Η νύχτα της 17ης Οκτωβρίου 1961 έχει μείνει χαραγμένη στις μνήμες των απανταχού Αλγερινών σηματοδοτώντας ταυτόχρονα μια μαύρη επέτειο στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας. Το χρονικό των γεγονότων έχει ως εξής: Ενώ ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Αλγερίας μαινόταν (1954-1962), ο διοικητής της γαλλικής αστυνομίας στο Παρίσι (ο διαβόητος για την αντισημιτική του δράση και υπεύθυνος την περίοδο 1942-1944 για τον εκτοπισμό εκατοντάδων Γάλλων Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Μωρίς Παπόν) εξέδωσε διαταγή απαγόρευσης κυκλοφορίας για όλους τους Αλγερινούς της γαλλικής πρωτεύουσας και των παρισινών προαστίων. Σε απάντηση, το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN, Front de Libération National) –ο κυρίαρχος φορέας επαναστατικής δράσης στην Αλγερία, ο οποίος διατηρούσε ενεργούς θύλακες και στη γαλλική μητρόπολη– κάλεσε σε διαδήλωση τους Αλγερινούς κατοίκους του Παρισιού, καταγγέλλοντας την επιβολή του ρατσιστικού μέτρου απαγόρευσης.
Περίπου 30.000 Αλγερινοί, νέοι, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και βρέθηκαν στους δρόμους του Παρισιού σε μια ειρηνική πορεία που κανείς δεν φαντάστηκε ότι θα εξελισσόταν με τόσο φρικώδη τρόπο. Τα ΜΜΕ είχαν φροντίσει από την προηγούμενη ημέρα να δημιουργήσουν ένα νοσηρό κλίμα διαδίδοντας φήμες για ενδεχόμενες ταραχές από υποστηρικτές του FLN ως ένδειξη συμπαράστασης στον αγώνα της Αλγερίας. Η ατμόσφαιρα του κέντρου ήταν ήδη τεταμένη καθώς σουρούπωνε, με τους μαγαζάτορες να κατεβάζουν τα ρολά των καταστημάτων, τα γύρω γραφεία να κλείνουν και τους δρόμους να ερημώνουν. Οι αστυνομικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Μωρίς Παπόν, έχοντας λάβει εξαρχής τα μέτρα τους, είχαν αποκλείσει τις κεντρικές οδούς περιμένοντας το πλήθος των διαδηλωτών. Διάσπαρτες ομάδες, άνδρες, γυναίκες με παιδιά στα χέρια και άνθρωποι κάθε ηλικίας, άρχισαν να εμφανίζονται σε διάφορα σημεία της πόλης, κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων έως την αψίδα του θριάμβου και την πλατεία Ετουάλ (σημερινή Σαρλ Ντε Γκωλ) κι από τη γέφυρα Νεϋγί έως την πλατεία Ομονοίας (Κονκόρντ), συρρέοντας στους γύρω δρόμους.
Στη θέαση του πλήθους, οι αστυνομικές αρχές δεν άργησαν να ξεκινήσουν τις επιδρομές. Επιδόθηκαν αναίτια σε ένα ανελέητο κυνηγητό, συλλαμβάνοντας, βασανίζοντας και βιαιοπραγώντας εναντίον ανθρώπων οι οποίοι έτρεχαν να κρυφτούν σε τριγύρω δρόμους, σοκαρισμένοι από τον φόβο. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο, με το μίσος να κυριαρχεί σε κάθε έκφανση της αστυνομικής δράσης. Πάνω από 10.000 Αλγερινοί συνελήφθησαν, συγκεντρώθηκαν σε κέντρα κράτησης, στάδια και αστυνομικά τμήματα. Αρκετοί ξυλοκοπήθηκαν αγρίως, ενώ πολλοί τραυματίστηκαν στις δολοφονικές επιδρομές των περίπου 9.000 αστυνομικών δυνάμεων που είχε στη διάθεσή του ο Παπόν για την καταστολή της διαδήλωσης. Οι μετέπειτα μαρτυρίες από επιζήσαντες και περαστικούς που έτυχε να βρεθούν εκείνη τη νύχτα στο Παρίσι είναι συγκλονιστικές. Οι αστυνομικές δυνάμεις οπλισμένες επιτέθηκαν με μανία στο πλήθος. Κορμιά έπεφταν στον δρόμο από τα χτυπήματα, άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι να κρυφτούν, παγίδες θανάτου στήνονταν στις εξόδους του μετρό, καθώς η αστυνομία εγκλώβιζε τα πλήθη και τα χτυπούσε μέχρι θανάτου. Νεκροί και ζωντανοί αφήνονταν στο έλεος. Παπούτσια, ρολόγια και κάθε λογής αιματοβαμμένα αντικείμενα ξέμειναν στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας τις επόμενες μέρες, θυμίζοντας τον τρόμο εκείνης της νύχτας.
Το βράδυ πέρασε αλλά το σοκ ανέτειλε με το φως της επόμενης ημέρας. Ο Σηκουάνας «βάφτηκε κόκκινος» καθώς άρχισε να ξεβράζει πτώματα Αλγερινών, θύματα των πογκρόμ της προηγούμενης νύχτας. Τα ΜΜΕ, την επομένη, έκαναν λόγο για κάποιες μικρές ταραχές και λίγους τραυματίες σε συμπλοκές με την αστυνομία. Η συγκάλυψη αυτής της δολοφονικής πράξης από τις αστυνομικές αρχές παρέμεινε για πολλά χρόνια ένα (ακόμη) ένοχο μυστικό των γαλλικών κυβερνήσεων. Ο αριθμός των θυμάτων δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Οι μετέπειτα έρευνες κάνουν λόγο για 20-300 νεκρούς. Τρομακτικά περίεργη απόκλιση, για ένα γεγονός που συνέβη στο κέντρο του Παρισιού με τους θύτες να αποτελούν όργανα του κράτους. Για πολλά χρόνια κανείς δεν μιλούσε για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου 1961. Δεν υπήρξαν γεγονότα όπως δεν υπήρχε και «πόλεμος» στην Αλγερία. Οι επίσημες αναφορές της αστυνομίας, άλλωστε, έκαναν λόγο για δύο νεκρούς. Το μέγεθος της φρίκης αποκαλύφθηκε 37 χρόνια μετά, το 1998 χάρη στην έρευνα του ιστορικού Jean-Luc Einaudi στα πλαίσια της δίκης του Μωρίς Παπόν. Το γαλλικό κράτος επισήμως, κατόπιν της έρευνας, έκανε λόγο για 40 νεκρούς.
Το 1998 είναι και η χρονιά που η Γαλλία τελείωνε (σε επίπεδο δικαστικό τουλάχιστον) με το φάντασμα του ναζισμού. Η πολύκροτη δίκη Παπόν για τη συμβολή του και τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στα εγκλήματα του Βισύ, με τον εκτοπισμό χιλιάδων Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο 1942-1944, ήταν το μεγάλο δικαστικό γεγονός που απασχολούσε τη γαλλική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η αναμέτρηση με το «σύνδρομο του Βισύ» όπως το περιέγραψε ο ιστορικός Henri Rousso στο μνημειώδες ομώνυμο έργο του, είχε ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με τις δίκες των Barbie και Touvier. Η καταδίκη του Παπόν ήρθε το 1998, βάζοντας ένα νομικό τέλος στη σχέση Δικαιοσύνης και Ιστορίας αναφορικά με το ναζιστικό παρελθόν στη Γαλλία.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, όμως, ήρθε στο φως της δημοσιότητας και μια άλλη πτυχή της εγκληματικής σταδιοδρομίας του Παπόν: αυτή της εμπλοκής του ως διοικητή της αστυνομίας στην αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των Αλγερινών, τη 17η Οκτωβρίου 1961. Κατά έναν περίεργο τρόπο το «σύνδρομο του Βισύ» διασταυρώθηκε με το «σύνδρομο της Αλγερίας» μέσα από μια δικαστική διαδικασία, η οποία αποτέλεσε αφορμή για την ανάκληση ενός τραυματικού παρελθόντος. Τα εγκλήματα των ναζί και του δοσιλογικού καθεστώτος του Βισύ συναρθρώνονταν με τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας στο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Η δίκη του Παπόν αποτυπώνει σε συμβολικό επίπεδο την ιστορική στιγμή της μετάβασης από το τραύμα του Βισύ στο τραύμα της αποικιοκρατίας. Η νέα τροπή στη δίκη αποτέλεσε αφορμή να ανοίξει η συζήτηση για τα θύματα της αποικιοκρατίας και τα βασανιστήρια του γαλλικού στρατού στην Αλγερία. Έναν χρόνο μετά, το 1999, το γαλλικό κράτος θα αναγνώριζε επισήμως για πρώτη φορά ότι τα γεγονότα της Αλγερίας ήταν Πόλεμος.
Η απόδοση δικαιοσύνης όμως αποτελεί μία πολύ πιο σύνθετη και πολυπαραγοντική διαδικασία, καθώς τόσο τα υποκείμενα όσο και οι δράσεις τους (και συνεπώς οι επιδιώξεις και οι αξιώσεις τους) διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Η εμπρόθετη δράση των ιστορικών υποκειμένων καθορίζει πολλές φορές και την πρόσληψη της αυτοεικόνας τους, τοποθετώντας τις σύγχρονες αξιώσεις τους σε ένα κατασκευασμένο παρελθόν. Έτσι έχουμε θύτες, θύματα, ήρωες και προδότες, ως μεγάλες ταυτότητες οι οποίες μετασχηματίζονται, εναλλάσσονται και συμπλέκονται μέσα στον χρόνο. Η δίκη πέρα από τη νομική της υπόσταση αποτελεί και μια μεγάλη «σκηνοθεσία», μία τελετουργία η οποία παράγει αποτελέσματα τόσο κατά τη διάρκεια όσο και όταν τελεσιδικήσει.
Ιδιαιτέρως, μάλιστα, όταν πρόκειται για γεγονότα που αφορούν το σύνολο μιας κοινωνίας και βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπως αυτό αποτυπώνεται στις ιστορικές συνθήκες της περιόδου. Η δημοσιότητα της δίκης, η αναπαραγωγή στον Τύπο, στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (στη δική μας εποχή), παράγουν λόγους. Τα ΜΜΕ δεν αποτελούν μόνο μια πλατφόρμα αναπαραγωγής της εκάστοτε επικαιρότητας, συγκροτούν αφηγήματα για το παρελθόν ορίζοντας ουσιαστικά τον τρόπο διεξαγωγής της δημόσιας συζήτησης. Η καθημερινή αρθρογραφία, οι δημόσιες τοποθετήσεις και η ενασχόληση με την πορεία της δικαστικής διαδικασίας, αποτελούν ένα μέσο επαναδιαπραγμάτευσης και ανανοηματοδότησης των ταυτοτήτων των ιστορικών υποκειμένων – μια διαδικασία που συμβάλλει στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης σχετικά με ένα γεγονός.
Στο ίδιο νήμα σκέψης, ήρθε στον νου μου το πρόσφατο, νωπό παράδειγμα της δίκης της Χρυσής Αυγής. Μετά την τελεσίδικη απόφαση και την καταδίκη των υπευθύνων για διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, δύο ζητήματα κυριάρχησαν κι έχουν να κάνουν με την πρόσληψη τόσο της ίδιας της απόφασης όσο και της διαδικασίας της δίκης. Το πρώτο έχει να κάνει με την καταδίκη του ναζισμού ως εγκληματικής ιδεολογίας, δεχόμενοι ότι τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν βρίσκονταν σε άμεση αιτιολογική συνάρτηση με την εν λόγω ιδεολογία. Το δεύτερο είναι ότι η Χ.Α. καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση που εμπίπτει στο «κοινό» ποινικό Δίκαιο, δίχως ποινικοποίηση της ίδιας της φύσης του ναζισμού, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Η ελληνική Δικαιοσύνη δεν κατάφερε να βρει άλλη διέξοδο ώστε να καταδικάσει το αυτονόητο: τα ναζιστικά εγκλήματα που παράγει η ναζιστική ιδεολογία. Προσπάθησε επομένως να στραφεί στις ατομικές ενέργειες των μελών της, ώστε να καταδικάσει μόνο τις πράξεις βίας, οι οποίες τελέστηκαν δίχως να είναι κρίσιμο τελικά αν είναι ο ναζισμός που καταδικάζουμε ή ο ναζισμός που παράγει βία.
Η διάκριση αυτή μπορεί να καταστεί επικίνδυνα προσχηματική αποκόπτοντας τις πράξεις βίας από το ναζιστικό τους περιεχόμενο, το οποίο αποτελεί και την ουσία της καταδίκης. Ακόμη κι αν δεν αφορά το Δικαστήριο και κατ’ επέκταση τη δικαιοσύνη, η φύση του ναζισμού είναι σύμφυτη με τη βία. Παράγει μορφές βίας και τροφοδοτείται μέσα από αυτές. Δεν δύναται να υπάρχει ναζιστική ή φιλοναζιστική ή ρέπουσα προς τον ναζισμό ή φιλικά διακείμενη προς τον ναζισμό ιδεολογία, δίχως αυτή να μετατρέπεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε συμπεριφορά – είτε αυτή μετουσιώνεται σε έγκλημα, μια δολοφονία, είτε σε ρατσιστικό λόγο. Με λίγα λόγια, είτε πρόκειται για την έσχατη πράξη είτε για καθημερινές, ρατσιστικές, ξενοφοβικές, μισαλλόδοξες, ομοφοβικές συμπεριφορές, η καταδίκη του ναζισμού στην ολότητά του οφείλουμε να είναι ξεκάθαρη. Εκεί όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος είναι στην απο-πολιτικοποίηση της φύσης του εγκλήματος.
Οι δίκες των ναζί του καθεστώτος του Βισύ στη Γαλλία δημιούργησαν ένα νομικό δεδικασμένο, το οποίο, σε συνδυασμό με τις κατ’ επανάληψη αμνηστεύσεις των πράξεων που σχετίστηκαν με τα γεγονότα στην Αλγερία (στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν και τα γεγονότα της Ινδοκίνας), λειτούργησε ανασταλτικά ως προς την απόδοση δικαιοσύνης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το αποτέλεσμα συμπυκνωμένο –καθώς πρόκειται για μια τεράστια συζήτηση– είναι ότι για να βρει τρόπους η δικαιοσύνη να ξεπεράσει τα νομικά κωλύματα που σχετίζονταν με τη φύση του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως αυτό ορίστηκε, στράφηκε στις ατομικές πράξεις των κατηγορουμένων. Με συνέπεια η ίδια η νομική υπόσταση του εγκλήματος να συρρικνωθεί, να οριοθετηθεί και να περιοριστεί τόσο πολύ ώστε να χάσει εν τέλει την αρχική της εικόνα ως ένα ειδεχθές έγκλημα, πραγματικό και ικανό να συντελεστεί υπό οιεσδήποτε συνθήκες. Ως εκ τούτου, η καταδίκη των ναζί στη Γαλλία ήρθε με ένα τίμημα: την επιλογή αφενός της ατομικής καταδίκης των πράξεων και των φυσικών αυτουργών και αφετέρου την υπεκφυγή διατύπωσης οποιασδήποτε κρίσης εκ μέρους των δικαστηρίων, σχετικά με το καθεστώς του Βισύ, τη λειτουργία του, τη φύση του και την πραγματική εμπλοκή μέρους της γαλλικής κοινωνίας στα ναζιστικά εγκλήματα.
Ο Παπόν κατηγορήθηκε και παραπέμφθηκε σε δίκη για πράξεις που αφορούσαν το παρελθόν αλλά η δίκη του είχε νόημα στο τότε παρόν. Η απόδοση δικαιοσύνης αφορά τόσο το παρελθόν όσο το παρόν και το μέλλον. Ο Παπόν καταδικάστηκε για εγκληματικές πράξεις του παρελθόντος, εντούτοις η καταδίκη του εκπλήρωνε μια σύγχρονη κοινωνική απαίτηση, η οποία εγγραφόταν στα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια του τότε παρόντος, αποτελώντας ταυτόχρονα μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Η ίδια η δικαστική διαδικασία επιτελεί μια τριπλή λειτουργία: συγχρονίζει ή συμπυκνώνει, θα λέγαμε, ιστορικό παρελθόν, παροντικές απαιτήσεις και μελλοντικές προσδοκίες.
Κοινή συνιστώσα στα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα που αναφέρθηκαν, αποτελεί η δίκη ως διαδικασία αναμέτρησης και αναψηλάφησης ενός τραυματικού παρελθόντος. Πώς μπορούμε να ιστορικοποιήσουμε ένα γεγονός μέσα από το πλέγμα των σχέσεων Δικαιοσύνης και Ιστορίας; Αν κάτι μπορούμε να παρατηρήσουμε, είναι ότι τίποτα δεν λειτουργεί αυτόνομα και καμία έννοια δεν είναι περίκλειστη. Ακόμη και ο/η νομοθέτης που θα πρέπει να διατυπώσει καθολικούς νόμους και κανόνες ικανούς να εφαρμόζονται στο διηνεκές, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές, τις αντιλήψεις, τα πολιτισμικά πλαίσια, με λίγα λόγια, το καθεστώς ιστορικότητας που διακρίνει μια εποχή/ιστορική περίοδο.
Το σύνθημα γραμμένο τις μέρες του μαύρου Οκτώβρη 1961 πάνω σε μία από τις γέφυρες του Σηκουάνα, αν και σβησμένο πλέον, παραμένει ένας τραυματικός τόπος μνήμης, ένα σταυροδρόμι παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος: «Εδώ πνίγουμε τους Αλγερινούς» έγραφε το Παρίσι του 1961. «Στη μνήμη πολλών Αλγερινών που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της αιματηρής καταστολής της ειρηνικής διαδήλωσης της 17ης Οκτωβρίου 1961», γράφει η τιμητική πλακέτα που αποκαλύφθηκε στη μνήμη των θυμάτων από τον Δήμαρχο του Παρισιού 40 χρόνια μετά, το 2001. Το πρώτο βήμα αναγνώρισης της σφαγής έγινε από τον Φρανσουά Ολάντ το 2012.
Σε αυτό το σημείο τιμάται σήμερα η μνήμη των Αλγερινών που δολοφονήθηκαν από ένα κράτος που αρνείται πεισματικά να απολογηθεί επισήμως. Τα σύμβολα έχουν σημασία όταν η υλικότητά τους συγκεντρώνει πάνω της τη σκόνη των καιρών μας. Όταν γίνονται εφαλτήρια νέων αγώνων και διεκδικήσεων, όταν αποκτούν νέα σημάδια, όταν μπορούμε να τα επαναοικειοποιηθούμε με σύγχρονους όρους, όταν γίνονται αφορμή όχι μόνο να θυμηθούμε το παρελθόν αλλά να αναστοχαστούμε και να το επαναπροσεγγίσουμε με το βλέμμα μας στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον.
Λογοτεχνικά αναγνώσματα:
Το εξαιρετικό νουάρ μυθιστόρημα του Didier Daeninckx, Έγκλημα και Μνήμη, σε μετάφραση Ριχάρδου Σωμερίτη, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Το μυθιστόρημα της Leïla Sebbar, La Seine était rouge. Κυκλοφορεί και σε αγγλική μετάφραση: The Seine was red.
Κινηματογράφος:
Η ταινία Caché του Michael Haneke, 2005.
Social Links: