του Βασίλη Τατσιόπουλου, Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα  Αποφασίσαμε με τα παιδιά να πάμε στη χωματερή. Για να φτάσουμε, έπρεπε να περάσουμε από τα σκυλιά στα Ζλέικα, που φυλούσαν τη στάνη. Δεν τα είχαμε…

Late Night Zone 20: Δεν θα γυρίσεις στο σπίτι

του Βασίλη Τατσιόπουλου,
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα 

Αποφασίσαμε με τα παιδιά να πάμε στη χωματερή. Για να φτάσουμε, έπρεπε να περάσουμε από τα σκυλιά στα Ζλέικα, που φυλούσαν τη στάνη. Δεν τα είχαμε δει ποτέ· ακούγαμε μόνον το γάβγισμά τους όταν βρισκόμασταν κοντά. Οι μεγάλοι επέμεναν να μας υπενθυμίζουν να μην πλησιάσουμε. «Μια φορά ο θείος ο Αντρέας πέρασε από τα Ζλέικα και τα πελώρια σκυλιά τον κυνήγησαν με μανία. Φανταστείτε, ανέβηκε σε ένα δέντρο και περίμενε να γυρίσουν τα αφεντικά τους, που είχαν πάει να ποτίσουν τα γελάδια. Ακόμα φοβάται τα σκυλιά από τότενες, ακόμα και τα μικρά, τα κούτσικα! Ασπρίσαν τα μαλλιά του απ’ την αγωνία!» 

Εμείς όμως θα περνούσαμε κρυφά. Είχαμε σχέδιο! Μαζευτήκαμε το μεσημέρι πίσω απ’ το υδραγωγείο για να καταστρώσουμε τις κινήσεις μας. Η χωματερή ήταν λίγο πέρα από τα Ζλέικα, ένας μακρύς χωματόδρομος πίσω από τα σπίτια, ανάμεσα στους φράχτες, γεμάτος σκουπίδια που σάπιζαν κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο. Και τι βρόμα! Ήμασταν σίγουροι πως θα βρίσκαμε θησαυρούς εκεί! 

Δεν ξέραμε αν τα σκυλιά ήταν δεμένα ή λυτά. Όποιον μεγάλο κι αν ρωτούσαμε, μας έλεγε κάτι διαφορετικό. Για κάποιον ήταν λυτά, για άλλον δεμένα, για μερικούς γιγάντια και για άλλους λυσσασμένα. Άντε βγάλε άκρη! 

Λοιπόν, ο Μάριος πήρε ένα τσαντάκι «μπανάνα», έβαλε μέσα σοκολάτες και έναν μικρό φακό, εγώ φόρεσα στην πλάτη μία τσάντα γεμάτη νερά και χυμούς, ο Γιώργος πήρε μια σφεντόνα, έναν φακό και τον χάρτη που ζωγραφίσαμε, και ο άλλος ο Γιώργος, ο μικρός, μια νάιλον σακούλα, που είχε μέσα φιγούρες Power Rangers και πλαστικά ρομποτάκια.  

«Ρε, γιατί πήρες σακούλα; Κάνει θόρυβο αυτή!» 

«Και γιατί έφερες τα παιχνίδια; Τι θα τα κάνουμε;», τον αρχίσαμε στο κατσάδιασμα.  

«Ε, ρε παιδιά, μπορεί να λείπουμε μέχρι το βράδυ, δεν πρέπει να περάσει η ώρα;» 

Οι μεγάλοι μάς είχαν θέσει αυστηρά όρια: ποτέ έξω μετά τις 11 τη νύχτα. Δεν ξέραμε για ποιόν λόγο, αλλά επέμεναν πολύ. Στις 11 έκλειναν τα λιγοστά φώτα του χωριού και όλοι κάθονταν στα σπίτια τους ή, μερικές φορές, πήγαιναν στη ράχη, την κεντρική πλατεία, με φωτιές και κλαρίνα ανάμεσα στα πλατάνια 

Ξεκινήσαμε στις τέσσερις το απόγευμα και περπατούσαμε αποφασιστικά. Περάσαμε την πλατεία και βγήκαμε στον χωματόδρομο που κυκλώνει το χωριό. «Πάτε τη βόλτα σας, ε;» μια γριά ρώτησε, καθισμένη στο πέτρινο πεζούλι δίπλα από μία κοιμισμένη γάτα, χωρίς να περιμένει απάντηση.  

Φτάσαμε στον δρόμο που οδηγούσε στα Ζλέικα. Ο ήλιος χτυπούσε τις πέτρες, οι σταγόνες του ιδρώτα άρχισαν να κυλούν στα κοντοκουρεμένα κεφάλια μας. Λίγο πιο κάτω, σε μία διχάλα γεμάτη γαϊδουράγκαθα, ήταν το σημείο δράσης. Έπρεπε να περάσουμε από εκεί, να περπατήσουμε περίπου 10 μέτρα, χωρίς να μας αντιληφθούν τα σκυλιά. Ο Γιώργος ο μικρός είχε φορέσει τη νάιλον σακούλα στους ώμους του, σαν τσάντα –ή μπέρτα- και ακουγόταν σχεδόν σε κάθε βήμα. Πήραμε από ένα ξύλο στο χέρι εκτός από τον Γιώργο που έβγαλε τη σφεντόνα και την όπλισε με μία μυτερή πέτρα.  

Σκύψαμε χαμηλά στο έδαφος και περπατούσαμε όσο πιο ήσυχα μπορούσαμε. Τα σκυλιά ήταν ακριβώς από πάνω μας αλλά δεν μπορούσαμε να τα δούμε. Όσο κι αν δεν ήταν ο κίνδυνος ορατός, δεν έπαυε να υπάρχει. Τόσες ιστορίες είχαμε ακούσει.  

Λίγο θέλαμε ακόμα και θα φτάναμε απέναντι, όταν ο μικρός Γιώργος σκόνταψε και έπεσε στο χώμαΓρατζουνίστηκε ελαφρά, όμως ταρακουνήθηκε η σακούλα στην πλάτη του και ένα ρομπότ άρχισε να κάνει ήχους, σαν σειρήνες. «Its Morphin Time!» 

Πανικοβληθήκαμε! Τα σκυλιά γρύλιζαν και ακούγαμε αλυσίδες να κροταλίζουν. «Τουλάχιστον είναι δεμένα», σκέφτηκα. Πριν προλάβω να οργανώσω το μυαλό μου, είδα έναν τεράστιο καφέ σκύλο να ορμά καταπάνω μου οργισμένος. «Τρέξτε!» Σκορπιστήκαμε προς τυχαίες κατευθύνσεις. Πίσω μου ένιωθα τον θυμό του ζώου. Με κάθε βήμα με πλησίαζε περισσότερο. Σε λίγο θα με έφτανε. Γαβ, γρρ. Γαβ. Δέκα βήματα μακριά. Γαβ. Επτά, η βρόμικη ανάσα του πλησίαζε. Κάτι έπρεπε να κάνω. Τέσσερα. Δεν το πολυσκέφτηκα και σκαρφάλωσα σε ένα δέντρο όπως-όπως. Πήρα μια αναπνοή και κοίταξα κάτω.  

Ο θεόρατος σκύλος ούρλιαζε και πάσχιζε ν’ ανέβει. Προσπαθώντας να βρω τρόπο να φύγω, γύρισα δεξιάΕίδα τον θείο τον Αντρέα σ ένα κλαδί να κοιτάζει κάτω απελπισμένοςΕίχε μακριά γενειάδα, ατημέλητη. 

«Θείε!!» φώναξα, αλλά δεν μου έδινε σημασία. Κοιτούσε τον σκύλο και προσπαθούσε να τον διώξει, βγάζοντας με το στόμα του ήχους. «Σσσς. Φςςςςς. Ξουτ!» Έψαξα τριγύρω μου και φώναξα τα παιδιά, όμως δεν πήρα απάντηση. Μάλιστα, συνειδητοποίησα πως είχε ήδη νυχτώσει. «Δεν γίνεται να είμαι σε αυτό το κλαδί τόσες ώρες», είπα δυνατά 

«Ποιες ώρες ρε χαμένο κορμί; Θες να τα βάψουμε μαύρα για μερικές ώρες; Εγώ είμαι εδώ 7 τουλάχιστον χρόνιαΒρες μου μια κόκα κόλα γρήγορα!»  

«Ε-εντάξει θείε Αντρέα» 

Άρχισα να κατεβαίνω από το δέντρο τρομαγμένος, χωρίς να το σκεφτώ πολύ. Ο σκύλος συνέχιζε να γαβγίζει προς τα πάνω. Πέρασα δίπλα του και κατευθύνθηκα προς το χωριό, στο σκοτάδι.  

Προβατάκια, κουδούνια ηχούσαν στον αέρα, το φως του φεγγαριού, αστέρια φώτιζαν το χώμα. Κανένας στον ορίζοντα. Γκλιν, γκλιν, τα κουδουνάκια στον αέρα. Γαβ, γαβ, ο σκύλος. Στο πρόσωπό μου, η δροσιά της μοναχικής βουνίσιας νύχτας.  

Συνέχισα σιωπηλά για αρκετή ώρα, όταν αντίκρισα το σπίτι του θείου Λάμπρου. Πέτρινο, μικρό, με φράχτες τριγύρω για να μην φεύγουν τα ζώα. Γουρούνια κοιμισμένα, μια κουνέλα έπινε νερό, οι κότες άφαντες, στο κοτέτσι μάλλον. Τα φώτα όλα κλειστά. «ΕΕΕ χωριανοί;» φώναξα. Τίποτα. Σιγή. Συνέχισα να κινούμαι ντροπαλά στο σκοτάδι. 

Λίγο πιο πέρα άρχισε να ακούγεται τραγούδι, σιγανά. Κάποιος γλεντούσε; Θα είχαν κέφια, θα είχαν πιεί, θα είχαν σίγουρα κόκα κόλα! Ταιριάζει λένε με το ουίσκι, τα συνδυάζουν συχνά. Βέβαια, το χωριό δεν έχει μαγαζιά και έτσι αγοράζουν μία φορά την εβδομάδα από ένα κινητό κατάστημα, ένα φορτηγό που έρχεται από άλλο, μεγαλύτερο χωριό. Παραγγέλνουν πρώτα στο τηλέφωνο ό,τι χρειάζονται, και τα Σαββατοκύριακα έρχεται το όχημα, φορτωμένο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον φούρνο! Και το σούπερ μάρκετ, έτσι είναι! Να, όλως τυχαίως, είχε έρθει τώρα! «Χλωρίνη έχωωωω!», φώναζε  ο μαγαζάτορας. Ε, θα είχε και μια κόκα κόλα! Έφτασα στη σκοτεινή πλατεία του χωριού, και συνέχισα να ακούω το τραγούδι. Δεν είχαν γλέντι. 

Πέρα σε κείνο το βουνό το κορφανταριασμένο 

πόχει ανταρούλα πάνω στην κορφή 

και καταχνιά στον πάτο. 

Πλέον άκουγα τους στίχους καθαρά. Μια φιγούρα καθόταν μπροστά από το φορτηγό, σε μια πέτρα, στο σκοτάδι. Η φωνή έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη της Γης, βαριά, μελωδική. Ήχοι μοναδικοί με καλούσαν να πλησιάσω, να περπατήσω στη νύχτα κι άλλο, να χαθώ μέσα της. 

Αμάν αμάν, πόχει ανταρούλα πάνω στην κορφή  

Και καταχνιά στον πάτο. 

Είδα τη φιγούρα καλύτερα. Τη γνώριζα, όμως έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη. Είχε ολόλευκα μαλλιά, ίσια και μακριά μέχρι τη μέση. Φορούσε νυχτικό και τραγουδούσε ακίνητη. Στα χέρια της, κρατούσε ένα γυάλινο μπουκαλάκι κόκα κόλα! 

Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά ‘ναι φορτωμένα  

και μένα τα ματάκια μου δάκρυα γεμισμένα 

«Γιατί κλαις γιαγιά;», ρώτησα χαμηλόφωνα. Δεν μου απάντησε.  

«Θα μου δώσεις την κόκα κόλα; Είναι για τον θείο». 

Κει πέρα βγαίνει ένα κρύο νερό 

Το λεν ασημονέρι 

Η γιαγιά με αγνοούσε. Την πλησίασα. Ήταν γεμάτη ρυτίδες, πολύ μεγάλη σε ηλικία. Γιαγιά, θέλω την κόκα κόλα. Δεν μου ‘δινε σημασίαΤης άρπαξα το μπουκάλι και το τράβηξα με δύναμη. Οι πέτρες σάλεψαν, τα ελάτια θρόισαν, τα κουδούνια χτυπούσαν ανήσυχα. 

«Λυπάμαι, γιαγιά». Με κοίταξε χαμογελώντας. 

Γύρισα προς το δέντρο του Αντρέα. Στη σιωπή του αυγουστιάτικου σκότους, άρχισα να τραγουδώ.  

Μωρέ πόχει ανταρούλα πάνω στην κορφή 

και καταχνιά στον πάτο, και καταχνιά στον πάτο. 

«Πας τη βολτούλα σου έ;», μου είπε η γριά, ακόμα εκεί, στο πέτρινο πεζούλι, με ένα νεογέννητο γατί πλάι της.   

«Ναι, ναι θειά», την πλησίασα. 

«Μεγαλώσατε και ‘σεις πια και αφήσατε το χωριό μας. Να έρχεστε καμιά φορά, πες το στη μάνα σου, να έρχεστε!», είπε πιάνοντάς μου το χέρι και δείχνοντας πολλά χρόνια νεότερη πια. 

Κοίταξα το σώμα μου, τα χέρια μου, το στήθοςΜου κόπηκε η ανάσα. Δεν ήμουν πλέον παιδί. Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον 15 χρόνια. Δεκαπέντε καλοκαίρια! Έφυγαν, έτσι, σε μία ώρα. Δεν ήξερα καν ποιος είμαι πια, έχασα όλη τη μετάβαση, δεν γνώριζα τον εαυτό μου. «ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΠΙΣΩ!», φώναξα. Η γριά έγνεψε. «Πας, πας τη βολτούλα σου εσύ…» Η ικεσία μου χάθηκε στον αέρα του βουνού.  

Επέστρεψα στον θείο. Ήταν ακόμη στο δέντρο και έμοιαζε ταλαιπωρημένος. Με κοίταξε γεμάτος λαχτάρα. «Την έφερες;;» Ανέβηκα στο διπλανό δέντρο με άνεση -τα μεγάλα, μακριά χέρια μου βοηθούσαν: ένα απ’ τα καλά του να είσαι μεγάλος- και έκατσα στο κλαδί.  

«Πώς μπορώ να φύγω από ‘δω, να γυρίσω πίσω, στο σπίτι; Να είμαι πάλι παιδί;», του έδωσα το γυάλινο μπουκάλι.  

«Πρέπει να βρεις το δικό σου κλειδί και να πας στην πόρτα. Εγώ το βρήκαΦεύγω! Γυρνάω επιτέλους πίσω!» Έδειχνε μεγαλύτερος από την τελευταία φορά που τον είδα. Έπιασα το πρόσωπό μου. Είχα γένια, μακριά και πυκνά. Πόσα χρόνια ήμουν εκεί; Πόσα παγωτά έχασα; Πόσα καινούρια βιντεοπαιχνίδια; Αν έχουν βγει νέες κονσόλες, δεν θα παίζω εγώ τις παλιές! Θα τα χάσω όλα για πάντα! Σε ποιο Final Fantasy είμαστε άραγε; 

Είδα τον θείο να πηδάει κάτω απ το δέντρο και να τρέχει με τον σκύλο ξοπίσω του. Σηκώθηκα όρθιος στο κλαδί για να κοιτάξω καλύτερα. Κρατώντας την κόκα κόλα, σκαρφάλωσε στα κάγκελα ενός σπιτιού με αργές κινήσεις. Ο σκύλος τον δάγκωσε στο πόδι. Συνέχισε προς τα μέσα και θυμήθηκα πως εκεί, πέρα απ’ τον φράχτη, ήταν η χωματερή. Προς τα ‘κει πήγαινε. Τον έχασα απ’ τα μάτια μου και άκουσα μία κραυγή πριν δω ένα εκτυφλωτικό φως. Και μετά σιωπή. Σταμάτησε και ο σκύλος να φωνάζει 

Κατέβηκα και κινήθηκα στο χωριό, στην πλατεία. «Χλωρίνη έχωωω», φώναζε ο μαγαζάτορας μέσα από το σκοτεινό φορτηγό του. Η γιαγιά ήταν εκεί ακόμη, όμως πλέον έμοιαζε αρκετά χρόνια νεότερη.  

Μωρέ πόχει ανταρούλα πάνω στην κορφή 

και καταχνιά στον πάτο, και καταχνιά στον πάτο. 

Συνέχιζε το τραγούδι.  

Δίπλα, η άλλη γριάακόμα νεότερη τώραφώναξε: «Πας τη βολτούλα σου, ε; Δημοσιάδημοσιά να πηγαίνεις, μην παραστρατείς».  

«Χλωρίνηηηη έχωωω, καθαριστική χλωρίνη, πηχτή, γευστική, διάφανη! Ένα ποτήρι χλωρίνη και θα ξανανιώσεις!» 

Χλωρίνη! Ναι, αυτό θα ήταν το κλειδί μου!  

«Εε, θα ήθελα λίγη χλωρίνη!» 

«Να βάλω ένα ποτήρι;» 

«Ναι, ναι. Τι οφείλω;» 

«Ένα δόντι, δώσε μου το δόντι σου». 

«Είσαι με τα καλά σου; Τι θα το κάνεις το δόντι;» 

«Γιατί, εσύ τι θες τη χλωρίνη; Γενική θα κάνεις; Χα χα χα! Αν κοτεύεις να δώσεις το δόντι, δώμου επτά χρόνια!» 

 «ΠΑΡ’ ΤΟ! Σου δίνω το δόντι μου, στοιχειό 

Βγήκε από το παράθυρο του φορτηγού ένα σάπιο, λιωμένο χέρι, με ένα ξεθωριασμένο ναυτικό τατουάζ. Έδεσε το μπροστινό μου δόντι με μοβ κλωστή. Μετά από λίγο, τσακ! Τράβηγμα κι ένας κρότος. Πόνεσα απότομα σε όλο το πρόσωπο. Πνιχτό γέλιο μέσα απ’ το φορτηγό, και το χέρι βγήκε ξανά. Μου έδωσε ένα βρόμικο ποτήρι με τη χλωρίνη. «Θα καθαρίσει, μη φοβάσαι! Χλωρίνη έχωωω! Καθαρίζει, απολυμαίνει, τον φόβο σου ξεπλένει! Χα χα χα! Μπάι-μπάι!» 

Προχώρησα προς τη χωματερή. «ΣΚΡΑ, ΣΚΡΑ», τα κοράκια από πάνω σε κυκλική πορεία 

«Πού πας ρε ξόανο; Έχεις ακόμη χρόνο να μας δώσεις. Δεν με βλέπεις πόσο κουρασμένος είμαι; Οι θείτσες πήραν το μερτικό τους. Σειρά μου τώρα!» 

Ήταν ο μπαρμπαίκος. Το μουστάκι του μεγάλωνε σε κάθε δευτερόλεπτο και το έκοβε με ένα μακρύ ξυράφι, απότομα, πιάνοντας και λίγο δέρμα. Τον παρατήρησα στο φεγγαρόφωτο· γερνούσε συνεχώς, μπροστά στα μάτια μου. Ματωμένος, σκεβρωμένος, αειθαλής, κίνησε προς το μέρος μου κρατώντας μια σκουριασμένη καραμπίνα. Σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν.  

Έτρεξα, πήδηξα δύο φράχτες με το ποτήρι στο χέρι προσεκτικά όσο μπορούσα, μπουμμπουμ η καραμπίνα πίσω μου, έφτασα στη χωματερή.  

«ΓΥΡΙΣΤΕ ΜΕ ΠΙΣΩ!» 

«Πού έχει ανταρούλα;», άκουσα μια πολυφωνία να με ρωτά ενώ τα σκουπίδια σείονταν 

«ΣΤΗΝ ΚΟΡΦΗ!» 

Ένα κατάλευκο φλας, και μπροστά μου είδα τους άλλους. Τα παιδιά. Κρατούσαν από ένα αντικείμενο (κουτάλι, σπίρτο, ανοιχτήρι) και έμοιαζαν περίπου 40 χρονών. Το στομάχι μου σφίχτηκε, ξέρασα στο στόμα μου και μετά, σκοτάδι.  

«Μην χαθούμε, ε», φώναξα στους άλλους πριν κλείσω τα μάτια.  

Ξύπνησα ιδρωμένος. Σηκώθηκα. Ένα καλοκαιρινό πρωινό, ελαφριά ομίχλη έξω από το παράθυρο. Γύρισα… Γύρισα σπίτι; Στο ψυγείο, ξεθωριασμένες φωτογραφίες: με τον Μάριο, τον Γιώργο, παιδιά στο χωριόΠερπάτησα στο ξύλινο πάτωμα του άγνωστου σπιτιού. Μια γυναίκα καθόταν στην αυλή απ’ έξω και διάβαζε πίνοντας καφέ με μοβ καλαμάκι. Μου έκανε νόημα. Πλησίασα.  

«Ξύπνησες, μπαμπά; Γιατί τόσο νωρίς;»  

Ανάμεσά μας, το γυάλινο παράθυρο. Είδα την αντανάκλασή μου. Στη σιωπή του καλοκαιρινού πρωινού, έβγαλα μια κραυγή πόνου.  

  • Social Links: