Ένα από τα ευτυχέστερα πράγματα που μπορούν να σου συμβούν ενώ δουλεύεις την διδακτορική σου διατριβή είναι να ξεσπάσει κάτι που αφορά την έρευνά σου προ(σ)καλώντας σε να το ενσωματώσεις στη μελέτη σου. Πολλώ δε μάλλον όταν ασχολείσαι με τη δημόσια ιστορία, τις πολιτικές διαμάχες για τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος και τους τρόπους με τους οποίους οι τραυματικές μνήμες έρχονται να αποικίσουν το παρόν.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στη Γαλλία και αναφέρομαι στις δηλώσεις του προέδρου Emmanuel Macron σύμφωνα με τις οποίες η Γαλλία για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία, αναγνωρίζει επισήμως ότι κατά τη διάρκεια του οκταετούς πολέμου ανεξαρτησίας της Αλγερίας (1954-1962) ο γαλλικός στρατός προέβη σε συστηματική χρήση μεθόδων βασανισμού στα πλαίσια της ανάκρισης και της συλλογής πληροφοριών από τα θύματα. Αφορμή για τη δήλωση αυτή υπήρξε η δολοφονία πίσω στο 1957, ενός νεαρού μαθηματικού, μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλγερίας, και υπέρμαχου του αντιαποικιοκρατικού αγώνα, ονόματι Maurice Audin. O Audin, συνελήφθη στο σπίτι του από τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε τον Ιούνιο του 1957, εν μέσω κορύφωσης του γαλλο-αλγερινού πολέμου καθώς μαινόταν η μάχη του Αλγερίου. Τα ίχνη του δεν βρέθηκαν ποτέ.
Η πρώτη επίσημη εκδοχή της εξαφάνισης Audin ήρθε από τις γαλλικές αρχές, οι οποίες έσπευσαν να ανακοινώσουν στη γυναίκα του λίγες ημέρες μετά το περιστατικό, ότι ο άντρας της είχε δραπετεύσει. Η αλήθεια δεν άργησε βρει το φως της δημοσιότητας καθώς έχει πλέον αποδειχθεί ότι ο Audin βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τις γαλλικές αρχές ή πέθανε κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων (δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί τι από τα δύο συνέβη). Έκτοτε, παρά τις ομολογίες υψηλόβαθμων στρατιωτικών (όπως του στρατηγoύ Paul Aussaresses) ή την πληθώρα στοιχείων που αποδεικνύουν τη δολοφονία Audin, δεν έχει υπάρξει επίσημη εξήγηση για την «εξαφάνισή» του, καθώς τα σχετικά στρατιωτικά αρχεία του πολέμου παραμένουν κλειστά. Η δήλωση του Emmanuel Macron συνοδεύτηκε από τη δημόσια συγγνώμη προς την χήρα του Audin την οποία επισκέφθηκε, καθώς και από τη δέσμευσή του να ανοίξουν «κατά παρέκκλιση» σε ιστορικούς αλλά και σε οικογένειες των αγνοουμένων από τον πόλεμο, τα σχετικά αρχεία του κράτους. Πριν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις ενέργειες του Γάλλου προέδρου, θα πρέπει να δούμε το κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο όπως διαμορφώθηκε στη μεταποικιακή ιστορία της Γαλλίας για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει ουσιαστικά για τη γαλλική κοινωνία μια τέτοια απόφαση και σε ποια πλαίσια εγγράφεται.
Κατ’ αρχάς, η χρήση του όρου μεταποικιακή ιστορία επιλέγεται αντί του όρου μεταπολεμική (ιστορία) αφενός για να ξεφύγουμε από τα αυστηρά γεγονοτολογικά/αμιγώς χρονολογικά στεγανά που θέτει η έννοια του μεταπολεμικού, αφετέρου για να γίνει αντιληπτό ότι η ιστορία της Ευρώπης, (πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια εκ των μεγαλύτερων αποικιακών αυτοκρατοριών όπως της Γαλλίας), έχει διαμορφωθεί μέσα από την ιστορική αλληλεπίδραση διαφορετικών λαών και πολιτισμών. Μια ιστορία μετακίνησης ανθρώπων, αγαθών, ιδεών, αλληλόδρασης των δρώντων υποκειμένων της ιστορίας, που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και την εικόνα της Δύσης ως προϊόν μιας μακρόχρονης διαπολιτισμικής όσμωσης. Ως εκ τούτου, η μεταποικιακή θεωρία/κριτική μας προτρέπει να δούμε την ιστορία πέρα από το φάσμα της σχέσης αιτίου-αιτιατού, να αναστοχαστούμε το παρελθόν όχι ως κάτι στατικό και τετελεσμένο που διδάσκει και προδιαγράφει τα μελλούμενα, αλλά ως ζωντανό στοιχείο που επανανοηματοδοτείται και μετασχηματίζεται, απηχώντας τις σύγχρονες ανάγκες του παρόντος. Όπως έχει παρατηρήσει και ο Benedetto Croce: «κάθε ιστορία είναι μια σύγχρονη ιστορία».
Ο πόλεμος της Αλγερίας αποτελούσε για πολλά χρόνια ταμπού για τη γαλλική κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε το γεγονός ότι η επίσημη αναγνώρισή του ως πολέμου έγινε το 1999. Έως τότε οι επίσημες αναφορές έκαναν λόγο για «γεγονότα» στην Αλγερία ή για «επιχείρηση διατήρησης της τάξης», προσδίδοντας έναν χαρακτήρα εσωτερικής σύγκρουσης. Τα ίδια τα γεγονότα δίχασαν τη γαλλική κοινωνία, δημιουργώντας ένα εμφυλιοπολεμικό περιβάλλον στη μητρόπολη, την ώρα που η φρίκη του πολέμου ξεδιπλωνόταν στην άλλη πλευρά της Μεσογείου. Το ιδιαίτερο καθεστώς που επικρατούσε στην Αλγερία, καθώς από το 1848 η χώρα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της γαλλικής αυτοκρατορίας και όχι αποικία, συνέβαλλε στην περαιτέρω ιδεολογικοποίηση ενός πολέμου που εύστοχα χαρακτηρίστηκε από αρκετούς μελετητές ως «γαλλο-γαλλικός». Ένα εκατομμύριο Ευρωπαίοι άποικοι (pieds-noirs) και περίπου 100.000 Αλγερινοί (Harkis) -που πολέμησαν στο πλευρό των γαλλικών δυνάμεων- έφυγαν το 1962 από την Αλγερία «επιστρέφοντας» στη Μητρόπολη. Η χρήση του όρου επαναπατρισθέντες που έχει επικρατήσει είναι σε αρκετές περιπτώσεις προβληματική, καθώς πολλοί «επέστρεφαν» σε μια χώρα που θα συναντούσαν για πρώτη φορά. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πως διαμορφώθηκε το πολιτισμικό πλαίσιο της Γαλλίας στις δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, θα πρέπει να σκεφτούμε τις κοινωνικές ομάδες που βρέθηκαν στη μητρόπολη ως απόρροια των μεταναστευτικών κυμάτων που επέβαλλε η διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Βετεράνοι που πολέμησαν στην Ινδοκίνα, Γάλλοι Ινδοκινεζικής καταγωγής, στρατιωτικοί που επέστρεψαν από το μέτωπο στην Αλγερία, pieds-noirs, Harkis, θα φέρουν μαζί τις εμπειρίες τους, την κουλτούρα τους, τις αναμνήσεις τους, τις εικόνες τους και τις επιδιώξεις τους, συνθέτοντας ένα ετερόκλητο κοινωνικό σύνολο που θα προσπαθήσει να ενσωματωθεί στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
Τα τραύματα του πολέμου θα αποτελέσουν προτεραιότητα των πολιτικών μνήμης του γαλλικού κράτους, καταφεύγοντας στη λύση μιας επιβεβλημένης κοινωνικής λήθης, οδηγώντας σε μια συλλογική αμνησία που θα διαρκέσει πάνω από 30 χρόνια. Κανείς δεν μιλούσε για το ένοχο, τραυματικό παρελθόν της Αλγερίας. Ένα πέπλο σιωπής σκέπαζε τη γαλλική μητρόπολη καθώς το «σύνδρομο του Βισύ» έδινε τη θέση του στο «σύνδρομο της Αλγερίας». Οι δεκαετίες μέχρι το 1990 θα χαρακτηριστούν από την απουσία οποιασδήποτε μνημόνευσης του πολέμου σε επίπεδο θεσμικής μνήμης, σε μια περίοδο κατά την οποία το καταπιεσμένο τραύμα ως βίωμα, ως ζώσα/ζωντανή μνήμη, θα αποτελέσει βασικό στοιχείο συγκρότησης της ταυτότητας των δρώντων υποκειμένων, ενώ η ανάκλησή του σε επίπεδο συλλόγων και συσσωματώσεων, μέσω ανεπίσημων εορτασμών για παράδειγμα ή στα πλαίσια συλλογικών διεκδικήσεων, θα συμβάλλει στη διαμόρφωση αυτών των ομάδων ως κοινοτήτων μνήμης. Όπως σημειώνει η Claire Eldridge: «το γεγονός ότι ένα συμβάν δεν αποτελεί αντικείμενο επίσημης μνημόνευσης δεν σημαίνει ότι είναι πραγματικά λησμονημένο».
Η δεκαετία του 1990 έως τα μέσα του 2000, θα αποτελέσει μια περίοδο έντονων διεργασιών, αναστοχασμού και αναμέτρησης με το αποικιακό παρελθόν, τόσο σε επίπεδο θεσμικής αναγνώρισης και πολιτικών μνήμης, όσο και σε επίπεδο πολιτικής «από τα κάτω» προερχόμενη από τις συλλογικές διεκδικήσεις κοινωνικών ομάδων, προωθώντας τα αιτήματά τους για υλικές αποζημιώσεις και αναγνώριση της προσφοράς τους από το γαλλικό κράτος. Η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1991, θα σημάνει σε διεθνές επίπεδο μια νέα εποχή, κατά την οποία οι χώρες της Δύσης θα κληθούν να αναμετρηθούν με το τραυματικό παρελθόν τους, στα πλαίσια της εθνικής συμφιλίωσης. Στη Γαλλία ιδιαίτερα, ο θάνατος του François Miterrand το 1996, η άνοδος στην πρωθυπουργία του Lionel Jospin το 1997 και η καταδίκη του Maurice Papon το 1998, θα δημιουργήσουν ένα ευεπίφορο έδαφος για τις πολιτικές αναγνώρισης και ενσωμάτωσης των μειονοτικών ομάδων. Οι αναταραχές στα στρατόπεδα των Harkis που προηγήθηκαν (1991), η αναγνώριση του πολέμου της Αλγερίας το 1999, το ζήτημα των βασανιστηρίων του γαλλικού στρατού που επανήλθε στη δημοσιότητα μετά τη μαρτυρία της Louisette Ighilahriz το 2001 -οδηγώντας στην δίκη του στρατηγού Aussaresses- θα δημιουργήσουν ένα κλίμα ιδεολογικής πόλωσης και πύκνωσης του πολιτικού λόγου, μέσα στο οποίο το τραύμα του πολέμου θα εγγράφεται σταδιακά στο συλλογικό φαντασιακό. Κοινωνικές και πολιτικές ομάδες διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων και ταξικών χαρακτηριστικών, (βετεράνοι στρατιωτικοί, Harkis, pieds-noirs), ανάμεσά τους και τα πολιτικά κόμματα, επιδιώκοντας να αποτυπώσουν τις δικές τους αναπαραστάσεις για το παρελθόν, θα αφήσουν τα ίχνη τους στη δημόσια σφαίρα, ενσωματώνοντας στον λόγο τους τα αντιληπτικά σχήματα του παρελθόντος. Σε καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις, όπως και στην υπόθεση Audin που μας ενδιαφέρει, το διακύβευμα είναι ο λόγος (discourse) περί αποικιοκρατίας και η πρόσληψη του αποικιακού παρελθόντος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο «πολέμων μνήμης», το «εύπλαστο» αποικιακό παρελθόν παίρνει κάθε φορά το σχήμα του ιστορικού δοχείου που το περιβάλλει.
Η έννοια των «πολέμων μνήμης» περιγράφει σε ένα πρώτο επίπεδο τις διεργασίες μέσα από τις οποίες διάφορες κοινωνικές ομάδες και δρώντα υποκείμενα της ιστορίας (κυρίως έχοντας βιώσει τραυματικά γεγονότα) «επιλέγουν» να θυμηθούν, να διηγηθούν, να μεταδώσουν σε επόμενες γενιές τις ιστορίες τους, αλλά και να εκφραστούν μέσω αυτών. Σε ένα δεύτερο επίπεδο οι ιστορίες διαχέονται στη δημόσια ζωή, δημιουργώντας ένα πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και παραγωγής αφηγημάτων για το παρελθόν, τα οποία αποτυπώνονται στα ΜΜΕ (τύπος, τηλεόραση, ραδιόφωνο) καθώς και στον πολιτικό λόγο, διαπερνώντας τον κοινωνικό ιστό και διαμορφώνοντας τη συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, παρατηρούμε ότι οι συνεχώς μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες και οι ραγδαίες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών (άνοδος των ποσοστών της ακροδεξιάς, τρομοκρατικές επιθέσεις, αύξηση περιστατικών αστυνομικής βίας εναντίον μειονοτικών ομάδων), στρέφουν τη γαλλική κοινωνία σε αναζήτηση βαθύτερων αιτιών, τοποθετώντας τις ρίζες του προβλήματος στο αποικιακό παρελθόν. Ο αποικιακός λόγος (είτε καταδικαστικός είτε νοσταλγικός) εντάσσεται μέσα στα νέα ιστορικά συμφραζόμενα, επανα-ενεργοποιείται και διαχέεται στο δημόσιο λόγο, όχι πια ως τραύμα που δεν έχει επουλωθεί, αλλά ως πολιτισμικό χαρακτηριστικό που εγκολπώνει όλες εκείνες τις φωνές και τις εικόνες του παρελθόντος, διαμορφώνοντας ίσως ένα ιδιότυπο καθεστώς μιας θρυμματισμένης συλλογικής μνήμης.
Τι σηματοδοτούν λοιπόν οι ενέργειες του προέδρου Macron;
Όπως αναφέρει σε συνέντευξή του ο Raphaëlle Branche, γεφυρώνεται ουσιαστικά το χάσμα ανάμεσα σε όσα γνωρίζει η ακαδημαϊκή κοινότητα και σε όσα αναγνωρίζει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Πέρα από το ηθικό κομμάτι της δικαίωσης που προσφέρει/αποδίδει κατά κάποιον τρόπο η επίσημη παραδοχή της συστηματικής χρήσης βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια του πολέμου ανεξαρτησίας της Αλγερίας, το ενδιαφέρον στρέφεται επίσης στη σημασία αυτής της ενέργειας σε επίπεδο δημόσιου λόγου. Για μία ακόμη φορά ο διασημότερος ίσως «ξεχασμένος πόλεμος» αποτελεί αντικείμενο συζήτησης.
Στην ιστορική κοινότητα (πιθανότατα όχι μόνο) ήταν γνωστό το τι είχε συμβεί στον Maurice Audin, όπως γνωστές ήταν και οι πρακτικές του γαλλικού στρατού στην Αλγερία καθώς αρκετές φορές στο παρελθόν το ζήτημα των βασανιστηρίων είχε τεθεί δημοσίως από ιστορικούς που έχουν αναδείξει το θέμα εκτενώς, όπως ο Pierre Vidal – Naquet. Μέχρι σήμερα όμως, το γαλλικό κράτος δεν είχε επισήμως αναγνωρίσει τις εγκληματικές πράξεις των γαλλικών στρατευμάτων, καθώς θα βρισκόταν σε ένα οξύμωρο σχήμα αφενός παραδοχής και απολογίας απέναντι στα θύματα, αφετέρου προσφοράς τιμών στους πεσόντες στρατιώτες, και αναγνώρισης των «ηρωικών» τους πρακτικών κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Στα προηγούμενα χρόνια, είχε τηρηθεί μια στάση σιωπηρής συνενοχής, η οποία στην πιο ακραία εκδοχή της βρήκε έκφραση επί προεδρίας Nicolas Sarkozy, ο οποίος θεωρώντας ότι η Γαλλία αρκετά έφερε το «βάρος» του αποικιοκράτη, δήλωνε: «Αγριότητες διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές […] η Γαλλία δεν μπορεί να μετανιώνει για τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου». Το πρώτο βήμα για την υπόθεση Audin έγινε το 2014, όταν ο προκάτοχος του Emmanuel Macron, François Hollande, αναγνώρισε επισήμως ότι ο θάνατος του Maurice Audin επήλθε κατά τη διάρκεια της κράτησής του από τις γαλλικές αρχές.
Η συνέχεια γράφεται αυτές τις μέρες. Η απόφαση Macron, η οποία εγγράφεται στο πλαίσιο πολιτικών μνήμης, μπορεί να αποτελέσει αφορμή για παραγωγή αφηγημάτων, αντικρουόμενων λόγων και ανάδυσης διαιρεμένων/διχαστικών μνημών του παρελθόντος. Το τραυματικό παρελθόν επανέρχεται και εγγράφεται στα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα του παρόντος. Πέρα από τις εμφανείς επιπτώσεις που θα επιφέρει σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο καθώς και τις διεργασίες που ενδεχομένως θα εκκινήσει, έχει ενδιαφέρον να δούμε πως οι ανάγκες του παρόντος, οι φόβοι μας, οι επιδιώξεις μας, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες τις εποχής, διαμορφώνουν τη σχέση μας με το παρελθόν και το μετασχηματίζουν. Για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα μια σιωπηρή συλλογική παραδοχή ενός ένοχου παρελθόντος και είναι τελείως διαφορετικό το ένοχο παρελθόν να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της επίσημης μνήμης. Ποια είναι τα αφηγήματα και οι λόγοι που αρθρώνονται για το αποικιακό παρελθόν με αφορμή τις τρέχουσες εξελίξεις και πώς ενσωματώνονται τα αντιληπτικά σχήματα του παρελθόντος στη ρητορική των κομμάτων; Αν και είναι πολύ πρώιμο να μιλήσουμε για την επιδραστικότητα της ενέργειας του Γάλλου προέδρου σε βάθος χρόνου, εντούτοις θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις πολιτικές διαμάχες που έχουν αρχίσει να αναφαίνονται στον τύπο καθώς τα κοινωνικά αντανακλαστικά δεν άργησαν να ενεργοποιηθούν.
Στα περισσότερα ειδησεογραφικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, η απόφαση του προέδρου Macron βρήκε θετική ανταπόκριση, κάνοντας λόγο για αποκατάσταση της μνήμης και απόδοση δικαιοσύνης μετά από 61 χρόνια, επικροτώντας τις ενέργειές του να αναμετρηθεί με το «ένοχο» παρελθόν της Γαλλίας, αποκαθιστώντας παράλληλα την εικόνα της χώρας στον διεθνή χώρο. Τα περισσότερα αφιερώματα στην υπόθεση Audin καθώς και άρθρα γνώμης, φιλοξένησαν οι εφημερίδες Le Monde, L‘Humanité , και το περιοδικό L’Obs. Ιστορικοί μεταξύ των οποίων οι Benjamin Stora, Sylvie Thénault, Alain Ruscio, Raphaëlle Branche, καλωσόρισαν τις εξελίξεις θεωρώντας μεγάλο βήμα για τη Γαλλία την επίσημη αναγνώριση των βασανιστηρίων του γαλλικού στρατού στην Αλγερία. Μια ιστορική απόφαση η οποία σε συνδυασμό με την πρόσβαση στα κρατικά αρχεία, επρόκειτο να ανοίξει νέες προοπτικές σε ένα ζήτημα που για πολλές δεκαετίες είχε απασχολήσει τόσο την κοινότητα των ιστορικών όσο και την ίδια τη γαλλική κοινωνία. Με ενθουσιασμό όπως ήταν αναμενόμενο έγινε δεκτή από το ΚΚΓ (Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας) η απολογία του γαλλικού κράτους δια στόματος Emmanuel Macron, προς την χήρα του Maurice Audin. Το ΚΚΓ για δεκαετίες αγωνιζόταν για την αποκατάσταση της αλήθειας και την ανάδειξη της υπαιτιότητας του γαλλικού κράτους στη δολοφονία Audin. Μέσα από τις σελίδες της, η Humanité, η οποία φιλοξένησε όπως ήταν αναμενόμενο αρκετά ρεπορτάζ, άρθρα, και αφιερώματα για την υπόθεση, υποδέχτηκε σε ένα κλίμα γιορτής τις εξελίξεις, κάνοντας λόγο για μια ιστορική χειρονομία, μια μεγάλη νίκη όλων όσων αντιτάχθηκαν στην αποικιοκρατία, μια νίκη απέναντι στην άρνηση δεκαετιών να αναγνωριστούν τα εγκλήματα των γαλλικών στρατευμάτων.
Σε συμβολικό επίπεδο, η αναγνώριση προσλαμβάνεται κυρίως από τον χώρο της αριστεράς ως δικαίωση, φόρος τιμής στη μνήμη όλων όσων υπέστησαν βασανιστήρια, εξαφανίστηκαν, χάθηκαν στα στρατόπεδα και θανατώθηκαν στο όνομα ενός «άγριου πολέμου ειρήνης» όπως πολύ εύστοχα τον είχε χαρακτηρίσει στο εμβληματικό έργο του ο Alistair Horne. Η πράξη του Γάλλου προέδρου έρχεται να διαταράξει τη συλλογική μνήμη του πολέμου, εντάσσοντας τη χρήση των βασανιστηρίων στο επίσημο εθνικό αφήγημα. Όπως επισημαίνει και η Sylvie Thénault, η αναγνώριση δηλώνει κατά κάποιον τρόπο την καταδίκη του «επίσημου αφηγήματος».
Στον αντίποδα, ο πρώην πρόεδρος και ιδρυτής του ακροδεξιού κόμματος του «Εθνικού Μετώπου» (νυν «Εθνικός Συναγερμός»), Jean-Marie Le Pen, σε συνέντευξή του στην Le Point αναφέρει: «ο πρόεδρος Macron δεν έχει εντολή να γράψει την ιστορία της Γαλλίας […]ο ρόλος του προέδρου της Γαλλίας δεν είναι να διχάζει, ανοίγοντας τις πληγές του παρελθόντος […]με τις δηλώσεις του ο Emmanuel Macron κλείνει το μάτι στην αριστερά και στην άκρα αριστερά […] Όσοι πέθαναν είναι νεκροί, η Γαλλία δεν χρειάζεται να απολογείται μονίμως επειδή ήταν η Γαλλία […] οι σημερινοί νέοι δεν έζησαν αυτά τα γεγονότα, η ιστορία ήταν αυτή που ήταν».
Στο ίδιο μήκος κύματος η πρόεδρος του «Εθνικού Συναγερμού» Marine Le Pen, προκρίνοντας τον φόβο ενός επικείμενου διχασμού, δήλωσε στην Le Figaro: «ο Maurice Audin έκρυβε τρομοκράτες του FLN οι οποίοι έκαναν επιθέσεις, ο Macron προέβη σε μια διχαστική πράξη σκεπτόμενος να κολακέψει του κομουνιστές», και εν συνεχεία διερωτάται: «ποιο είναι το νόημα στο να ανοίγεις πληγές του παρελθόντος;».
Η ενσωμάτωση των αντιληπτικών σχημάτων του παρελθόντος είναι εμφανής στον λόγο των κομμάτων. Το αφηγηματικό σχήμα που διατρέχει τον λόγο της αριστεράς προσλαμβάνει τον πόλεμο ανεξαρτησίας της Αλγερίας ως πράξη αντίστασης σε έναν «βρώμικο» αποικιακό πόλεμο διατήρησης γοήτρου, στον οποίο το γαλλικό κράτος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει απάνθρωπες μεθόδους, ξυπνώντας μνήμες (και αναμφίβολα συγκρίσεις) με την πρότερη εμπειρία του ναζισμού. Η ρητορική της δεξιάς και της ακροδεξιάς προσδίδει έναν χαρακτήρα ηρωισμού, στον οποίο η χρήση της βίας ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη, στα πλαίσια του πατριωτικού καθήκοντος και των αντιποίνων απέναντι στις τρομοκρατικές ενέργειες του FLN (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου). Οι θετικές διαστάσεις της αποικιοκρατίας αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό στον «εκπολιτιστικό λόγο» των συντηρητικών κομμάτων, στην προσπάθειά κατασκευής ενός «ένδοξου» παρελθόντος, αντανακλώντας τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας. Κάπως έτσι η «mission civilisatrice» του 19ου αιώνα βρήκε θεσμική έκφραση το 2005 ως ιδεολογικό πρόταγμα του συντηρητικού δεξιού κόμματος UMP (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα) μέσω του νομοσχεδίου Hamlaoui Mekachera.
O πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, (επί κυβέρνησης Nicolas Sarkozy), François Fillon και υποψήφιος πρόεδρος της Δημοκρατίας με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, δήλωνε το 2016: «η Γαλλία δεν είναι ένοχη επειδή θέλησε να μοιραστεί τον πολιτισμό της με τους λαούς της Αφρικής, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής».
Αναμφίβολα βέβαια, η πιο «έκδηλη» αντίδραση στις δηλώσεις του προέδρου Macron, ήρθε από μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του δημοσιογραφικού χώρου που συχνά προκαλεί με τις θέσεις του, τον Eric Zemmour. Σε συνέντευξή του στην l’opinion δήλωσε ότι: «o Audin ήταν ένας προδότης, ο οποίος άξιζε 12 σφαίρες. Ήταν ένας τύπος ο οποίος ήταν εναντίον της Γαλλίας, που βοηθούσε το FLN, που βοηθούσε να σκοτώσουν Γάλλους».
Οι αναπαραστάσεις για το παρελθόν εδράζονται στην ίδια την πρόσληψη της αποικιοκρατίας ως φαινομένου, με έμφαση στην περίοδο της γαλλικής αποαποικιοποίησης (1945-1962), της οποίας η επίδραση υπήρξε καταλυτική. Είτε με τη μορφή νοσταλγίας ενός ηρωικού, ένδοξου παρελθόντος μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής υπερδύναμης, είτε ως καταπιεστικού καθεστώτος διακυβέρνησης, μέσω της φυσικής εξόντωσης γηγενών πληθυσμών και εν συνεχεία επιβολής βίαιων κυριαρχικών δομών εξουσίας.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Macron αποτελούν αναμφίβολα ένα θετικό βήμα τόσο σε επίπεδο ατομικής μνήμης (ηθικό χρέος προς την οικογένεια του Audin) όσο και σε επίπεδο συλλογικής ανάμνησης του πολέμου, δημιουργώντας ένα «προηγούμενο», έναν «πόρο» μέσω του οποίου η ανάκληση του παρελθόντος ενέχει πολιτισμικά χαρακτηριστικά του ιστορικού παρόντος. Η σχέση μεταξύ ιστορίας και μνήμης είναι κομβική ενώ το παρελθόν διαλέγεται με το παρόν σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης. Ως εκ τούτου, αποφάσεις όπως η τωρινή, προδιαγράφουν όχι μόνο τον δημόσιο διάλογο αλλά ενσωματώνουν τα αντιληπτικά σχήματα του παρελθόντος, κατασκευάζοντας/διαμορφώνοντας εκ νέου τα κοινωνικά πλαίσια μέσα από τα οποία μια κοινωνία «θυμάται».
Στο Αλγέρι όπως μας λέει η νεαρή συγγραφέας Kaouther Adimi αν κατηφορίσεις την οδό Larbi Ben M’ hidi*[1] θα συναντήσεις την πλατεία Maurice Audin. Κάπως έτσι, διασταυρώνονται οι μνήμες δύο ανθρώπων. Κάπως έτσι, περπατώντας το παρελθόν στο κέντρο του Αλγερίου, μπορεί κανείς να σηκώσει το βλέμμα του και να διαβάσει τα ονόματα που αναγράφονται στις ταμπέλες, ανακαλώντας στη μνήμη του τις αντίστοιχες ιστορίες. Κάπως έτσι, η ιστορία μνημονεύεται, γίνεται αντικείμενο συζήτησης, κουβέντας, συμφωνίας ή διαφωνίας και το γεγονός αποκτά την ιστορικότητα του. Κάπως έτσι, το παρελθόν γίνεται ιστορία. Όπως τα «γεγονότα της Αλγερίας» έγιναν πόλεμος, κάπως έτσι, η «απόδραση» ή η «εξαφάνιση» του Maurice Audin γίνεται δολοφονία.
Λογοτεχνία για την Αλγερία:
Maurice Attia, Το μαύρο Αλγέρι, Πόλις, 2008
Didier Daeninckx, Έγκλημα και μνήμη, Πόλις, 2003
Ζοζέφ Αντράς, Για τα πληγωμένα μας αδέρφια, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου,
2016
Kaouther Adimi, Τα πλούτη μας, Πόλις, 2018
Leïla Sebbar, The Seine was red, Paris, October 1961, Indiana University Press, 2008
Dalila Kerchouche, Mon Père ce Harki, éditions de Seuil, 2003
Fatima Besnaci-Lancou, Fille de harki, Les Éditions de l’Atelier, 2005
*[1] Ιστορικός ηγέτης του FLN o ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε λίγους μήνες πριν τον Maurice Audin.
Social Links: