» από ανθρώπους που διεκδικούνε δάφνες ποιότητας γιατί ακούνε Μάλαμα και Αλκίνοο, ή Nick Cave και Gotan Project. Πώς να μιλήσεις σε αυτούς τους ανθρώπους για τη Eurovision, και τι να πεις.

Μπορώ πάντα να πω αυτό που σου έχω πει πολλάκις, ότι ξεκίνησα να ακούω «σκυλάδικα» όταν κατάλαβα ότι έκαναν τη μάνα μου να με κοιτάει σχεδόν με αηδία, και ότι από Πάολα και Χατζηδάκι η απάντησή μου θα είναι Πάολα μέχρι να σβήσει ο ήλιος, και όχι μόνο γιατί ταιριάζει τόσο καταπληκτικά στην ασφυκτική αίσθηση θανατίλας που νιώθεις μερικές φορές στις νυχτερινές διαδρομές με ταξί. Αλλά κυρίως γιατί έχουμε καταπιεί με το ζόρι όλο τον Χατζηδάκι, όλη την «υψηλότητα» και τη λυρική ευαισθητοθολούρα των κάμπων του μας την έχουν κάνει κλύσμα.

Οι μισές φλογερές διαφωνίες που ξεσπάνε κάθε τόσο στα ελληνικά σόσιαλ μίντια –έξω από αυτά πολύ φοβάμαι ότι κυριολεκτικά ποιος χέστηκε- εκκινούνε από αυτό το ξεκαρδιστικό φαντασιακό δίπολο σκυλάδικου-έντεχνου, ενώ στο μεταξύ η πολυπλοκότητα έχει απειριστεί, τα παιδιά της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης (και όχι μόνο, θεωρώ, αλλά ας το συζητήσουμε αυτό στο θρεντ της μεσαίας τάξης) μεγάλωσαν με ένα κράμα που συμπεριλάμβανε εκατό διαφορετικά πράγματα εκτός από τις αναφορές των γονιών τους, με βίντεο κλιπ και στίχους να έρχονται από πάσα κατεύθυνση, με εράσμους, φεστιβάλ, Λονδίνα και Βερολίνα. Με ΙΝΤΕΡΝΕΤ.

Το να μιλάς για την Φουρέιρα αντιπαραβάλλοντάς την με κάτι «που δεν είναι κιτς» σημαίνει είτε πως δεν αντιλαμβάνεσαι τι είναι ελληνικό ποπ –δηλαδή το στραφταλιζέ μείγμα που προέκυψε όταν συνδυάστηκε η περίφημη Δύση με τα βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, τα πανηγύρια, τα μπουζούκια και τα κλαρίνα – είτε πως απορρίπτεις συνολικά το ποπ, και άρα μάλλον μεγάλωσες στην Βιέννη, γιατί όπως ξέρουμε ακόμα και οι (βαριά) είκοσι ελληνικές οικογένειες με πραγματικά παλιά λεφτά δεν ανέθρεψαν τα παιδιά τους ακριβώς με Μπαχ και Ντεμπισί.

Κιτς, φίλη, από όλες τις διαθέσιμες λέξεις.

Αυτή η συζήτηση είναι τόσο μα τόσο παλιά, και είναι ακόμα εδώ.

 

Πώς λοιπόν να μην υπερασπιστείς την Eurovision σ’ αυτή τη βάση, όταν έχεις απέναντί σου ανθρώπους που ζούνε μια φαντασίωση ψευδοδιάκρισης από την πλέμπα, ανθρώπους που απο λογοτεχνία διαβάζουνε στην καλύτερη Μαρκές.

Και την Φουρέιρα θα υπερασπιστείς, και όχι μόνο γιατί παραδειγματικά εκφράζει και άρα πυροδοτεί όλες αυτές τις συζητήσεις για το κιτς του λαϊκοπόπ, ούτε μόνο γιατί γεννήθηκε στην Αλβανία και άρα σηκώνει στις πλάτες της όλη τη βία της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, όλες τις χιλιάδες ιστορίες ρατσισμού, αποκλεισμού και μίσους, όλους τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μας που φάγανε τόσα κιλά σκατά.

Αλλά και γιατί μας άρεσε, φίλη, η Φουρέιρα, μας άρεσαν τα πρώτα πέντε δευτερόλεπτα που εμφανίζεται κουνιστή και λυγιστή αντλώντας από και αναπαράγοντας τον μύθο της υπερορατής υπερθυληκής γυναίκας σταρ, έναν από τους μύθους με τους οποίους μεγαλώσαμε και τους οποίους λατρέψαμε, όπως λατρέψαμε την κοιλιά την Μπρίτνει, τα μαλλιά της Λοπέζ και κάθε μικρό σπασμό της Σακίρα. Γιατί, φίλη, πριν διαβάσουμε και συζητήσουμε για την ασφυκτική καθήλωση της θηλυκότητας σε κάτι που αφορά καταρχάς και καταρχήν το σώμα, οι μύθοι με τους οποίους φτιάχναμε τις εαυτές μας είχανε χορό και γοφούς και μαλλιά που κουνιούνται και βλέμμα, πολύ βλέμμα –αυτό το προκλητικό που όταν το ρίχναμε μετά στα αγόρια τα μισά τρομάζανε. Γιατί δεν βρίσκαμε αλλού υπερορατές θαυμαστές επιθυμούσες (έτσι νομίζαμε τότε, τέλος πάντων) θηλυκότητες, τις βρίσκαμε κυρίως στον χώρο του θεάματος, ας χρησιμοποιήσω εδώ αυτή τη σιχαμένη φράση, που είναι για μία και μοναδική φορά τόσο χρήσιμη.

Γιατί οι θηλυκότητες της παιδικής ηλικίας μας ήταν καθηλωμένες στο χώρο του θεάματος. Θες να είσαι ορατή και στο κέντρο; Θα είσαι στο κέντρο αποκλειστικά ως θέαμα, μόνο και μόνο γιατί είσαι μια θηλυκότητα που άλλοι θα μπορούνε να κοιτάνε, καθηλωμένη σε μια σισύφεια ενάσχοληση με το σώμα σου.

Και ναι, να υπερασπιστούμε κάθε Φουρέιρα για τα σκατά που έχει φάει, να μιλήσουμε και για την παμπάλαια εξοικείωσή μας με τον μύθο της γυναίκας στο κέντρο της σκηνής, αλλά πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το κάνουμε, φίλη, μιλώντας ταυτόχρονα για την ασφυξία που οι Φουρέιρες μάς κληροδότησαν, για τους βίαια στενά ορισμούς του τι θα πει δικαίωμα στο βλέμμα, την επιθυμία, την θυληκότητα και την ίδια την ύπαρξη εν τέλει, για το πετσόκομμα της έκφρασής μας και του πόσο απλώνεται το σώμα μας στο χώρο, για τη μετατροπή μας σε κάτι πιο μικρό, σε κάτι που αυτοεπιτηρείται διαρκώς, που ελέγχει πώς περπατάει, πώς σκύβει, πώς γαμιέται. Και ίσως, ακόμα πιο μετά, να καταφέρουμε να μιλήσουμε και για την λατρεία της κανονιστικής θηλυκότητας από την γκέι αντρική κουλτούρα, όπως εκφράζεται στη λατρεία της ποπ θεότητας .

Πάντως έχω κολλήσει ρε φίλη σε αυτή τη στιγμή της ψηφοφορίας, όπου η Φουρέιρα, η ανίκητη Φουρέιρα, η slaying Φουρέιρα, η περπατάω και η γη τρέμει, είχε μετατραπεί σε ένα εξαιρετικά μη απειλητικό παιδάκι, και ναι, vulnerability, δε λέω, και άλλο πράγμα η σκηνή εννοείται, αλλά ρε φίλη με πόνεσε λίγο, θα προτιμούσα η παντοδυναμία και το θα σας φάω ζωντανούς να μην εξαφανιστεί, να μη δω την μικρή Ελένη μαθήτρια μετά το τεστ, αγχωμένη και κυρίως ευγνωμονούσα, να μην είναι τόσο σαφές ότι η παντοδυναμία και ο σνομπισμός συγχωρούνται μόνο πάνω στη σκηνή, ότι μετά πρέπει να είσαι γλυκιά κι ευγενική.

Εκτός κι αν γίνομαι κι εγώ τώρα μέρος της απληστίας που μας πιάνει με τις θηλυκότητες, ξέρω κι εγώ ρε φίλη.

 

Αυτό που ξέρω είναι πως έχει κάθε φορά νόημα πώς υπερασπιζόμαστε τα πράγματα που υπερασπιζόμαστε. Γιατί ναι, θα υπερασπιστώ και την Eurovision και την Φουρέιρα, αλλά βλέπω τα άλματα διαφόρων άλλων υπερασπιστών και μένω άναυδη… Πώς γίνεται να ξεκινάς αντιπαρατιθέμενος στις αντιπόπ κραυγές για την ποιότητα και τελικά να καταλήγεις απλώς σε ένα «θεά η Φουρέιρα Παναγιά μου», σε μια ωδή φυσικοποίησης ενός 24/7 παράλληλου προγράμματος, της σκληρής μάθησης που προϋποθέτει το να είσαι καλή και γλυκιά κι ευγενική και όμορφη και σέξι, όλα στις σωστές δόσεις για να σε ποθούν χωρίς να απειλείς.

Φίλη τι θα κάνουμε με τα τυπάκια που πουλάνε επιλεκτικά ριζοσπαστισμό, πες μου σε παρακαλώ. Με τα τυπάκια που πάνε για ύπνο ήρεμα με τις ογδόντα αντιφάσεις τους, με τα τυπάκια που μιλάνε πολύ, που μιλάνε για τα πάντα, που μεγαλώνουνε ξεκούραστα, που δεν σχετίζονται με γυναίκες που δεν τα θαυμάζουνε ή τα επιθυμούν ή τα φροντίζουν, που συνομιλούν μόνο μεταξύ τους. Με τα τυπάκια που τολμάνε να λένε ότι οι φεμινισμοί δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικοί, ενώ δεν έχουνε καν το κουράγιο να βγούνε στο dating pool χωρίς να είναι γυμνασμένα.

Δεν ξέρω για τι ήθελα να μιλήσω τελικά ρε φίλη. Για τη Φουρέιρα, την απεύθυνση, για την εξουθένωση που προκαλεί η διαδικτυακή συνύπαρξη ανθρώπων που δεν θα συνυπήρχανε κανονικά σε άλλα πλαίσια –τουλάχιστον όχι ταυτόχρονα– για τις αντιφάσεις, δεν ξέρω.

Η διαπλοκή είναι εξουθενωτική, και δεν αρχίσαμε καν να μιλάμε για τα σοβαρά…

Εν πάσει περιπτώσει συμφωνώ απολύτως πως είναι ανατριχιαστική η συμπόρευση του αιτήματος για την ορατότητα των μη κανονιστικά θηλυκών σωμάτων και σεξουαλικοτήτων με την φρικώδη πολιτική του κράτους του Ισραήλ. Αλλά κάθε φορά που συζητάμε για όλη αυτή την επιχειρούμενη οικειοποίηση των φεμινιστικών αιτημάτων και λόγων, από το Ισραήλ και την Κλίντον παραδείγματος χάριν, δεν μπορώ να μην σκέφτομαι τα προαναφερθέντα τυπάκια που βαφτίζουνε τους φεμινισμούς μη ριζοσπαστικούς την ίδια στιγμή που χρησιμοποιούν εργαλειακά ό,τι ριζοσπαστικό βολεύει κάθε φορά.

«Λιγότερος Φουκώ και περισσότερη Σακίρα. Λιγότερη Μπάτλερ και περισσότερη Γιουροβίζιον»;

Δεν ξέρω, είμαι αμφίθυμη, κυρίως γιατί μου φαίνεται πιο πολύ προβοκατόρικο σύνθημα παρά πρόταση με πραγματικό περιεχόμενο, αλλά της αναγνωρίζω πως έτσι ακριβώς συνθηματολογούνε διάφοροι προβοκάτορες γνωστοί μας, οπότε μάλλον θα πω ΝΑΙ.

 

Ζόφος, φίλη.
Μου σηκώθηκε η τρίχα με τον Hovi Star και τα αστέρια-drones, δεν το είχα δει πέρισυ.
«Τα σώματά μας δεν πρέπει να χρησιμεύσουν για να σκεπάσουν τους βομβαρδισμούς στη Γάζα», ιντίντ. Αυτό ακριβώς…
Ακούω Ρεγκετόν.
Μου έλειψες.

 

[1] https://www.elcritic.cat/blogs/sentitcritic/2018/05/14/eurovisio-i-el-feminisme-com-a-arma-de-destruccio-massiva/
Μεταφρασμένο στα ελληνικά εδώ: http://solidaritymed.espivblogs.net/?p=369