Ο όρος ‘no wave’ σημαίνει τίποτα και τα πάντα. Κενός συγκεκριμένου νοήματος, το no wave υποδηλώνει την άρνηση, τον αποτροπιασμό, την απόρριψη και την ανάγκη για εύρεση νέων, ριζοσπαστικών φορμών έκφρασης αλλά και αυτοολοκλήρωσης. Με σχετικά μικρή διάρκεια ζωής, το no wave κίνημα χαρακτήρισε ένα μεγάλο αριθμό μουσικών, εικαστικών, κινηματογραφιστών και διαφόρων άλλων καλλιτεχνών των οποίων η κοσμοθεωρία και καλλιτεχνική αντίληψη επαναπροσδιόρισαν την Avant Garde σκηνή της Νέας Υόρκης, θέτοντας νέα θεμέλια και δεδομένα για την μετέπειτα πορεία της underground κουλτούρας της μητρόπολης. Αν και το no wave έχει ευρύ καλλιτεχνικό φάσμα επιρροής, το παρόν άρθρο θα περιοριστεί στο μουσικό κομμάτι του κινήματος, εξετάζοντας τους κυριότερους εκφραστές του, τις επιρροές τους αλλά και το κοινωνικό πλαίσιο που συνέβαλε στη δημιουργία του.
Οι «προπάτορες»: κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και καλλιτεχνικά θεμέλια
“The whole fucking country was nihilistic. What did we come out of? The lie of the ‘Summer of Love’ into Charles Manson and the Vietnam War. Where is the positivity?“
– Lydia Lunch
Το no wave κίνημα πρωτοέκανε την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα σε περιοχές που απαρτίζουν το λεγόμενο ‘downtown Manhattan’ (East Village, SoHo, Bowery, Lower East Side, Meatpacking District κ.α.) στον απόηχο της πανκ έκρηξης και εν μέσω άνθισης της αντικουλτούρας, των ριζοσπαστικών προσεγγίσεων αλλά και των εναλλακτικών club και καλλιτεχνικών «στεκιών» της Νέας Υόρκης. Τι προηγήθηκε όμως της γέννησης του κινήματος; Ποιές οι καλλιτεχνικές τάσεις και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που συνέβαλαν στο «μπόλιασμα» των ιδεών και των επιρροών της no wave σκηνής; Για το λόγο αυτό θα πρέπει να μεταφερθούμε πίσω σχεδόν μια δεκαετία.
Τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν κομβικό σημείο για τα κινήματα αμφισβήτησης των ΗΠΑ αλλά και των καλλιτεχνικών τους εκφάνσεων. Εν μέσω ψυχροπολεμικού κλίματος και με τον πόλεμο στο Βιετνάμ να βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, η αμερικανική νεολαία παρουσίαζε δείγματα άρνησης και αντίδρασης στο κατεστημένο αλλά και το επιβαλλόμενο πρότυπο ζωής του περιβόητου ‘American Dream’. Οι φυλετικού χαρακτήρα εξεγέρσεις στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης (1964), στο Ντιτρόϊτ (1967) και στο Λος Άντζελες (‘Watts Riots’, 1965), τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για το Βιετνάμ, η παρακμάζουσα κατάσταση της Αμερικανικής πόλης και η φυγή στα προάστια καθώς και η επαναστατική πρωτοπορία του Μάη του ’68 στη Γαλλία έθεσαν τις βάσεις για την δημιουργία αλλά και την εξάπλωση ενός μαχητικού, νεολαιΐστικου κινήματος στα περισσότερα αστικά κέντρα των ΗΠΑ. Ώς αναμενόμενο, οι τέχνες και συγκεκριμένα η μουσική, δεν έμειναν αμέτοχες σε αυτό το νέο κύμα αμφισβήτησης. Όπως άλλωστε παρατήρησε και ο αρθρογράφος και μουσικοκριτικός Will Hermes «μερικές φορές μέσα από τις χειρότερες καταστάσεις παράγεται η πιο βαθιά ομορφιά και η πιο βαθυστόχαστη αλλαγή». Δύο μεγάλα μουσικά φεστιβάλ στο Monterey της California (‘Monterey International Pop Music Festival’,1967) και White Lake της Νέας Υόρκης (‘Woodstock Music & Art Fair’, 1969) συγκέντρωσαν έναν άνευ προηγουμένου αριθμό ατόμων, μετατρέποντας ουσιαστικά τα φεστιβάλ σε μια μορφή διαμαρτυρίας για τον πόλεμο, τις πολιτικές Nixon και Johnson και τη διαρκή παρακμή της Αμερικανικής ζωής. Έκτοτε, η ροκ μουσική απέκτησε νέες διαστάσεις και νόημα για την Αμερικανική νεολαία.
Ενάντια στις κυρίαρχες τάσεις: Οι «αναρχικοί» του downtown και η εμφάνιση του No Wave
Στον καλλιτεχνικό τομέα, οι επιρροές του no wave κινήματος μπορούν να εντοπιστούν στη δραστήρια κουλτούρα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’60. Ο Andy Warhol με το θρυλικό ‘Factory’ καθώς και το ριζοσπαστικό καλλιτεχνικό κίνημα Fluxus συγκέντρωναν στους κόλπους τους μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών και τεχνόφιλων συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία της Νεοϋρκέζικης Avant Garde σκηνής. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα «αντι-κουλτούρας» και «αντι-τέχνης» βρήκαν πρόσφορο έδαφος μουσικά σχήματα όπως οι θρυλικοί Velvet Underground των Lou Reed και John Cale, η Nico και η Yoko Ono με τους Plastic Ono Band, οι οποίοι και έθεσαν μια πιο πρωτοποριακή και πειραματική προσέγγιση της υφιστάμενης ροκ μουσικής σκηνής. Παράλληλα με αυτούς, βασική επιρροή της no wave μουσικής υπήρξαν και μουσικοί της Free Jazz κίνησης των αρχών της δεκαετίας του ’60 αλλά και οι πειραματικές ηλεκτρονικές συνθέσεις των Morton Subotnick (“Silver Apples Of The Moon”, 1967) και Terry Riley (“A Rainbow in Carved Air”, 1971).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 η Νέα Υόρκη αποτέλεσε πόλο έλξης για κάθε είδους ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα. Η σκιαγράφηση της πόλης μέσα από μνημειώδη έργα όπως το “On the Road” (Jack Kerouac, 1957) ή την ταινία “Taxi Driver” (Martin Scorsese, 1976) συνέβαλε ακόμα περισσότερο στον μποέμ αλλά και «παθογόνο» χαρακτήρα που είχε δημιουργήσει η πόλη στο κοινό συνειδητό. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας κάνει την εμφάνισή του το πρώτο κύμα πανκ/new wave συγκροτημάτων της Νέας Υόρκης με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους ιδιαίτερους Television και Talking Heads (οι οποίοι υπήρξαν και βασικότερη επιρροή πολλών no wave σχημάτων) όπως επίσης και τους Richard Hell and the Voidoids, Ramones και Johnny Thunders and the Heartbreakers (με το πιο ακατέργαστο και άμεσο ήχο), την ιέρεια της πανκ Patti Smith, τους πειραματικούς electropunk Suicide και άλλους. Καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη της πανκ σκηνής έπαιξαν και μαγαζιά – συναυλιακοί χώροι, στις σκηνές των οποίων πολλά μουσικά σχήματα της πανκ/new wave έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση. Εκρηκτικές εμφανίσεις καλλιτεχνών και συγκροτημάτων στις σκηνές των θρυλικών CBGB, Max’s Kansas City, ABC No Rio κ.α. κατέστησαν τα μουσικά αυτά στέκια χώρους αντιπροσώπευσης μιας ολόκληρης μουσικής γενιάς .
Στον απόηχο του πανκ: Ο Brian Eno, η συλλογή “No New York” και η «ντεκαντάνς» club σκηνή
Η έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα που παρουσίαζε η σκηνή της Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του ’70 άρχισε να δείχνει σημάδια υποχώρησης στην επερχόμενη δεκαετία του ’80. Καθώς η πόλη εκδήλωνε σημάδια οικονομικής ανάκαμψης, με το κεντρικό Μανχάταν να παρουσιάζει έντονα στοιχεία εξευγενισμού και προτίμησης από ανώτερα κοινωνικά στρώματα (η περιβόητη «κουλτούρα των λοφτ»), οι «γηγενείς» πληθυσμοί των καλλιτεχνών και άλλων underground προσωπικοτήτων αναζητούσαν αλλού καταφύγια από την προελαύνουσα mainstream κουλτούρα. Παρόλα αυτά, η δημιουργική «αύρα» του Μανχάταν δεν είχε εξασθενίσει, με πολλά ενδιαφέροντα εγχειρήματα – μουσικά και μη – ακόμα να έπονται. Ένα από αυτά ήταν βέβαια και το no wave, το αντισυμβατικό μουσικό κίνημα που πάντρευε εντέχνως (ή επιμελώς «άτεχνα») την πανκ νοοτροπία με τη τζαζ, τη φανκ και την disco και «δοξάστηκε» ιδιαίτερα σε μουσικά στέκια -clubs- του lower Manhattan (Mudd Club, Tier 3, Knitting Factory, Danceteria κ.α.) των τελών της δεκαετίας του ‘70 – αρχών του ‘80.
Καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη και αναγνώριση της σκηνής έπαιξε, μεταξύ άλλων και η παρουσία του γνωστού Βρετανού συνθέτη και παραγωγού, Brian Eno, του οποίου η μουσική συλλογή “No New York” (1978) παρουσίασε και προώθησε στο ευρύτερο κοινό, κάποια από τα σημαντικότερα σχήματα της no wave σκηνής (James Chance & the Contortions, Teenage Jesus & the Jerks της Lydia Lunch, Mars και DNA). Πολλοί θεωρούν τη συλλογή ως τον «ακρογωνιαίο λίθο» της no wave μουσικής σκηνής, επηρεάζοντας πολλές μπάντες, μεταγενέστερες και μη.
Επίσης, ιδιαίτερα επιδραστικός ήταν και ο ρόλος που διαδραμάτησαν η ZE Records αλλά και το μη-κερδοσκοπικό, καλλιτεχνικό στέκι “Artists’ Space”, στους χώρους του οποίου συγκροτήματα όπως αυτά της συλλογής “No New York” ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να πειραματίζονται με νέες, αντισυμβατικές ροκ φόρμες με έμφαση στην παραφωνία και στην ατονικότητα.
Μία μουσική απόρριψης ή απόρριψη της μουσικής; Χαρακτηριστικά και ύφος των no wave σχημάτων
Η no wave μουσική «εισέβαλε» στα μουσικά δρώμενα της πόλης με σκοπό να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της πανκ/new wave και να προωθήσει έναν νέο, απαραίτητα ριζοσπαστικό και αποδομητικό ήχο, μακρυά από μεγάλα labels και κερδοσκοπικές λογικές. Σαν μουσικό είδος, η no wave δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς από την παρουσία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών στον ήχο αλλά μάλλον από την απουσία αυτών. Η βασική «γραμμή» των no wave σχημάτων ήταν κατά κύριο λόγο η απόρριψη των μέχρι τότε παραδοσιακών ροκ φορμών που είχαν υιοθετήσει πολλές πανκ και new wave μπάντες (επηρρεασμένες από blues-rock φόρμες και κιθαριστικό παίξιμο α λα Chuck Berry). Αντ’αυτού ο no wave ήχος παρουσίαζε μία ατονικότητα, έντονη επαναληψιμότητα και αποδόμηση της ως τότε κλασσικής ροκ σύνθεσης (εισαγωγή, στροφή, ρεφρέν κτλ), συνεχίζοντας έτσι την μουσική νοοτροπία που είχε καθιερωθεί από τον Le Monte Young και άλλους καλλιτέχνες της πρώιμης downtown σκηνής. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στο rhythm section (μπάσο, τύμπανα) με έντονες επιρροές από την funk και afro-beat μουσική κουλτούρα.
Υπό αυτά τα πλαίσια, η no wave μουσική παρουσίαζε ένα σημαντικό εύρος επιρροών και τεχντοτροπιών, πρωτοφανείς για τα μέχρι τότε μουσικά δεδομένα της πόλης. Όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, η συλλογή του Brian Eno “No New York” αποδείχθηκε κομβικής σημασίας για την εδραίωση της no wave μουσικής αλλά σίγουρα δεν ήταν και η μοναδική. Το 1981, η δισκογραφική ZE κυκλοφορεί τη συλλογή “Mutant Disco: A Subtle Discolation Of The Norm” με συμμετοχή μουσικών όπως οι Kid Creole and the Coconuts, Was (Not Was) και Material, εισάγοντας έτσι μια πιο χορευτική (dance) νοοτροπία στο υπάρχων μουσικό ύφος. Πλέον το no wave, από κατακριτής και ανανεωτής της πανκ και new wave φιλοσοφίας, αγκαλιάζει ένα ευρύτερο κοινό με σύμπλεξη επιρροών που κυμαίνονταν από το χιπ χοπ και τη disco μέχρι τη free jazz και τον ορχηστρικό μινιμαλισμό χωρίς φυσικά να απορρίπτεται ο underground χαρακτήρας του.
Στη συνέχεια αναφέρονται ενδεικτικά κάποια από τα πιο γνωστά no wave σχήματα. Για χάρην ευκολίας, τα σχήματα που θα αναφερθούν είναι κατηγοριοποιημένα σε αυτά με σαφή punk/noise προσανατολισμό και σε αυτά με περισσότερα dance/club στοιχεία.
Οι punk/noise μπάντες:
- Teenage Jesus and the Jerks
Δημιουργήθηκαν γύρω το 1976, όταν η Lydia Lunch γνώρισε σε ένα λάϊβ στο CBGB τον σαξοφωνίστα James Chance. Μετά από μία διάλυση τo 1979, το συγκρότημα ξανασχηματίστηκε το 2009 με την προσθήκη των Jim Sclavunos και Thurston Moore (Sonic Youth). Ο Simon Reynolds, στο βιβλίο του “Rip it Up and Start Again: Post-punk 1978-1984”, γράφει για το συγκρότημα: «Οι Teenage Jesus, μαζί με τις ‘συντροφικές’ τους μπάντες Mars, The Contortions [του James Chance]και DNA, όρισαν τη ριζοσπαστικοποίηση όχι σαν επιστροφή στις ρίζες αλλά σαν μία εκρίζωσή τους».
- James Chance and the Contortions
Ίσως η επιτομή της no wave μουσικής! Με επιτηδευμένες παραφωνίες και συχνά απροσδιόριστους ρυθμούς (επιρρεασμένοι από την free jazz της δεκαετίας του ’60), οι Contortions δημιουργήθηκαν από τον James Chance το 1977.
- The Del-Byzanteens
Το συγκρότημα δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από τους Phil Kline (κιθάρα, φωνή) και Jim Jarmusch (πλήκτρα, φωνή) ενώ στις ζωντανές τους εμφανίσεις συμμετείχε συχνά στο σαξόφωνο ο ηθοποιός και προσωπικός φίλος του Jarmusch, John Lurie.
- DNA
Οι DNA δημιουργήθηκαν το 1978 από τους Arto Lindsay (κιθάρα, ο οποίος συνέχισε και σα σόλο μουσικός) και Robin Crutchfield (πλήκτρα). Οι DNA εμφανίζονται και στην ταινία “Downtown 81” του Edo Bertoglio (2000) στην οποία πρωταγωνιστεί ο Jean-Michel Basquiat.
Οι dance/club/funk μπάντες:
- Konk
Το πενταμελές σχήμα των Konk δημιουργήθηκε από τον avant-garde τζαζίστα Dana Vlcek το 1980. Πρόκειται ίσως για το πιο γνωστό και αγαπητό συγκρότημα στους κύκλους της dance κουλτούρας με τον χαρακτηριστκό afro-jazz/funk/post-punk ήχο τους και τις δυναμικές μπασογραμμές (όπως άλλωστε οι περισσότερες μπάντες αυτής της υποκατηγορίας no wave).
- ESG
Οι art – funk ESG (Emerald, Sapphire and Gold) δημιουργήθηκαν το 1978 στο νότιο Μπρόνξ από τις αδερφές Scroggins (Deborah – μπάσο, Valerie – τύμπανα, Renee – φωνητικά και Maggie – κόνγκας/κρουστά) σε πολύ μικρή ηλικία, μετά από προτροπή της μητέρας τους. Το κομμάτι τους “UFO” θεωρείται ένα από τα πιο σαμπλαρισμένα τραγούδια όλων των εποχών.
- Liquid Liquid
Οι Liquid Liquid δημιουργήθηκαν στη Νέα Υόρκη το 1980 και αποτελούνταν από τους Richard McGuire (μπάσο), Scott Hartley (τύμπανα), Salvatore Principato (φωνητικά) και Dennis Young (μαρίμπα). Το κομμάτι τους “Cavern” (“Optimo” EP) έχει χρησιμοποιηθεί από τους θρύλους της χιπ χοπ Grandmaster Flash & The Furious Five ως sampler για το hit single τους “White Lines”.
- Material
Οι Material δημιουργήθηκαν το 1979 από τους Bill Laswell (μπάσο) και Michael Beinhorn (πλήκτρα). Ο Laswell αποτέλεσε επίσης μέλος των Time Zone, ενός electro/funk πρότζεκτ του Afrika Bambaataa στο οποίο μάλιστα συμμετείχε και ο John Lydon (Sex Pistols/Public Image Ltd.). Επιπλέον, ο Laswell υπήρξε και συμπαραγωγός στο 35ο άλμπουμ του Herbie Hancock , “Future Shock” (1983).
Αντί επιλόγου
Αντί επιλόγου, μία εύφυμος μνεία σε συγκροτήματα/μουσικούς τα οποία υπήρξαν εξίσου σημαντικό μέρος της no wave:
Lounge Lizards (του John Lurie), Model Citizens, Sick Dick and the Volkswagens, Ut, Y Pants, Youth in Asia, Was (Not Was), Christina (με την εξαιρετική διασκευή στο “Drive My Car” των Beatles), Lizzy Mercier Descloux, John Zorn (ειδικά ο δίσκος του 1988 “Spy Vs. Spy: The Music Of Ornette Coleman” που πρόκειται ουσιαστικά για μια noise εκδοχή της Free Jazz), Alan Vega (Suicide) κ.α.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με την ευρύτερη έννοια του όρου, ως no wave θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι Βρετανοί Pig Bag (ακούστε το ομώνυμο άλμπουμ του 1983) και οι Pop Group. Τέλος ως συνεχιστές της no wave μουσικής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τους Νεοϋρκέζους Swans (συγκεκριμένα τους δίσκους “Filth” του 1983 και “Cop” του 1984), τους Yeah Yeah Yeahs και φυσικά τους μέγιστους Sonic Youth, με δισκάρες όπως οι “Confusion is Sex” (1983), “Evol” (1986) και “Goo” (1990).
Η εφήμερη φύση του no wave σε συνδιασμό με τον έντονο και πρωτοποριακό του χαρακτήρα κατέστησαν αυτή τη σκηνή ιδιαίτερα σημαντική τόσο για το καλλιτεχνικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της Νέας Υόρκης των ‘80s όσο και για τη μετέπειτα πορεία της. Ο Marc Masters χαρακτήρισε το no wave ως “a blinding flash of art” (2008) του οποίου η διάρκεια ήταν τόσο μικρή που δεν πρόλαβε καν να χαρακτηριστεί ως κίνημα. Παρόλα αυτά η δυναμική και οι αντισυμβατικές τεχνοτροπίες των no wave καλλιτεχνών ήταν τόσο ισχυρές που ακόμα και σήμερα η επιρροή τους είναι έκδηλη σε πολλές πτυχές της underground κουλτούρας. Ποτέ ξανά στην ιστορία των καλλιτεχνικών κινημάτων, μια λέξη τόσο μικρή δεν συμπύκνωνε τόσο ισχυρά μυνήματα, τόσο αποτροπιασμό και ανάγκη για εύρεση νέων διεξόδων μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και η λέξη αυτή; “NO”!
Social Links: