Με αφορμή τη μήνυση του πρίγκιπα Χάρι σε δύο κορυφαίες βρετανικές tabloids, μια εξήγηση των λόγων για τους οποίους, παρά τον κιτρινισμό και τα hoaxes, αυτά τα φύλλα επιζούν από τα μακρινά τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Πολύ πριν τον όρο fake news, οι tabloid εφημερίδες αποτελούσαν συνώνυμο του τυπωμένου ψεύδους, της συκοφαντίας, του χαμηλού αναγνωστικού επιπέδου και της ελεεινότερης μορφής δημοσιογραφίας. Κοινώς: το ηθικό ισοδύναμο μιας κατίνας στην έντυπη εκδοχή του. Λαϊκές, λούμπεν φυλλάδες τις αποκαλεί ο κόσμος, αλλά τις ξέρει, τις διαβάζει, τις συντηρεί. Πόση αλήθεια υπάρχει στις παραπάνω γραμμές; Πολλή. Εδώ και μισό αιώνα ο tabloid Τύπος κάνει ό,τι μπορεί για να επιβεβαιώσει τους χαρακτηρισμούς που οι καταναλωτές βαριάς κουλτούρας (και όχι μόνο) του αποδίδουν: με κιτς εξώφυλλα, πηχυαίους εξωφρενικούς τίτλους, άβολες φωτογραφίες –προϊόντα paparazzi ή μπριζολίκια του χασάπη του φώτοσοπ–, trade mark που αποθεώνουν το κραυγαλέο. The Sun, The Mirror, Daily Mail, Express, κ.λπ., όλες σε χτυπητό κόκκινο, μαύρο ή μπλε φόντο, να ενοχλούν το μάτι.
Κι, όμως, μέχρι σήμερα, παρά τα λάθη –ακόμη και τις τραγωδίες– εξακολουθούν να υπάρχουν και να πουλάνε. O σοβαρός Independent ανέστειλε την έκδοση του και ασπάστηκε το φθηνό διαδίκτυο με κλάμα και πόνο ψυχής πριν από τρία χρόνια· η Mirror, πάλι, όχι. Η Telegraph συζητά εδώ και καιρό τη σωτήρια εξαγορά της, η Sun και η Daily Mail ζουν και βασιλεύουν. Και να ’ταν μόνο αυτό. Χρόνια τώρα, όχι χωρίς κυκλοφοριακά σκαμπανεβάσματα ή οικονομικά βάσανα, τα tabloids συντηρούν την αίσθηση ότι στις σελίδες τους το χυδαίο συμπορεύεται με το ατρόμητο· να κάτι που ο αξιοπρεπής Τύπος βιώνει απ’ την ανάποδη (περισσεύει η χυδαιότητα της σεμνοτυφίας, αλλά όταν πρέπει να θιγούν ονόματα, σιγή ασυρμάτου).
Το γιατί επιζεί αυτή η πεποίθηση εξηγείται τόσο από τα προφανή όσο κι από την αρχαιολογία αυτών των εντύπων. Ως «προφανή» εννοούνται η τόλμη να ξεσκονίζουν ιερά ονόματα και θεσμούς, να δημοσιεύουν πληροφορίες που τα σοβαρά έντυπα τεχνηέντως αγνοούν, να ξεφωνίζουν εκεί όπου η σοβαρή δημοσιογραφία τρέμει ακόμη και να ψελλίσει. Επίσης, τα διατρέχει μια ακατέργαστη αρετή: δεν σνομπάρουν τα θέματά τους. Με την ίδια αφοσίωση με την οποία θα ψάξουν τα άπλυτα της τελευταίας ανθυποσελέμπριτι, με την ίδια συνέπεια θα στραγγαλίσουν τον παιδόφιλο γιο της Βασίλισσας Ελισάβετ – κι αυτήν μαζί, αν χρειαστεί (lovely).
Η επιβίωση τους, ωστόσο, ως φιλοσοφία και μεθοδολογία, μόνο από τις ρίζες και τη γέννα του είδους μπορούν να εξηγηθούν.
Πάμε λίγο πίσω, λοιπόν και λίγο δυτικά.
Οι απαρχές του tabloid: πρώτα χάπι, μετά έντυπο, στο τέλος modus operandi
Τα έντυπα Μέσα διαδραμάτισαν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη δυτική ιστορία, ειδικά στην περίπτωση της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Στην αμερικανική ιστορία, η δυνατότητα διάδοσης των ιδεών περί Επανάστασης εναντίον των Βρετανών αποικιοκρατών μέσω των εφημερίδων της εποχής βοήθησε τους Αμερικανούς να διαμορφώσουν μια μορφή εθνικής ταυτότητας. Όσο ο Τύπος βρισκόταν στα χέρια των εύπορων, αναπτυσσόταν ένα είδος αναγνωστικού αισθησιασμού, που μύριζε λίγο πουδραρισμένη περούκα. Μόλις η ειδησεογραφία άλλαξε επί το πολεμικότερον, η ενημέρωση έγινε υπόθεση των πολλών. Η αληθινή tabloid δημοσιογραφία θα γεννιόταν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο όρος tabloid θα χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά το 1884 και ουδεμία η σχέση του με δημοσιογραφικές βρομιές. Τουναντίον. Θα προέλθει από ένα μάλλον αποστειρωμένο περιβάλλον, αυτό της αγγλικής φαρμακευτικής εταιρείας Burroughs Welcome and Company και θα χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ένα χάπι, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονταν φάρμακα σε μορφή σκόνης. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, με τον όρο tabloid ο κόσμος θα εννοούσε οτιδήποτε συμπιεσμένο. Μέχρι το 1894, ως tabloid θα αναγνωρίζονταν τα φύλλα που πωλούνταν σε δρόμους και μπακάλικα και περιείχαν μόνο μικρά άρθρα για δημοφιλή θέματα, πάντα με εξωφρενικούς τίτλους. Στο μέγεθος μικρά (λίγο διέφεραν από τα μεγάλα χαρτονομίσματα της εποχής), όμως, ο σαματάς μεγάλος.
Λίγο αργότερα –για τρίτη και τελευταία φορά– ο όρος tabloid θα μεταλλαχθεί και πάλι. Από εκεί που σήμαινε ένα χάπι και μετά κάτι σαν εφημερίδα, θα φτάσει να σημαίνει (και να νοηματοδοτεί) ένα πλαίσιο δημοσιογραφικής πρακτικής που εστίαζε με πάθος στα εγκλήματα, το κουτσομπολιό και τα ζώδια. Ναι, αν κάτι θυμίζει, μιλάμε για τα μπετά αρκετών Μέσων μέχρι σήμερα κι ας βδελύσσονται τον χαρακτηρισμό tabloid. Όσο πιο γλαφυρή η περιγραφή, όσο πιο παράλογο το gossip, όσο πιο λογοτέχνης ο αστρολόγος, τόσο το καλύτερο για τις πωλήσεις. Σύντομα, ο όρος θα διέσχιζε τον Ατλαντικό για να φτάσει στις ΗΠΑ, εκεί όπου ήδη είχε κάνει δουλίτσα ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, από τους πρώτους διδάξαντες όχι μόνο του λογοτεχνικού τρόμου, αλλά και της δημοσιογραφικής υπερβολής.
Εκείνος ήταν που είχε γράψει στη New York Sun τον τρελό τίτλο «Εκπληκτικά νέα! Ο κύριος Μέισον Μονκ διέσχισε τον Ατλαντικό σε 3 μέρες με την ιπτάμενη μηχανή του». Το ότι ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο, παρά ήταν ένα από τα πρώτα χοντρά hoaxes στην ιστορία του Τύπου, είναι άλλο ζήτημα. Υπήρχε, όμως, μια δόση αλήθειας: ο τίτλος πρακτικά ήταν ο τρόπος του Πόε να αναγγείλει την παρουσία του στη Νέα Υόρκη, όπου είχε πιάσει δουλειά ως δημοσιογράφος! Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη χοντράδα, οι Αμερικανοί είχαν μυηθεί στο είδος σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, απλώς δεν το είχαν βαφτίσει κάπως. Τους άρεσε, το κατανάλωναν κι όλα πένα. Κυριολεκτικά. Γιατί τόσο κόστιζε η New York Sun που είχε ιδρύσει ήδη από το 1833 ο Benjamin H. Day, όραμα του οποίου ήταν να έχουν όλοι πρόσβαση στην ειδησεογραφία της ημέρας.
Μέχρι τότε, εφημερίδες αγόραζαν συνδρομητικά μόνο οι πλούσιοι. Ο Day πουλούσε φθηνά, αλλά έβγαζε πολλά, καθώς εξέδιδε αδιανόητα ρεπορτάζ, κάποτε αληθινά, κάποτε μεγάλες πατάτες. Όπως ας πούμε, το ότι ανακαλύφθηκε ζωή στο φεγγάρι. Αυτά, εν έτει 1835. Το κερδοφόρο παράδειγμα του Day, σύντομα ακολούθησαν κι άλλοι στις ΗΠΑ. Ο James Gordon Bennett εξέδωσε τη Herald με ειδικότητα στα ανατριχιαστικά εγκλήματα. Ο William Randolph Hearst ίδρυσε τη San Francisco Examiner και όρισε ως πεδίο του τις ιστορίες από τις ζωές πλουσίων και επιφανών (απιστίες, σκάνδαλα, πολυτελείς συνήθειες, κ.ο.κ), ενώ ο Joseph Pulitzer, το tabloid παρελθόν του οποίου όλοι ξεχνούν, αλλά θυμούνται το δημοσιογραφικό βραβείο που φέρει το όνομά του, διέπρεψε αλλού.
Ευφυής, εργατικός και κυρίως πλούσιος (σοβαρό προσόν για έναν δημοσιογράφο), το 1883 αγοράζει έναντι 346.000 δολαρίων τη New York World. Η εφημερίδα ετοιμαζόταν για θεαματικό σκάσιμο στα βράχια, καθώς κάθε μέρα έμπαινε μέσα 40 με 50.000 δολάρια. Ο Πούλιτζερ της αλλάζει τα φώτα: τσαλαβουτάει με πάθος στις ιστορίες διαπρεπών καθαρμάτων και δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα με τον κιτρινισμό – ούτε με την πολιτική. Το 1885, την ίδια χρονιά δηλαδή κατά την οποία εκλέγεται στο Αμερικανικό Σώμα Αντιπροσώπων, προσλαμβάνει τον Ρίτσαρντ Φ. Άουτκολτ για να σκιτσάρει ιστορίες από τις αμερικανικές φτωχογειτονιές και ο λαϊκισμός του χτυπάει το τζακ ποτ. Από τα 15.000 φύλλα που πουλούσε μέχρι τότε, η κυκλοφορία εκτινάσσεται στα 600.000. Η New York World γίνεται Νο1 και ο Πούλιτζερ στρέφεται στην ερευνητική δημοσιογραφία.
Μόνο που η επιτυχία του ανοίγει την όρεξη σε πολλούς. Ένας από αυτούς ήταν ο προαναφερθείς Χιρστ, ο οποίος κοπιάροντας το παράδειγμα του ειδώλου του αγοράζει τη New York Journal. Επιχειρηματική και πολεμόχαρη φύση, στρέφεται εναντίον του Πούλιτζερ, κατηγορώντας τον για κιτρινισμό, αλλά σιγά τ’ αυγά και την κατηγορία μαζί, όλοι αλληθωρίζουν κάποτε προς το κουτσομπολιό, ακόμη και οι καλόγριες. Και μπορεί το κουτσομπολιό να συγχωρείται, όχι όμως και η προδοσία του θρησκευτικού αισθήματος. Για να κλέψει το «πιστό» κοινό του Πούλιτζερ, τους Εβραίους δηλαδή, ο Χιρστ ανήθικα τον κατηγορεί ως «τον Εβραίο που απαρνήθηκε τη θρησκεία του». Φυσικά και αυτή η ασχήμια τυπώνεται. Φυσικά και ο Πούλιτζερ –ήδη άρρωστος– κλονίζεται σοβαρά και παραιτείται από τη διεύθυνση της εφημερίδας του. Φυσικά και ο ανταγωνιστής του σαρώνει.
Πίσω στη Βρετανία του 1900, o Λόρδος Northcliffe, αποφασίζει την έκδοση μιας tabloid-«καθρέφτη της ζωής των γυναικών». Ο ευγενής ποντάρει κάπως νωρίς στο γυναικείο κοινό (στο οποίο αχόρταγα επενδύουν έκτοτε οι marketers του πλανήτη) και το 1903 εκδίδει τη Mirror. Ποντάρει επίσης στις ωραίες, μεγάλες φωτογραφίες και λιγότερο στα φλύαρα ρεπορτάζ. Όχι θρίαμβος ακριβώς. Πολύ σύντομα το όνομα του φύλλου αλλάζει σε The Daily Illustrated Mirror, διευκρινίζοντας ότι απευθύνεται σε όλους, γυναίκες και άντρες.
Πόσες ειδήσεις, όμως, υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα, ικανές να γεμίζουν τόσα φύλλα; Η απάντηση «αρκετές» δεν είναι αρκετή για να καλύψει ούτε την παραγωγή τόσων τίτλων, ούτε τα εκδοτικά έξοδα, ούτε βέβαια και το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Και η αλήθεια είναι ότι για να έχεις κάθε μέρα μια σπουδαία ιστορία να βάλεις στο πρωτοσέλιδό σου, πρέπει ή όντως κάτι να έχει συμβεί (δύσκολο) ή κάτι να έχεις κάνει εσύ. Ας μείνουμε στο δεύτερο, ως φιλοσοφία. Όλοι αυτοί (Πούλιτζερ, Χιρστ, Νόρδκλιφ) είχαν σκεφτεί πρώτοι το «όταν δεν υπάρχουν ειδήσεις, τις επινοείς». Αλλά δεν εννοούσαν τα fake news. Ο Χιρστ για παράδειγμα, κάποτε πλήρωσε την ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ, προκειμένου να περάσουν μαζί μια ξέφρενη νύχτα στην πόλη, επισκεπτόμενοι και έναν τεκέ οπίου. Στόχος του ήταν ένα super scoop.
Κοινώς, έτσι «μαγειρεύονταν» τα μεγάλα θέματα και μιλάμε για πρακτική απαράλλαχτη μέχρι τα σημερινά βιωματικά ρεπορτάζ των New York Times, του Vox, της Guardian, ακόμη και του ελαφρολαϊκού γυναικείου Allure. Σημαντικός αστερίσκος: αν και στις μέρες οι tabloids θεωρούνται φωνή της εργατικής ή της μικρομεσαίας τάξης, ωστόσο, έχουν στην ιστορία τους αρκετές μελανές σελίδες για σοβαρά πάρε δώσε με τον φασισμό. Τόσο η Daily Mail όσο και η Mirror, λόγω των φιλικών σχέσεων των ευγενών εκδοτών τους με τον Μουσολίνι, κυλίστηκαν στη λάσπη –ειδικά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– με υμνητικά πρωτοσέλιδα για τον Ντούτσε. Και γενικώς, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο λίγα Μέσα μπορούν να κομπάζουν για το ανάστημά τους. Αλλά τότε τι να πει κανείς για το σοβαρό Associated Press, που συμμετείχε ενεργά στη διάδοση του χιτλερικού οράματος και μετά το ξέχασε; Μέχρι που το θύμισε ο Guardian με εκτενές άρθρο του το 2016.
Φτάνοντας σιγά σιγά στο σήμερα
Στις μέρες μας η Mirror θεωρείται φιλικά διακείμενη προς τον ηγέτη των Εργατικών της Βρετανίας Τζέρεμι Κόρμπιν, ενώ η Mail κινείται υπέρ των Συντηρητικών. Αμφότερες ενεργούν και πέραν της ελαφριάς θεματολογίας. Στις σελίδες του πάντα υπάρχει εκτενές πολιτικό ρεπορτάζ, συνήθως οδυνηρό και κάποτε μηνύσιμο. Πριν από λίγες εβδομάδες ο πρίγκιπας Χάρι κινήθηκε νομικά εναντίον της Daily Mirror και της Sun (να μια πιο πρόσφατη ιστορικά περίπτωση ενοχλητικής tabloid, καθώς στη βρετανική ζωή μπήκε μόλις το 1964, προκειμένου να αντικαταστήσει την καταβαραθρωμένη και γριά Daily Herald). Η προσφυγή του αφορά στο αδίκημα της τηλεφωνικής υποκλοπής φωνητικών και γραπτών μηνυμάτων, ωστόσο, μάλλον αφορμή γύρευε, καθώς ο tabloid Τύπος καιρό τώρα «γλεντάει» με πάθος τον δαπανηρό βίο του με τη Μέγκαν Μαρκλ.
Με το BBC να στέλνει push notification για βασιλικού ψύλλου πήδημα και τη μοναρχία να λατρεύεται ακόμη στη Βρετανία με όρους λοβοτομής, τους τελευταίους 24 μήνες τα tabloids κρατούν αποκλειστικά τα λάβαρα της κριτικής στον ξεπεσμένο –και πανάκριβο– θεσμό εν μέσω Brexit, όσο ο Guardian ξυλοφορτώνει τον Τζόνσον, κρατώντας κόντρα στα απόνερα της βλακείας του δημοψηφίσματος του 2016. Ο θλιμμένος πρίγκιπας, καθόλη τη διάρκεια της σκληρής κριτικής στη σύζυγό του, έπαιζε με μαεστρία το χαρτί του ψυχολογικού τραύματος από το τραγικό τέλος της μητέρας του και για καιρό κέρδιζε, ποντάροντας στον συναισθηματικό εκβιασμό σύσσωμου του Ηνωμένου Βασιλείου. Τώρα ποντάρει και στο λεκιασμένο παρελθόν των περισσότερων tabloids και ίσως του βγει, καθώς πολλές φορές τα συγκεκριμένα φύλλα σύρθηκαν στα δικαστήρια, χλευάστηκαν και κατέβαλαν υπέρογκες αποζημιώσεις.
Για παράδειγμα, η Mirror θα πρέπει ισοβίως να ντρέπεται για το άρθρο-σκουπίδι εναντίον του Φρέντι Μέρκιουρι, με τον Τζόου Χέινς να υπογράφει αμετανόητος ένα case study ομοφοβικού εμετού. Γενικώς, η πολιτική ορθότητα ποτέ δεν ήταν το φόρτε αυτών των εντύπων. Ο tabloid Τύπος φλερτάρει σκοπίμως με τον σεξισμό, την ομοφοβία, το «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», προσπαθώντας να διατηρήσει τους αναγνώστες άνω των 40 ετών και όχι χωρίς τίμημα.
Η Mirror, πολύ πριν τον Mercury, είχε μπλεξίματα με τον νόμο, εξαιτίας της ακραία επιθετικής αρθρογραφίας της εναντίον γκέι καλλιτεχνών. Ο Λιμπεράτσε, ήδη από το 1969, κυνηγούσε την εν λόγω φυλλάδα για λίβελους εναντίον του και τελικά κέρδισε αποζημίωση 8.000 λιρών. Και μπορεί σήμερα ο Πιρς Μόργκαν να είναι ο βραχνάς της Βασιλικής Οικογένειας, όμως, το 2004, ξηλώθηκε από αρχισυντάκτης, όταν δημοσίευσε hoax φωτογραφίες που δήθεν αποκάλυπταν βασανιστήρια Βρετανών στρατιωτών σε ιρακινούς κρατουμένους.
Από την άλλη, υπάρχουν και οι επιτυχίες και κυρίως ένα κάπως παρήγορο θράσος, εκεί όπου τα παραδοσιακά media βουβάθηκαν, περιμένοντας κάποιον άλλο να πιάσει με γυμνά χέρια τα βοθρολύματα. Τη δεκαετία του ’80, όταν η Sun του μεγιστάνα των ΜΜΕ Μέρντοχ έγλειφε δουλοπρεπώς και τις παντόφλες της Μάργκαρετ Θάτσερ, η Mirror την ταπείνωνε παραδειγματικά. Από το σκάνδαλο παιδεραστίας μέλους των Τόρις μέχρι τη βάναυση πολιτική που διέλυσε την εργατική τάξη της Βρετανίας, η Mirror κατακεραύνωνε μέχρι και τη στιγμή των δακρύων της Σιδηράς Κυρίας, τη μέρα της μεγάλης πολιτικής της ήττας.
Η κάλυψη της δολοφονίας του νεαρού μαύρου Στίβεν Λόρενς στο νοτιοανατολικό Λονδίνο το 1993 ήταν ακόμη μία τέτοια επιτυχία. Η Daily Mail εξαρχής επέμενε ότι επρόκειτο για δολοφονία ρατσιστικού μίσους. «Δολοφόνοι», έγραφε το πρωτοσέλιδό της με φωτογραφίες των εμπλεκομένων και με την υπόμνηση ότι «αν κάνουμε λάθος, κάντε μας μήνυση».
Πιο πρόσφατα, τον Σεπτέμβριο του 2016, η Mail δημοσίευσε τη ντοκουμενταρισμένη μαρτυρία 15χρονης ότι ο Αμερικανός πολιτικός Άντονι Γουάϊνερ την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Οι αλυσιδωτές αποκαλύψεις έφταναν μέχρι το χακαρισμένο e-mail της Χίλαρι Κλίντον, ενώ το 2017 ο Γουάινερ καταδικάστηκε σε 21 μήνες φυλάκισης.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, στη Μεγάλη Βρετανία η μισητή Sun βρίσκεται στην κορυφή. Σύμφωνα με το Statista.com, για το 2019 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο, η Sun ήταν η πρώτη σε κυκλοφορία (με 1.277.900 φύλλα ημερησίως), ενώ την τριάδα συμπληρώνουν το κυριακάτικο φύλλο της Mail (986.000 φύλλα) και η Daily Mirror (488.800 φύλλα).
Σε ό,τι αφορά το Διαδίκτυο, η Sun πυροβολεί τον Guardian. Η διαδικτυακή version της προσελκύει μηνιαίως 29.286 εκ. χρήστες, ενώ σύμφωνα με την Pamco, το 2018, η Mail βρέθηκε στη δεύτερη θέση προτίμησης στο internet και ο Guardian μόλις στην τρίτη. Στην Αμερική ο tabloid Τύπος, αν και παίρνει εντολές από τον ίδιο άνθρωπο (βλ. Μέρντοχ), είναι λιγότερο λυσσαλέος, κυρίως γιατί τα προϊόντα υποκλοπής εδώ τιμωρούνται αυστηρά. Κατά τον Rich Hanley, καθηγητή επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Quinnipiac, αυτό οφείλεται και στους Αμερικανούς που επιζητούν τον αισθησιασμό των tabloids, χωρίς τις σκανδαλοθηρικές λεπτομέρειες, για τις οποίες τρελαίνονται οι Άγγλοι.
Ο «κίτρινος» Τύπος στην Ελλάδα
Ανατρέχοντας εν τάχει στην ιστορία της tabloid δημοσιογραφίας, δεν γίνεται να μην παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο πέρασε από τη χώρα μας.
Στην Ελλάδα, οι εφημερίδες –και όχι μόνο οι tabloid– άνοιγαν και έκλειναν με μια δική τους αξεπέραστη συνταγή, η οποία μεταγγίστηκε στην τηλεόραση και από εκεί στο Διαδίκτυο, φτάνοντας ώς τις μέρες μας. Από την tabloid φιλοσοφία, οι ζογκλέρ Έλληνες εκδότες αφομοίωσαν μόνο τα επιζήμια στοιχεία (την υπερβολή, τον λαϊκισμό, το ψέμα, αλλά όχι το θάρρος, την έρευνα, τη μαχητικότητα). Κανείς δεν ξεχνά τα σάπια εξώφυλλα της Αυριανής, της ναυαρχίδας του κιτρινισμού στη χώρα, ούτε τα εμετικά άρθρα εναντίον του Χατζιδάκι και του Ιόλα. Υπήρξαν και οι ανάλαφρες περιπτώσεις των χρυσών ’80s, με αθώα εκδοτικά προϊόντα, όπως το Και (με αψυχολόγητο τόνο στον τίτλο) του Κοσκωτά, αλλά αυτά ήταν περιοδικός Τύπος που ανέτειλε, κυρίως για να γεννήσει πολλούς άξιους συνεχιστές.
Κατά τα λοιπά, άπειρες εφημερίδες που επιχείρησαν να μιμηθούν τα tabloids του εξωτερικού, σχεδόν πάντα αποτελούσαν το μακρύ χέρι κάποιου πολιτικού (παλαιότερα) ή κάποιου επιχειρηματία (σήμερα). Λίγες κρέμονται ακόμη στα περίπτερα, κάποιες κολυμπάνε στο διαδίκτυο. Οι περισσότερες θανατώθηκαν, καθώς στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι αποδεικνύονται μακροβιότεροι των Μέσων στα οποία εργάζονται.
Κι ακόμη χειρότερα: αν ξεκίνησαν με την λογική του ανάλαφρου tabloid αναγνώσματος και πέτυχαν, στην πορεία πείστηκαν ότι είναι η Ακαδημία Αθηνών ή έστω mainstream Τύπος, αφήνοντας πίσω την παλιά, αναρχική εκδοχή τους. Ειδικώς, στην Ελλάδα, η ισορροπία ανάμεσα στην αποκάλυψη και τον κιτρινισμό σπανίως βρέθηκε – κι όταν βρέθηκε, δεν κρατήθηκε. Ο Νόμος δεν υπήρξε ποτέ φίλος του Τύπου –σκανδαλοθήρα ή μη– και προτιμήθηκαν πιο safe διαδρομές.
Άλλωστε, οι αποκαλύψεις, όταν δεν παραγγέλλονται, κοστίζουν – και ποιος να μπλέκει τώρα; Οι αναγνώστες ας φάνε κάτι λιγότερο επικίνδυνο –κάποιοι επιλέγουν την Τέχνη, κάποιοι τα μπουζούκια– και όλοι περνάνε καλά κάπου στη μέση. Κι αυτό δημοσιογραφία είναι (;).
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
Conboy, Martin (2010), Journalism in Britain: A Historical Introduction, Sage Publications.
Horrie, Chris (2003) Tabloid Nation: From the Birth of the Mirror to the Death of the Tabloid Newspaper, Λονδίνο: André Deutsch Publications.
https://www.theguardian.com/media/greenslade/2009/may/26/daily-mirror-medialaw
Social Links: