Το 2020 ήταν μια τρομακτική χρονιά. Το φιλί του θανάτου που φαίνεται να έδωσε η πανδημία στις κινηματογραφικές αίθουσες, οδήγησε στην περαιτέρω αύξηση της δημοφιλίας των πλατφορμών προβολής ταινιών όπως το Netflix και τα Hulu, Amazon Prime και Shudder, οι οποίες αρέσκονται στην παραγωγή πρωτότυπων κινηματογραφικών και τηλεοπτικών έργων χαμηλού κόστους, ούτως ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της ύπαρξης ποικιλίας στην εκάστοτε πλατφόρμα. Παρ’ όλα αυτά, ευνοείται η παραγωγή ταινιών μικρής σχετικά κλίμακας (περιορισμένο cast, λίγα location, πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες που έχουν λίγες μεγάλου μήκους ταινίες στη ζώνη τους και ρολίστες ηθοποιοί), και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ταινίες τρόμου διαχρονικά αποτελούσαν το πιο φτηνό και γρήγορο είδος ταινιών για να παραχθούν, παράλληλα φημίζονται και για την εμπορικότητά τους, καθώς προσφέρουν εύκολο σοκ στους θεατές. Μέσα σε αυτή τη μεγάλη ροή ταινιών, φέτος ξεχώρισε μια σειρά από ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές παραγωγές, η πλειοψηφία των οποίων ήταν άμεσα διαθέσιμη στις προαναφερθείσες πλατφόρμες. Ένα κριτήριο, πέραν της κινηματογραφικής αξίας των παρατιθέμενων στη λίστα των 11 ταινιών, είναι η διάρκεια τους να είναι μέχρι 90’. Γιατί, ρωτάτε; Η παραγωγή φτηνών ταινιών έπρεπε -για να είναι αποτελεσματική στο σφιχτό της πρόγραμμα παραγωγής- να τηρεί τη σεναριακή πεπατημένη των τριών πράξεων (σετάρισμα – σύγκρουση – επίλυση) και 30 λεπτά για το καθένα ήταν επαρκής χρόνος.
Άλλωστε, με τα λόγια της πρωταγωνίστριας της πρώτης ταινίας της λίστας:
#1 She dies tomorrow (2020), 86’
Η τελευταία ταινία της Amy Seimetz δεν είναι ταινία τρόμου, με την παραδοσιακή, φορμαλιστική έννοια του όρου. Είναι όμως μια από τις τρομακτικότερες ταινίες που έχω δει. Η κεντρική ιδέα της ταινίας βασίζεται στην εντελώς κοινότυπη, παρά τη καθηλωτική της βαρύτητα, παραδοχή ότι κάποια στιγμή όλοι θα πεθάνουμε. Η παραδοχή αυτή αναπαράγεται και μεταδίδεται μεταξύ των χαρακτήρων σαν ιός, σαν κατάρα. Στην αρχή το προσλαμβάνουν ανύποπτα και στη συνέχεια το οικειοποιούνται την αλήθεια που κρύβεται σε αυτή τη δήλωση, στην αρχή με τρόμο και μετά με μια λυτρωτική χαρά, η οποία εκπορεύεται από την απόλυτη αδυναμία τους να ξεφύγουν από την υπαρξιακή μέγγενη του επικείμενου θανάτου.
Η φρίκη της συνειδητοποίησσης του θανάτου ως φυσικώς αναπόφευκτη κατάληξη, καταδιώκει τους χαρακτήρες σαν φάντασμα, σαν τέρας. Αυτό υπογραμμίζεται από τη κινηματογράφηση του σκότους, τις μακριές παύσεις και την αγχωτική μουσική επένδυση. Ο τρόμος πηγάζει από μια ιδέα, όχι μόνο από τερατόμορφα πλάσματα ή υπερβατικές οντότητες με κακές προθέσεις. Δεδομένου του καθεστώτος κοινωνικής απομόνωσης στο οποίο βρισκόμαστε όλοι, μάλλον ή ήττον τον τελευταίο σχεδόν ένα χρόνο, το τέλος της ταινίας προκαλεί πραγματική λύτρωση για όσους κάνουν ίσως μαύρες σκέψεις σε μαύρους καιρούς.
#2 Host (2020), 57’
Η καλύτερη ταινία της λίστας. 57 λεπτά συμπτυγμένου τρόμου, με την ιστορία να εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μέσω μιας ομαδικής συνομιλίας στο Zoom στην οποία συμμετέχει μια παρέα 6 ατόμων και ένα μέντιουμ, με σκοπό να επικοινωνήσουν με τον κόσμο των πνευμάτων. Μόνη η απόπειρα αυτού του εγχειρήματος εν μέσω καραντίνας (οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης δεν βρέθηκαν ποτέ από κοντά καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων) είναι αξιοθαύμαστη, ενώ η σύλληψη της ιδέας έγινε εν μέσω καραντίνας, όταν σε μια ομαδική συνομιλία στο Zoom, ο σκηνοθέτης, φοβούμενος ότι όντως κάποιος ζει στην σοφίτα του σπιτιού του, αποφάσισε να κάνει μια πλάκα στους φίλους του, κάνοντάς τους να πιστέψουν το ίδιο με αυτόν. Το δίλεπτο κλιπ έγινε viral και οδήγησε στη δημιουργία της ταινίας Host. (μετά τη προβολή της ταινίας, διαβάστε τη συνέντευξη του δημιουργού εδώ)
Ιδιαίτερη αφηγηματικά ταινία, με τον σκηνοθέτη να μετατρέπει τις αδυναμίες της μεθόδου των γυρισμάτων σε πλεονεκτήματα: η χαμηλή ανάλυση των καμερών προσθέτει αγωνία, τα παιχνιδιάρικα εφέ λειτουργούν ως μηχανισμοί προώθησης της πλοκής, η κοινωνική αποστασιοποίηση του καστ έδωσε ελευθερία στον αυτοσχεδιασμό για το καστ, ενώ οι χειροκίνητες κάμερες των λάπτοπ και των κινητών επιτρέπουν ως ένα βαθμό τη μετακίνηση των χαρακτήρων σε χώρους εκτός του δωματίου τους μεν, αλλά η δυνατότητα μετακίνησης χρησιμοποιείται με απόλυτη φειδώ δε. Παρότι μαρκετάρεται ως η ταινία που εφηύρε το zoom horror, αυτό είναι απολύτως ανακριβές, δεδομένου ότι έχουν προηγηθεί τα Megan is Missing (2011) και Unfriended (2014), ως ταινίες που πλάσαραν πρώτες το νεογνό αυτό υποείδος (ας το πούμε video call horror), σκοντάφτοντας ωστόσο στις ευκολίες του jump scare, του found footage και χωρίς να εκμεταλλεύονται πλήρως τις ιδιαίτερες συνθήκες αυτού του αφηγηματικού τρόπου, σε αντίθεση με τον αγνό τρόμο που προκαλεί το Host, οικειοποιούμενο πλήρως τη συνθήκη του εγκλεισμού. Άλλωστε τι πιο τρομακτικό από κανέναν επισκέπτη; Ένας απρόσκλητος επισκέπτης.
#3 Run (2020), 90’
Μιας και μιλάμε για εγκλεισμό: Σε μια παρανοϊκή παραλλαγή του παραμυθιού της Ραπουνζέλ, μια μητέρα κρατά τη κόρη της κλεισμένη στο σπίτι, λόγω της σωματικής της αναπηρίας. Ταινία περιλαμβάνει περισσότερες ανατροπές από όσες χωρούν στη ταινία, ενώ σπανίως συναντάται η μεταστροφή του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας, ευθέως επηρεασμένη από τα γεγονότα της ταινίας της στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Ο, τι κι αν ειπωθεί παραπάνω, αποτελεί spoiler και παρότι η πλοκή είναι εντελώς προβλέψιμη, η σφιχτή αφήγηση, ο γοργός ρυθμός της πλοκής και το πρωταγωνιστικό ντουέτο των Sarah Paulson – Kiera Allen που γεμίζει την οθόνη με τη χημεία του, απεικονίζοντας με μεγάλη ενάργεια την διπρόσωπη σχέση μητέρας και κόρης, μια σχέση στοργής αναμεμιγμένου με φόβου, αποτελούν σοβαρούς λόγους για να δει κανείς τη σειρά. Το προστατευτικό καβούκι της οικογένειας είναι φυλακή και ιστός.
Η Kiera Allen η ίδια ως άτομο καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο δίνει μια ιδιαίτερη αυθεντικότητα στο ρόλο, ενώ κάθε επίτευγμα του χαρακτήρα της είναι βασισμένο μόνο και μόνο στην εφευρετικότητα και την οξύνοιά της. Η Sarah Paulson με μακρά θητεία στα American Horror Story αναπαράγει τη μανιέρα αυτών της των ρόλων σε μεγάλο βαθμό, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία της συμμετοχής της στη ταινία.
#4 Relic (2020), 89’
Η πιο μίζερη ταινία της λίστας. Μάνα και κόρη επιστρέφουν στη πατρογονική γη της πρώτης για να αναζητήσουν την εξαφανισμένη γιαγιά της δεύτερης. Τα γηρατειά ως τρόμος, ο θάνατος ως όχι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί, η φθορά του πνεύματος ως μια απειλή η οποία σε έχει καταλάβει ήδη. Είναι μια από τις ταινίες που σε εξαπατά μέχρι τη τελευταία πράξη, με ένα χτύπημα κάτω από τη ζώνη: μια ταινία τρόμου όπου το τέρας δεν είναι στοιχειό ή βαμπίρ, αλλά το ίδιο σου το αίμα, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Το πρωταγωνιστικό τρίο λάμπει, ιδίως η Emily Mortimer, με την Robyn Nevin, την πολύπειρη Αυστραλή ηθοποιό και τη Bella Heathcote να συμπληρώνουν το περιορισμένο καστ ιδανικά.
Τρεις γενιές γυναικών, τρεις γενιές ηθοποιών πρωτοστατούν σε αυτή τη ταινία που ορίζει το είδος του διαγενεακού τρόμου. Η αναπόδραστη κληρονομιά των προηγούμενων γενεών αποτελεί μια πραγματική κατάσταση, μέχρις εσχάτως αφημένη για αναπαράσταση σε οικογενειακά δράματα, υπαρξιακές ταινίες auteur, παρότι σαν θεματική ήταν προορισμένη εξ αρχής για τις ταινίες τρόμου.
#5 Villains (2019), 90’
Παρότι οι πρωταγωνιστές του Villains δεν συνδέονται με δεσμούς αίματος, παρά μόνο αποτελούνται από δυο ζευγάρια, είναι η ταινία που κλείνει τη τριάδα του διαγενεακού τρόμου, μαζί με το Relic και το Run. Δυο millennials μικροεγκληματίες βρίσκουν καταφύγιο σε ένα επαρχιακό σπίτι, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια διαφυγής. Εκεί θα συναντήσουν ένα σατανικό ζευγάρι οικοδεσποτών και ένα αλυσοδεμένο παιδάκι στο υπόγειό τους. Το ζεύγος των, ας πούμε boomers (ο πάραπολυ κουλ και ωραίος Jeffrey Donovan των Burn Notice – Sicario και η Kyra Sedwick των Brooklyn 99 και The Woodsman) παγιδεύει τους millennials Bill Skarsgard (Castle Rock και βεβαίως o Pennywise του νέου It) και Maika Monroe (It follows), σε ένα κουκλόσπιτο σε πραγματική κλίμακα 1:1, έναν εκθεσιακό χώρο γεμάτο με ομοιώματα φρούτων και στομωμένων μαχαιριών, εξαναγκάζοντάς τους να παλέψουν για τη ζωή τους.
Η αντίθεση ανάμεσα στα δυο ζευγάρια είναι σαφής: Οι millennials, ενταγμένοι στην εποχή τους, με τατουάζ, κάζουαλ χρήση ναρκωτικών και piercing, βγάζουν την αίσθηση μιας αποπροσανατολισμένης γενιάς που δεν ξέρει σε τι αποσκοπεί μακροπρόθεσμα, αλλά σίγουρα ξέρει τι θέλει τώρα. Στον αντίποδα, οι boomers είναι ντυμένοι αναχρονιστικά, το σπίτι μοιάζει βγαλμένο από sitcom των δεκαετιών του ’60 και του ’70 και η συμπεριφορά τους, εκτός του ότι θυμίζει το λευκοντυμένο δίδυμο από το Funny Games του Haneke, αποτελεί ένα ψευδεπίγραφα ανέμελη προσέγγιση για τα πράγματα. Ο συμβολισμός δε του ότι το κίνητρο των δυο νεαρών για τις περισσότερες ενέργειές τους είναι να απελευθερώσουν ένα αλυσοδεμένο παιδάκι από το υπόγειο των boomers αντικατοπτρίζει το διαγενεακό προβληματισμό: Οι γενιές που ακολουθούν πρέπει να προστατευθούν από τα προβλήματα που δημιούργησαν οι προηγούμενες.
#6 The Wolf of Snow Hollow (2020), 83’
Σπάνια πετυχαίνει το είδος του Comedy Horror. Σε ένα χειμερινό τουριστικό θέρετρο, ο αλκοολικός γιος του Σερίφη της πόλης του Snow Hollow, ερευνά μια σειρά από φρικιαστικές δολοφονίες.
Η ταινία θυμίζει το Fargo των αδελφών Κοέν, το χιούμορ είναι μαύρο και γρήγορο, ατάκες και διάλογοι δημιουργούν τη πλοκή και προκαλούν γέλιο εναλλάξ, το μυστήριο μεν πάσχει στη βάση του πρώτου που έθεσε ο S. S. Van Dine στους 20 κανόνες για την συγγραφή μιας αστυνομικής ιστορίας, ότι ο αναγνώστης (εδώ θεατής) οφείλει να έχει ίση ευκαιρία με τον πρωταγωνιστή – συγγραφέα να λύσει το μυστήριο και ότι όλες οι ενδείξεις οφείλουν να παρατίθενται εμφανώς μέσω της αφήγησης, ωστόσο σώζεται από το ζωηρό πνεύμα της ιστορίας και από το ξεκαρδιστικό homage στο Zodiac του David Fincher, στη τρίτη πράξη της ταινίας. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια δροσερή (ακριβέστερα, παγωμένη) ανάσα που κατά τη γνώμη του γράφοντος, δεν θα έβγαινε εύκολα στους κινηματογράφους, τουλάχιστον σε ευρεία διανομή, λόγω του καστ των ημιδιάσημων καρατεριστών και του ιδιαίτερου κόνσεπτ. Δεν ντρέπεται να μας δείξει το gore των δολοφονιών, αλλά κυρίως να μας το περιγράψει, κάτι που υποψιάζομαι ότι οφείλεται στο περιορισμένο μπάτζετ της ταινίας. Πρόκειται για ένα αξιοθαύμαστο επίτευγμα αφηγηματικής οικονομίας, καθώς στο περιορισμένο χρόνο της διάρκειας της ταινίας καταφέρνει να χωρέσει μέσα ένα καλό αστυνομικό μυστήριο με πολλά στοιχεία θρίλλερ, ένα οικογενειακό δράμα για τις σχέσεις του πρωταγωνιστή με την έφηβη κόρη του και τον ηλικιωμένο πατέρα του που δεν λέει να σταματήσει να δουλεύει, τη σύντομη ανάπτυξη για πολλούς από του υποστηρικτικούς χαρακτήρες – κατοίκους μιας γραφικής επαρχιακής πόλης των ΗΠΑ, τα προβλήματα αλκοολισμού του πρωταγωνιστή και πως αυτό επηρεάζει τη δουλειά του ως ερευνητή εγκλημάτων καθώς και να μην παραλείπει να σχολιάζει μικρά πράγματα σχετικά με κοινωνικά φαινόμενα όπως η αστυνομική βία, τον εθισμό στις ουσίες στις επαρχιακές κοινότητες και την πολιτική ορθότητα. Η ταινία καταπιάνεται παντού με τέτοια ζητήματα, χωρίς να χάνει το σφρίγος του κεντρικού ενδιαφέροντος. Εξαιρετικό για νυχτερινή προβολή, κυρίως ως double feature με το Host ή το Beach House.
#7 The Rental (2020), 88’
To κινηματογραφικό ντεμπούτο του Dave Franco, συμπαθέστατου αδελφού του απόλυτου φασαίου, James, δεν είναι ακριβώς μια ταινία. Είναι περισσότερο μια άσκηση ύφους, με πλήρες cast και διάρκεια, ιστορία με αρχή – μέση – τέλος, αλλά δεν είναι «εντελώς» ταινία. Σίγουρα το θέμα της μιλά στις καρδιές των millennial: τι κι αν ο μεσόκοπος, casual ρατσιστής, οικοδεσπότης σου στο Airbnb που νοίκιασες για ένα χαλαρό ρομαντικό ΣΚ, σου σε παρακολουθεί;
Δύο αδέρφια νοικιάζουν με τις συντρόφους τους ένα Airbnb. Κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται. Στο cast κυριαρχούν η υπέροχη Allison Brie (Community και GLOW), ο πιο αδιάφορος ομορφάντρας που πέρασε ποτέ από το Χόλυγουντ, Dan Stevens και η πάντα οικεία και καχύποπτη φάτσα του Toby Huss (Halt and Catch Fire). Το θέμα της ταινίας εφάπτεται σε έναν νέο φόβο: ο χώρος της βραχυχρόνιας μίσθωσης δεν μπορεί να είναι απολύτως ελεγχόμενος από τον ενοικιαστή, δεν έχει παρά ελάχιστη εξουσία πάνω σε αυτόν, παρ’ ότι εντός αυτού λαμβάνουν χώρα απόλυτα προσωπικές εκδηλώσεις των ανθρώπινων σχέσεων. Η βραχύβια παραχώρηση, έστω και χωρίς να μπορεί να το γνωρίζει ο ενοικιαστής, προσωπικών στιγμών, μόνο και μόνο με το τρόπο που λαμβάνουν αυτές χώρα σε έναν ξένο πρακτικά χώρο, αρκεί για να κινήσει το ενδιαφέρον του θεατή, όπως κίνησε και του σκηνοθέτη. Και αν μοιάζει ευκαιριακή η ενασχόληση του σκηνοθέτη με το θέμα, αυτό είναι αλήθεια: δεν απασχολείται ιδιαίτερα με την ιδέα. Πήρε μια σύγχρονη κατάσταση, με έναν ρεαλιστικό -κακά τα ψέμματα- κίνδυνο, έφτιαξε ένα μικρό, στεγανό εν πολλοίς σενάριο, με τα red herrings του, με τις ψιλοανατροπούλες και παραδόξως λογικές κινήσεις εκ μέρους των πρωταγωνιστών (το κλασικό σεναριακό πρόβλημα των ταινιών θρίλλερ και τρόμου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους χαρακτήρες που ακούνε κάτι μέσα στο σπίτι ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΑΒΟΥΝ ΑΜΕΣΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ, ΝΑΙ ΕΣΑΣ ΚΟΙΤΑΖΩ Host (2020), Ζ (2019) και Spiral (2019), παρά τα καλά στοιχεία, η χαζομάρα σας δεν μας διέφυγε). Η λύση του μυστηρίου μπορεί να μην βγάζει αφηγηματικά πραγματικό νόημα, αλλά σε συμβολικό επίπεδο είναι αρκετά ταιριαστή και στην συνεκδοχή του όλου τρομο-θέματος και εντάσσει την ταινία στην όψιμη μορφή αυτού που εδώ θα αναφερθεί σαν «στεγαστικός τρόμος».
#8 1BR (2019), 90’
Η στεγαστική κρίση που κυριαρχεί στις ανεπτυγμένες χώρες του ύστερου καπιταλισμού είναι η αδυναμία εξασφάλισης σταθερής στέγης για πολλούς ανθρώπους κυρίως νεαρής ηλικίας αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κοινωνικά φαινόμενα σήμερα, ιδίως από το κραχ του 2008 και έπειτα. Εν μέσω μάλιστα πανδημίας, με πολλούς ανθρώπους να χάνουν την εργασία τους κι επομένως να μην βρίσκονται σε θέση να πληρώσουν το ενοίκιο ή τις δόσεις του δανείου τους, το πρόβλημα έχει ενταθεί και πολλές συλλογικότητες και ομάδες, καλούν σε μαζικό μποϊκοτάρισμα της καταβολής του ενοικίου, επικαλούμενοι το αυτονόητο ότι η στέγαση αποτελεί ένα εκ των βασικότερων κοινωνικών δικαιωμάτων και επομένως χρήζει απόλυτης προστασίας από τους κρατικούς παράγοντες, είτε μέσω νομοθετικής ρύθμισης για πάγωμα πληρωμών ή μέσω επιδομάτων.
Πώς σχετίζεται αυτή η εισαγωγή με την ταινία; Ο κεντρικός προβληματισμός του έργου έχει ως εξής: Πόσο κοστίζει η εξασφάλιση μιας στέγης, ως εκδοχή της ατομικής ανεξαρτησίας του ατόμου σήμερα; Ποιο κομμάτι της ελευθερίας του πρέπει να θυσιάσει το άτομο για να ανήκει στην κοινότητα των κατόχων στέγης; Σε μια παραλλαγή του μύθου του Μωρού της Ρόσμαρι, πλέον στο επίκεντρο της πολιορκίας δεν βρίσκεται η μήτρα της γυναίκας, αλλά η ίδια της η ψυχή, η ανθρωπινότητά της. Ίσως δίνεται μεγαλύτερη ανάλυση στο μύθο της ταινίας από όσο της αξίζει, δεδομένου ότι κινηματογραφικά, αποτελεί το πιο αδύναμο έργο της λίστας. Ωστόσο, το μήνυμα τίθεται στη βάση της εισαγωγής, διότι οι παραλληλισμοί είναι σαφείς τόσο με το Μωρό της Ρόσμαρι όσο και με τις αντικειμενικές δυσκολίες της απόκτησης μιας σταθερής στέγης από νεαρά άτομα, στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού.
#9 The Beach House (2019), 88’
Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί τη μοναδική καταχώρηση που ανήκει στην υποκατηγορία του Λαβκραφτιανού τρόμου, ο οποίος εσχάτως έχει επανέλθει στο προσκήνιο της ποπ κουλτούρας, με το low budget διαμαντάκι The Void (2016) και το τηλεοπτικό Lovecraft Country.
Το The Beach House αποτελεί μια ταινία της μικρότερης δυνατής κλίμακας και δεν προσπαθεί καν να απεικονίσει το κοσμικό τρόμο των Αρχαίων του Λάβκραφτ. Επιχειρεί ωστόσο με άλλα μέσα να απεικονίσει τον πάνδημο κίνδυνο της Φύσης που επιτίθεται στους ανθρώπους με το πιο ανύποπτο τρόπο, ο οποίος αναδεικνύει την ευάλωτη επικυριαρχία του ανθρώπου επί του κόσμου. Η καθολικά καταστροφική απειλή για τον άνθρωπο εκδηλώνεται με τον καλύτερο τρόπο για μια μικρή κινηματογραφική παραγωγή: το body horror. Αξιόλογη απεικόνιση της καθολικής απειλής, της ανατριχιαστικής ατμόσφαιρας που κυριαρχεί σε μια παραθαλάσσια χειμερινή τοποθεσία. Αξιόλογο θέαμα, παρά τους προφανείς περιορισμούς, πάσχει σε ζητήματα ρυθμού, γεγονός που αναπληρώνεται από την περιποιημένη ατμόσφαιρα, την φροντισμένη φωτογραφία και την αληθοφάνεια των χαρακτήρων.
#10 Z (2019), 83’
Το Ζ αποτελεί, μαζί με το Spiral, τις λιγότερο δημιουργικές ταινία της λίστας. Παρ’ όλα αυτά οι καρδιές τους, το μήνυμα που προσπαθούν να μεταφέρουν, τις οδηγούν να ενταχθούν στις αξιομνημόνευτες ταινίες τρόμου της χρονιάς. ΟΚ, μαζί με ένα ακόμα αξιέπαινο στοιχείο για το Ζ: η πειστική ερμηνεία του 11χρονου Jett Klyne, καθώς είθισται τα παιδιά ηθοποιοί, ιδίως υπό τη καθοδήγηση όχι-τόσο-γνωστών σκηνοθετών να δημιουργούν αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορούν να αποδώσουν. Το παιδί με το «φανταστικό» φίλο βοηθά και η πρωταγωνίστρια, ως μητέρα του στο έργο, έμπειρη στις ταινίες τρόμου, Keegan Connor Tracy (Final Destination 2, White Noise).
Στις 2 πρώτες πράξεις του το έργο δεν δρέπει δάφνες δημιουργικότητας, μπορεί να συναντήσει κανείς τα γνωστά δηλαδή μοτίβα, του χαρακτήρες να περιφέρονται στο σκοτάδι, παρ’ ότι συμβαίνουν ανατριχιαστικά πράγματα τριγύρω τους, να μην επιδεικνύουν την δέουσα προσοχή στο παιδί τους, σε σημείο εκνευριστικό και να απορρίπτουν τα ξεκάθαρα μηνύματα ότι το παιδί τους έχει ξεκάθαρα κάποιο πρόβλημα. Στη τελευταία πράξη η πλοκή κάνει έναν ελιγμό και μετά από μια αποκάλυψη σχετικά με το παρελθόν της μητέρας, η ιστορία μεταπηδά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο της τελικής «μάχης» με το στοιχείο ονόματι Ζ, επιχείρησε να αφηγηθεί έναν μύθο με υπόβαθρο όμοιο του Relic, ωστόσο οι υποκριτικές δυνατότητες του καστ και η ασάφεια στο που ήθελε να το πάει ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης. Παραμένει πάντως μια ενδιαφέρουσα ταινία στο πλήθος των ιδιαίτερων κινηματογραφικών έργων της τελευταίας χρονιάς.
#11 Spiral (2019), 87’
Το Spiral είναι μια ταινία τρόμου που περιστρέφεται καταρχήν στο συλλογικό βίωμα καταπίεσης και βίας της LGBTQ+ κοινότητας. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες στο πώς προσεγγίζει τις προκαταλήψεις κατά των ατόμων που ανήκουν στην κοινότητα αυτή, και στο πως προσεγγίζει ο Jordan Peele στο Get Out (2017) την αντιμετώπιση των μαύρων από τους φιλελεύθερους upper – class λευκούς. Η χρήση παρόμοιων βημάτων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο λείπει το πρωτότυπο σενάριο που είχε η τελευταία ταινία. Η καρδιά της, κατά τον αγγλισμό είναι στη σωστή θέση και η σκέψη πάνω αντίκτυπο που έχει στα θύματα της σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης των επειδή δεν ανήκουν στη κατηγορία των cis straight ατόμων (και ειδικά προ 20 και 30 ετών) αναπτύσσεται με έναν αποκαλυπτικό, σχεδόν συγκινητικό τρόπο. Η ταινία ωστόσο, ως κινηματογραφικό έργο δεν παρεκκλίνει από τη μέθοδο των Β Movies της σύγχρονης εποχής, υπερσοβαρή (δεν ξέρω βέβαια τι είδους χιούμορ μπορούσε να προσθέσει στην κινηματογραφική εμπειρία), οι πρωταγωνιστές περιστρέφονται στα σκοτάδια χωρίς να ανάβουν τα φώτα, αντί να μιλήσουν ξεκάθαρα μεταξύ τους για όσα προφανώς συμβαίνουν, αρκούνται σε μισόλογα και storm offs, τα μπου και τα ΝΤΡΑΑΑΑΝΓΚ του soundtrack. Όταν δε παρεισφρέει και το μεταφυσικό στοιχείο, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να εξηγηθεί, ωστόσο η ταινία κλείνει με έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο, ουμανιστικό τόνο.
Social Links: