Στην εποχή της παντοκρατορίας του internet, το εύρος της επικαιρότητας ορίζεται με γνώμονα το εύρος του κοινωνικού διαλόγου που αναπτύσσεται στα διαδικτυακά καφενεία – τα social media δηλαδή. Οι πιο παλιοί είχαν να λένε για την ταχύτητα με την οποία είχαν την δυνατότητα τα τηλεοπτικά πάνελ να διαμορφώνουν νέες επικαιρότητες στις θέσεις των παλιών, αλλά αυτό που ισχύει με τα social media δεν έχει προηγούμενο: κάτι που σήμερα είναι viral και βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων, αύριο μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένο.
Τη στιγμή που γράφονται ετούτες οι γραμμές, η δράση των δέκα ακτιβιστριών στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας, οι οποίες πορεύτηκαν αλά Silly Walk με την υπόλοιπη παρέλαση, απέχει περίπου μια εβδομάδα. Για τους ρυθμούς με τους οποίους κινείται το διαδίκτυο, το θέμα μοιάζει να έχει ήδη μπαγιατέψει. Όμως, δεν έχει ξεπεραστεί: ίσως να μην το βρίσκεις (πλέον) παντού στην αρχική σου σελίδα, ίσως να μην είναι το νούμερο ένα θέμα συζήτησης πια αλλά παρ΄όλα αυτά ο αντίλαλός του φτάνει ακόμα στα αυτιά σου, τα συνωμοσιολογικά meme των συντηρητικών που σεργιανίζουν στο διαδίκτυο συνεχίζουν να ασχολούνται μαζί του και τα ακροδεξιά site συνεχίζουν να λυσσάνε, οι υποστηρικτές της πράξης ψάχνουν να βρουν αν το silly walk έχει αντιπολεμικούς συμβολισμούς ή πρόκειται περί αγνής και ανόθευτης πλάκας, μπορεί οι μέρες της διαδικτυακής ηγεμονίας της εν λόγω πράξης να πέρασαν γρήγορα -όπως αναμενόταν- αλλά παραμένει μαζί μας, οι συζητήσεις για αυτή δεν έχουν ολοκληρωθεί οριστικά.
Πρόκειται αναντίρρητα, περί μεγάλου κατορθώματος: είναι αμφίβολο πως οι εμπνεύστριές του περίμεναν πως θα γίνει τόσος ντόρος με την πράξη τους, πως αυτή όχι μόνο θα γίνει πανελλαδικό θέμα συζήτησης αλλά θα ξεπεράσει κατά πολύ και τον χρόνο που κατά μέσο όρο «ζουν» τα πανελλαδικά θέματα συζήτησης. Που οφείλεται άραγε όλη αυτή η επιτυχία; Ας μην ξεχνιόμαστε: δράσεις που έχουν να κάνουν με την εναντίωση στον θεσμό των παρελάσεων, δράσεις που χαλάνε την αρμονική διεξαγωγή τους και μετασχηματίζουν ένα κομμάτι της σε μορφή διαμαρτυρίας, έχουμε φάει με το κουτάλι τα τελευταία χρόνια. Και «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» έχουν ακουστεί σε παρελάσεις και μούντζες στους επισήμους έχουν πέσει αντί για πειθαρχημένες μεταβολές κεφαλιών προς το μέρος τους και διάφορα άλλα αντίστοιχα γεγονότα έχουν λάβει χώρα, αλλά τόση φασαρία, καμία από αυτές τις δράσεις δεν έχει προκαλέσει. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει το silly walk της Νέας Φιλαδέλφειας τόσο θορυβώδες;
Αν πράγματι θέλει να βρει κανείς την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, πρέπει καταρχήν να είναι ειλικρινής ως προς μια πραγματικότητα: μια ενέργεια που δεν είχε κανένα σημείο αναφοράς στην παράδοση της εγχώριας Αριστεράς αλλά αντίθετα, αντλούσε την έμπνευσή της από την βρετανική ποπ κουλτούρα (μια απολίτικη δράση θα έλεγε κάποιος αφελής αν την έκρινε μόνο από αυτό το χαρακτηριστικό της – μπούρδες θα έλεγε προφανώς…), τσάντισε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το πατριωτικό κατεστημένο απ’ ότι άλλες αριστερόστροφες κινήσεις. Και θα ήταν μεγάλη αφέλεια να γίνει αντιληπτή η επιτυχία της δράσης ως ανεξάρτητη από αυτή της την μορφή. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: τα κορίτσια του silly walk όχι απλά έβγαλαν τη γλώσσα στην κυρίαρχη κουλτούρα των εθνικών γιορτών, αλλά «φώναξαν» -μέσα από την πράξη τους- και κάτι πολύ πιο εξοργιστικό για την εξουσία: πως δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους ούτε ίχνος αυτής της κουλτούρας.
Οι κοπέλες της silly walk παρέλασης δεν διακατεχόντουσαν από καμία καούρα να ορίσουν έξω από τις κυρίαρχες οπτικές τον αντιφασιστικό αγώνα του ’40, δεν επιχείρησαν να πουν την ιστορία από τη δική τους ματιά, δεν μπήκαν στη διαδικασία να προσδώσουν δικό τους περιεχόμενο στην αφήγηση της 28ης Οκτωβρίου. Χωρίς καμία διάθεση να υπονοηθεί πως το να φωτίζεις την Ιστορία από όλες τις πλευρές είναι ανούσιο (προφανέστατα, κάθε άλλο), αυτός ήταν ο λόγος που οι θιασώτες του ελληνικού πατριωτισμού ενοχλήθηκαν τόσο πολύ μαζί τους: τα κορίτσια δεν ενδιαφέρθηκαν να τους αποδομήσουν, αλλά απλά να τους ειρωνευτούν, τίποτα παραπάνω. Σε μια χώρα που η έννοια του πατριωτισμού είναι τόσο φυσικοποιημένη, που σημαντικά κομμάτια της Αριστεράς λένε στα σοβαρά πως «δεν πρέπει να τον χαρίσουμε στους δεξιούς», τα ποσοστά ασέβειας είναι πολύ μεγαλύτερα σε μια τέτοια πράξη, η εναντίωση είναι πολύ πιο δομική, έτσι δεν είναι;
Φυσικά, εκτός από τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα silly walk κορίτσια και τον εγχώριο κινηματισμό υπάρχουν και καραμπινάτες ομοιότητες. Αναπόφευκτα: μια πολιτική δράση δεν προκύπτει ποτέ ουρανοκατέβατη, πάντα βρίσκεται σε διαλεκτική με το περιβάλλον της. Και σε ένα κινηματικό περιβάλλον όπου η έννοια της ριζοσπαστικής πολιτικής δραστηριότητας έχει φτάσει για μπόλικο κόσμο να ταυτίζεται περιοριστικά με τον ακτιβισμό («τουλάχιστον αυτοί κάνουν κάτι», είναι η μόνιμη κλισέ επωδός για αυτούς που… κάνουν κάτι), τα κορίτσια αυτά είναι γνήσια «τέκνα» της ακτιβίστικης μανίας των καιρών μας.
Οι κριτικές απέναντι σε αυτό το ακτιβιστικό hit and run που καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο στη δημόσια σφαίρα και μοιάζει να αποτελεί τη βασική πρόταση περί παραγωγής χειραφετικής πολιτικής, είναι δειλές, χαμηλόφωνες και ως ένα βαθμό ενοχικές εξαιτίας της μεγάλης κινηματικής ύφεσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Ταυτόχρονα όμως, είναι και βαθιά ουσιαστικές: το κοινωνικό ρίζωμα, που μόνο μέσα από δημιουργία κοινωνικών δομών αντίστασης επιτυγχάνεται, μοιάζει να μην πολυαπασχολεί τους υποστηρικτές του συνεχόμενου ακτιβισμού, οι παρακαταθήκες υποτιμούνται μπροστά στην διαρκή φετιχοποίηση της δράσης, που με τη σειρά της αποκτά χαρακτηριστικά αυταξίας, το ζητούμενο καταλήγει να ταυτίζεται απλά με το «να τα χώσουμε», να «τους τα πούμε έξω από τα δόντια», το να συγκροτήσει διαχρονικούς και στερεούς χώρους αμφισβήτησης όλη αυτή η ιστορία αντιμετωπίζεται ως πολυτέλεια. Όσα χαμόγελα ικανοποίησης και αν προκάλεσε η silly walk παρέλαση, δεν μπορεί να μην οριστεί ως τμήμα αυτής της τάσης και κατ’ επέκταση αυτής της κριτικής. Ταυτόχρονα ωστόσο -και αυτή είναι η αληθινή τομή- το silly walk αποτελεί και μια παράλληλη διαχωριστική γραμμή σε επίπεδο περιεχομένου από την εμβρυακή παράδοση του hit and run ακτιβισμού που το γέννησε: να ο αληθινός λόγος για τον οποίο αξίζει να μιλάς για αυτό.
Σε μια περίοδο που η δεξιά στροφή της κοινωνίας είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, σε μια περίοδο που ο συντηρητισμός έχει πάρει για τα καλά το πάνω χέρι, μοιάζει παράδοξο αλλά είναι αληθινό: ο κινηματικός ακτιβισμός περισσότερο όξυνε παρά εναντιώθηκε στα μικροαστικά αντανακλαστικά, περισσότερο τα «χάιδεψε» παρά βρέθηκε απέναντι από αυτά. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του τρόπου που ένα υπολογίσιμο τμήμα του αντικαπιταλιστικού κινήματος αντιλαμβάνεται τον πατριωτισμό, ως ένα πεδίο δηλαδή που «δεν πρέπει να το αφήσουμε στη Δεξιά», πολιτικές τάσεις που θα έπρεπε να αντιτίθενται στην μικροαστική κουλτούρα της άναρθρης αγανάκτησης και της γενικής και αόριστης ανυπομονησίας, την διεκδίκησαν για τον εαυτό τους: ο λαϊκισμός ηγεμόνευσε και σε πολιτικά τμήματα υπεράνω (;) υποψίας. Και κάπως έτσι, είδαμε αυτοαποκαλούμενους επαναστάτες να επιχειρούν να υποκαταστήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του Κράτους κάνοντας απροειδοποίητα «ντου» σε δημόσιες υπηρεσίες ή σε διεφθαρμένους και κακούς λειτουργούς, να κάνουν παρεμβάσεις ενάντια στην παραβατικότητα (διότι αν ένας επαναστάτης δεν πάρει πάνω του την τάξη και την ασφάλεια μπορεί να το κάνει το Κράτος και αυτό δεν το θέλουμε, έτσι;) και να μετουσιώνονται σε εκπροσώπους όλων εκείνων που απεγνωσμένα φωνάζουν «μα που είναι το Κράτος;»: όσοι διέκριναν πως οι έωλοι ακτιβισμοί δεν αρκούν εφόσον δεν συνδέονται ή δεν παράγουν κοινωνικές δομές, τουλάχιστον ανακουφίστηκαν με το γεγονός πως αυτή η τάση δεν έχει την δυνατότητα να αποκτήσει χαρακτηριστικά κοινωνικού κινήματος. Θα ήταν μεγάλη καταστροφή.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και ο προαναφερθέντας διαχωρισμός του ακτιβισμού που έγινε στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας: δεν καλόπιανε τον μικροαστισμό, δεν επιζητούσε αποδοχή από αυτόν, δεν επιδίωκε να ντύσει με ριζοσπαστικά τσιτάτα τα αντανακλαστικά του. Αντίθετα: τον πίκαρε δίχως έλεος, τον ειρωνεύτηκε ως εκεί που δεν πήγαινε, σατίρισε τα ιερά και τα όσιά του. Μπορεί αυτή η κίνηση να αποτελέσει διαχρονικό διαχωρισμό από τον γιγαντωμένο μικροαστικό ακτιβισμό που κάνει σταθερά την εμφάνισή του στο δημόσιο πεδίο; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση ανέδειξε αυτή την προοπτική, ίσως και εν αγνοία του. Θα έφτανε αυτό από μόνο του; Αναμφίβολα, όχι: η δημιουργία κοινωνικής αντιπολίτευσης είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία για να περιορίζεται σε ακτιβισμούς που δεν πατάνε πουθενά. Αλλά αφού έτσι τα έφερε η πραγματικότητα, αφού η ανάσταση του κινήματος περνάει και μέσα από τον μετασχηματισμό της δίψας ενός κομματιού της κοινωνίας για εντυπωσιακές δράσεις σε πιο ουσιαστικές και -κυρίως- στοιβαρές καταστάσεις, ας έχουμε τουλάχιστον να κάνουμε με τυπάκια που αντιλαμβάνονται τις γλυκιές τους συμμορίες ως φορείς απέραντης ειρωνείας προς τα «πρέπει» του συντηρητισμού. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο…
Social Links: