Εκεί στο γύρισμα της δεκαετίας του 1990, στο γύρισμα ενός κόσμου ολόκληρου που άλλαζε, περιοδικά όπως το ΚΛΙΚ, το Nitro, το Down Town (ή σε άλλο στυλ το 01, τα μουσικά περιοδικά του εντέχνου, τα σινεφίλ, τα κομιξάδικα σαν τη Βαβέλ κ.ο.κ.) έμοιαζε να έχουν συλλάβει κάτι από το πνεύμα των καιρών, την πολιτισμική στροφή που συντελούνταν (και) στην ελληνική κοινωνία. Τη μετάβαση δηλαδή από τις περισσότερο συνεκτικές, ή δεσμευτικές, συλλογικές ταυτότητες της πρώτης, «υπερπολιτικοποιημένης» Μεταπολίτευσης, σε μια συνθήκη περισσότερο εξατομικευμένης βιογραφίας – ας την τοποθετήσουμε κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Δεν δημιούργησαν τις τάσεις, αλλά έχει σημασία με τι υλικά τις επένδυσαν. Με μια καινούρια γλώσσα και τολμηρό ύφος, χωρίς ιδεολογικές δεσμεύσεις, παρακολουθούσαν και εξέφραζαν την εξατομίκευση, για το καλό και για το κακό, αφού η χειραφέτηση συνυπήρχε με τη χυδαιότητα, η απελευθέρωση με τον νεοπλουτισμό, η απενοχοποίηση με τον κυνισμό.
Ασφαλώς, υπάρχουν διαφοροποιήσεις και εσωτερικές περιοδολογήσεις σε αυτή τη διαδρομή. Η πράγματι σημαντική, υφολογική και θεματική-σχεδιαστική καινοτομία του πρώτου Κλικ έδωσε αργότερα τη θέση της σε μια «μπαναλοποιημένη» εκδοχή της, που στο Nitro ή στο Down Town, και καθώς προχωρούσαμε στη δεκαετία του 1990, ευθυγραμμίζονταν όλο και περισσότερο με τους κώδικες της ιδιωτικής τηλεόρασης, τη χαλάρωση (αν και όχι αναγκαστικά ανεκτικότητα) των κοινωνικών ηθών, την προσδοκία της ευμάρειας και του κατ’ ιδίαν πλουτισμού που παροξύνθηκε στην παράνοια του Χρηματιστηρίου λίγο πριν τη στροφή της χιλιετίας. Η διαφορετικότητα έγινε αποδεκτή και νομιμοποιήθηκαν οι «φυλές», ενώ ταυτόχρονα μετατρέπονταν σε καρικατούρα κοινωνικής τυπολογίας, η σεξουαλική χειραφέτηση ήταν μια ισχυρή υπαρκτή διάσταση με όρους ποπ-μαζικού πολιτισμικού φαινομένου, όσο και αν συνυπήρχε με την εργαλειοποίηση του γυναικείου σώματος, η απελευθέρωση από τα κλειστά ιδεολογικά συστήματα και «των μανιφέστων την κλεισούρα» πήγαινε μαζί με την απενοχοποίηση του κυνισμού, με το ξεμπλοκάρισμα της χλίδας και του life style ως εκδήλωση ισχύος και εξουσίας. Χειραφέτηση και ξεβλάχεμα βάδιζαν στο ίδιο μονοπάτι.
Ένα κοινό υπόστρωμα πάντως, όλο και πιο φανερό προϊούσης της δεκαετίας του 1990, ήταν αυτό που ο Νικόλας Σεβαστάκης ονομάζει «ηδονιστικό παροντισμό», σε μια υποδειγματική μελέτη του πολιτισμικού ύφους της εποχής (Κοινότοπη χώρα, Σαββάλας, 2004). Εκεί, αξιοποιώντας το υλικό ακριβώς αυτών των περιοδικών για να αποδώσει το zeitgeist του Σύγχρονου (και την παραφθορά του), δείχνει πώς αναδύεται ή καλύτερα πώς παίρνει ιδεολογικό τελικά σχήμα και μορφή η ιδέα μιας απέραντης μεσαίας τάξης ως «θεμελιώδες σημαίνον της γλώσσας του Σύγχρονου»· ένας νέος, εθνικός κανονιστικός ορίζοντας, αποδεσμευμένος από «παραδοσιακές» πολιτικές δεσμεύσεις, που αναβιβάζει το «εδώ και τώρα» της δεκαετίας του 1980 σε υπόσχεση μιας «εκρηκτικής κοινωνικής και ατομικής δημιουργικότητας», μιας φρενήρους ατομικότητας που δεν αναφέρεται σε ένα μακρινό μέλλον ακριβώς επειδή είναι ήδη εδώ.
Αξίζει να αντιγράψουμε ένα απολύτως ενδεικτικό, μέσα στην αέναη αναπαραγωγιμότητά του, προγραμματικό απόσπασμα, γραμμένο από τον άνθρωπο που βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της δυναμικής:
Η κοινωνία είναι πια αλλού. Μόνο οι ξεχασμένοι, οι ανίκανοι και οι ανάπηροι στο μυαλό περιμένουν φως από το κράτος. Πολλαπλασιάζονται καθημερινά οι Έλληνες που όχι μόνο θέλουν αλλά κάνουν και κάτι. Ελληνικές εταιρείες μεγαλουργούν, έλληνες αρχιτέκτονες φτιάχνουν μια άλλη πόλη. Κοιταξτε ψηλά στην Κηφισίας [σ.σ.: αυτό που σύντομα ονομάστηκε «Βωβούπολη»]. Στα σούπερ μάρκετ πια, ανάμεσα στα καλύτερα προϊόντα, πάντα υπάρχουν και τα ελληνικά. Τυριά, αλλαντικά, κονσέρβες, κρασιά απ’ τα καλύτερα στον κόσμο. Ο ελληνικός καφές και το ούζο, απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα, παίρνουν την εκδίκησή τους […] Έλληνες διαφημιστές και σκηνοθέτες φτιάχνουν υποδειγματικά σποτς. Ομάδες επιστημόνων και γιατρών βρίσκονται στις παγκόσμιες πρωτοπορίες.
[Πέτρος Κωστόπουλος, Κλικ, τχ. 58, Φεβρουάριος 1992]
Πόσο παράταιρα, αλήθεια, ακούγονται όλα αυτά, μόλις είκοσι χρόνια μετά.
***
Τα (late) ’90s ήταν η υπέροχη και αντιφατική εποχή της πρώτης μας νεότητας. Είκοσι χρόνια μετά, έχουν βρυκολακιάσει, σαν το νεκρό βάρος της ιστορίας που κανείς δεν ξέρει πώς να το ξεφορτωθεί. Όσοι και όσες θυμούνται εκείνη την εποχή, αξίζει τον κόπο να διαβάσουν το πρώτο τεύχους του «νέου» Nitro, που κυκλοφόρησε αυτό το καλοκαίρι, για να διαπιστώσουν την πτώση ενός μετεωρίτη, ο οποίος κάποτε βρέθηκε στην αιχμή της πολιτισμικής ηγεμονίας.
Το εξώφυλλο με την «ψαγμένη» κοινοτοπία, το τσαρούχι με αερόσολα και το σύνθημα «We can do it» μιας φαντασιακής νέας εθνικής αυτοπεποίθησης, είναι απλώς η γραφιστική αποτύπωση μιας παρέας ανθρώπων, άντρες ως επί το πλείστον και μιας κάποιας ηλικίας πλέον, που μεσουράνησε στα χρόνια των μεγάλων προσδοκιών και καθηλώθηκε εκεί, αδυνατώντας να καταλάβει ότι οι εποχές άλλαξαν πάλι. Και όχι απλώς δεν προσπαθεί να «πιάσει» κάτι από το πνεύμα της δικής μας, πιο δυσοίωνης και εξίσου αντιφατικής εποχής, αλλά το αρνείται ευθέως, επίμονα και, με την αυστηρή έννοια του όρου, συντηρητικά.
Το προγραμματικό editorial του Π. Κωστόπουλου είναι επ’ αυτού ενδεικτικό. Η τελετουργική επίκληση της ανορθόδοξης αυθάδειας του «τότε» επιχειρεί να νομιμοποιήσει την επίθεση σε ό,τι «τώρα» τον ενοχλεί. Είναι όλο μια ευθεία επίθεση στην πολιτική ορθότητα, στον «φεμιναζισμό», στον «δικαιωματισμό» των μειονοτήτων, την «τοξικότητα» των social media, το υποτιθέμενο μίσος απέναντι στον λευκό άνδρα και τον δυτικό πολιτισμό κ.ο.κ. Να ένα πυκνό απόσπασμα, που στρέφεται ενάντια στις «μειονότητες», τις οποίες άλλοτε δόξαζε το ίδιο περιοδικό:
Το περιοδικό αυτό, ο μπαμπάς του το Κλικ και κάποια από τα αδελφάκια του, το Esquire, το Downtown και το Instyle, έχουν δώσει από το 1987 όλα τα δείγματα γραφής για τη στάση τους απέναντι στις μειονότητες […] Όμως δεν δέχομαι η κάθε μειονότητα, υπαρκτή και ανύπαρκτη, να απαιτεί με πολεμικές ιαχές την κατάργηση των λέξεων που δεν τους κάθονται […] Δεν μπορώ να δεχθώ ότι ο Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Σαίξπηρ, ο Μπουκόφσκι, ο Φίλιπ Ροθ θα πρέπει να ακρωτηριαστούν γιατί κάθε περίεργος νέος συγγραφέας θέλει να λέει ότι είναι μισογυνικά ή σεξιστικά. Δεν μπορώ να ανεχθώ ότι θα πρέπει να γκρεμίσουμε το άγαλμα του Τσώρτσιλ γιατί ήταν αποικιοκράτης […] Δεν μπορώ να δεχθώ ότι αμερικανικά πανεπιστήμια καταργούν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά ως ρατσιστικά κείμενα. Δεν δέχομαι η πλειοψηφία να βάζει σε γκέτο οποιαδήποτε μειοψηφία [και] καμία μειοψηφία ούτε ως κριτή των πάντων ούτε ως «νομοθέτη» και «χωροφύλακα» της ζωής των υπολοίπων.
Ή συνεχίζοντας με αφορμή το κίνημα «me too», οι νέες φεμινιστικές τάσεις και η ισλαμιστική τρομοκρατία μπαίνουν στο μπλέντερ της απειλής εναντίον του λευκού δυτικού αρσενικού (πολιτισμού), με μια νότα που θυμίζει Μισέλ Ουελμπέκ:
…δεν μπορώ να δεχθώ τις ιεροεξετάστριες του φεμιναζισμού που θεωρούν ότι κάθε άντρας είναι γουρούνι […] Το ζητούμενο είναι η πλήρης ισότητα, ο σεβασμός, και όχι η εκδίκηση προς το ανθρώπινο παρελθόν και μονοδιάστατα προς τον λευκό άντρα […] Την ίδια στιγμή, αυτή η τρέλα οδηγεί από τη μια μεριά στην αποδοχή του ισλαμικού εξτρεμισμού και τρομοκρατίας, μιας και επιτίθενται στον κακό δυτικό πολιτισμό.
Η «γραμμή» του editorial εξειδικεύεται σε εκτενή άρθρα, όπως το «Επάγγελμα ψεκασμένος» του Δημήτρη Καμπουράκη, που βάζει στο στόχαστρο τους ψεκασμένους (συλλήβδην) των social media. Η υπαρκτή τοξικότητα εμφανίζεται ως απόλυτος κανόνας, αρκεί να κρυφτεί κάτω από το χαλάκι η αδυναμία των mainstream μέσων να προσαρμοστούν και να εκφράσουν τον εκδημοκρατισμό της ενημέρωσης:
Οι ψεκασμένοι έχουν ασίγαστο μίσος εναντίον των μέσων ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι είναι στην κορυφή της λίστας του μίσους τους, δίχως όμως να παραλείπουν τους συγγραφείς τους διανοούμενους, τους γιατρούς, τους μηχανικούς. Σε γενικές γραμμές, η επιστήμη και ο ορθολογισμός τους φέρνουν ανατριχίλα […] η αντίδρασή τους στην παγκοσμιοποίηση περνά μέσα από τα κατεξοχήν παγκοσμιοποιημένα δίκτυα πληροφόρησης. Το Facebook, το Twitter, το Instagram, τα social media είναι για τους ψεκασμένους ό,τι η ζέστη και η υγρασία για τα σμήνη της ακρίδας.
Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο του Γιώργου Πανόπουλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πολιτική ορθότητα: Η τυραννία των λίγων», όπου ο αδαής αναγνώστης μαθαίνει ότι σωστά μεν καταγγέλλεται το πρότυπο του ανορεξικού μοντέλου αλλά η πολιτική ορθότητα «έχει φτάσει να αποτελεί κίνδυνο για την υγεία των γυναικών, ωραιοποιώντας και εξιδανικεύοντας την παχυσαρκία», που είναι ασθένεια στο κάτω κάτω… Ο καλός μύλος αλέθει ένα μείγμα αληθινών γεγονότων εκτός πλαισίου με ψεύδη που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη σταυροφορία ενάντια στη «λογοκρισία» της πολιτικής ορθότητας:
Η Δύση εδώ και μια δεκαετία ζει έναν παραλογισμό. Παρακολουθούμε έκπληκτοι να βανδαλίζονται τα αγάλματα του Χριστόφορου Κολόμβου ως συμβόλου ρατσισμού, να απαιτούν να φύγει ο Μπάρμπα Μπεν από τη συσκευασία του ρυζιού, γιατί διαιωνίζει τη λευκή ανωτερότητα […] Αυτές οι επιθέσεις έχουν ως αιχμή τον ισλαμικό εξτρεμισμό και την ακύρωση της κουλτούρας [εννοείται εδώ το «cancel culture», αλλά ως φαίνεται το περιοδικό έχει ξεχάσει τα αγγλικά του].
Είναι κάπως ειρωνικό ότι αμέσως μετά ακολουθεί εκτενής συνέντευξη του εκδότη με την influencer Ιωάννα Τούνη, σε αποκαλυπτικές πόζες, όπου ο αναγνώστης εκπλήσσεται ξανά μαθαίνοντας ότι η συνεντευξιαζόμενη έχει πάει και με άντρες και με γυναίκες – κάτι το παρωχημένα «προκλητικό» και δήθεν σοκαριστικό, που κανένας πια εν έτει 2021 δεν προτίθεται να αγοράσει. Κάτι σαν τον θείο που λέει «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία, να πω και ένα σόκιν ανέκδοτο από αυτά που τους αρέσουν».
***
Έχει κάτι το μυθιστορηματικό αυτή η πτώση. Δεν είναι μόνο τα πενιχρά 4.000 αντίτυπα, σε σύγκριση με τα 100.000+ στις καλές εποχές, ούτε αυτή η αίσθηση παντοδυναμίας, η αυταπάτη ότι είσαι για πάντα αειθαλής, γνώρισμα μιας κουλτούρας life style που αρνείται να γεράσει και γι’ αυτό γερνώντας χάνει κάθε στυλ. Δεν είναι ούτε μόνο η αδυναμία επικοινωνίας με τις ετερόδοξες, αυθάδεις και τολμηρές τάσεις της σημερινής εξατομίκευσης. Είναι κυρίως η απεγνωσμένη, και μάταιη, άμυνα του λευκού προνομιούχου αρσενικού που βλέπει να κλονίζεται το μονοπώλιο που κάποτε, στην εποχή της λάμψης του, διέθετε στη διαμόρφωση των «τάσεων» – είτε μιλάμε για το μέσο είτε για το μήνυμα. Και προσπαθεί με τα υλικά που του είναι οικεία να κινητοποιήσει ένα νέο εθνικό glamour (λ.χ. με τους περίκλειστους γυάλινους ουρανοξύστες και τις gated communities της αθηναϊκής ριβιέρας, με την «ακτογραμμή της Αθήνας [που] ζει την επανεκκίνησή της μέσα από μεγάλες επενδύσεις κορυφαίων projects», στο κατά βάση διαφημιστικό κείμενο του Θανάση Διαμαντόπουλου «Athens riviera», με το οποίο κλείνει το τεύχος) – υλικά που όμως, μετά από μια καταθλιπτική δεκαετία, δεν αφορούν κανέναν πια.
Αν συγκρατήσουμε κάτι από αυτό το νέο, αλλά τόσο παλιό, εγχείρημα είναι η μελαγχολική αναπόληση των καλών εποχών, μια προσπάθεια να δικαιωθούν αναδρομικά, αλλά ενάντια στο ρεύμα της σημερινής εποχής. Μια προσπάθεια αναστοχασμού των roaring ’90s, σε στυλ Φιτζέραλντ: «Μια κοινωνική επανάσταση με γκλίτερ, περιχυμένη με ροζ σαμπάνια. Πράγματι. Η ζωή, ευτυχώς ή δυστυχώς, αλλάζει, ο κόσμος προοδεύει με τις μόδες. Όχι με τα μανιφέστα» (Χ. Χωμενίδης, «Τρυφερές ήταν οι νύχτες μας», στο ίδιο τεύχος). Που όμως θυμίζει εν τέλει τον σεβάσμιο καθηγητή Άισακ Μποργκ στις «Άγριες φράουλες» του Μπέργκμαν, ο οποίος –με μια κάποια θλίψη και συστολή ωστόσο εκείνος– λέει στην παρέα νεαρών: «Θα ήθελα να μαθαίνω τα νέα σας». Έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου. Για να το πούμε με τον τρόπο του Π.Κ., «η ζωή είναι μικρή για να γερνάς τόσο θλιβερά».
Social Links: