Τελευταίες ημέρες στο σπίτι στα Εξάρχεια. Η Εβελίνα είχε προσφερθεί να μας βοηθήσει. Μου είχε κάνει εντύπωση γιατί νόμιζα ότι η Εβελίνα δε θα νοιάζοταν πραγματικά να βοηθήσει την Πηνελόπη,…

No, Honey 3.01: Νέες Αρχές

Τελευταίες ημέρες στο σπίτι στα Εξάρχεια. Η Εβελίνα είχε προσφερθεί να μας βοηθήσει. Μου είχε κάνει εντύπωση γιατί νόμιζα ότι η Εβελίνα δε θα νοιάζοταν πραγματικά να βοηθήσει την Πηνελόπη, ότι την ήθελε μόνο για τα επαγγελματικά της. Εμένα με παρηγορούσε που είχε προσφερθεί – σαν να μου έλεγε ότι έχει μια ανθρώπινη πλευρά, δεν είναι σαν την υπόλοιπη κλίκα της. Είχα ανάγκη να το πιστέψω γιατί ένιωθα ότι τα πάντα κατέρρεαν. Κατέρρεαν εξαιτίας της κλίκας που ανήκε.  

Εκείνες τις ημέρες ένιωθα ότι δε μπορούσα να μιλήσω. Δεν ήθελα να συγκρουστώ με την Πηνελόπη – γιατί είχαμε νεύρα η μία με την άλλην και δε θα ήμουν παραγωγική αν εκτόνωνα τα δικά μου. Οπότε, κάποια στιγμή που μείναμε μόνες με την Εβελίνα, δεν άντεξα. Θέλησα να μιλήσω. Εκείνη μου έδωσε την αφορμή. 

«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε. 

«Καλά» έκανα κοφτά. 

Έκανα να στρίψω τσιγάρο. 

«Όχι, εννοώ πώς νιώθεις τώρα, που φεύγει η Πηνελόπη;» επανέλαβε. 

Να η ευκαιρία μου! 

«Θες να είμαι ειλικρινής;» της είπα. «Δεν ξέρω τι θα κάνω με τη ζωή μου από ‘δω και πέρα. Και αυτό με τρομάζει όσο δεν πάει. Δεν τα πάω καλά με τις νέες αρχές. Είχα την πιο απαίσια πρώτη ημέρα στο σχολείο, δεν ένιωθα καλά δίπλα στους συμμαθητές μου, μόνο τους ένιωθα να με κοιτάζουν με περίεργα βλέμματα γιατί δεν είχα πάει να μιλήσω σε κανέναν. Στο πρώτο έτος είχα σχεδόν αποκοιμηθεί στο έδρανο. Στην ορκομωσία μου έπαθα υπαρξιακό breakdownΘες και άλλα;» 

«Πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι» μου είπε. 

Πόσες φορές θα χρειαστεί να προσαρμοστώ;. αναρωτήθηκα.  

Είχαμε σχεδόν τελειώσει με τις κούτες. Με γέμιζαν θλίψη. Δεν ήθελα να φύγουμε. Δεν άντεχα να γυρίσω στο πατρικό μου. Προτιμούσα να έχω την Πηνελόπη δίπλα μου, και ας δείλιαζε να βάλει μια σκούπα, και ας ήταν μυστικοπαθής μέχρι το κόκκαλο. Με φρίκαρε ότι θα έμενα και πάλι με τους γονείς μου, με τον προβληματικό τους γάμο, την παραβιαστική τους συμπεριφορά και τις επικρίσεις τους. 

Μερικές φορές περίμενα την Πηνελόπη να κοιμηθεί για να κλάψω με την ησυχία μου. Ένα βράδυ, όμως, με κατάλαβε. Είχε ξυπνήσει μόνη της. 

«Όλα καλά θα πάνε» έκανε. «Μην ανησυχείς»¨ 

Δεν της είπα τίποτα. 

«Πρέπει να παλέψεις με κάποια πράγματα, Έλλη» συνέχισε. «Πάντα έχεις μια σχέση στο επίκεντρο της ζωής σου. Μπορείς να ξεκινήσεις από εκεί – να βάλεις τον εαυτό σου στο επίκεντρο» 

Σκούπισα τα δάκρυα μου. 

«Το παλεύω» έκανα, αν και δεν με πίστευα καθόλου. 

« Έχεις αναρωτηθεί ποια είσαι πέραν της ιδέας μιας σχέσης;» με ρώτησε. 

Μη χτυπάς άλλο, Πηνελόπη. 

«Και εσύ δεν εξαρτάσαι;» τη ρώτησα. 

«Ναι, ξέρω» έκανε. 

Μου χάιδεψε τα μαλλιά. 

«Κοιμήσου» έκανε. «Έχεις δουλειά αύριο» 

Εκείνες τις ημέρες δεν ένιωθα καλά και για έναν άλλο λόγο. Κάθε φορά που περνούσα από το διαμέρισμα του Λαέρτη και το Θοδωρή χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου. Μου έλειπε ο Λάερτης. Με τρόμαζε η πιθανότητα να μην προλάβω να τον αποχαιρετήσω. Ανησυχούσα για εκείνον. Ήδη έλειπε μια εβδομάδα και αυτό με ψυχοπλάκωνε. 

Έτσι ήταν και το μεσημέρι εκείνο. Το είχα δεδομένο ότι δε θα τον έβλεπα. Ετοιμαζόμουν να αναστενάξω. Αλλά δεν είχα την ευκαιρία – ο Θοδωρής στεκόταν στην είσοδο και κάτι μου έλεγε ότι με περίμενε. 

«Έχω νέα!» φώναξε. 

«Γύρισε;» έκανα ενθουσιασμένη. 

Είχα πέσει μέσα. 

«Ναι, γαμώτο, ναι!» φώναξα. 

Μπήκα φουριόζα στο διαμέρισμα. Τον βρήκα στον καναπέ του σαλονιού να καπνίζει. Έκατσα δίπλα του και τον αγκάλιασα. 

«Ανησύχησα!» του είπα. 

Αυτός δεν έμοιαζε να συμμερίζεται τα συναισθήματά μου. 

«Μας αφήνεις λίγο μόνους;» έκανε στο Θοδωρή. 

Ο συγκάτοικος του υπάκουσε. 

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα. 

Με είχε ανησυχήσει.. 

«Με τρόμαξαν οι τελευταίες επισημάνσεις σου» μου εξήγησε εκείνος. «Είχαμε γίνει το ίδιο εμμονικοί. Προφανώς δε φταις εσύ σε αυτό. Δεν είσαι η κακή επιρροή μου και βασικά η κακή επιρροή είναι μια πολύ βολική αφήγηση για να αποποιηθείς τις ευθύνες που συνεπάγεται η δική σου ανασφάλεια. Απλά αυτή τη στιγμή δε με θεωρώ κατάλληλο για να την ευαίσθητη φάση που βρίσκεσαι. Έχω πολύπλοκες νευρώσεις και δε θέλω να σε πάρω το λαιμό μου» 

Όχι και εσύ, Λαέρτη. 

«Θα είναι καλύτερα» με επιβεβαίωσε. 

Δεν ήξερα αν άξιζε να τον πιστέψω. 

«Σέβομαι την απόφασή σου» 

Είχε έρθει η στιγμή του αναστεναγμού – είχα γίνει επαγγελματίας σε αυτούς. 

«Έχω αποφασίσει να γίνω καλύτερα» του είπα. 

Τον είδα να χαμογελάει. 

«Θα τα καταφέρεις» έκανε. «Και ό,τι χρειαστείς, πες μου» 

Κοιταχτήκαμε έντονα. Μπορούσα να καταλάβω την πρόθεσή σου να φιληθούμε. Είχα ακριβώς την ίδια πρόθεση. Μα δε θα μας έβγαινε σε καλό. Σταμάτησα να τον κοιτάζω. Τον αγκάλιασα για να λήξει η συνάντησή μας. 

Σύντομα ήρθε η τελευταία ημέρα μας στο σπίτι στα Εξάρχεια. Ήταν η ημέρα που έλεγα ότι δε θα αντέξω. Η Πηνελόπη είχε έτοιμες τις βαλίτσες της για να πάει κατευθείαν στο αεροδρόμιο. Μου είχε πει ότι δεν ήθελε να τη συνοδεύσω – και αυτό δε με έκανε να νιώθω καλά, αλλά ήταν άλλη μια απόφαση που έπρεπε να σεβαστώ. 

Πρόσεξα ότι είχαμε ντυθεί και οι δυο στα μαύρα. Μάλλον μας είχε απομείνει λίγη τηλεπάθεια. Ίσως και λίγη ειρωνεία.  

«Το έχουμε πάρει πολύ σοβαρά» της είπα. 

Γέλασε. 

«Ναι, κηδεύουμε τη συγκατοίκησή μας» έκανε. 

«Έπρεπε να είχαμε ντυθεί φοίνικες» της είπα. 

«Ή στάχτες» 

Δεν ήθελα να αναλύσω το συμβολισμό γιατί θα γινόμουν έξαλλη. Το μόνο που έκανα ήταν να δω την ώρα, να της θυμίσω ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει σύντομα για το αεροδρόμιο. Την αγκάλιασα και ήμουν έτοιμη να κλάψω. Μα ήξερα ότι με ήθελε δυνατή – το έβλεπα στα μάτια της. Όντως, δεν έκλαψα. Δε μου βγήκε. 

«Θα είμαστε καλύτερα» της υποσχέθηκα. 

«Θα είμαστε» μου είπε εκείνη. 

Πήρε τις βαλίτσες της και έκλεισε την πόρτα. Ήμουν μόνη σε ένα άδειο διαμέρισμα, όλα τα πράγματα μας τα είχε πάρει η μεταφορική και τα είχε γυρίσει στα πατρικά μας και άρχισα να αγχώνομαι περισσότερο για αυτή τη νέα αρχή. Οι ημέρες των Εξαρχείων είχαν περάσει  – και ίσως να μην έρχονταν ποτέ οι ίδιες, η πολυκατοικία να πουλιόταν σε πειθαρχημένους Κινέζους επιχειρηματίες για να γίνει airbnb, ο Λαέρτης και ο Θοδωρής να έσπαγαν τη συγκατοίκησή τους γιατί ίσως κάποιος από τους δυο δεν είχε πάει στρατό ακόμα, να τα παρατούσα όλα και να έφευγα στην Ιαπωνία. Δεν ήξερα ποια θα ήμουν μετά τις ημέρες των Εξαρχείων.  

Μην τα βάψεις σκούρα, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου.  Μου ξένιζε που θα κοιμόμουν στο σπίτι που είχα περάσει όλη μου τη ζωή και θα αντίκριζα τους ανθρώπους που πατάνε τα κουμπιά μου όσο κανένας άλλος. Αλλά έπρεπε να γίνει έτσι. 

Ευτυχώς, η Χρύσα ήταν ανέλπιστα γλυκιά μαζί μου. 

«Ρε μαλάκα, καλώς όρισες!» έκανε. 

Με είχε αιφνιδιάσει. 

«Είσαι υπέροχη όταν δεν είσαι ξινή» της επισήμανα. 

Με χρειαζόταν. Μπορούσα να το νιώσω. 

“And it keeps on running back”