«Οι μακάριοι μέσα στην ουράνια βασιλεία
θα βλέπουν τα βάσανα των καταδικασμένων
για να νιώθουν ακόμη περισσότερη ευχαρίστηση.»
Θωμάς Ακινάτης
Παρακολουθώντας το White Bear (δεύτερο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν του Black Mirror), νιώθεις τουλάχιστον ασφυκτικά. Η Victoria, η πρωταγωνίστρια του επεισοδίου, ξυπνά σε ένα σπίτι, χωρίς να θυμάται τίποτα. Στην οθόνη της τηλεόρασης υπάρχει ένα σήμα. Βγαίνοντας από το σπίτι, βλέπει παντού σιωπηλούς και ακίνητους ανθρώπους να τη βιντεοσκοπούν με τα κινητά τους. Τους απευθύνεται, εκείνοι δεν απαντούν, συνεχίζουν να τη βιντεοσκοπούν. Καθώς περιπλανιέται αρχίζει να την κυνηγά ένας άνδρας που φοράει μια μάσκα την οποία διακοσμεί το ίδιο σήμα με αυτό που υπήρχε στην οθόνη της τηλεόρασης. Εκείνη συναντά μια κοπέλα, η οποία κατά τη διάρκεια του επεισοδίου γίνεται «συνεργάτης» της και μαζί κατευθύνονται στο κέντρο, από όπου εκπέμπεται το σήμα, προκειμένου να σταματήσουν την εκπομπή του. Τότε καταλαβαίνει πως όλη τη μέρα –και άραγε πόσες μέρες πριν– βρισκόταν παγιδευμένη στο πλαίσιο ενός θεματικού πάρκου «δικαιοσύνης». Οι διώκτες της και η «συνεργάτης της» ήταν όλοι ηθοποιοί. Οι άνθρωποι που τη βιντεοσκοπούσαν ήταν οι επισκέπτες του πάρκου, οι οποίοι είχαν έρθει αφενός για να διασκεδάσουν, αφετέρου για να συμβάλουν στον μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης.
Το έγκλημα για το οποίο βρέθηκε σε αυτό το σημείο ήταν η δολοφονία ενός παιδιού από τον σύντροφό της, με εκείνη να βιντεοσκοπεί την πράξη. Η ίδια, επομένως, θεωρείται συνεργός στο έγκλημα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του διαχειριστή του πάρκου, αυτό το οποίο εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών τελικώς δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν ανταποδοτικό μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης και η εφαρμοστέα ποινή είναι μια αέναη επανάληψη της ίδιας ημέρας, η οποία καταλήγει ξανά και ξανά στην αποκάλυψη (στην ίδια) του εαυτού της και του εγκλήματος που έχει διαπράξει.
Το σημαίνον της παράβασης ως αίνιγμα
Ένα βασικό μοτίβο του White Bear είναι το σήμα το οποίο η Victoria βλέπει για πρώτη φορά στην τηλεόραση στο σπίτι που ξυπνάει. Το σήμα αυτό εμφανίζεται διαρκώς. Κάτι της θυμίζει, το οποίο κάτι παραμένει αινιγματικό μέχρι τελευταία στιγμή και φαίνεται να της προκαλεί άγχος και τρόμο.
Η λειτουργία του σήματος αυτού είναι διπλή. Η πρώτη του λειτουργία «βρίσκεται» εντός του πλασματικού πλαισίου, εντός της «σκηνής» εκτέλεσης της τιμωρίας. Αυτό αποτελεί την «αιτία» για την οποία, όπως πληροφορούν τη Victoria, πριν ακόμα φτάσουμε στην αποκάλυψη της πραγματικότητας, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε «υπνωτισμένους» θεατές που τη βιντεοσκοπούν, παραμένοντας παθητικοί στις ερωτήσεις και τις εκκλήσεις της για βοήθεια. Συγκεκριμένα, η φαινομενικά συνεργάτης της, σε ένα σημείο όπου η Victoria καταφέρνει να αποσπάσει από έναν θεατή το κινητό του, την αποτρέπει να κοιτάξει στην οθόνη, λέγοντάς της: «Το τηλέφωνό τους είναι επικίνδυνο, είναι το σήμα». Αυτό που εκλαμβάνουμε ως θεατές, αλλά και η ίδια η Victoria, είναι ότι το σήμα υπνωτίζει τους ανθρώπους, ότι αυτό είναι «υπεύθυνο» για την παθητικότητά τους.
Το σήμα φέρει, πράγματι, το στίγμα της ευθύνης, όχι ωστόσο της ευθύνης της παθητικότητας των επισκεπτών, αλλά αυτής της ίδιας της πρωταγωνίστριας. Ας προχωρήσουμε, όμως, βήμα-βήμα. Η δεύτερη λειτουργία του σήματος, λοιπόν, αντιστοιχεί στο ότι αυτό εμφανίζεται ως αινιγματικό σημαίνον. Σαν ιερογλυφικό, κάτι θέλει να πει, όμως τόσο η πρωταγωνίστρια όσο και οι θεατές αδυνατούμε να αποκρυπτογραφήσουμε τι. Το κενό που υπάρχει στη θέση της σημασίας είναι φορέας άγχους. Εν τέλει, το σήμα αποτελεί το σημαίνον της υπαιτιότητας και της παράβασης, αποκάλυψη η οποία πραγματοποιείται τη στιγμή της αποκάλυψης, που τόσο η Victoria, όσο και εμείς ως θεατές του επεισοδίου περνάμε από τη σκηνή στην πραγματικότητα —το οποίο πέρασμα βέβαια συντελείται και πάλι πάνω σε μια σκηνή. Εκεί, παρακολουθώντας το βίντεο που η Victoria έχει τραβήξει, αντιλαμβανόμαστε ότι το σήμα αυτό ήταν, τελικά, το τατουάζ που είχε στον αυχένα του ο σύντροφός της και αυτουργός της ανθρωποκτονίας. Η λύση του αινίγματος αποκαλύπτει τόσο την παράβαση που έχει συντελεστεί όσο και την ταυτότητα της πρωταγωνίστριας και φαίνεται πως το αινιγματικό σήμα αντικαθιστά τη συνείδηση της ίδιας της πράξης και της υπαιτιότητας του υποκειμένου. Προχωρώντας ακόμα πιο μακριά από το καφκικό σκηνικό της Δίκης, όπου ο κύριος Κ. φαίνεται να μην γνωρίζει για ποιον λόγο κατηγορείται, στην προκειμένη περίπτωση η πρωταγωνίστρια δεν γνωρίζει καν ότι τιμωρείται. Η μοναδική βεβαιότητα που της έχει απομείνει είναι το άγχος που της προκαλεί το σημαίνον.
Η επανάληψη ως μορφή ποινής και η ανταπόδοση ως ουσία
Η αδυναμία αποκρυπτογράφησης του σήματος και το άγχος που αυτή επιφέρει μας εισάγουν στο ζήτημα της ποινής. Ποια είναι η ποινή που επιβάλλεται και ποια η μορφή της; Ένα χαρακτηριστικό της αδυναμίας ερμηνείας του σήματος και του επακόλουθου άγχους είναι η επαναληψιμότητα και των δύο.
Η επανάληψη ως μοτίβο του εν λόγω θεματικού πάρκου δεν εξαντλείται στην επανάληψη του σήματος, αλλά επί της ουσίας αποτελεί τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης εντός του πάρκου. Με άλλα λόγια, αποτελεί τη μορφή της ποινής. Ανατρέχοντας πίσω στον μύθο του Σίσυφου, η ποινή εν προκειμένω συνίσταται στην αέναη αλληλουχία: λήθη-ανταπόδοση-αναγνώριση-λήθη κ.ο.κ. Η Victoria, κάθε πρωί, ξυπνά μέσα στη λήθη, περνάει μια μέρα κυνηγημένη και τρομοκρατημένη, της αποκαλύπτεται ότι ο κόσμος της και ο εαυτός της ως κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα «σόου», και η μέρα της «κλείνει» με το να υφίσταται η ίδια ηλεκτροσόκ, ώστε να διαγραφούν όλα –ή σχεδόν όλα— από το μυαλό της, ώστε να μπορέσει να ξανατιμωρηθεί «όπως της αξίζει». Διανύει κάθε μέρα την ίδια απόσταση προκειμένου να φτάσει την αποκάλυψη της κενής νύχτας ενός σόου δίχως νόημα, το οποίο πλέον έχει αντικαταστήσει τη ζωή της αλλά και οποιαδήποτε κατάφαση της ζωής. Προς το τέλος του επεισοδίου, όπου ο διαχειριστής του πάρκου και η Victoria βρίσκονται μόνοι στο δωμάτιο εκκίνησης και τερματικού σταθμού της κάθε ημέρας, εκείνος, καθώς της τοποθετεί τον μηχανισμό που θα της διαγράψει τη μνήμη, της λέει χαρακτηριστικά: «Είχες μια άσχημη ημέρα, αλλά αυτό θα τα σβήσει όλα. Θα είσαι έτοιμη για μια νέα αρχή» και εκείνη, κλαίγοντας, του απαντάει «Σκότωσέ με, σε παρακαλώ, απλώς σκότωσέ με». Ως θεατές ερχόμαστε αντιμέτωποι αφενός με τη συνθήκη να νιώθουμε συμπόνια για τη Victoria περισσότερο από τους «ηθικούς» πολίτες που παρακολουθούν την τιμωρία της, τον διαχειριστή και τους εργαζόμενους στο πάρκο· αφετέρου με τη σκέψη ότι τελικά ο θάνατος φαίνεται προτιμότερος από την τιμωρία που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας.
Ως προς το σκέλος του περιεχομένου της ποινής, αυτή δεν είναι άλλη από την ανταπόδοση. Γυρνώντας στο lex talionis και παραλλάσσοντας το «eye for an eye», η Victoria τιμωρείται με βιντεοσκόπηση για το ότι η ίδια βιντεοσκοπούσε τη δολοφονία. Ο διαχειριστής του πάρκου συχνά απευθύνεται στη Victoria, ρωτώντας τη πώς νιώθει τώρα που τη βιντεοσκοπούν. Η ποινή, υπό το πρίσμα αλλά και τελικά την πρόφαση της ανταπόδοσης, έχει καταλήξει να είναι ένα αέναο βασανιστήριο, πέραν κάθε πλαισίου δικαιοσύνης και διαρρηγνύοντας οποιαδήποτε αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ εγκλήματος και ποινής.
Ο ρόλος του Άλλου
Το θεματικό πάρκο δεν θα μπορούσε να υφίσταται χωρίς τον Άλλο. Διττός είναι και ο ρόλος των επισκεπτών. Η μια πτυχή τους ως Άλλου αφορά στη συμμετοχή τους στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι επισκέπτες έχουν, σε αυτό το πλαίσιο, τον ρόλο της βιντεοσκόπησης, έτσι ώστε η Victoria να «δει πώς είναι να νιώθει» όπως το θύμα της, όπως είπαμε και ανωτέρω. Η καταγραφή των κινήσεων της πρωταγωνίστριας με τις κάμερες των κινητών τους και η μη απόκριση στα σπαρακτικά καλέσματά της για βοήθεια αποτελούν τον τρόπο έκφρασης του αισθήματος δικαίου τους και συμβολής τους (των επισκεπτών) στην τιμωρία της Victoria. Άνθρωποι κάθε ηλικίας αναλαμβάνουν υπεύθυνα τον ρόλο τους, ώστε να μπορέσουν να επιβληθούν στην αδικία, φωνάζοντας εξοργισμένοι —αφού έχει συντελεσθεί η αποκάλυψη— στη Victoria: «Δολοφόνε»!
Οι επισκέπτες, δημιουργοί και εργαζόμενοι του πάρκου, μπορούν έτσι να φωνάζουν: «Εμείς οι καλοί –εμείς είμαστε οι δίκαιοι»! Με άλλα λόγια, «Αυτό που ζητούν δεν το ονομάζουν αντίποινα, αλλά “θρίαμβο της δικαιοσύνης”· αυτό που μισούν δεν είναι ο εχθρός τους, όχι! μισούν την “αδικία” […]».[1]
Υπάρχει, ωστόσο, και μια δεύτερη πτυχή, η οποία, αν κρίνουμε από τις τελευταίες σκηνές είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του διαχειριστή του πάρκου, η σημαντικότερη. Συγκεκριμένα, είναι αυτή της «ψυχαγωγίας» των επισκεπτών, της ψυχαγωγίας του μέσω μιας άντλησης σαδιστικής απόλαυσης. Παρατηρούμε τους ανθρώπους να γελάνε καθώς τη βλέπουμε να υποφέρει, γονείς με παιδιά να στέκονται προσηλωμένοι μπροστά στα κηρύγματα του διαχειριστή του πάρκου και να γνέφουν με κατανόηση, ειλικρίνεια και σύνεση όταν τους ενημερώνουν ότι δεν πρέπει να την πλησιάσουν σε απόσταση μικρότερη των τριών μέτρων, γιατί είναι άγρια όπως «μια τίγρης σε κλουβί».
Η απόλαυση αυτού του τύπου δεν είναι ένα μοτίβο που εμφανίζεται πρώτη φορά στο συγκεκριμένο επεισόδιο. Μπορούμε να σκεφτούμε το The Truman Show, ή ακόμα και το Rhythm 0 της Abramovic. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις –και φαντάζομαι σε ακόμα πολλές άλλες–, αντανακλάται το αίτημα του διαχειριστή του πάρκου, στη σκηνή με τα δέντρα. Εκεί, μέσα σε ένα ανατριχιαστικό τοπίο με σταυρωμένους ανθρώπους και πριν αποκαλυφθεί στη Victoria και σε εμάς ότι αυτό που βλέπουμε είναι μια «προσομοίωση», ο διαχειριστής του πάρκου, σε ρόλο βασανιστή, δένει την κατά τα άλλα εγκληματία σε ένα δέντρο και την πλησιάζει με ένα πριόνι να την τρυπήσει. Της λέει «ας κάνουμε ένα σόου σε αυτούς που μας παρακολουθούν», με την έννοια του «σόου» να επαναλαμβάνεται κάποιες ακόμα φορές, κατά τη διάρκεια του White Bear. Απόλυτη έκφραση αυτής της πτυχής αποτελεί ο τελευταίος και «ίσως βασικότερος όλων» κανόνας του πάρκου, ο οποίος δεν είναι άλλος από την επιταγή: «Διασκεδάστε!».
Αντί Επιλόγου
Κλείνοντας το παρόν, θα ήθελα να αναφερθώ στα αποτελέσματα του συγκεκριμένου μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με σωφρονισμό του/της εγκληματία και η προοπτική της επαναθεμελίωσης ενός αισθήματος δικαίου που χάθηκε είναι —τουλάχιστον— αμφισβητήσιμη.
Μπορούμε να κάνουμε λόγο για δύο αποτελέσματα. Το πρώτο αφορά την ίδια την «εγκληματία», με έμφαση στη σημασία της μνήμης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου, είναι χαρακτηριστικό το μοτίβο της απώλειας της ταυτότητάς της, μέσω της απώλειας της μνήμης της. Ήδη από το πέμπτο λεπτό, οι θεατές την παρακολουθούμε να εκλιπαρεί τους «θεατές της», φωνάζοντάς τους: «Μπορείτε να με βοηθήσετε; Ξέρετε ποια είμαι; Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια είμαι». Δεν μπορεί να θυμηθεί ποια είναι διότι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, όταν επέρχεται το τέλος κάθε ημέρας, μετά τη δράση και την αποκάλυψη ακολουθεί η διαγραφή της μνήμης της μέσω του ηλεκτροσόκ, ώστε να μπορέσει να ξαναβιώσει την τιμωρία, ατόφια. Μεταξύ λήθης και αλήθειας, η Victoria ανακαλεί θραυσματικές σκηνές του εγκλήματος, της ζωής της και της τιμωρίας της. Ρωτάει τον διαχειριστή του πάρκου, όντας ακόμα μέσα στο πάρκο, όταν τον συναντά σε ρόλο «οδηγού»: «Ποιος είσαι;». Και αυτός της αποκρίνεται, χαρακτηριστικά: «Ποιος είσαι; Αυτή δεν είναι μια δύσκολη ερώτηση, σωστά;», καταφάσκοντας έτσι, μέσω του χλευασμού της, ένα από τα βασικά αποτελέσματα που επιφέρει η εν λόγω ποινή.
Ο Μαρκούζε, στο Έρως και Πολιτισμός, κάνει λόγο για τη σημασία της μνήμης, όσον αφορά την πρωταρχική σύζευξη ελευθερίας-ευτυχίας που είχαμε νιώσει στην παιδική μας ηλικία. Η σημασία της έγκειται στο ότι μέσω αυτής μπορούμε ως υποκείμενα να επανανακαλύψουμε την εν λόγω σύζευξη ως δυνατότητα και να αξιοποιήσουμε τη συνειδητοποίηση αυτή ως εργαλείο για την πραγμάτωση της ελευθερίας μας. Μέσω αυτής, «η αναζήτηση του χαμένου χρόνου γίνεται το όχημα της μελλοντικής απελευθέρωσης».[2] Κάνοντας μια αναλογία με το παράδειγμα που συζητιέται εν προκειμένω, το σίγουρο είναι πως με τη σταδιακή διαγραφή της μνήμης αλλά και οποιασδήποτε δυνατότητας μνήμης, η Victoria καταδικάζεται να μείνει μια για πάντα στη λήθη και της αποστερείται το δικαίωμα να αναλογιστεί την πράξη της.
Το δεύτερο αποτέλεσμα που φέρει το πάρκο συνίσταται στον εγκλωβισμό και την ανελευθερία και των υπόλοιπων συμμετεχόντων, ηθοποιών, διαχειριστή και θεατών, μέσω της διαπλεκόμενης δίνης τιμωρίας-διασκέδασης. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να είναι σε καμία περίπτωση η απονομή δικαιοσύνης, η «ηθική ανύψωση», ακόμα και η ψυχαγωγία. Τελικώς, αυτό που «επιτυγχάνεται» είναι πρακτικά η μετατροπή όλων των συμμετεχόντων σε μηχανές. Μετατροπή η οποία γίνεται ιδιαίτερα εμφανής μέσω του στοιχείου της κάμερας/κινητών που φέρουν μαζί τους οι επισκέπτες, σαν το κινητό/αντικείμενο να απορροφά όλη τους την ουσία. Ήδη το 1784, ο Καντ, αναγνώριζε τον άνθρωπο σαν κάτι «που τώρα είναι παραπάνω από μηχανή»,[3] αποδοχή η οποία στο επεισόδιο αλλά και ίσως στον σύγχρονο κόσμο, αντιστρέφεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει κάποιος που έχει συνείδηση της ανθρωπινότητάς του μέσα στο πάρκο και αυτός, όλως περιέργως ή και όχι περιέργως, είναι η ίδια η Victoria. Η συνείδηση αυτή ρητά εκφράζεται μέσα από τα λόγια της: «Σας παρακαλώ βοηθήστε με, είμαι άνθρωπος». Αν κάτι, λοιπόν, της έχει απομείνει να θυμάται και να γνωρίζει ως προς το ποια είναι, είναι ότι, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους μέσα στο πάρκο, είναι —πράγματι— άνθρωπος.
[1] Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Νησίδες, Σκόπελος 2005, σ. 57.
[2] Μαρκούζε, Έρως και Πολιτισμός, μτφρ. Ι. Αρζόγλου, Κάλβος, Αθήνα 1981, σ. 28-29.
[3] Καντ, Απόκριση στο Ερώτημα «Τι είναι Διαφωτισμός», στο Καντ: Δοκίμια, μτφρ. Παπανούτσος, Δωδώνη, Αθήνα 1971, σ. 51.
Social Links: