Η πληροφορία συνιστά σημείο αναφοράς για τις σύγχρονες κοινωνίες. Ουσιαστικά αποτελεί τη «σπονδυλική στήλη» της κοινωνίας, καθώς είναι «υπεύθυνη» για τις κοινωνικές σχέσεις, τη διάδοση πολιτικών ιδεών, την παραγωγή πολιτισμού, γνώσης και υλικών αγαθών, την εγκαθίδρυση και εμπέδωση των κοινωνικών σχέσεων σε κάθε πεδίο της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας (πολιτική, οικονομία, πολιτισμός, διαπροσωπικές σχέσεις). Πληροφορία είναι ουσιαστικά κάθε μήνυμα που ανταλλάσσεται μεταξύ των υποκειμένων σε μια κοινωνία και έχει αξία για τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία παραγωγής, μετάδοσης και λήψης-κατανάλωσής της.
Η ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα) και η σταδιακή γενίκευση της πολιτικής συμμετοχής πολλαπλασίασε την αξία της πληροφορίας και οδήγησε σε εντατικοποίηση των προσπαθειών πειθούς μέσω της παραγωγής και διάχυσης ειδικά διαμορφωμένης πληροφορίας από οποιονδήποτε είχε ή έχει συμφέρον να πράξει κάτι τέτοιο(φυσικό πρόσωπο, οργανισμό, πολιτική οντότητα κλπ.). Αυτές οι συνεχείς προσπάθειες πειθούς εντός της δημόσιας σφαίρας είναι ευθυγραμμισμένες με συγκεκριμένα συμφέροντα και προσπαθούν να επηρεάσουν τις απόψεις των ατόμων επί ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Κατ’ αυτό τον τρόπο η πληροφορία καθίσταται μέσο (επανα)προσανατολισμού των δομών ισχύος, μέσο κατασκευής της πραγματικότητας.
Η πρόθεση κατασκευής μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας μέσω της παραγωγής και διάχυσης (προ-)διαμορφωμένης πληροφορίας στη δημόσια σφαίρα εμπίπτει στη λογική της προπαγάνδας. Η προπαγάνδα στηρίζεται στην (αποτελεσματική) χρήση των ΜΜΕ, την κατανόηση της ψυχολογικής κατάστασης των προπαγανδιζόμενων και την εκμετάλλευση κοινωνικά θεμελιωμένων συμπεριφορικών σχημάτων. Ως εκ τούτου -και μολονότι συνήθως εκφέρεται (λανθασμένα) με αρνητικό πρόσημο- η προπαγάνδα συνιστά μια αμιγώς επικοινωνιακή στρατηγική, μια μορφή επικοινωνίας εκφραζόμενη με λόγια ή/και πράξεις και κομμάτι της καθημερινής μας ζωής που απαντάται σε όλους τους ιδεολογικά διακριτούς «χώρους» και θεσμούς εντός της κοινωνίας, καθώς εν τέλει συνιστά «ιδεολογία σε κίνηση».
Σε ό,τι αφορά τον προπαγανδιστικό λόγο, αυτός διακρίνεται από την κατασκευή και διάχυση συγκεκριμένης -σε αρκετές περιπτώσεις μονόπλευρης- πληροφόρησης, τη χρήση υπερβολής, την επίκληση στο συναίσθημα και τη χρήση των κατάλληλων λεκτικών σχημάτων (μεταφορές, παρομοιώσεις κλπ.) για την οργάνωση του νοήματος με συγκεκριμένους τρόπους.
Και γιατί τα συζητάμε όλα αυτά αφού θέλουμε να μιλήσουμε για τη «μετα-αλήθεια»; Μα γιατί προπαγάνδα και μετα-αλήθεια ουσιαστικά ταυτίζονται, και εξηγούμαι ευθύς αμέσως.
Η μετα-αλήθεια ορίζεται ως η συνθήκη εντός της οποίας τα «αντικειμενικά» γεγονότα επηρεάζουν λιγότερο την κοινή γνώμη, σε σύγκριση με την επίκληση στο συναίσθημα και τις ατομικές απόψεις. Στο δημοσιογραφικό τομέα η μετα-αλήθεια εκδηλώνεται με τη μορφή συρραφής γεγονότων, (μη διασταυρωμένων) πληροφοριών, φημών, δηλώσεων, φημών για δηλώσεις, εκτιμήσεων και προβλέψεων για το μέλλον, ενώ και στην πολιτική τα συναισθήματα επικυριαρχούν πάνω στα γεγονότα. Η μετα-αλήθεια συνιστά απόπειρα επιρροής γνωμών επί ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, χρησιμοποιώντας υποκειμενικές γνώμες έναντι γεγονότων, συναισθήματα έναντι ορθολογισμού, μισές αλήθειες ή και ψέμματα (π.χ. ψευδείς ειδήσεις) έναντι έρευνας, φήμες έναντι διασταυρωμένης πληροφορίας. Ουσιαστικά, τόσο η προπαγάνδα όσο και η μετα-αλήθεια υποδηλώνουν τη μάχη ιδεολογικά αντίθετων πλευρών για την «καρδιά και το μυαλό» των ανθρώπων.
Συνεπώς, δεν ωφελεί να εισάγουμε έναν καινούριο (και αδόκιμο) όρο για να περιγράψουμε τις διάφορες εκστρατείες πειθούς στη δημόσια σφαίρα. Προπαγάνδα ήταν και τότε (στη χρυσή εποχή των παραδοσιακών μαζικών μέσων), προπαγάνδα είναι και τώρα (στην εποχή της διαδραστικής επικοινωνίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης). Εξάλλου, ποτέ δεν είχαμε τη μία και απόλυτη αλήθεια στη δημόσια σφαίρα -η οποία δεν υπάρχει κιόλας-, για να μιλάμε σήμερα για μετα-αλήθεια, μια εποχή μετά (είτε χρονικά, είτε ποιοτικά) την -απόλυτη- αλήθεια.
Αυτό που μπορεί να πει κανείς ότι έχει αλλάξει είναι η ευκολία με την οποία σχεδόν οποιοσδήποτε εκφράζει δημόσια πλέον τη γνώμη του επί κάποιου δημόσια διαπραγματευόμενου ζητήματος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 διατυπώθηκε από την Elisabeth Noelle-Neumann η θεωρία της «σπειροειδούς γραμμής της σιωπής» (spiral of silence). Σύμφωνα με αυτή, κάθε άτομο αποφασίζει για το αν θα εκφράσει ανοικτά τη γνώμη του επί κάποιου ζητήματος ανάλογα με το αν -σύμφωνα με την προσωπική του εκτίμηση- η άποψή του ανήκει στην πλειοψηφία ή στην/στις μειοψηφία/ες. Όταν νιώθει ότι ανήκει στην πλειοψηφία, αισθάνεται πιο σίγουρος και εκφράζει την άποψή του, ενώ στην αντίθετη περίπτωση προτιμά να σωπάσει, με συνέπεια οι μειοψηφούσες απόψεις να εξαφανίζονται σιγά-σιγά από το δημόσιο διάλογο. Αυτή η θεωρία ήταν ακριβής την εποχή που διατυπώθηκε αντανακλώντας τη δύναμη των μαζικών και μονόπλευρων ΜΜΕ να διαμορφώνουν τάσεις και απόψεις στην κοινωνία.
Στην εποχή, όμως, της δικτύωσης και της διαδραστικότητας, η επικοινωνιακή συνθήκη είναι αρκετά διαφορετική. Μολονότι η θεωρία της σπειροειδούς γραμμής της σιωπής δεν είναι εντελώς ανεπίκαιρη, καθώς όλοι μπαίνουμε σε μια λιγότερο ή περισσότερο σύντομη διαδικασία λήψης απόφασης πριν εκφράσουμε τη γνώμη μας δημόσια, εν τούτοις αισθανόμαστε πλέον πολύ λιγότερο να μας καταπιέζει το «άγχος» της πλειοψηφίας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν επιφέρει έναν ποσοτικό (αλλά όχι απαραίτητα ποιοτικό) εκδημοκρατισμό της επικοινωνίας σε βαθμό που σχεδόν καθένας πλέον νιώθει ότι η άποψή του μπορεί να βρει θετική ανταπόκριση στο επικοινωνιακό περιβάλλον των διαδραστικών κοινοτήτων, με αποτέλεσμα να αισθάνεται πολύ πιο σίγουρος να την εκφράσει δημόσια ή έστω σχεδόν δημόσια, σε ένα εκτεταμένο δίκτυο φίλων, γνωστών κλπ. Υπό αυτή τη λογική, η προπαγάνδα στην εποχή της διαδραστικής επικοινωνίας εκδηλώνεται πολύ πιο έντονα μέσω της έκφρασης και διάδοσης ατομικών απόψεων -παράλληλα με την επιρροή των παραδοσιακών μέσων-, καθιστώντας μας, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ταυτόχρονα προπαγανδιστές και «θύματα» της προπαγάνδας.
Social Links: