Εύη Μότσιου & Σπύρος Μπλιάγκος
Διάβολος, Σατανάς, Βεελζεβούλ, Μεφιστοφελής, Μάμων, Λούσιφερ, «ο Εξ’ από δω»˙ αυτά είναι μόνο λίγα από τα ονόματα που αποδόθηκαν στην βιβλική μορφή του Εωσφόρου, του αβρααμικού Έκπτωτου Αγγέλου που επαναστάτησε ενάντια στον Θεό, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από τον Παράδεισο στη Γη. Από τους πρώτους των αγγέλων κατέληξε δαίμονας, από ένα γοητευτικό και μελίρρυτο ον κατέληξε να μεταμορφωθεί στο ανθρώπινο υποσυνείδητο στον τραγόμορφο κόκκινο βασιλέα της Κόλασης.
Η έννοια του εξωτερικού πειρασμού σε μια πεφωτισμένη μορφή πρωτοσυναντάται στην Ινδία και τον Βουδισμό, όπου ο θεός του θανάτου, Mara, έστειλε στον Σιντάρτα Γκαουτάμα δαίμονες και τις κόρες του για να τον βγάλουν από το δρόμο της φώτισης. Αυτό το πνεύμα του κακού συναντάται σχεδόν ταυτόχρονα στον Ζωροαστρισμό, θρησκεία της Περσικής αυτοκρατορίας, όπου το μανιχαϊστικό μοντέλο του καλού πνεύματος, του Ahura Mazda, και του κακού πνεύματος, του Ahriman, επηρέασε τους υπόδουλους Εβραίους μετά την απελευθέρωση από την βαβυλωνιακή τους αιχμαλωσία. Στοιχεία του Ahriman προσδόθηκαν στον εβραϊκό Σατανά, οπότε από μονοθεϊστική θρησκεία με μόνο θεό τον Γιαχβέ, ο εβραϊσμός μετατράπηκε επίσης σε δυαδική θρησκεία, με δίπολο τους Γιαχβέ – Σατανά.
Το κεφάλαιο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζει τον Σατανά ως το Φίδι που έβαλε σε πειρασμό του Πρωτόπλαστους να γευτούν το φρούτο από το Δέντρο της Γνώσης και τους οδήγησε στο προπατορικό αμάρτημα. Επίσης, ήταν αυτός που έβαλε σε πειρασμό τον Ιησού στην έρημο, που διέβαλε και δοκίμασε τον Ιώβ με την άδεια του Θεού, που διελάλησε την επικείμενη καταστροφή της Αποκάλυψης, κηρύττοντας πόλεμο ενάντια στον Ιησού Χριστό.
Ακόμα και το όνομά του υποδηλώνει τη φύση του: ο εβραϊκός όρος “ha satan” μεταφράζεται στα ελληνικά ως «ο αντίθετος», ο «κατήγορος», «ο αντίπαλος», «ο διάβολος». Ισοδύναμα στα ελληνικά θρησκευτικά κείμενα χρησιμοποιείται και το εξελληνισμένο όνομα Σατανάς, ενώ ως “Iblis” και “ash-Shaitan” δρα και στο Ισλάμ, όπου σκοπός του είναι να εναντιωθεί στο λόγο του Αλλάχ, όπως αναφέρεται στο Κοράνι.
Στην Καινή Διαθήκη πολλαπλασιάζονται τα ονόματα με τα οποία κατονομάζεται ο Εχθρός του Θεού: ὁ διάβολος, ὁ Σατανᾶς, ο Βεελζεβούβ, ὁ πονηρὸς, ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ὁ πειράζων, ο ψεύστης καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ (ο Πατέρας του Ψεύδους), Βελιάρ, ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου, ὁ ἄρχων τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ δράκων.
Η ταυτότητα του Διαβόλου αποκαλύπτεται μέσα από τα ονόματά του και τα έργα του, όπως περιγράφονται στα διάφορα θρησκευτικά κείμενα. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν περιγράφεται η μορφή του. Την θηριόμορφη εικόνα του, όπως την έχουμε γνωρίσει σήμερα μέσω της ποπ κουλτούρας, ως έναν τραγόμορφο κερασφόρο δαίμονα που κρατά τρίαινα ή άλλα συμβολικά εμβλήματα, την αποκτά κατά τη μεσαιωνική περίοδο, συγχωνεύοντας στο πρόσωπό του διάφορα χαρακτηριστικά παγανιστικών θεών.
Η αιγυπτιακή θεότητα Bes πιθανόν δάνεισε κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά στη μορφή του Διαβόλου. Παρουσιάζεται ως ένας άσχημος θεός, κοντός, τριχωτός με μεγάλο κεφάλι, μεγάλα μυτερά αυτιά και χάσκον στόμα, όμως δεν είχε δαιμονικές ιδιότητες, καθώς ήταν προστάτης της οικίας και των νηπίων.
Διάφοροι κερασφόροι παγανιστικοί θεοί αποτέλεσαν έμπνευση για την γνωστή τραγόμορφη εικόνα του Διαβόλου, όπως είναι ο κέλτικος θεός Cernunnos, ο καναανιτικός θεός Moloch, και ο ελληνικός θεός Πάνας, ο οποίος πρέπει να επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλη παγανιστική θεϊκή μορφή την διαβολική εικονογραφία. Τα κέρατα, τα αυτιά, οι οπλές, η ουρά, το τριχωτό και ο υπερμεγέθης φαλλός του θεού παρέπεμπαν στο ζωώδες στοιχείο και προκαλούσαν φόβο και αποστροφή στους πιστούς της πρώιμης φάσης του Χριστιανισμού. Ένας επιπλέον λόγος συσχέτισης του ελληνικού τραγόμορφου θεού με τον Σατανά είναι η σχέση του με την άγρια φύση και τον οργιαστικό της χαρακτήρα, όπως και με την υπέρμετρη σεξουαλικότητα, η οποία ήταν απορριπτέα από τον χριστιανικό ασκητισμό, καθώς η λαγνεία ανέστειλε τη λογική και την ενάρετη κρίση. Η μεσαιωνική παράδοση συχνά αναφέρεται στο αναμαλλιασμένο τριχωτό του Διαβόλου, στα κέρατά του και τις οπλές του, όπως και το ότι συχνά μεταμορφωνόταν σε ζώο, κυρίως σε τράγο. Κάπως έτσι, λοιπόν, καθιερώθηκε η εικόνα του Διαβόλου, όπως τη γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα, ως τραγόμορφου θεού. Η κόκκινη μορφή του, δε, προέρχεται από το ότι το συγκεκριμένο χρώμα συσχετίστηκε με τις φλόγες της Κόλασης.
Με το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, στη δύση ο Σατανάς αποκτά πιο ενεργή συμμετοχή στα ανθρώπινα πράγματα, τόσο για τις εκκλησιαστικές αρχές, όσο και στο μυαλό των απλών πιστών. Παλαιότερα παρότι κατά το Μεσαίωνα κυριαρχούσαν οι λαϊκές δοξασίες και οι μαγικές τελετές, ήταν ελάχιστα τα περιστατικά καταδίκης μάγων ή μαγισσών και οι ποινές πολύ ελαφρύτερες, ενώ εν πολλοίς η πρακτική της μαγείας θεωρούταν δεισιδαιμονία και όχι μια πραγματική απειλή.
Στο περιβάλλον της Γερμανίας του ύστερου 15ου αιώνα όμως, γράφτηκε το περίφημο «Σφυρί των Μαγισσών», το λεγόμενο Malleus Malleficarum (1487), από τον Χαίνριχ Κράμερ με αμφισβητούμενο συμμετέχοντα στη συγγραφή τον Γιάκομπ Σπρένγκερ. Σε ένα ομιχλώδες περιβάλλον νομιμότητας -θεωρητικά το κείμενο είχε παπική έγκριση, αν και ακολούθησαν επίσημες θεολογικές καταδίκες του- με την βοήθεια της εφεύρεσης της τυπογραφίας, το βιβλίο διαδόθηκε σε όλη την δυτική Ευρώπη και αποτέλεσε εγχειρίδιο για τις δίκες των μαγισσών που κράτησαν από τα τέλη του 15ου έως και τα τέλη του 17ου. Ένα από τα κύρια σημεία πάνω στα οποία στηνόταν η κατηγορία ήταν η σύναψη συμβολαίου με τον ίδιο τον Διάβολο, η συμμετοχή σε τελετές στις οποίες συμμετείχε ο ίδιος ένθρονος και η αποδοχή της σφραγίδας του, ως σημαδιού στο δέρμα των υποτιθέμενων μαγισσών.
Κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης, το κυνήγι και οι δίκες των μαγισσών γιγαντώθηκαν. Το κλίμα της εποχής ήταν έντονα αποκαλυπτικό καθώς εν μέσω πανδημιών και θρησκευτικών πολέμων, αναμενόταν η γέννηση του Αντίχριστου από τις μάγισσες, που αποτελούσαν το αντίστροφο εκκλησίασμα του Σατανά. Οι τελετές που τους αποδίδονταν ήταν ένας ανίερος αντικατοπτρισμός της Χριστιανικής θείας Ευχαριστίας. Στο Σάμπαθ τους, ένα βραδινό κάλεσμα σε έναν τόπο κατά τα άλλα απροσπέλαστο, εξομολογούνταν όλες τους τις ειδεχθείς πράξεις από την τελευταία μάζωξη, λέρωναν ιερά σύμβολα και επιδίδονταν σε όργια μεταξύ τους και με τον ίδιο τον Σατανά. Όλα αυτά βέβαια ήταν ζωηρές μυθοπλασίες του μυαλού των δικαστών τους, καθώς είναι εξαιρετικά αμφίβολο πως υπήρχε όντως κάποιος αριθμός «πιστών σατανιστών» κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τα θύματα των δικών αυτών ήταν κυρίως χήρες και μοναχικές γυναίκες, που ζούσαν στα περιθώρια των κοινοτήτων και διωκόντουσαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, ή άνθρωποι που εμπλέκονταν σε άλλου είδους αντιδικίες και τους έσερναν σε δικαστήριο με την κατηγορία της μαγείας και της σύμπραξης με τον Διάβολο.
Εικαστικά παγιώνεται πλήρως η εικόνα του Διαβόλου ως κερασφόρου, αποκρουστικού όντος, όπως είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται από τον ύστερο μεσαίωνα, συγκεντρώνοντας χαρακτηριστικά παλαιότερων θεοτήτων. Διαμορφώνεται επίσης μια ιεραρχία της κολάσεως, και δαιμονολόγια που εξελίσσονται μέσω αποκρυφιστικών γριμορίων όπως η Κλείδα του Σολομώντος (Clavicula Salomoni ή Mafteah Shelomoh, 15ος), η Mικρά Kλεις του Σολομώντος (Salomonis Regis ή Lemegeton, μέσα 17ου) ή του παραρτήματος Pseudomonarchia Daemonum του ιατρικού εγχειριδίου De praestigiis daemonum (1563) που καταγράφει ονόματα δαιμόνων. Στην τέχνη η έννοια αυτής της ιεραρχίας της κολάσεως αποδίδεται σαφέστατα μέσω των έργων ζωγράφων όπως του Γιαν φαν Έικ, του Ιερώνυμου Μπος ή του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου.
Η ζέση του κυνηγιού των μαγισσών και η απόδοση των κακοτοπιών του κόσμου σε συμβόλαια με τον Εωσφόρο είχε περιόδους έντασης και ύφεσης και κατανάλωσε στις φλόγες της πολλές περιοχές της Ευρώπης, φτάνοντας έως και την Ισλανδία και την Αμερική. Οι πουριτανοί των αποικιών της ανατολικής ακτής, έβλεπαν πρακτικά ένα επί γης βασίλειο του Διαβόλου, πίσω από τα πυκνά δάση, βαθιά στις αχανείς εκτάσεις στις οποίες ζούσαν οι ιθαγενείς Αμερικάνοι. Αποκορύφωμα ήταν οι δίκες των μαγισσών του Σάλεμ (1692-1693). Με το πέρασμα στον 18ο αιώνα καταλάγιασε η υστερία και υπό το πνεύμα του Διαφωτισμού έπαυσε ολότελα, έχοντας δυστυχώς διεκδικήσει χιλιάδες θύματα.
Σε έναν κόσμο που το φως της επιστημονικής προόδου φώτιζε σκοτεινές γωνίες με σκοπό να σκεδάσει κάθε δεισιδαιμονία και παραλογισμό, υπήρχε όλο και λιγότερος χώρος για έναν Διάβολο ενεργά παρόντα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Πέρα από την παραδοσιακή του θέση στον εκκλησιαστικό χώρο, ο Διάβολος της καθημερινότητας μετεξελίχθηκε μέσω των συγγραφέων σε ένα λογοτεχνικό σχήμα, ξεκινώντας από το έργο του μεγάλου Άγγλου, Πουριτανού ποιητή John Milton, Paradise Lost (1667).
Ο Milton έγραψε ένα έπος που παρουσίαζε την πτώση του ανθρώπου κατά τη Γένεση και την εμπλοκή του Εωσφόρου σε αυτή. Ο εξανθρωπισμός όμως αυτός του Διαβόλου, παρότι είχε ως πηγή του τον εγωισμό και την έπαρση, οδήγησε στην μετέπειτα συμβολική ανάγνωση του έργου από Ρομαντικούς όπως o πολυτάλαντος William Blake, o William Wordsworth και η Mary Shelley. Ο Εωσφόρος θεάθηκε ως ένας επαναστάτης, σε σύγκρουση με έναν αυταρχικό και απόλυτο θεό που μπορούσε να ταυτιστεί με την μονολιθικότητα της μοναρχίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας, θεσμών που φαινόταν πως έφταναν στο όριο της απαρχαίωσης στο πλαίσιο μεγάλων επαναστάσεων όπως η Γαλλική. Έτσι ειρωνικά το ίδιο το εργαλείο αιώνων καταπίεσης, ο Διάβολος, έλαβε θέση ως Εωσφόρος δίπλα στον Προμηθέα, ως απελευθερωτής και αδάμαστο πνεύμα.
Στη διάρκεια του 19ου αι. χρησιμοποιήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο ως λογοτεχνικό σχήμα από καταραμένους ποιητές όπως ο Μπωντλαίρ, αλλά και με περισσότερο τελετουργική έννοια από αποκρυφιστές όπως ο Ελιφάς Λεβί, που σχεδίασε την μετέπειτα αρχετυπικά «Σατανική» μορφή του τραγόμορφου Baphomet στο Δόγμα της Υψηλής Μαγείας, αλλά και ο Stanislas de Guaita που τον ενέγραψε στην πεντάλφα στο έργο του Το πρόβλημα του κακού στο αστρικό πεδίο.
Η επόμενη σημαντική στάση στην εξέλιξη του σατανισμού όπως διαμορφώθηκε τον 20ο αι. κυρίως είναι ο γνωστός Alistair Crowley. Παρότι ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως σατανιστής, η επιρροή του υπήρξε μεγάλη, παρέχοντας την πηγή έμπνευσης για τα τελετουργικά που υιοθέτησαν όσοι ταυτίστηκαν ως σατανιστές. Μέχρι και την ίδρυση της εκκλησίας του Σατανά από τον Anton La Vey το 1966, δεν υπήρξε κάποια ανάλογη θρησκευτικού τύπου οργάνωση αλλά μια μάλλον εκλεκτικιστική προσέγγιση στη φιγούρα του Εωσφόρου/Σατανά. Η εκκλησία του La Vey έρχεται ως παράγωγο της εποχής της εξύψωσης της ατομικότητας και στο πλαίσιο των New Age προσεγγίσεων στο θείο. Δεδηλωμένα είναι αθεϊστική και δεν πιστεύει καν στην ύπαρξη του Σατανά, αλλά μάλλον αποτελεί έναν υλιστικό ηθικό κώδικα, αντλώντας έμπνευση από τον Εωσφόρο των Ρομαντικών και τελετουργικά από ένα συμπίλημα μαγικών παραδόσεων. Ως προς την επιρροή της, υπολογίζεται πως ποτέ δεν είχε πάνω από 1000-2000 πιστούς.
Ο Διάβολος εξακολουθούσε να αποτελεί πηγή έμπνευσης για την τέχνη, που μέσω κλασικών απεικονίσεων, όπως Ο Εξορκιστής (1973) αλλά και της θεματολογίας της rock και metal μουσικής ανατροφοδοτούσε την εικόνα στην κοινωνία. Οι Black Sabbath αναφερόντουσαν στις τελετές μαγείας με μια κριτική ματιά ενώ ο Εωσφόρος των Rolling Stones, εξακολουθούσε να είναι ο ρομαντικός ήρωας που οδηγούσε στην εποχή της ατομικότητας.
Κατά την δεκαετία του ΄80 και του ΄90 ήρθε η λεγόμενη εποχή του Σατανιστικού Πανικού. Ξεκινώντας από το βιβλίο ενός αμφιλεγόμενου ψυχολόγου για μια πελάτη του, που υποτιθέμενα υπήρξε θύμα σατανιστικής τελετής, πρακτικά ξεκίνησε ένα νέο κυνήγι μαγισσών το οποίο δυναμίτιζαν τα media της εποχής, αποδίδοντας ιδιότητες σατανιστικής επιρροής στη μουσική Metal, στα παιχνίδια DnD και ό,τι άλλο ερέθιζε συντηρητικές κοινότητες των ΗΠΑ.
Το ρεύμα αυτό έφτασε όπως τα περισσότερα πράγματα άλλωστε, με κάποια καθυστέρηση και στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 90, όσοι μεγάλωσαν στην επαρχία και πιθανώς υπήρξαν κατηχούμενοι, θα θυμούνται την καταδίκη της σατανιστικής μουσικής και την απαγόρευση έργων όπως…ο Χάρι Πότερ. Βέβαια υπήρξε πράγματι και η πολύκροτη υπόθεση των σατανιστών της Παλλήνης, που οδήγησαν στο θάνατο μια ανήλικη και μια νεαρή γυναίκα λόγω των σατανιστικών τους αντιλήψεων.
Η υστερία αυτή καταλάγιασε θα λέγαμε στα μετέπειτα χρόνια, όταν το ξένο έπαψε να είναι απαραίτητα και δαιμονικό και όσο έσπασαν πιο συντηρητικοί κύκλοι. Κατά τα φαινόμενα, μάλλον δεν υπήρξε ποτέ μια σοβαρή οργάνωση πιστών του Σατανά που επιβουλεύεται τον κόσμο των ευσεβών, αλλά μάλλον άνθρωποι με επιλύσιμα ψυχολογικά προβλήματα.
Η λατρεία της ποπ κουλτούρας για το πρόσωπο του κακού, του επαναστάτη, του αδικημένου ή διαφθορέα δεν παύει και συνεχίζει να ανατροφοδοτεί αυτή την εικόνα στο μακρύ μονοπάτι μιας φιγούρας που κουβαλάει πάνω της σχεδόν το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας και των προβολών της.
Πηγές:
https://en.wikipedia.org/wiki/Devil_in_Christianity
https://www.nationalgeographic.com/history/magazine/2018/09-10/history-devil-medieval-art-middle-ages/
A. Dyrendal, J. Petersen, J. Lewis, The Invention Of Satanism, Νέα Υόρκη 2016.
H. A. Kelly, Satan: A Biography, Κέιμπριτζ 2006.
J. Lewis, Satanism Today: An Encyclopedia Of Religion, Folklore, And Popular Culture, Καλιφόρνια 2001.
B. B. Powell, Classical Myth, Ουισκόνσιν 2015.
M. Rudwin, The Devil in Legend and Literature, Σικάγο 1931.
N. Vos, – W. Otten (επιμ.) Demons and the Devil in Ancient and Medieval Christianity (Supplements to Vigiliae Christianae – Texts and Studies of Early Christian Life and Language), Λέιντεν – Βοστόνη 2011.
E. Williams, Speak of the Devil: A brief Book at the History and Origins of Iconography of the Devil from antiquity to the Renaissance (αδημ. μεταπτ. εργασία), Καλιφόρνια 2004.
Social Links: