Σχεδόν αναπόφευκτα, όλα τα άρθρα με θέμα το φαινόμενο του λαϊκισμού ξεκινούν με τον ίδιο κλισέ τρόπο: Ο λαϊκισμός έχει επανέλθει εμφατικά στο επίκεντρο της πολιτικής, ακαδημαϊκής και δημοσιογραφικής σφαίρας την τελευταία δεκαετία. Η κοινοτοπία της παραπάνω δήλωσης δεν την καθιστά λιγότερο αληθινή.
Η κρίση του 2008 και ο πολιτικός κύκλος που αυτή άνοιξε, συνδέεται ευθέως με το διάχυτο ενδιαφέρον για τον λαϊκισμό. Είτε γιατί πράγματι η κρίση δημιούργησε το αναγκαίο έδαφος για την ανάδυση λαϊκιστικών κινητοποιήσεων της Δεξιάς και της Αριστεράς είτε γιατί ποικίλα και ετερόκλητα μεταξύ τους πολιτικά συμβάντα συνδέθηκαν με τον λαϊκισμό ή διαβάστηκαν μέσα από το πρίσμα του λαϊκισμού.
Για τον κίνδυνο του καλπάζοντος λαϊκισμού έχουν κατά καιρούς προειδοποιήσει ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, απερχόμενος πρόεδρος της Κομισιόν, ο Μπιλ Γκέιτς, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και γενικά κάθε οικονομικός ή πολιτικός παράγοντας που σέβεται τον εαυτό του.
Παρόμοια εικόνα εντοπίζουμε και στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον για τον λαϊκισμό άρχισε να ανεβαίνει από το 2010 και την έναρξη της μνημονιακής περιόδου, ενώ σταθεροποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα από το 2012 κι έπειτα, κυρίως λόγω της αριστερής λαϊκιστικής στρατηγικής που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όλη αυτή η αυξανόμενη ενασχόληση με τον λαϊκισμό δεν εξέφραζε κατά κύριο λόγο –ή έστω δεν εξέφραζε αποκλειστικά και μόνο– ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τον όρο και την κατανόηση του φαινομένου. Κυρίαρχη δεν ήταν η περιγραφική ή η αναλυτική στάση αλλά, αντίθετα, η εργαλειακή ή η πολεμική χρήση του όρου, στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο το αρνητικό νόημα του λαϊκισμού έχει παγιωθεί. Με έναν σχεδόν φυσικό τρόπο οι περισσότεροι θεωρούν ότι ο λαϊκισμός είναι η δημαγωγία, η χειραγώγηση, η παραπλάνηση, το χάιδεμα των αυτιών. Ισούται με την ανευθυνότητα, τον κρατισμό, τις σπατάλες. Στη χειρότερη δε εκδοχή του αυτός ο λόγος αποκτά και μια κανονιστική διάσταση και αντιμετωπίζει τον λαϊκισμό ως παθολογία, ανωμαλία, ως κάτι μη κανονικό.
Τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα ο λαϊκισμός έχει μελετηθεί ευρέως. Το αντίθετο, όμως, φαινόμενο, ο αντιλαϊκισμός δηλαδή, αγνοείται ή υποτιμάται. Άλλη μια κοινοτοπία τόσο της κοινότητας των πολιτικών επιστημών όσο και του μέσου πολιτικά ενεργού υποκειμένου είναι ότι –θέτοντάς το τελείως απλοϊκά– στην Ελλάδα είχαμε πολύ λαϊκισμό. Είναι μια δήλωση που έχει γίνει κυρίαρχη σε τέτοιο βαθμό που δεν επιτρέπει σε όποιον την πιστεύει να αναγνωρίσει ότι στην Ελλάδα, εκτός από λαϊκισμό, είχαμε και έχουμε έναν αρκετά έντονο και γλαφυρό αντιλαϊκιστικό λόγο.
Αυτός ο λόγος παρουσίασε την κρίση ως αποτέλεσμα της λαϊκιστικής μη κανονικότητας. Στο Βήμα, τα αίτια της ελληνικής υποχώρησης αποδίδονταν, ήδη από το 2012, στο πνεύμα του λαϊκισμού, ενώ στην Καθημερινή το 2016 διαβάζουμε ότι ο διάχυτος λαϊκισμός είναι ο βαθύτερος λόγος αποτυχίας των μνημονιακών πολιτικών.
Στο πολιτικό πεδίο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και Νέα Δημοκρατία αναδείχθηκαν σε κυρίαρχα αντιλαϊκιστικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, θέση που κατέχουν και σήμερα. Ο Αντώνης Σαμαράς το 2014 έλεγε πως το ανεξόφλητο γραμμάτιο του 1974 είναι να ξεριζωθεί από τη χώρα ο λαϊκισμός, τον οποίο σε άλλη ευκαιρία είχε χαρακτηρίσει αρρώστια. Στην ίδια γραμμή βρίσκεται και ο διάδοχός του στην ηγεσία της Ν.Δ., Κυριάκος Μητσοτάκης ο οποίος σε συνέντευξη στο Newsweek υποστήριξε ότι υπάρχει μια σαφής διάκριση λαϊκισμού και ρεαλισμού που υπάρχει στην ελληνική πολιτική από την αρχή της Μεταπολίτευσης. Στον χώρο του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ η εικόνα είναι ίδια, με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να λέει παλαιότερα ότι ο λαϊκισμός αμφισβητεί τα κεκτημένα και τα αυτονόητα της νεοτερικότητας και τη Φώφη Γεννηματά, πιο πρόσφατα, να λέει ότι ο λαϊκισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας και πως ξαναδυνάμωσε τις δυνάμεις του φασισμού σε όλη την Ευρώπη. Το ίδιο αντιλαϊκιστικό μονοπάτι ακολούθησαν και μικρότερα κόμματα, όπως η ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι, με τον Σταύρο Θεοδωράκη να αναρωτιέται εάν «υπάρχει άλλο κόμμα στην Ελλάδα που να έχει υπερασπιστεί τόσο τη σύγκρουση με τον λαϊκισμό», διεκδικώντας για το κόμμα του τον τίτλο του πιο αντιλαϊκιστικού κόμματος.
Οι ιδέες αυτές εντοπίζονται και στη σχετική βιβλιογραφική παραγωγή. Ενδεικτικά, ο Τάκης Παππάς κυκλοφόρησε το 2015 το βιβλίο του Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο, πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη ερμηνεία της κρίσης. Αυτή η υπόσχεση εύλογα γεννά πολλές προσδοκίες, που αμφιβάλλω ότι ικανοποιούνται από την απάντηση του συγγραφέα:
«Η κρίση στην Ελλάδα, λοιπόν, ήταν αποτέλεσμα του ιδιαίτερου συστήματος λαϊκιστικής δημοκρατίας που αναπτύχθηκε στη χώρα».
Ο κυρίαρχος λόγος στη χώρα παρουσιάζει τον λαϊκισμό ως κάτι ριζικά κακό, τον εξισώνει με κάτι απειλητικό κι επικίνδυνο, τον τοποθετεί στη ρίζα των προβλημάτων της χώρας και τον περιγράφει ως εξ ορισμού αντιδημοκρατικό. Έχει μια διπλή αρνητική λειτουργία που αφορά το παρελθόν, αλλά και το μέλλον της χώρας, καθώς ευθύνεται για όλα τα αρνητικά σήμερα, αλλά απειλεί και τις μελλοντικές μας προοπτικές, παρεμποδίζει τα αναγκαία βήματα για την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό.
Έτσι, πολλοί περνούν από μια λανθάνουσα αντιλαϊκιστική στάση σε μια ανοικτά πολεμική στάση. Σε αυτό το πλαίσιο, το 2018 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση βιβλίο με τίτλο Αντιλαϊκισμός. Ίσως το μόνο βιβλίο διεθνώς που φέρει τέτοιο τίτλο.
Το πρόβλημα που προκύπτει όμως από την κυριαρχία αυτών των ρηματικών σχημάτων είναι διπλό: έχει μια αναλυτική και μια πολιτική διάσταση.
Ας ξεκινήσουμε από την αναλυτική διάσταση. Η φυσικοποίηση της αρνητικής σημασιοδότησης του λαϊκισμού στον δημόσιο λόγο έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να εμποδίζει την ανάλυση και κατανόηση του φαινομένου. Είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς –ακόμη κι εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας– για τον λαϊκισμό πέρα από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις που ο δημόσιος λόγος αλλά και ο λανθάνων αντιλαϊκισμός συγκεκριμένων προσεγγίσεων έχουν επιβάλει. Αυτό που κυρίως συναντούμε και στην Ελλάδα είναι ένας όρος φορτωμένος με αξιολογικές κρίσεις, με ένα σταθερό αρνητικό πρόσημο και μια θολή εικόνα του τι ακριβώς είναι ο λαϊκισμός. Η συνθήκη αυτή κάνει την έννοια αρκετά εύπλαστη ώστε να μπορεί να αποδίδεται σε ή να συνδέεται με οποιοδήποτε «κακό».
Το ερώτημα «τι είναι ο λαϊκισμός;» έχει αντικατασταθεί από το «πώς αντιμετωπίζεται ο λαϊκισμός;». Στο τελευταίο μέρος αυτού του άρθρου θα προσπαθήσουμε να πάρουμε τον αντίθετο δρόμο και να επιστρέψουμε στο πρώτο ερώτημα.
Να τα πάρουμε, λοιπόν, από την αρχή. Ο λαϊκισμός δεν είναι τα ψέματα ή οι υποσχέσεις, δεν είναι η δημαγωγία ή η προπαγάνδα, δεν είναι η υποκρισία ή η ανευθυνότητα των πολιτικών. Δεν είναι οι θεωρίες συνωμοσίας, ο εθνικισμός, η αντιμεταναστευτική στάση, η τεχνοφοβία, η αντιεμβολιαστική στάση. Τέλος, δεν είναι ούτε η ανεύθυνη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών. Κάποιοι λαϊκιστές πολιτικοί μπορεί να παρουσιάζουν κάποια από τις παραπάνω στάσεις ή συμπεριφορές. Κάποιοι μη λαϊκιστές ή ακόμη και αντιλαϊκιστές πολιτικοί μπορεί επίσης να παρουσιάζουν κάποια από τις παραπάνω στάσεις ή συμπεριφορές. Καμία από τις παραπάνω στάσεις και συμπεριφορές δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τον λαϊκισμό και δεν αποτελεί την «ουσία» του.
Ο λαϊκισμός είναι πράγματι μια από τις κατεξοχήν διαμφισβητούμενες έννοιες τόσο στο πεδίο του δημόσιου λόγου όσο και εντός της κοινότητας των πολιτικών επιστημών. Στη σχετικά περιορισμένη έκταση αυτού του άρθρου δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Είναι, όμως, ευτυχής συγκυρία πως λίγες μέρες πριν γραφτεί αυτό το άρθρο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου το βιβλίο Λαϊκισμός: Μύθοι, Στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί του Γιάννη Σταυρακάκη –και όποιος επιθυμεί θα μπορούσε να αναζητήσει εκεί μια κριτική επισκόπηση της σχετικής συζήτησης.
Η δική μου κατανόηση του λαϊκισμού βασίζεται στη Θεωρία του Λόγου -συγκεκριμένα στην λεγόμενη «Σχολή του Έσσεξ»- και στη φορμαλιστική προσέγγιση του λαϊκισμού, όπως αναπτύχθηκε από τον Ερνέστο Λακλάου. Αν έπρεπε να πω τι είναι ο λαϊκισμός με μια λέξη, αυτή η μια λέξη θα ήταν ο «λόγος» (discourse). Η βασική παρατήρηση που πρέπει να γίνει, πριν προχωρήσουμε παρακάτω, είναι πως με την έννοια «λόγος» δεν εννοώ μόνο τα λόγια, τη γλώσσα, τη ρητορική· αφενός γιατί η έννοια του «λόγου» περιλαμβάνει περισσότερα από την απλή προφορική επικοινωνία, αφετέρου γιατί ο λόγος δεν αντανακλά απλώς την ανθρώπινη πραγματικότητα, αλλά συμμετέχει ενεργά στην κατασκευή της.
Η προσέγγιση αυτή που βλέπει τον λαϊκισμό ως λόγο εστιάζει στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός δεν έχει συγκεκριμένο και προκαθορισμένο περιεχόμενο, δεν είναι ένα σύνολο ιδεών ή πολιτικών προς εφαρμογή. Δεν ορίζει την πρακτική πολιτική των κομμάτων που χαρακτηρίζονται λαϊκιστικά. Εν ολίγοις, δεν υπάρχουν λαϊκιστικές πολιτικές, αλλά πολιτικές που εκφράζονται με λαϊκιστικό τρόπο. Δεν υπάρχει λαϊκιστικό πρόγραμμα, με την έννοια που μπορεί να υπάρξει ένα σοσιαλιστικό/σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Και δεν υπάρχει λαϊκιστικό καθεστώς.
Αυτό που είναι ιδιαίτερο στον λαϊκισμό, αυτό που κάνει και είναι ο λαϊκισμός είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος συνάρθρωσης αιτημάτων, ένας τρόπος χάραξης του πολιτικού συνόρου μέσα στην κοινωνία («εμείς» vs «αυτοί») κι ένας τρόπος συγκρότησης μιας συλλογικής ταυτότητας, αυτής του «λαού».
Με βάση την προσέγγιση του Λακλάου, οι ερευνητές του Λόγου έχουν καταλήξει σε δύο λειτουργικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μπορεί να διακριθεί ένας λαϊκιστικός από έναν μη λαϊκιστικό λόγο. Ένας λόγος, για να είναι λαϊκιστικός, πρέπει να δομείται γύρω από το κομβικό σημείο του «λαού» και να προωθεί μια ανταγωνιστική, διχοτομική αναπαράσταση του κοινωνικού πεδίου, τον «λαό» και τις «ελίτ», τους «πολλούς» και τους «λίγους», τους «από πάνω» και τους «από κάτω».
Με αυτό τον τρόπο μπορούμε πιο εύκολα να διακρίνουμε τόσο μεταξύ αριστερού και δεξιού λαϊκιστικού λόγου όσο και μεταξύ δεξιού λαϊκιστικού λόγου και καθαρά εθνικιστικού λόγου. Ένα σοβαρό λάθος, για παράδειγμα, που συμβαίνει συχνά είναι ο χαρακτηρισμός της Χρυσής Αυγής ως λαϊκιστικού κόμματος. Επίσης, κατανοώντας τον λαϊκισμό με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφηκε παραπάνω, έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε στιγμές ή βαθμούς λαϊκισμού. Μπορεί, δηλαδή, ένα κόμμα να παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις ανά χρονικές περιόδους στην ένταση του λαϊκιστικού του λόγου και μπορεί να πάψει να είναι λαϊκιστικό.
Ας επιχειρήσουμε να δούμε τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω στην πράξη. Για να εμφανιστεί μια λαϊκιστική κινητοποίηση χρειάζεται μια κρίση (οικονομική, κοινωνική, κρίση αντιπροσώπευσης κτλ.) ή η παραγωγή ενός αισθήματος κρίσης στο κοινωνικό σώμα· κάτι που δεν θα επιτρέπει την ανεμπόδιστη λειτουργία ή αναπαραγωγή του κατεστημένου πολιτικού συστήματος. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, είχαμε την κρίση χρέους, την εφαρμογή του μνημονιακού προγράμματος και μια κρίση αντιπροσώπευσης που οδήγησε στην κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματικού συστήματος (εκλογές 2012).
Όσο το σύστημα καταφέρνει να ικανοποιεί αιτήματα και να απορροφά κραδασμούς, η λαϊκιστική ρήξη δεν θα αναπτυχθεί πλήρως. Αν, όμως, το σύστημα αρχίσει να παράγει μια σειρά ανικανοποίητων αιτημάτων, τότε έχουμε ένα εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη λαϊκιστικών κινητοποιήσεων. Σε αυτή τη συνθήκη, διαφορετικά ανικανοποίητα αιτήματα κοινωνικών ομάδων μπορούν να δημιουργήσουν σχέσεις ισοδυναμίας μεταξύ τους και μέσα από αυτή την αλυσίδα ισοδυναμίας να αναδειχθεί το λαϊκό υποκείμενο. Αυτό δεν γίνεται με έναν τρόπο αυτόματο ή φυσικό. Χρειάζεται η πολιτική παρέμβαση ενός κόμματος που θα αναπτύξει τον λαϊκιστικό λόγο, εγκαλώντας τον «λαό» ως συλλογικό υποκείμενο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κρίση και τα μνημόνια δημιούργησαν μια σειρά ανικανοποίητων αιτημάτων, οδήγησαν σε μια κρίση των προηγούμενων κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων που εκφράστηκε κυρίως με την αποδέσμευση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού από τα παραδοσιακά κόμματα. Σε αυτό το πεδίο ήρθε και παρενέβη ο ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας μια παραδειγματική αριστερή λαϊκιστική στρατηγική, με κύριο κομβικό σημείο του λόγου του τον «λαό». Από το «αποφάσισαν χωρίς εμάς, προχωράμε χωρίς αυτούς» έως το «ήρθε η ώρα των πολλών» οι εκστρατείες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν έντονα λαϊκιστικά στοιχεία. Κι αυτά δεν φαίνεται πως θα εκλείψουν στο άμεσο μέλλον.
Αυτά τα στοιχεία είναι που κάνουν τον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ λαϊκιστικό: η ύπαρξη του κομβικού σημείου του «λαού» στον λόγο του, το γεγονός πως ο πολιτικός του λόγος δομείται γύρω από αυτό, η top down διάκριση των «από πάνω» και των «από κάτω», των «πολλών» και των λίγων» – και όχι οι προεκλογικές υποσχέσεις (η τήρηση ή η αθέτησή τους), οι «παροχές», το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης κτλ., τα οποία δεν συνιστούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό λαϊκιστικών κομμάτων.
Συμπερασματικά, ο λαϊκισμός είναι ένας ουδέτερος όρος, που δεν είναι επομένως αναγκαστικά θετικός ή αναγκαστικά αρνητικός. Μια λαϊκιστική κινητοποίηση μπορεί να προκύψει από οποιαδήποτε θέση του πολιτικού φάσματος, μπορεί να είναι προοδευτική ή αντιδραστική. Το πρόσημο ή το αποτέλεσμα εξαρτάται από το διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο του λαϊκιστικού λόγου.
Μια τέτοια κατανόηση του λαϊκισμού δεν μας αφήνει αδιάφορους απέναντι στους πιθανούς κινδύνους ή τις συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει ο λαϊκισμός, αλλά δεν «νομιμοποιεί» τον διάχυτο τρόμο απέναντι στη λαϊκιστική απειλή και την ανάδειξη του λαϊκισμού σε πρωτεύοντα κίνδυνο για τη δημοκρατία και την κοινωνία σήμερα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε νωρίτερα, όμως, το πρόβλημα με την παγίωση του αρνητικού νοήματος του λαϊκισμού δεν περιορίζεται στο επίπεδο μιας θεωρητικής συζήτησης. Υπάρχει μια εξόχως πολιτική διάσταση, που έχει να κάνει με τον ρόλο του λαϊκού υποκειμένου και με τον κίνδυνο περαιτέρω μετάλλαξης του μοντέλου της δημοκρατίας.
Η τρέχουσα συνθήκη στην οποία ζούμε έχει χαρακτηριστεί μεταδημοκρατική ή/και μεταπολιτική. Η δαιμονοποίηση του λαϊκισμού φαίνεται να κρύβει μια πιο ριζοσπαστική χειρονομία: την απόρριψη των συλλογικών ταυτοτήτων και δη αυτής του «λαού». Στις κοινωνίες μας πολλοί ονειρεύονται μια δημοκρατία χωρίς δήμο, όπως έλεγε ο Ρανσιέρ, μια πολιτική σφαίρα χωρίς την ανταγωνιστική της διάσταση. Πόσο απέχει άραγε η εξίσωση του λαϊκισμού με το ψέμα, τη δημαγωγία, τη χειραγώγηση και τα πάθη, από την απονομιμοποίηση του λαϊκού υποκειμένου ως μιας αδαούς μάζας που αδυνατεί να αντισταθεί στον λαϊκισμό; Μπορεί να είναι ο αντιλαϊκισμός ο αναγκαίος μεσολαβητής για το πέρασμα σε ένα πιο ελιτιστικό μοντέλο δημοκρατίας;
Social Links: