Γιώργος Κόσσυφας
Κάθε φορά που ένα σκάνδαλο στο οποίο εμπλέκεται επαγγελματίας αθλητής απασχολεί την επικαιρότητα, η πρώτη επιβεβαίωση για τη σοβαρότητα της κατάστασης έρχεται -εμπειρικά πάντα- από την διακοπή των διαφημιστικών συμβολαίων που έχει ο εμπλεκόμενος με μεγάλες εταιρίες. Όταν το 2016 ο Κόλιν Καπέρνικ, quarterback των San Francisco 49ers, γονάτισε κατά την διάρκεια της ανάκρουσης του Εθνικού Ύμνου των ΗΠΑ για να διαμαρτυρηθεί για την αστυνομική βία κατά των αφροαμερικανών, υπέστη μεγάλη οικονομική ζημία, ύψους δεκάδων εκατομμυρίων, τόσο από χορηγούς οι οποίοι διέκοψαν τη συνεργασία μαζί του, όσο και από τη διακοπή του συμβολαίου του που τον κατέστησε ανενεργό για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το τι σχέση έχει αυτό όμως με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, είναι ένα καλό ερώτημα και πρέπει να το αναζητήσουμε.
Από τη στιγμή που είναι κατανοητό το ότι οι αθλητές συνεργάζονται με μεγάλες εταιρίες για να τις διαφημίζουν και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους και της αναγνωρισιμότητάς τους στην Ελλάδα και την Ευρώπη, τότε είναι ευθέως αντιληπτό το ότι στις ΗΠΑ το φαινόμενο είναι πολλαπλάσια πιο διαδεδομένο και πιο σημαντικό. Το καλό μάρκετινγκ άλλωστε βασίζεται σε μια καλή ιστορία, μια ιστορία έμπνευσης, ταύτισης και ειδωλοποίησης (όχι εγώ, ο Don Draper τα έλεγε αυτά). Στην αμερικανική κοινωνία που βλέπει το εγχώριο Όνειρό της να ξεψυχά μετά το 2008, όταν εμφανίζονται τέτοιες ιστορίες, δεν μπορεί να έχουν τρομερή δύναμη ως εικόνα και συμβολισμός για το (καταναλωτικό) κοινό, φυσικό δε να το παίρνουν οι διαφημιστές και να το στραγγίζουν από τον φορέα της διαφήμισης.
Εδώ έρχεται ο Γιάννης: Ένα νέο παιδί, από την πιο φτωχή και παράλληλα “εξωτική” γωνιά της Ευρώπης, από μια οικονομικά καθημαγμένη χώρα, με αφρικανική καταγωγή, ένα παιδί που από τα τσιμέντα της ελληνικής Α2 και τον Φιλαθλητικό εμφανίστηκε στα Drafts του NBA το 2013 και από τότε σάρωσε τα πάντα. Όπου σταθεί και όπου βρεθεί μιλά για τις δυσκολίες που βίωσε μικρός και για το πόσο σημαντική ήταν η οικογένεια του, σε ένα περιβάλλον διαρκούς ανασφάλειας, αφού οι γονείς του ήταν οικονομικοί μετανάστες από τη Νιγηρία, ο ίδιος γεννήθηκε στην Ελλάδα και πουλούσε CD και γυαλιά για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια του. Όλα αυτά θα μπορούσαν να στοιχειοθετούν ακτιβιστικό λόγο, μια παγκοσμίου φήμης φωνή που να προειδοποιεί τουλάχιστον για την προσφυγική κρίση που μαστίζει τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια (και θα μεγαλώσει ακόμη παραπάνω λόγω της περιβαλλοντικής κρίσης), αλλά δεν το κάνουν. Αντιθέτως, είναι πλαισιωμένα σε μια ιστορία from rags to riches, κατά την οποία ένα νέο και ικανό παιδί, με τη βοήθεια του Θεού και της σκληρής δουλειάς, επιτυγχάνει μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Και προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό, δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να θέτεις τον Αντετοκούνμπο, τον κάθε Αντετοκούνμπο προ ευθυνών που ποτέ δεν δέχθηκε να αναλάβει. Αγαπάει την Ελλάδα, νιώθει Έλληνας και καλά κάνει. Δεν μπορούμε να τον υποχρεώσουμε να τοποθετείται κάθε φορά για το νόμο Ραγκούση, για την αντισυνταγματικότητα που διέγνωσε στο νόμο αυτό το ΣτΕ και για την υποκρισία του (κάθε) Σαμαρά και του (κάθε) Κυρανάκη. Κάθε αναφορά στην Ελλάδα και στα Sepolia δεν συνιστούν παρά την καλλιέργεια ενός ίματζ που στηρίζει αυτό το τρομερά φωτογενές και εύφορο success story που λέγεται Γιάννης.
Ο εν λόγω διάλογος κατ’ εμέ είναι ανεδαφικός: ο Γιάννης δεν ανήκει ούτε σε Εμάς ούτε στους Άλλους. Ανήκει στον εαυτό του, την οικογένειά του, το Θεό του και διαθέτει την εικόνα του όπως ο ίδιος νομίζει.
ΥΓ.: είδα το βίντεο της απονομής του βραβείου του MVP της χρονιάς στο NBA 5 απανωτές φορές και συγκινήθηκα και τις 5. Στο μέτρο που μιλάει, είναι ειλικρινής και λέει όσα θέλει. Ας μη φορτώνουμε σε έναν 25χρονο αθλητή τα βάρη όλου του κόσμου.
Θέμης Πανταζάκος
Υπάρχει μία θέση που λέει – χοντρικά – ότι δεν μπορείς να κάνεις υποδείξεις σε κάποιον που βρίσκεται σε μια κατάσταση στην οποία δεν διανοείσαι ότι θα βρεθείς ποτέ. Και καλώς: η αίσθησή μας περί ηθικής πηγάζει εν πολλοίς από το πώς προσλαμβάνουμε συναισθηματικά τον κόσμο, και από το τι θεωρούμε διανοητό και αδιανόητο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Θα έχω την ηθική απαίτηση από έναν όμοιό μου να μην σκοτώσει τον διπλανό του για ένα ξεροκόμματο, αλλά δυσκολεύομαι να πω με ευκολία το ίδιο για δυο ανθρώπους χαμένους στην έρημο. Την στέψη του Γιάννη Αντετοκούνμπο ως NBA MVP για την σαιζόν 2018-19 και τις ευχαριστίες του προς την Ελλάδα ακολούθησε μια συζήτηση σε αριστερούς κύκλους με κυρίως δύο άξονες: το αν ο Γιάννης είναι Έλληνας, και το αν θα έπρεπε να ευχαριστεί ή να καυτηριάζει την Ελλάδα. Δικαιούμαστε εμείς, οι μικρο-μεσοαστοί γηγενείς Έλληνες – όπως είναι η πλειοψηφία των αναγνωστών αυτού του περιοδικού – να κάνουμε τέτοιου είδους υποδείξεις στον Γιάννη;
Όσον αφορά το αν είναι Έλληνας, μάλλον όχι. Για προφανείς πολιτικούς λόγους, όποιος μένει εδώ είναι από ‘δω, όποιος αισθάνεται Έλληνας είναι τέτοιος (ή τέλος πάντων και Έλληνας – «Ελληνονιγηριανοί» είναι ο προσδιορισμός που διαλέγουν οι Αντετοκούνμπο όπως τείνουμε να ξεχνάμε). Αυτό το πρόταγμα δεν είναι τυχαίο· ο μόνος που εξυπηρετείται από το «στένεμα» ενός οποιουδήποτε έθνους σε μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, είναι ο ρατσισμός. Ένα κύριο πράγμα που εκφράζει, ακόμα και άθελά της, η πεποίθηση ότι ο Γιάννης δεν είναι Έλληνας, είναι το άβολο συναίσθημα των Ελλήνων με το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον – εντελώς – μαύροι Έλληνες. Κάποιος με καλές προθέσεις, κάποιος που θέλει να κάνει κριτική στον ελληνικό ρατσισμό, δεν θα έπρεπε να αποσκοπεί στο να κρατήσει την έννοια του έθνους μόνο για τους (δυνάμει) θύτες, αλλά να τον επεκτείνει και στα θύματα. Η εξοικείωση των λευκών Ελλήνων με την ιδέα του μη φυλετικά καθαρού έθνους τους και με την παρουσία των μαύρων Ελλήνων στις ίδιες γειτονιές με αυτούς, ακόμα και αν αυτό γίνεται με θεαματικούς όρους, είναι θετικό βήμα. Σε τελική ανάλυση, η ελληνική ιθαγένεια είναι κάτι που επιθυμεί σχεδόν όποιος έρχεται κατατρεγμένος εδώ.
Το δεύτερο ζήτημα, το αν θα έπρεπε να έχει ο Γιάννης πολιτικό λόγο σχετικά με τον ρατσισμό, είναι πιο περίπλοκο. Κατ’ αρχάς εδώ και λίγες μέρες έχει (και είχε και στο παρελθόν). Αλλά πέρα απ’ αυτό, είναι ο Γιάννης όντως σε μια θέση υπεράνω υποδείξεων; Το προνόμιο δεν είναι κάτι το οποίο ισχύει ή αφαιρείται αναδρομικά: ο Γιάννης είναι πλέον, πέρα από καθ’ όλα νόμιμος και εδώ και εκεί, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στις ΗΠΑ. Για να συγκαταλέγεται μια οικογένεια στο top 1% της μισθολογικής κλίμακας του Γουισκόνσιν, της πόλης που εδράζονται οι Milwaukee Bucks, πρέπει να βγάζει περίπου 964 χιλιάδες δολάρια τον χρόνο: ο Γιάννης έβγαλε μόνος του 24 εκατομμύρια το 2018, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν θεματικά στις χρονιές που έρχονται. Σε πιο οικεία για εμάς μεγέθη και ποιότητες, όποιος από εμάς έχει κριτικάρει τους πάλαι ποτέ θεόφτωχους συγγενείς του για ρατσισμό σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι νομίζω θα αναγκαστεί να συμφωνήσει ότι το προνόμιο και η έλλειψή του δεν είναι μια για πάντα.
Πέρα από τη συζήτηση περί προνομίου, είναι αριστερώς κοινά παραδεκτό ότι ζούμε στην εποχή που ο αθλητισμός υποφέρει από το απολιτίκ, και στην Ελλάδα υποφέρει και από ένα κάρο φασίστες σε διάφορες μορφές. Μιλάμε εδώ για έναν χώρο με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε σαββατοκύριακο στα γήπεδα στην χώρα μας μόνο, και για έναν άνθρωπο, τον Γιάννη, που όταν μιλάει τον κοιτάζει κυριολεκτικά όλος ο πλανήτης. Δεν νομίζω λοιπόν ότι είναι υπερβολή να λέμε ότι καλό θα ήταν να επισημαίνεται εδώ και ένα αντιφασιστικό στοιχείο. Φυσικά, πρέπει να μας βάζει σε μια υποψία το πόσο πιο εύκολα ζητάμε το αυτό από έναν μαύρο Ελληνονιγηριανό σε σχέση με έναν λευκό Έλληνα. Αν στη θέση του Γιάννη ή σε κάποια ανάλογη βρισκόταν ένας λευκός Έλληνας μεγαλωμένος σε εργατικό γκέτο, θα είχαμε την ίδια έντονη απαίτηση να γίνει ο ίδιος σύμβολο του ταξικού αγώνα; Δεν νομίζω, και νομίζω επίσης ότι αυτό συμβαίνει λόγω της τάσης μας να φορτώνουμε με απαιτήσεις το ανοίκειο για να το αποδεχτούμε – όπως κάποιοι ριζοσπάστες αριστεροί απαιτούν από τους ομοφυλόφιλους να είναι αριστεροί για να σταθούν δίπλα τους, αλλά αντίστοιχα δεν απαιτούν από τους εργάτες να μην είναι ομοφοβικοί.
Τέλος, τις προάλλες άκουσα από έναν φίλο και την (έξυπνη) άποψη ότι όσο ο Γιάννης δεν τοποθετείται ευθέως πολιτικά λειτουργεί καλύτερα ως πολιτικό σύμβολο: ως αυτός ο «ξένος» που δεν είναι αυτό που περιμένεις, που απλώνει το ανάστημά του πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές, που συμφιλιώνει σε μαζικό επίπεδο τους Έλληνες με τις εκ των πραγμάτων πολυεθνικές γειτονιές τους μέσα από ένα ανθρώπινο success story. Δεν είναι αβάσιμη αυτή η άποψη· η πολιτική στο μαζικό επίπεδο χρειάζεται και (βοηθάται από) τρικ που δεν μπορεί να εκτελέσει κανείς κρατώντας τη σημαία μπροστά. Βέβαια και ως γνωστόν τα τρικ έχουν πάντα το όριο του ανθρωπισμού, την κενότητα του θεάματος, κρύβουν την πεποίθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι χρωστούν κάτι εξέπσιοναλ στην πατρίδα για να τους φερθούμε ανθρώπινα.
Υπάρχει σε επίπεδο πολιτικής στρατηγικής, όπως ίσως θα το έλεγε ο Μαρξ, ένα ερώτημα: αν ξεπερνάς τον ανθρωπισμό μέσα από τον ανθρωπισμό και καβαλώντας το ρεύμα του, ή αν πορεύεσαι συγκρουσιακά, ριζοσπαστικά και γύρω-γύρω. Κάποτε πίστευα το δεύτερο, τώρα γέρνω πιο πολύ προς το πρώτο. Όπως όλα δείχνουν, θα μείνω με την απορία.
Social Links: