Είχα αποφασίσει ότι δεν θα έγραφα τίποτα, γιατί µετά από πολλές αλλαγές λογαριασµών, χαλασµένες φιλίες και πάει λέγοντας, το διαδικτυακό discourse µού φαινόταν παγίδα. Μια συνεχής πολεµική που δεν έχει νικητές ούτε χαµένους, παρά µόνο µεγάλες δόσεις θυµού και cringe αυταρέσκειας.
Αλλά κάπου εκεί, αποφάσισαν να τοποθετηθούν και τα επίσηµα δεκανίκια της κυβέρνησης, όπως τα Νέα, για να πέσει λάδι στη φωτιά της τρολλιάς και να κάψουµε τα µυαλά µας περαιτέρω. Το µακρινό 1999, όντας 7 χρονών ( και αρκετά έξυπνος για τη µικρή µου ηλικία, οι γονείς µου έλεγαν ότι είµαι διάνοια γιατί ήδη είχα µάθει να διαβάζω καλά από τα 5 µου*), ένας µεγαλύτερος σε ηλικία φίλος µού έδωσε στα κρυφά, χωρίς να το µάθουν οι γονείς µας, έναν δίσκο µε τίτλο Ο δίσκος που διαφηµίζετε από ένα συγκρότηµα που δεν γνώριζα (σχεδόν κανένα συγκρότηµα δεν γνώριζα βέβαια, εκτός από τον Ζερβουδάκη, που για κάποιον αδιευκρίνιστο ακόµα λόγο υπήρχαν δίσκοι του στο σπίτι), τα Ηµισκούµπρια. «Η γάτα της σκεπής», «Je suis bossu», «Εγγόνι vs γιαγιά», «Ο διάβολος κατέβηκε στο Χολαργό» και πάει λέγοντας.
Το µικρό και αθώο µυαλό µου εξερράγη. Πολλές άγνωστες λέξεις, πολλές απρεπείς λέξεις τις οποίες αναπαρήγαγα στους συµµαθητές και τις συµµαθήτριες αργότερα, περίεργος ρυθµός, µε εξίταρε ο τρόπος που ράπαραν οι Μεντζέλος και Μιθριδάτης. Το άκουγα σχεδόν κάθε µέρα, ώσπου µετά από 1 χρόνο, το 2000, αποφάσισα να ζητήσω γενναία από τους γονείς µου να µου αγοράσουν τον πρώτο µουσικό που αγόρασα ποτέ, τις Στενές επαφές µε τρεις τύπους.
Συνέχισα, µε σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια, να ακούω ΗΜΙΖ. Εξοικειώθηκα µε όλη την παρέα. Τους Καβουροδεινόσαυρους, τον Dreez, τη Μαριλέττα και την La Klikaria συνολικά. Τα Ηµισκούµπρια ήταν από τα λίγα συγκροτήµατα που είχαν σχεδόν καθολική αποδοχή. Από τους ροκάδες, τους µεταλλάδες, τους χιπχοπάδες, όλες οι µουσικές κοινότητες γούσταραν, είτε φανερά είτε στα κρυφά, ΗΜΙΖ. Αυτό µπορεί να είναι και κακό και καλό ταυτόχρονα. Καλό γιατί φανέρωνε ότι είχαν ένα µουσικό εύρος αρκετά πιασάρικο αλλά και ανεβασµένο ώστε να αναγνωρίζεται από όλους. Ταυτόχρονα, ίσως σε ένα επίπεδο περιεχοµένου, αυτά που εξέφραζαν να αποτελούσαν έναν κοινό τόπο στον εθνικό κορµό, πράγµα που για κάποιους ίσως και δικαιολογηµένα να είναι αρνητικό, όσον αφορά την κουλτούρα του χιπ χοπ και της ραπ.
Όπως και να έχει, τα Ηµισκούµπρια για αρκετά χρόνια, µέσα σε όλη την δεκαετία του ’90 και λίγο στις αρχές του 2000, ήταν από τα συγκροτήµατα για τα οποία δύσκολα θα άκουγες κακό λόγο. Είχαν έναν ιδιαίτερα καυστικό λόγο, αρκετά χιουµοριστικό. Θα µπορούσαµε να πούµε πως ήταν τα µουσικά πολιτισµικά αδέρφια των ΑΜΑΝ, οι οποίοι αντίστοιχα έχαιραν µεγάλης εκτίµησης τις αντίστοιχες δεκαετίες. Πάλι µε τα θετικά και αρνητικά τους.
Αυτά για την ιστορία και τη νοσταλγία.
Τώρα, το 2021, ονόµατα όπως τα ΗΜΙΖ, ο Μιθριδάτης, ο Μεντζέλος, η La Klikaria κ.λπ. δεν έχουν να πουν πολλά πράγµατα στο σύγχρονο κοινό. Παρόλο που κάποιοι ήταν ενεργοί, η ραπ σκηνή έχει αλλάξει τόσο πολύ ποιοτικά και αριθµητικά τα τελευταία 20 χρόνια (προφανώς) που είναι αρκετά δύσκολο να µείνεις στην επιφάνεια, όντας 40+.
Μέχρι που έβγαλε το τελευταίο τραγούδι του ο Μιθριδάτης, ένα 12λεπτο spoken word, πολιτικό κοµµάτι, ραµµένο στα µέτρα των ΗΜΙΖ, δηλαδή µε τα γνωστά word plays, τις κοµµένες λέξεις, τις pop culture αναφορές, που, ωστόσο, ήταν πολιτικά αναβαθµισµένο, µε την έννοια ότι δεν έκανε γενικώς κριτική σε ένα φαινόµενο, σε κάποια συνθήκη ή σε κάποιον απροσδιόριστο εχθρό. Έχει να κάνει καθαρά µε την κυβέρνηση. Οι υποθέσεις παιδεραστίας, τα σκάνδαλα, οι αναθέσεις, η καταστολή, τα νοµοσχέδια, τα εθνικά ζητήµατα, το µεταναστευτικό και άλλα πολλά, τα οποία η κυβέρνηση ξεπετάει συνεχώς σαν κουνέλια µέσα από καπέλο µάγου.
Στον «διάλογο» που ακολούθησε, κυρίως στα σόσιαλ αλλά και λίγο ευρύτερα, παρατήρησα κάποια πράγµατα που µε προβληµάτισαν αρκετά. Σε σχέση µε το πώς διεξάγεται µια κριτική, πού αποσκοπεί, σε σχέση µε το ραπ, µε την κουλτούρα των σόσιαλ και εντέλει, µε τις στοχοθεσίες µας.
Το κοµµάτι του Μιθριδάτη δίχασε, ενδεχοµένως περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, ίσως για τους λάθος λόγους και σίγουρα χωρίς να φταίει ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Δεν ξέρω αν θα είµαι ο πρώτος που θα πει τα ακόλουθα, αλλά θα τα πω παρ’ όλα αυτά.
Το κοµµάτι δεν ήταν τροµερά πολιτικό. Ήταν όµως κάµποσο, στον βαθµό που θα περιµέναµε από έναν άνθρωπο όπως ο Μιθριδάτης (που σαν ράπερ, όπως είπαµε, τον λάτρευα πιο µικρός, απλώς τώρα δεν είναι στα γούστα µου).
Ο κόσµος και η κοινωνία έχουν µετακινηθεί προς τα δεξιά τόσο πολύ που το µετριοπαθές φαντάζει σαν κάτι ακραία ριζοσπαστικό. Ο Μιθριδάτης δεν λέει τίποτα τραβηγµένο ή ιδιαίτερα ιδεολογικά φορτισµένο. Η αλληλεγγύη στους µετανάστες, π.χ., που αναφέρεται, δεν είναι κάτι τραβηγµένο εκτός και αν είσαι ακροδεξιό σκουλήκι. Το γεγονός πως η κυβέρνηση κάλυψε περιπτώσεις κατα συρροήν παιδοβιασµών, πάλι, δεν είναι µια ιδεολογικά φορτισµένη τοποθέτηση, εκτός και αν είσαι ο Λιγνάδης ή ο αδερφός του. Το γεγονός πως η αστυνοµία δέρνει αδιακρίτως δεν είναι καµιά ριζοσπαστική πολιτική τοποθέτηση. Είναι δεδοµένο, το έχει πει και ο γνωστός κοµµουνιστής Αλιβιζάτος. Όσα αποτυπώνονται στο 12λεπτο είναι νηφάλιες τοποθετήσεις που θα έκανε ένας απλός δηµοκρατικός άνθρωπος, χωρίς τροµερά εργαλεία.
Πάµε άλλη µια για να το καταλάβουµε γιατί έχει σηµασία. Ο δηµόσιος πολιτικός λόγος έχει υποχωρήσει τόσο πολύ από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώµατα που, για παράδειγµα, αν δεν υπήρχαν οι δηµόσιες βιβλιοθήκες και κάποιος τις πρότεινε τώρα, θα τον χαρακτήριζαν τροµοκράτη, αλήτη, λαϊκιστή και οπαδό του Μαδούρο, γιατί από πού θα βγουν τα λεφτά για να συντηρηθεί η βιβλιοθήκη και ποιος θα την πληρώσει ρε φίλε, εγώ, από την τσέπη µου, άντε, κάνετε κάθε τρεις και λίγο πορείες και απεργίες, κλείνετε τους δρόµους και, στην τελική, είστε και ανθέλληνες. Το πώς αντέδρασε ο κόσµος στο 12λεπτο του Μιθριδάτη λέει περισσότερα για τον κόσµο παρά για τον Μιθριδάτη.
Συνεχίζοντας.
Το 12λεπτο, που ξαναλέµε, εµένα µου άρεσε αρκετά, αναδείχθηκε σε σηµείο πολιτικής διαφωνίας και κεντρικό στον δηµόσιο διάλογο, όχι τυχαία.
Ένα κοµµάτι, λογικά, της αντιπολίτευσης, που σταθερά βαριέται να κάνει αντιπολίτευση, αποφάσισε να κάνει το κοµµάτι του Μιθριδάτη αντιπολιτευτική σηµαία, λες και δεν έφταναν από µόνα τους τα χιλιάδες καθηµερινά σκάνδαλα.
Δεν νοµίζω το τραγούδι να ξεκίνησε µε τη λογική να γίνει η φωνή µιας άφωνης αντιπολίτευσης, άλλα είπαµε και πριν, όταν τα πολιτικά επίδικα µιας κοινωνίας είναι στα τάρταρα, τότε εκεί βρίσκονται και οι πολιτικές δυνάµεις.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, είχαµε το εξής. Το τραγούδι αναδείχθηκε σε σηµαία, από πολύ κόσµο, γιατί τα τελευταία 6 χρόνια ο κόσµος έχει την ανάγκη να συσπειρώνεται γύρω από οτιδήποτε αρθρώνει µια διαφορετική οπτική. Η κινηµατική καταστροφή των τελευταίων χρόνων έχει δηµιουργήσει µια γενιά που έχει µόνο παραστάσεις ήττας. Δέκα χρόνια κρίσης, ανεργίας, αστυνοµοκρατίας, οχύρωσης των συνόρων µε όλα τα µέσα, στρατοπέδων συγκέντρωσης µεταναστών κ.λπ. κ.λπ., µια δεκαετία σχεδόν που δεν έχουµε διεκδικήσει τίποτα επί της ουσίας ή, αν το έχουµε διεκδικήσει, σίγουρα δεν το έχουµε κερδίσει. Στην καλύτερη κάποιες µικρές νίκες αλλά συνολικά ήττες, πολλές.
Μέσα σε µια καθηµερινότητα ήττας, το λίγο µάς φαίνεται πολύ. Το πολιτικό 12λεπτο του Μιθριδάτη µάς φαίνεται ριζοσπαστικός καταπέλτης. Ένα κανάλι που δεν κάνει πληρωµένες ερωτήσεις στους κυβερνητικούς µάς φαίνεται σοβαρή δηµοσιογραφία. Που είναι, αλλά είναι και το minimum που απαιτείται, ταυτόχρονα. Τέλος πάντων, επειδή αυτή η παράγραφος µπορεί να τραβήξει πολύ ακόµα, κρατάµε το εξής. Σε περίοδο πολιτικού κενού, το κανονικό µάς φαίνεται τροµερό, το τροµερό δε είναι ανήκουστο.
Στα πιο επιµέρους τώρα. Το κοµµάτι είναι ραπ. Ο Μιθριδάτης είναι ράπερ και το spoken word είναι, ιστορικά, η πρώτη µορφή του ραπ, που µέχρι σήµερα εµφανίζεται µε τη µια ή την άλλη µορφή. Η κριτική στη ραπ είναι από τα αγαπηµένα σπορ των συντηρητικών δυνάµεων της κοινωνίας, σχεδόν διαχρονικά. Από τότε που εµφανίστηκε στις ΗΠΑ, ο διακαής πόθος των Ρεπουµπλικανών και αργότερα µερίδας των Δηµοκρατικών να το απαγορεύσουν, να κάψουν µαζικά δίσκους, να λογοκρίνουν κ.λπ. έχει αποτελέσει αντικείµενο πολλών άρθρων, βιβλίων, ταινιών αλλά και στίχων. Διαφθείρει τη νεολαία, προωθεί τον καταναλωτισµό, αναπαράγει µισογυνισµό, διασαλεύει την ηθική τάξη, σε αντίθεση βέβαια µε όλα τα υπόλοιπα µουσικά είδη, που δεν το κάνουν αυτό. Ορισµένοι ερευνητές και ερευνήτριες, όπως η Tricia Rose, είχαν υποστηρίξει πως τα αρχικά κίνητρα λογοκρισίας της ραπ στις ΗΠΑ είχαν ρατσιστική καταγωγή. Είχαν πολλά κοινά σηµεία επαφής µε µουσικά είδη που αντίστοιχα προήλθαν από τις µαύρες κοινότητες, όπως τα blues, και αντιµετώπισαν την ίδια πολεµική. Μια πολεµική που σπανίως στράφηκε µε τόσο µένος εναντίον άλλων µουσικών ειδών.
Αυτό το σχήµα κριτικής µάλλον έχει ενσωµατωθεί και στις πολιτισµικές κριτικές που κάνουµε και στην Ελλάδα. Ο Μιθριδάτης είναι η τελευταία περίπτωση, αλλά νοµίζω πως οι ράπερ κρίνονται πολύ πιο αυστηρά απ’ ό,τι οι υπόλοιποι καλλιτέχνες. Δεν θυµάµαι να έχω συναντήσει σκληρές κριτικές για µουσικούς από το έντεχνο, τη µέταλ, την ροκ ή άλλα είδη στην Ελλάδα, όσο έχω συναντήσει για τη ραπ. Η ραπ κρίνεται σαν να έχει κάτι παραπάνω να αποδείξει, το ίδιο και οι ράπερ. Δεν πρέπει µόνο να αποδείξουν ότι είναι καλοί και καλές, πρέπει να αποδείξουν ότι δεν αναπαράγουν το ανήθικο και επικίνδυνο πολιτισµικό πλαίσιο της ραπ.
Στην περίπτωση του Μίθρυ, έχουµε τα παραπάνω πλαίσια να περνάνε σε rotation και να εναλλάσσονται συνεχώς, δηµιουργώντας ένα αρκετά περίεργο επίπεδο πολιτικού διαλόγου σε δηµόσιο επίπεδο. Οι δρώντες σε αυτή την «παράσταση» λαµβάνουν χαρακτηριστικά, πιο διογκωµένα από αυτά που τους αναλογούν. Το 12λεπτο ήταν µια πολιτική κριτική ενός ράπερ αγανακτισµένου µε την κυβέρνηση, που αρθρώνει µια σειρά επιχειρήματα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο µυαλό όλων των µετριοπαθών.
Στα δικό µου µυαλό δεν βρίσκονται µόνο αυτά, βρίσκονται πολλά περισσότερα. Αλλά δεν έχω την απαίτηση από κανέναν και καµία να τα µοιράζεται, εκτός ίσως από συντρόφους και συντρόφισσες, δηλαδή ανθρώπους που µοιραζόµαστε κοινούς στόχους και κοινές αξίες. Μια αξιοπρεπέστατη προσπάθεια από έναν µουσικό, ο οποίος βρίσκεται εκτός της κυρίαρχης τάσης του ραπ, εδώ και αρκετό καιρό, να κάνει ένα δυναµικό comeback. Ίσως θα έπρεπε να το βλέπαµε όπως είναι και όχι όπως θα θέλαµε να είναι ή όπως θα µας βόλευε να είναι, προκειµένου να καλύψουµε τα κενά µας.
Μην κάνουµε κριτική σε απλά πράγµατα σαν να πρόκειται για Τοτέµ.
Social Links: