Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας συστηματικής προσπάθειας της ακροδεξιάς να αποκτήσει ζωτικό χώρο στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Μεταχειριζόμενοι τους όρους της δημόσιας σφαίρας κυρίως (καθότι η προσπάθεια διείσδυσής τους…

The kids are alt-right (?)

Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας συστηματικής προσπάθειας της ακροδεξιάς να αποκτήσει ζωτικό χώρο στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Μεταχειριζόμενοι τους όρους της δημόσιας σφαίρας κυρίως (καθότι η προσπάθεια διείσδυσής τους σε συνδικαλιστικά ή θεσμικά όργανα κρίνεται ως αποτυχημένη), οι εκπρόσωποι αυτής της διεργασίας στήνουν διάφορα σόου, ποντάροντας στην αναπαραγωγή των γεγονότων μέσα από τα ΜΜΕ. Μέχρι στιγμής αυτή η τακτική δεν τους έχει προδώσει. Τηλεοπτικές εκπομπές, ενημερωτικές σελίδες, δημόσια πρόσωπα μέσω social media φροντίζουν για τη διάχυση των γεγονότων, πάντοτε με εκείνον τον περίτεχνο τρόπο που ως δια μαγείας φυσικοποιεί το ακραίο, χωρίς να δίνεται χώρος στην κριτική διερεύνηση. Η κριτική, άλλωστε, κοστίζει στην εποχή της κατανάλωσης.

Αγανακτισμένοι «γονείς» που προσπαθούν να εμποδίσουν τη φοίτηση προσφυγόπουλων στα σχολεία, διακριτική ή εμφανής συμπόρευση σε συντονισμένες ενέργειες ενάντια στα νέα αναλυτικά προγράμματα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα στα οποία ποντάρει η ακροδεξιά ώστε να ισχυροποιήσει την παρουσία της και να διεκδικήσει παρεμβατικό ρόλο. Λίγο πριν τις 17 Νοέμβρη, γίνεται γνωστό πως σημαντικός αριθμός ιδιωτικών σχολείων αποφάσισε να παραβιάσει την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας που αφορούσε τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου. Η Χρυσή Αυγή χαιρέτισε την απόφασή αυτή με ικανοποίηση. Τις προηγούμενες μέρες, εθνικιστικοί και φασιστικοί πυρήνες καλούσαν τους μαθητές σε μαζικές καταλήψεις. Το διεκδικητικό πλαίσιο περιλάμβανε: Μακεδονία, Β. Ήπειρο, υπόθεση Κατσιφά.

Δεν είναι και τόσο παρήγορο το γεγονός ότι αυτές οι υποκινούμενες κινητοποιήσεις ξεφούσκωσαν σχετικά σύντομα, καθώς είμαστε υποχρεωμένοι να προβληματιστούμε όχι μόνο με το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά και με τις πολλαπλές συνυποδηλώσεις του. Σε πανό μαθητικής κατάληψης στη Θεσσαλονίκη «αποκαλύπτεται» ο εχθρός εναντίον του οποίου στρατεύονται οι μαθητές: «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία». Ο εχθρός δεν είναι ένα «πουλημένο κόμμα», δεν είναι ένα σύνολο «άχρηστων πολιτικών» –είναι το ίδιο το πολίτευμα της Δημοκρατίας. Πολύ σοβαρό για να το κάνουμε γαργάρα.

 

 

Η προσπάθεια του ακραίου εθνικιστικού τόξου να οικειοποιηθεί χώρους όπου  –μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον– η αντιπροσώπευσή του ήταν ισχνή δεν είναι καινούργιο φαινόμενο και δεν είναι μόνο ελληνικό. Η τελευταία, ωστόσο, προσπάθεια της κινητοποίησης μαθητικών μαζών σε έναν ακτιβιστικό –κατά τη βορίδεια ερμηνεία– αγώνα και, συνακόλουθα, η απουσία οποιασδήποτε συντονισμένης απάντησης απέναντι σε αυτό το ανοσιούργημα προδίδουν τουλάχιστον την έλλειψη αντανακλαστικών. Απέναντι στην προσπάθεια στρατολόγησης ενός μελλοντικού ακροατηρίου από την ακροδεξιά, η λύση του προσχηματικού κλεισίματος των σχολείων, λ.χ., ώστε να μεθοδευθεί η αποτυχία της κατάληψης είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί από την απέναντι πλευρά για να ενισχύσει τις ακραίες ροπές που προσπαθεί να καλλιεργήσει στη μαθητική νεολαία. «Μας φοβούνται – έχουμε δίκιο».

Η υποτίμηση, η αμηχανία και ο φόβος απέναντι στην πιο σκοτεινή σελίδα της ανθρωπότητας δεν είναι τα κατάλληλα οχυρά –κι έχει αποδειχθεί πολλαπλώς κι επανειλημμένως. Ούτε ο συντονισμός μιας αντίρροπης κινηματικής δράσης μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα (εκτός αν ο στόχος είναι απλώς να κάνουμε την ακροδεξιά να σωπάσει).

Η εκπαίδευση, ωστόσο, δεν είναι ένας κοινωνικός χώρος όπως όλοι οι άλλοι· είναι ένας χώρος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μέσα στο πλαίσιό της, δεν θεωρείται επιτυχία η απομόνωση μιας ακραίας θέσης ή μιας μαθητικής ομάδας που την υποστηρίζει. Πίσω από μια ακραία θέση υπάρχει το παιδί / ο έφηβος που αναζητά τον χώρο έκφρασής του, εκείνη την ευκαιρία που θα τον κάνει να νιώσει σημαντικός, εκείνο το βήμα που θα του επιτρέψει να κάνει το άλμα από την εξαρτημένη ύπαρξη στην αυτόνομη οντότητα. Ο μαθητής που φωνάζει ότι η «Μακεδονία είναι ελληνική» βρήκε απλώς έναν πολύ επικίνδυνο τρόπο να φωνάξει «υπάρχω». Μιλώ ασφαλώς για όσους συνειδητά –όσο είναι δυνατόν σε αυτή την ηλικία– ασπάζονται αυτές τις απόψεις κι όχι για όσους ανακάλυψαν έναν φτηνό τρόπο για να χάσουν μάθημα. Απομονώνοντας λοιπόν αυτούς τους μαθητές, δικαιώνουμε μέσα τους κάθε σταγόνα από το δηλητήριο του φασισμού.

 

 

Μπορούμε να αποδομήσουμε κριτικά την ιδεολογία αυτών των μαθητών, χωρίς να αποδομήσουμε τους ίδιους ως υπάρξεις; Μπορεί το σχολείο να ορθώσει ένα τείχος απέναντι σε αυτό το κύμα; Πώς απαντά το σημερινό σχολείο στη θέση «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», όταν το μάθημα της Ιστορίας (όπως και όλα τα υπόλοιπα) αντιμετωπίζεται σαν ένας κατάλογος θεμάτων που απλώς πρέπει να αποστηθιστεί; Πώς μπορεί να απαντήσει στην αμφισβήτηση των νεκρών του Πολυτεχνείου; Με τις σχολικές γιορτές-αγγαρείες που είναι πλήρως αποκομμένες από το γνωστικό πλαίσιο; Πώς μπορεί να απαντήσει στα ρατσιστικά φαινόμενα απέναντι σε μαθητές άλλων χωρών; Πώς μπορεί να θέλει το σημερινό σχολείο να θέσει σε αμφισβήτηση τον παλιό κόσμο και τις αγκυλώσεις του, όταν διατηρεί λ.χ. τις στρατιωτικού τύπου μαθητικές παρελάσεις;

Φοβάμαι πως δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα αισιόδοξοι. Το σημερινό σχολείο αποτελεί ένα κοινωνικό προϊόν το οποίο βρίσκεται σε συγχρονία με τα προτάγματα των καιρών του. Το 1985, ο Neil Postman, στο βιβλίο του Διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου – Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος, ανατέμνει το φαινόμενο μιας κοινωνίας όπου κυριαρχεί η ταχύτητα-ποσότητα της πληροφορίας και η απουσία της δυνατότητας αξιολόγησής της από το υποκείμενο. Ο κόσμος μας είναι δομημένος με τρόπο που εξυπηρετεί την ταχύτατα διαδεδομένη πληροφορία, με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκώς επεξεργασμένη από τον δέκτη. Το σχολείο της εποχής μας είναι ένα οικοδόμημα στο οποίο ο όγκος της πληροφορίας δεν προσφέρεται για κριτική επεξεργασία, αλλά για αποστήθιση, εκγύμναση δεξιοτήτων και κατανάλωση στις τελικές εξετάσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της κριτικής ικανότητας και την αμηχανία μεγάλου ποσοστού των μαθητών όταν καλούνται να σκεφτούν έξω από το προκαθορισμένο πλαίσιο. Γόνιμο έδαφος για τον φασισμό, ο οποίος, καθώς πλασάρεται ως κάτι εύπεπτο, τρέφεται από τις ενστικτώδεις ορμές, τις οποίες και εκμεταλλεύεται για να προσελκύσει νέα θύματα-θύτες στο ιδεολογικό του σφαγείο.

Οι παραπάνω θέσεις χρησιμεύουν κυρίως ως προβληματισμοί για τα όρια και τις δυνατότητες μιας παρέμβασης στον χώρο της εκπαίδευσης, ενάντια στο νεοφασιστικό κύμα που έχει δείξει ήδη τα δόντια του. Το τι πρέπει να συμβεί εκτός σχολείων είναι κάτι τελείως διαφορετικό –και το αντιφασιστικό κίνημα, τα θύματα και οι συγγενείς θυμάτων του φασισμού δεν έχουν καμία ανάγκη υποδείξεων από τον γράφοντα.