Η cover photo προέρχεται από εδώ
Αυτό το κείμενο γράφτηκε κατά την προσπάθεια κατάρριψης ενός προσωπικού ρεκόρ. Πόσες συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου θα μπορούσα να παρακολουθήσω σε ένα καλοκαίρι; Τελικά, το φιλόδοξο σχέδιό μου συρρικνωνόταν διαρκώς κάτω από το βάρος των υποχρεώσεων, αλλά και πάλι κατόρθωσα να βρεθώ σε μία συναυλία περισσότερη, συγκριτικά με την προηγούμενη περιοδεία. Μια ξέπνοη νίκη με μισό γκολ στις καθυστερήσεις που κάπως διασκέδασε τον πληγωμένο εγωισμό μου.
Αυτό το κείμενο δεν πρόκειται απλώς για έναν πανηγυρικό, με μοναδικό σκοπό να εγκωμιάσει τη μουσική και τους στίχους του Θανάση, αλλά κυρίως πρόκειται για έναν προβληματισμό σχετικά με την διάθεσή μας να σχετιζόμαστε -με όχημα τη μουσική- με κάτι ευρύτερο, ανακαλύπτοντας και ικανοποιώντας ταυτόχρονα εσωτερικές μας ανάγκες.
Ωστόσο, δεν φιλοδοξώ να είμαι αντικειμενικός, η αλήθεια άλλωστε είναι τουλάχιστον σε ένα βαθμό υποκειμενική. Είναι ο τρόπος που τα υποκείμενα σχετίζονται με τα γεγονότα, επομένως προϋποθέτει την προσωπική συμμετοχή. Γι’ αυτό μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχει κακή μουσική, όταν μιλάμε από την οπτική του ακροατή. Εντάξει, αυτό είναι ψέμα, υπάρχει κακή μουσική. Ο φανατικός ακροατής της όμως δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί ότι η μουσική που ακούει είναι αντικειμενικά κακή κι αυτό γιατί επιλέγει να συνδεθεί συναισθηματικά μαζί της, επειδή επιτελεί κάποιον ρόλο στον ψυχισμό και τη συγκρότησή του.
Το πώς μιλά η μουσική στη συναισθηματική μας συγκρότηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις προϋποθέσεις με τις οποίες έχουμε μπει οι ίδιοι σε αυτή τη σχέση, ουσιαστικά έχει να κάνει με το ποια ανάγκη μας προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε. Η μουσική μιλά μέσα μας με διαφορετικό κατά περίπτωση τρόπο, αλλά πάντοτε έχει ως βασική στόχευση την ευχαρίστηση, τη λύτρωση ή την τέρψη. Αυτές οι λέξεις όμως δεν επαρκούν για να περιγράψουν σε όλη του την πληρότητα αυτό το γεγονός. Θα χρειαστεί να γυρίσουμε αρκετά πίσω στον χρόνο και να δανειστούμε από τον Επίκουρο την έννοια της ηδονής.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο μοναδικός σκοπός της μουσικής και της τέχνης γενικότερα, είναι η πρόκληση της ηδονής. Ποιας ηδονής όμως; Ο Επίκουρος χρησιμοποίησε αυτή την ορολογία όχι για να στιγματίσει την ανθρώπινη προδιάθεση, αλλά για να την προσδιορίσει ποιοτικά. Έτσι, διέκρινε τις ηδονές σε δύο ποιότητες, τις κατά κίνηση και τις καταστηματικές. Οι καταστηματικές θεωρούνταν οι ανώτερης ποιότητας ηδονές, ενώ οι κατά κίνηση αφορούσαν την εκπλήρωση απλών κατώτερων επιθυμιών. Κάνοντας λοιπόν μια αναλογία, υπάρχουν μουσικές (ή γενικότερα είδη τέχνης) που ικανοποιούν μέσα μας μια επιθυμία της στιγμής, που αν δεν ικανοποιούταν θα αισθανόμασταν δυσφορία (κατά κίνηση ηδονές) και μουσικές που ικανοποιούν μέσα μας κάποιες βαθύτερες ανάγκες (καταστηματικές ηδονές), πέρα από τις πιο επιφανειακές.
Κι εδώ επανερχόμαστε στον μουσικό (και στιχουργικό) κόσμο του Θανάση. Για ποιον λόγο να βρεθεί κανείς σε 5-6-8 συναυλίες του ίδιου σχήματος μέσα σε ένα καλοκαίρι; Τι μπορεί να κινητοποιεί αυτό το πλήθος πιστών που τον ακολουθεί παντού; Έχουν γραφτεί αρκετά για τον ίδιο αλλά και για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, όμως πιστεύω ότι η πραγματική βαρύτητα της προσφοράς του στη λαϊκή μουσική δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί.
Δεν είναι μόνο το κλαρίνο που ανακατώνεται με τους τζουράδες, τον ζουρνά, την μπουζουκομάνα, τις τρομπέτες, τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα ηλεκτρονικά θέματα, που από τη Βάλια Κάλντα αντηχούν ως την Ανδρομέδα. Δεν είναι μόνο η αναπλαισίωση της λαϊκής και παραδοσιακής φόρμας, η οποία κατόρθωσε να αγγίξει νεότερες γενιές που η μόνη επαφή που είχαν με αυτό το είδος της μουσικής, ήταν οι κακοφορμισμένες πανηγυρτζίδικες (με την κακή έννοια) εκτελέσεις (στην κυριολεξία). Αυτό το γεγονός είναι από μόνο του βέβαια σημαντικό, το να δημιουργήσεις μια συναισθηματική μετοχή των νεότερων -προοδευτικών- γενιών με αυτό το είδος της μουσικής είναι μια πράξη με ευρύτερες προεκτάσεις, αν συνυπολογίσουμε το ότι ο συντηρητικός χώρος παρουσιάζεται διαχρονικά ως μοναδικός θεματοφύλακας της παράδοσης.
Επιπλέον, δεν είναι ούτε ο Φορτίνο Σαμάνο, ο Ραμόν Μπενίτεζ, ο Θωμάς Γκαντάρας ή η Μαρίκα Παπαγκίκα που ζωντανεύουν μέσα από τα τραγούδια του. Δεν είναι μόνο οι αναφορές στον Βαλιέχο, τον Οκτάβιο Πας, στον Ομάρ Καγιάμ και τον Λόρκα που κάνουν το δημιουργικό του σύμπαν μοναδικό. Όλα τα παραπάνω είναι απλώς εργαλεία. Είναι τα μέσα που συγκροτούν το πλαίσιο, στο οποίο πραγματώνεται η διάθεση του ίδιου και του κοινού του να συνδεθούν σε ένα συλλογικό γεγονός, στο επίκεντρο του οποίου δεν είναι μόνο η διονυσιακή έκσταση, αλλά και η αναζήτηση ενός βαθύτερου νοήματος σχετικά με την ίδια την ύπαρξη.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο ίδιος το ομολογεί:
με απασχολεί πολύ ο πυρήνας της ύπαρξης. Τα τραγούδια και η μουσική ιδιαίτερα, είναι βαθύς στοχασμός επάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Η αληθινή τέχνη σε βάζει να στοχάζεσαι. Και ο άνθρωπος που στοχάζεται θέλει να είναι ελεύθερος, επομένως θα πολεμήσει και για την ελευθερία του. Θα κοινωνικοποιηθεί ούτως ή άλλως και μόνο που θα συναντήσει την αληθινή τέχνη.
Αυτές οι δημιουργικές προϋποθέσεις είναι έντονα πολιτικές και πολιτικό είναι το να παίρνεις θέση κι όχι να περπατάς παράλληλα με την Ιστορία, αλλά να διασταυρώνεσαι μ’ αυτήν. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ίδιου, το να μετατρέψει τη λαϊκή δημιουργική έκφραση σε πολιτικό αίτημα. Τη στάση αυτή την υπηρετεί ακόμη από την εποχή που το κοινό του περιοριζόταν σε μερικές δεκάδες άτομα, ενώ σήμερα -συνειδητά ή ασυνείδητα- συμμετέχει μαζί του ένα πολυπληθές (και πολυσυλλεκτικό πλέον) κοινό, ακόμη και όσοι βρίσκονται εκεί για τη «φάση».
Τελικά, αυτό ακριβώς είναι και το είδος της ηδονής που φιλοδοξεί να προσφέρει με το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα. Μια ηδονή που κατοικεί σε σκισμένα μέτωπα κι ανοιγμένους κρατήρες, που υμνεί την ανάγκη μας να επινοήσουμε ένα διαφορετικό μέλλον. Ένα μέλλον όπου τον άνθρωπο δεν θα τον πατούν τα πόδια του τα ίδια και δεν θα αφήνει κανέναν να του χαλά το όνειρο, ένα μέλλον που θα χωρά τον κατατρεγμένο και το εκτοπισμένο αίμα, ένα μέλλον που επινοείται από τα κάτω και που θα πάψει να ζητά μπροστά το νοίκι.
Social Links: