Σιχαινόμουν να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους απρόοπτα. Στη διάρκεια ενός εορταστικού τριημέρου δέχτηκα μια απροσδόκητη πρόσκληση για ποτό από έναν ξάδερφο μιας καλής μου φίλης. Αν και βρισκόμασταν αρκετά συχνά ως μέλη μιας ευρύτερης παρέας, δεν είχα βγει ποτέ μόνη μαζί του. Ούτε μου προξενούσε ενδιαφέρον η προοπτική να τον γνωρίσω καλύτερα. Τον έβρισκα αφόρητα βαρετό σαν άνθρωπο και δεν ένιωθα καμιά φυσική έλξη για κεινον. Εκείνο το βράδι δεν είχα διάθεση να πιω ποτό λέγοντας κοινοτοπίες αλλά ντράπηκα να αρνηθώ λόγω της μακρόχρονης φιλίας μου με την ξαδέρφη του. Παραδόξως η βραδιά κύλησε συμπαθητικά, χωρίς ενδιαφέρον αλλά και χωρίς αμηχανία. Οι προσκλήσεις επαναλήφθηκαν δυο-τρεις φορές μέσα στο επόμενο τρίμηνο όταν και σταμάτησαν το ίδιο απρόοπτα όπως άρχισαν.
Την τελευταία φορά που βγήκα μαζί του, μου πρότεινε να ξαναβρεθούμε μετά από ένα μήνα γιατί στο ενδιάμεσο θα έλειπε σε ένα συνέδριο στη Σουηδία. Εκείνος δεν μου τηλεφώνησε έκτοτε και γω, απορροφημένη από τη μάχη της καθημερινότητας, δεν τον αναζήτησα. Λίγο καιρό αργότερα, έχοντας βγει για φαγητό με την ξαδέρφη του, την άκουσα να μου δίνει τα χαιρετίσματα του ξαδερφού της του Νίκου που βρισκόταν πλέον μόνιμα στη Σουηδία. Μου φάνηκε λίγο παράξενο το ότι ο ίδιος μου είχε πει άλλη εκδοχή για το ταξίδι του αλλά κρατήθηκα από το να το σχολιάσω στη φίλη μου. Δε με ενδιέφερε η ζωή του Νίκου.
Περίπου 6 μήνες μετά εκείνο το δείπνο, ξυπνώντας αργά ένα πρωί Σαββατοκύριακου, βρήκα στο κινητό ένα σμς που έγραφε ‘’Βρίσκομαι στην Αθήνα για λίγες μέρες. Θα ήθελα να πιούμε ένα καφέ. Νίκος Κ.’’ Ένιωσα ενστικτωδώς δυσφορία για το μήνυμα και δεν ήθελα να απαντήσω. Μετά από σκέψη αποφάσισα να γράψω μια τυπική απάντηση ότι βρισκόμουν εκτός Αθηνών και να ευχηθώ καλή επάνοδο. Αργά τα απόγευμα συνδέοντας τον φορτιστή στο κινητό είδα ότι είχα λάβει ακόμη ένα σμς. Διαβάζοντας το, ένιωσα τα αυτιά μου να βουίζουν. Με μηχανικές κινήσεις έκλεισα φώτα και παράθυρα στο σπίτι, πήρα την τσάντα μου και βγήκα στον δρόμο. Περπατώντας άσκοπα πάνω από 40 λεπτά, έφτασα στο διαμέρισμα μιας φίλης προκειμένου να περάσω το βράδυ εκεί. Καταλάβαινα ότι αυτό που μου συνέβαινε ήταν υστερικό επεισόδιο. Το μήνυμα που είχα διαβάσει έγραφε ‘’Σ ευχαριστώ για τις ευχές. Κρίμα που δεν έχεις χρόνο να πιούμε αυτόν τον καφέ. Να περνάς όμορφα. Υ.σ.: όμως δε βρίσκεσαι εκτός Αθηνών, ούτε καν εκτός σπιτιού.’’
2.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα νωρίς. Φτάνοντας στο σπίτι συνειδητοποίησα το μέγεθος της υστερίας μου. Όλα έδειχναν στη θέση τους. Η μέρα πέρασε όσο ήρεμα ξεκίνησε. Λίγους μήνες μετά, τον συνάντησα τυχαία στο κέντρο. Η κουβέντα ήταν σύντομη και φιλική. Μου είπε ότι βρισκόταν για λίγες μέρες στην Αθήνα ενώ έμενε μόνιμα στη Σουηδία. Τον χαιρέτισα και γύρισα να φύγω. Ένιωσα ένα τράβηγμα στον ώμο και άκουσα να μου λέει χαμηλόφωνα στ’ αυτί ‘’την επόμενη φορά που θα είμαι στην Αθήνα θα πιούμε καφέ’’; Χαμογελώντας αμήχανα, ψέλλισα ‘’βεβαίως’’ και άρχισα να περπατώ για το σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι. Φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας που έμενα, ανακάλυψα ότι τα κλειδιά μου έλειπαν από την εξωτερική τσέπη της τσάντας μου. Κάλεσα τον κλειδαρά, μπήκα στο σπίτι μετά από μια ώρα όπου και βρήκα μόνο το εφεδρικό ζευγάρι κλειδιών που κρατούσα στην κουζίνα. Υπέθεσα ότι όπως ακούμπησα την τσάντα σε μια καρέκλα πίνοντας καφέ στην Πλάκα, τα κλειδιά έπεσαν στο πεζοδρόμιο.
Την απώλεια των κλειδιών δεν την ξανασκέφτηκα. Στα τέλη εκείνου του χρόνου άρχισα να νιώθω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο σπίτι. Ανακάλυπτα ρούχα και αντικείμενα σε διαφορετικά σημεία από εκεί που θυμόμουν ότι τα είχα αφήσει. Ψάχνοντας τη στοίβα με τα σιντι ένα απόγευμα, βρήκα δύο δισκάκια των Tuxedomoon που μου άρεσαν πολύ αλλά δε θυμόμουν να έχω αγοράσει. Ένιωθα να χάνω το έδαφος κάτω απ τα πόδια μου χωρίς προφανή λόγο. Άρχισα να φοβάμαι ότι κάποιος μπαίνει στο σπίτι. Και τότε θυμήθηκα το χαμένο σετ κλειδιών. Και την τυχαία συνάντηση εκείνης της μέρας.
Έχοντας πλήρη συνείδηση ότι οδεύω στην παράνοια, έφτιαξα ένα μικρό σακ βουαγιαζ και έφυγα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς για τη Θεσσαλονίκη. Η ξαφνική άφιξή μου λειτούργησε σαν θετική έκπληξη στους φίλους μου απ τη συμπρωτεύουσα. Η χρονιά άλλαξε ευχάριστα και το επόμενο μεσημέρι κοιτάζοντας από το παράθυρο το βιομηχανικό τοπίο στου Βαρδάρη αποφάσισα ότι ήταν ώρα να ψάξω τι ακριβώς μου συμβαίνει.
3
Ο Ιανουάριος στην Αθήνα είναι κατά κανόνα μήνας για γερά νεύρα. Εκείνος ο Ιανουάριος δεν υπήρξε εξαίρεση ούτε όμως έφερε μεγάλα κρύα. Άλλαξα κλειδαριά και έβαλα συναγερμό στο διαμέρισμα Βρήκα τα στοιχεία επικοινωνίας αυτού του τύπου στο facebook. Του έστειλα ένα μήνυμα με τυπικές ευχές για την καινούργια χρονιά και μια δικαιολογία για την καθυστέρηση τους. Μετά από λίγες μέρες έλαβα μια απάντηση με ευγενικές εκφράσεις και ένα αίτημα φιλίας. Για λίγο καιρό παρακολουθούσα τις δημοσιεύσεις στο προφίλ του, φωτογραφίες του μαζί με μια ξανθιά γυναίκα σε τοπία απ την εξοχή ή άρθρα σουηδικών ιστοσελίδων. Μετά από λίγο καιρό σταμάτησα να τις αναζητώ καθώς δε διέκρινα κάποιο ανησυχητικό μοτίβο στην κοινωνική του δικτύωση.
Μέρες του Πάσχα συναντηθήκαμε στο σπίτι της ξαδέρφης του. Με ατμόσφαιρα εύθυμη, φαγητό πολύ και κουβέντες ρηχές. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να φύγω μου πρότεινε να με πάει σπίτι με το αυτοκίνητο. Δεν ένιωσα φόβο. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη έτσι κι αλλιώς. Μέσα στο αυτοκίνητο, άκουσα τον εαυτό μου να διηγείται το περιστατικό με το σμς που είχε συμβεί ένα χρόνο πριν από εκείνο το Πάσχα. Σε φιλικό τόνο, τον άκουσα να λέει ότι τότε βρισκόταν για λίγες μέρες στην Αθήνα, και θέλοντας να μου κάνει έκπληξη στην περίπτωση που ήμουν και γω στην πόλη, εκείνο το μεσημέρι είχε περάσει απ το σπίτι μου και είχε δει ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες. Μου είπε ότι αντέδρασε με εκνευρισμό στέλνοντας εκείνο το σμς γιατί δεν καταλάβαινε τον λόγο που είπα ψέματα όταν κάλλιστα θα μπορούσα να πω απλά ότι δεν ευκαιρώ. Ένιωθα ένα διαπασών να πάλλεται στο κεφάλι μου. Βγαίνοντας τον αποχαιρέτισα λέγοντας ότι το περιστατικό εκείνο θεωρείται λήξαν. Με φίλησε στο μάγουλο ψιθυρίζοντας θα ξαναβρισκόμασταν τον Ιούλιο που θα ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα με τη γυναίκα του. Και τότε θα το συζητούσαμε ξανά αν ήθελα. Στη θήκη της πόρτας του συνοδηγού το βλέμμα μου εντόπισε μια φωτογραφία που φευγαλέα μου φάνηκε οικεία. Το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί όταν μπήκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και πάτησα το κουμπί του ασανσέρ. Στο πλάι του θαλάμου υπήρχε μια αντικέ απλίκα που την χάζευα πάντα όσο περίμενα το ασανσέρ. Κοιτώντας την απλίκα ένιωσα το διαπασών στο κεφάλι μου να δονείται με μανία.
Η φωτογραφία που είχα δει πριν λίγο στη θήκη της πόρτας του αυτοκινήτου έδειχνε τις αντικέ λάμπες φωτισμού της εσωτερικής εισόδου της πολυκατοικίας μου. Το ήξερα γιατί ήταν μια δική μου φωτογραφία. Από αυτές που εκτύπωνα και κρατούσα στο διαμέρισμα κάνοντας πειράματα με τα φίλτρα του photoshop. Μπήκα στο σπίτι και ξάπλωσα στον καναπέ. Περιμένοντας να με πάρει ένας ύπνος χωρίς όνειρα με πρόσωπα και φωτογραφίες.
4
Κι αν έκανα λάθος; Αν νόμισα ότι είδα κάτι που δεν υπήρχε; Ποιο ειν το όριο μεταξύ φόβου και παράνοιας; Για αρκετές μέρες το μυαλό μου βούιζε απ τις ερωτήσεις που δεν κατάφερνα να απαντήσω πειστικά.. Συνέχισα να ζω χωρίς ν αλλάξω τίποτα στη ροή της καθημερινότητας. Διέγραψα το προφίλ μου στο facebook ώστε να μη μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του. Με ψυχαναγκαστική προσήλωση απώθησα το περιστατικό στο ντουλαπάκι που η μνήμη κρατά τα ανεπιθύμητα. Ο Ιούλιος ήρθε και μαζί του η περίοδος καλοκαιρινής άδειας. Με το σακ βουαγιάζ έτοιμο για τη Θεσσαλονίκη δοκίμασα διαδοχικές μικρές εκδρομές στη Βόρεια Ελλάδα ώστε να είμαι μακριά απ την Αθήνα και σε κίνηση. Ο Αύγουστος μπήκε με ρυθμούς αργούς και μια αίσθηση ανακουφιστικής ερήμωσης της στενόχωρης Αθήνας. Ένιωθα ότι τα πάντα είχαν μπει σε σειρά, σε ένα πλαίσιο φυσιολογικότητας ξανά. Στα τέλη Αυγούστου βρισκόμουν σε υπηρεσία όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείου μου.
– Κοινωνική Υπηρεσία Δ. Αθηναίων, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
– Που κρύβεσαι;
– Ορίστε;
– Όλγα, ο Νίκος είμαι. Με συγχωρείς που σε καλώ στη δουλειά σου αλλά δε μπορούσα να σε βρω με άλλο τρόπο.
– Νίκο χαίρομαι που σ ακούω ωστόσο δε μπορώ να μείνω στη γραμμή για πολύ γιατί βρίσκομαι σε υπηρεσία στο Κ.Υ.Α.Δ.Α. αυτή τη στιγμή. Θα θελες να με πάρεις στο κινητό μετά τις 5; Ή να μου δώσεις κάποιο νούμερο να σε καλέσω τότε;
– Το Κ.Υ.Α.Δ.Α. βρίσκεται ακόμη στη Σοφοκλέους φαντάζομαι. Στις 5 θα σε περιμένω Πειραιώς και Σοφοκλέους να πιούμε έναν καφέ στο Μεταξουργείο. Φεύγω για Στοκχόλμη μεθαύριο. Στις 5 λοιπόν.
Η σύνδεση διακόπηκε πριν προλάβω να απαντήσω. Φόβος και παράνοια. Συγκοινωνούντα δοχεία. Όμως εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθα φόβο, απειλή ούτε ανησυχία. Ξεκλείδωσα το ντουλάπι του γραφείου που κρατούσα προσωπικά αρχεία. Βρήκα το ορθογώνιο κουτί, έβγαλα το μικροσκοπικό αντικείμενο που έμοιαζε με φακό, έλεγξα τον διακόπτη και τη μπαταρία και το έβαλα στην εξωτερική θήκη της τσάντας μου. Το taser το είχα αγοράσει τον προηγούμενο χειμώνα, μαζί με τον συναγερμό και τις νέες κλειδαριές του διαμερίσματος. Δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ. Όμως γνώριζα πως λειτουργεί. Αν χρειαζόταν, ήταν εύκολο να το θέσω σε λειτουργία, αρκεί να μη μου τραβούσε το χέρι. Φόβος και παράνοια. Συγκοινωνούντα δοχεία.
5
Στη λήξη του ωραρίου μου τον βρήκα να με περιμένει στην είσοδο του Κ.Υ.Α.Δ.Α. Ήπιαμε έναν σύντομο καφέ στην Πλ.Αυδή όπου η ώρα πέρασε με κοινότυπη συζήτηση και οικειότητα εντός πλαισίων. Χωρίς εντάσεις ή εκπλήξεις. Μου πρότεινε να με πάει σπίτι με το αυτοκίνητο χωρίς να μου δημιουργήσει κάποια υπόνοια κινδύνου. Αντί να βγει στην Πειραιώς, το αυτοκίνητο βγήκε στη Λένορμαν, έξω από κάθε πιθανή διαδρομή για το σπίτι μου στα Πετράλωνα. Αργά, το αριστερό μου χέρι γλίστρησε στην εξωτερική θήκη της τσάντας μου. Τον ρώτησα με σταθερό τόνο και χωρίς σημάδια πανικό, που ακριβώς με πηγαίνει. Απάντησε εξίσου ήρεμα.
– Θα πάμε κάπου που σ αρέσει και θα νιώσεις άνετα. Στο εξοχικό της Ελένης στο Ξυλόκαστρο. Έχεις πάει τόσες φορές εκεί παλιότερα. Οι φωτογραφίες που χεις τραβήξει το σπίτι είναι άπειρες.Έχουμε συναντηθεί ποτέ όλα αυτά τα χρόνια στο Ξυλόκαστρο;
– Δε θυμάμαι κάτι τέτοιο.Όχι δεν έτυχε, ούτε και γω θυμάμαι να χουμε συμπέσει.
– Ποια φωτογραφία σ άρεσε περισσότερο; Θα θελες να μου πεις;
– Μια που χες βγάλει με τις σκιές απ τα δένδρα της αυλής.
– Μια που χα δώσει στην Ελένη σε καπα φιξ;
– Δε θυμάμαι ακριβώς αλλά μπορεί. Μου αρέσει πολύ ο τρόπου που φωτογραφίζεις. Είναι σαν να εντοπίζεις μια κρυμμένη διάσταση του χώρου και της στιγμής. Και αυτή η αίσθηση βρίσκεται σταθερά σε κάθε θέμα που αιχμαλωτίζεις στον φακό.
– Έχεις μουσική στ αυτοκίνητο;
– Έχω μόνο τζαζ.
– Βάλε κάτι απαλό, αν θες.
Βάλθηκα να κοιτάω από τα παράθυρο. Η τρομπέτα του Chet Baker ξεχύθηκε απ τα ηχεία βοηθώντας με να διατηρήσω την εξωτερική μου απάθεια. Οι φωτογραφίες ήταν πάντα κάτι πολύ προσωπικό που μοιραζόμουν με δυσκολία. Στην Ελένη δεν είχα χαρίσει ποτέ φωτογραφία μου. Φωτογραφίες από 2 καλοκαίρια που πέρασα κάποτε στο Ξυλόκαστρο υπήρχαν μόνο στο διαμέρισμά μου. Ήξερα ότι ήταν ανώφελο να δοκιμάσω να χρησιμοποιήσω το taser σε ένα αυτοκίνητο εν κινήσει. Το πιθανότερο ήταν ότι δε θα μπορούσα να κρατήσω το τιμόνι και θα πέφταμε στο διάζωμα της Εθνικής. Όμως μετά το διόδια στα Μέγαρα θα ακουμπούσα το taser στο δεξί του χέρι και θα προσπαθούσα να ισιώσω το τιμόνι καθώς η ζώνη θα συγκρατούσε το σώμα του από το να με πλακώσει. Ήταν ανώφελο και επικίνδυνο για τη ζωή των δυο μας. Όμως θα το έκανα.
Μπορούσα να το χειριστώ ψύχραιμα και λογικά. Είμαι εκπαιδευμένη επαγγελματίας στη διαχείριση κρίσεων και ασταθών ατόμων. Μπορούσα να ζητήσω να κάνουμε στάση και να πάρω την αστυνομία από το καφέ που θα σταματούσαμε. Μπορούσα να πάω μαζί του στο Ξυλόκαστρο και να τον κλειδώσω σ ένα απ τα δωμάτια του ισογείου, το σπίτι το γνωρίζω υπερβολικά καλά. Μπορούσα να τον αντιμετωπίσω σε οποιαδήποτε σωματική επαφή, αν και διαισθανόμουν ότι δε θα με άγγιζε. Το μόνο που ήθελε ήταν να με παρατηρήσει από κοντά. Εμένα και τις φωτογραφίες μου. Όπως τα έντομα κάτω από το φακό του μικροσκοπίου. Και αυτό με εξόργιζε. Μ ένα θυμό να πάλλεται στο στήθος μου σαν υπερβολικά κουρντισμένος μετρονόμος. Χωρίς φόβο για το τρακάρισμα και τις μετέπειτα νομικές συνέπειες που θα αντιμετώπιζα. Αν επιζούσα. Χωρίς συγκοινωνούντα δοχεία. Χωρίς παράνοια.
*(ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο κομμάτι του Chet Baker)
– Αναδημοσίευση από το: https://invisiblegulag.wordpress.com/2018/09/17/alone-together/
Social Links: