Θεσσαλονίκη, 2008. Ένα κινητό χτυπά. Ο ήχος κλήσης ξεκινά με ένα ρυθμικό τέμπο που θυμίζει κάτι από Strokes και 70ς ή μάλλον belated 60ς. Ποιο τραγούδι είναι αυτό; Το Fake…

Το γαλαξιακό ταξίδι των Arctic Monkeys: πώς ο Alex Turner έβαλε στην ίδια πρόταση την ποπ και την ποίηση

Θεσσαλονίκη, 2008. Ένα κινητό χτυπά. Ο ήχος κλήσης ξεκινά με ένα ρυθμικό τέμπο που θυμίζει κάτι από Strokes και 70ς ή μάλλον belated 60ς.

  • Ποιο τραγούδι είναι αυτό;
  • Το Fake Tales of San Francisco των Arctic Monkeys.
  • Των ποιών;

Η μπάντα, προφητικά,  είχε μετατρέψει αυτή τη σκηνή σε τραγούδι, ένα χρόνο πριν, με το ομώνυμο άσμα και εμείς θα διηγούμαστε στα εγγόνια μας μια εποχή όπου οι περισσότεροι δεν γνώριζαν την ύπαρξη των Arctic Monkeys.

 

Οι Arctic Monkeys μετρούν κάτι παραπάνω από δεκαετία σκηνικής παρουσίας και έχουν διαγράψει μια ηχητική τροχιά που ξεκίνησε από το παίχτε-και-λίγο-πανκ Whatever people say I am that’s what I’m not και κατέληξε στον αστρικό, τελευταίο τους δίσκο Tranquility Base Hotel + Casino. Η γεωγραφική μετατόπιση σημειώθηκε από το Sheffield Sex City του Jarvis Cocker στο L.A. την la la land των ονείρων και η μουσική ταυτότητά τους εξελίχθηκε αναλόγως. Το σημείο καμπής αυτής της τροχιάς στάθηκε ο δίσκος AM, που αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο (pun intended) στην εκτόξευση της φήμης τους. Τους έβαλε για τα καλά στο ραδιόφωνο, σε παγκόσμιο επίπεδο, σε σημείο που αυξήθηκε κατακόρυφα η μανία για την μπάντα και προς τους δύο πόλους: κάποιοι που δεν τους άκουγαν, ξαφνικά τους λάτρεψαν και κάποιοι νομίζουν ότι θα κάνουν σεπούκου την επόμενη φορά που θα ακούσουν το ύπουλο riff του Do I Wanna know. Αυτά βέβαια σας τα έχουν ξαναπεί, ενώ τα reviews του νέου δίσκου, που συνεχίζουν να αναπαράγονται με γεωμετρική πρόοδο, καταγράφουν τον διχασμό του κοινού και τους κατά γενική ομολογία διθυράμβους των κριτικών, που αξιολογούν τον τελευταίο δίσκο ως το καλύτερό τους μέχρι σήμερα.

 

 

Η pop και με αυτό εννοούμε η κάθε popular μουσική έχει ως κυρίαρχο στοιχείο προφανώς την δημοφιλία της. Η εκτεταμένη δημοσιότητα που λαμβάνουν οι καλλιτέχνες της και τα τραγούδια τους, δίνει στους οπαδούς της – μεταξύ άλλων – μια αίσθηση κοινοκτημοσύνης ως προς τη μουσική που τα είδωλά τους παράγουν. Εν ολίγοις, η αποθέωση που παρέχει το κοινό εξαργυρώνεται με μια εντύπωση δικαιώματος να κρίνει κανείς τον καλλιτέχνη και τις επιλογές του, σαν να είναι κάποιος ‘’δικός του’’. Οι αξιώσεις που έχουν για το κάθε επόμενο άλμπουμ οι μανιακοί υποστηρικτές, αγγίζουν το όριο της νεύρωσης – ξέρουν καλύτερα από τον καλλιτέχνη τι και πώς θα έπρεπε να έχει κάνει. Κι αυτό που οφείλει να κάνει ο καλλιτέχνης που σέβεται τη μαύρη counter-pop ψυχούλα του είναι ακριβώς να μην σεβαστεί αυτή την οπαδική μονομανία. Κανείς ποτέ δεν έμεινε στη μουσική ιστορία επειδή σεβάστηκε τις καταβολές του με πειθήνια επαναληπτικότητα. Κι ο Alex Turner των Arctic Monkeys δεν έχει δημιουργήσει τυχαία τη φήμη ενός καλλιτέχνη που είναι απορίας άξιο τα τελευταία χρόνια τι σκέφτεται, τι πίνει, τι του συμβαίνει τελοσπάντων. Η υπόκλιση των κριτικών μπροστά στο νέο άλμπουμ, που δε γονάτισε υπό το βάρος του υπερεμπορικού AM, δεν είναι στην τύχη. Μετά το AM όλοι περίμεναν στους δέκτες τους για μια καλύτερη, πλην όμοιας υφής, συνέχεια. Πιθανότατα οι αρκτικές μαϊμούδες δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν από το να επαναλάβουν τον ήχο και το θρίαμβο και να ανοιχτούν  βαθύτερα στη φήμη και το χρήμα. Όμως, επέλεξαν να τσακίσουν τον ορίζοντα προσδοκιών μας με τον καλύτερο τρόπο – δεν επέκτειναν τον υπάρχοντα ουρανό, δεν βυθίστηκαν παρακάτω. Έφτιαξαν έναν καινούριο.

Στο Tranquility Base Hotel + Casino o Turner φαίνεται να σουλούπωσε την άτσαλη προσγείωση του στο να είναι rock star, η οποία είχε λάβει κάποιες αμήχανα αστείες διαστάσεις στον δεύτερο δίσκο των The Last Shadow Puppets (side project του με τον Miles Kane, που προσπαθεί υπερβολικά να γίνει Turner με άδικα αποτελέσματα και για τους δύο). Επίσης, δημιουργεί πολύ καλύτερα με τους Monkeys, κι αυτό ξεθολώνει κάπως την εντύπωση πως είναι ο μοναδικός παίκτης σε οποιαδήποτε από τις δύο μπάντες και να βρίσκεται. Ναι, εκείνος είναι το προϊόν προς κατανάλωση, εκείνος είναι η ψυχή, αλλά το αποτέλεσμα είναι αλλιώτικο υπό την επιρροή του crew του από το Sheffield. Σ’ αυτό το δίσκο, κάθισε στο πιάνο και καλογυάλισε όσο ποτέ άλλοτε τα φωνητικά του, που περνούν την πιο διαστημική εποχή τους. Μετά από μια μουδιασμένη αναφορά στη νέα του ζωή στο Star Treatment – όπως κάθε rock star που θα κάνει την αναμενόμενη ομφαλοσκόπησή του δημόσια – επιλέγει ένα τοπίο που μας αφορά σήμερα καλύτερα από ποτέ. Η ανθρωπότητα έχει εποικήσει τη Σελήνη και το περί ου ο λόγος ξενοδοχείο παίρνει το όνομά του από την Mare Tranquilitatis, μια μη-θάλασσα από βασάλτη που υπάρχει πράγματι στο φεγγάρι. Οι στίχοι  καταπλέουν σε νέον χρώματα, υπαινικτικές αναφορές στην κυριαρχία των σόσιαλ μίντια, στην τεχνολογία, σε μια λεπτή δυστοπία, που διατηρεί το προνόμιο της υλικής της ουτοπίας και στην αιωνιότητα – ή θα έπρεπε να πω στη διαχρονία – των αισθημάτων ακόμα και σε αυτή την οδύσσεια του διαστήματος. Ακόμα κι αν αδυνατεί κανείς να ακούσει το άλμπουμ (και με τη βεβαιότητα ότι το μέχρι στιγμής χιτάκι Four Stars out of Five είναι ο κοντινότερος συγγενής του AM κάτι από hip-hop στο τέμπο του), είναι το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι, το αριστουργηματικό Batphone και το απωθημένο Ultracheese που θα έφταναν να σώσουν την κατάσταση και να περάσουν το Tranquility Base Hotel + Casino στην ποπ αιωνιότητα.

 

Είναι σίγουρο ότι η υποκειμενικότητά μου απλώνεται από άκρη σε άκρη αυτού του άρθρου, καθώς ήμουν και είμαι πιστή οπαδός των αρκτικών μαϊμούδων με αμείωτο ενδιαφέρον από το 2006, ακόμα και αν η πίστη μου κλονίστηκε δις (πρώτα με το δίσκο Humbug και μετά με το Suck it and see), πράγμα καθόλου ανησυχητικό αφού και της δύο φορές  οι επανειλημμένες ακροάσεις μου επέστρεψαν άθικτη την ίδια πίστη. Γι’ αυτό και θέλω να σταθώ σε αυτό που νομίζω ότι παραμένει αναλλοίωτο γύρω από την ικανότητα των Arctic Monkeys να εξελίσσονται. Δεν ξέρω αν είναι το μυστικό της επιτυχίας τους, άλλωστε η επιτυχία είναι πολύ φευγαλέα για να προέρχεται από ένα μόνο παράγοντα, είναι όμως μια σταθερά που τους ξεχωρίζει από την κοινοτοπία: οι στίχοι. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε ότι η ποπ σκοτώνει την ποίηση. Επειδή μας διακρίνει η συνέπεια λόγου, σε αυτό το κεφάλαιο θα δούμε πώς ο Alex Turner έγινε ο Ιησούς Χριστός Σουπερστάρ της ποπ και ανέστησε τη σχέση της με την ποίηση. Καθώς μετράνε λίγα εικοσιτεράωρα από την άφιξη των Arctic Monkeys στην Ελλάδα για την πρώτη τους συναυλία στη χώρα, προσηλωνόμαστε προσεκτικά να αφουγκραστούμε αυτό που τους προσδιορίζει με τη σταθερότητα του αληθινού βορρά.

Οι Arctic Monkeys είναι μια μπάντα που έφτιαξε τη συνέχειά της με ειλικρινείς πειραματισμούς και με άξονα – γύρω από τον οποίο εξελίσσεται το ροκ ν ρολλ helter skelter – τους στίχους του Turner. Βέβαια, αυτό δεν αποτιμάται εύκολα, γιατί οι στίχοι είναι συνήθως ο φτωχός συγγενής της μουσικής. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν συγκρατούν ή δεν ακούνε καν τους στίχους, αυτό που αποζητούν είναι η μουσική πρώτα και τα άλλα έπονται. Δεν είναι παράλογο, η μουσική χτυπάει το θυμικό με ηλεκτρικό ρεύμα. Μπορείτε να βάλετε οποιονδήποτε άφωνο αριστουργηματικό δίσκο και να καταλήξετε να κλαίτε γοερά ή να νιώσετε ελαφρείς, σαν να αιωρείστε. Η μουσική αποδίδει αυτό που δεν λέγεται και είμαστε γεμάτοι από πράγματα που δεν λέγονται. Αν δεν ήταν έτσι άλλωστε, η κλασική μουσική θα είχα θαφτεί κάτω από το βάρος της ιστορίας. Ο στίχος είναι μια διανοητική διαδικασία. Πρέπει να τον αναγνώσει κανείς, να τον αποσυνθέσει, να τον ερμηνεύσει, να τον ανακαλέσει. Προϋποθέτει συχνά κάποια γνώση και ανατέμνει το υπερατού της μουσικής: το ότι μπορεί να γίνει κατανοητή από οποιονδήποτε έχει την αίσθηση της ακοής. Ο στίχος απαιτεί μια γλώσσα και η γλώσσα είναι κώδικας. Αν δεν αγαπά κανείς τις αποκωδικοποιήσεις μπορεί και να τα παρατήσει.

 

Ξέρω ξέρω, αυτός ο κόσμος και η ποπ κουλτούρα του έχουν σηκώσει στους ώμους την ποίηση του Bob Dylan και του Leonard Cohen και κάπου εκεί έξω, κάποιος φαν των Bad Religion αυτοπυρπολείται στην ιδέα ότι επαινείται ο Alex Turner για τη στιχουργική του. Ας αφήσουμε όμως την έννοια των συγκρίσιμων μεγεθών στην άκρη, ας αφήσουμε τα πολύ ψηλά ή ψιλά νοήματα για τους ποιητές και τα ιδεολογικά ξεσπάσματα της πανκ στους ειδήμονες. Για αυτό που κάνει ο Turner, για την ελαφριά, κυρίως ερωτική, ποπ ποίηση που γράφει, είναι απολύτως κατάλληλος, επιτήδειος και πνευματώδης. Είναι ένας ποιητής, rock ‘n’ roll, αλλά ποιητής. Υπάρχει και αυτή η ποίηση, η τερνερική και δεν την κάνει καθόλου λιγότερο ποίηση η όποια ελαφρότητα ύφους ή περιεχομένου. Όσον αφορά την ίδια; Εξακολουθώ να πιστεύω ότι για τους μη Βρετανούς, συχνά οι AM διαβάζονται μόνο με το λεξικό υπό μάλλης ή πάντως με ένα google search για να καταλάβει κανείς τις πολλαπλές πλάγιες αναφορές του Turner σε μια σειρά πολιτισμικών δεδομένων που μας διαφεύγουν κυρίως λόγω εθνικότητας ή ηλικίας, αλλά και για άλλους λόγους. Οι αναφορές είναι χιλιάδες, για όσους ενδιαφέρονται να τις αναγνώσουν. Πώς αλλιώς θα μαθαίναμε δηλαδή, μεταξύ άλλων, ότι το πλήθος των κορακιών στα αγγλικά λέγεται murder of crows και τι εστί Munster Koach. Το geekiness του Τέρνερ είναι πάντα παρόν, ακόμα και μετά τις επάλληλες εποχές μπριγιαντίνης, ναρκωτικών και υπερχείλισης της φήμης, με λέξεις που συνθέτουν σπαζοκεφαλιές, υπέροχα άχρηστες πληροφορίες και συνυποδηλώσεις. Ακόμα κι όταν απορεί κανείς ‘’τι θέλει να πει ο ποιητής’’ όταν αναφωνεί cheeseburger στο τραγούδι She looks like fun, η πραγματική εξήγηση είναι εξίσου αψυχολόγητη όσο και η υποψία ότι εμπνεύστηκε από την εμπειρία του στο live με τους TLSP το 2016 στο Rockwave. Πάντως, για να επιστρέφει φέτος, δεν πτοήθηκε.

 

Και για του λόγου το αληθές, ακολουθεί μια μικρή λίστα από ενδεικτικά στιχουργικά στολίδια από τους προηγούμενους δίσκους των Arctic Monkeys :

  • The Jeweller’s Hands

‘’Fiendish wonder in the carnival’s wake/ Dull caresses once again irritate/ Tread softly stranger/ Move over toward the danger that you seek.‘’  Έτσι ξεκινά ο Turner να αφηγείται την απλοϊκή ίσως ιστορία μιας απιστίας (affair που λένε και στο Κάτω Σέφιλντ) με αλάνθαστη όμως ποιητική κλίση. Μουσικά, θα μπορούσε να είναι τραγούδι σε ταινία James Bond.

  • Cornerstone

Το καλύτερο video-clip τους, το καλύτερο video-clip όλων των εποχών πιθανότατα. Ένα τραγούδι για τη δυσκολία του να ανακάμπτει κανείς από έναν απόλυτο αποχωρισμό του άλλου. ‘’Tell me where’s your hiding place/ I’m worried I’ll forget your face/ And I’ve asked everyone/ I’m beginning to think I imagined you all along.’’ Ψάχνει την κοπέλα σε κάθε νέα κοπέλα που γνωρίζει μέχρι που στο ‘’Cornerstone’’ βρίσκει το κοντινότερο αντίτυπο, την αδερφή της. Η σκωπτική διάθεση του τραγουδιού παίρνει άλλο χρώμα, υπό την πληροφορία ότι στο Sheffield, όπου μεγάλωσε ο Turner υπάρχει το Cornerstone Counselling & Therapy Center.

  • 505

‘’Middle of adventure, such a perfect place to start.’’ Στο 505, μπορείς να ανακαλέσεις το σχηματικό SOS ενός ερωτικού χωρισμού και το κλείσιμο του ματιού στο Flight 505 των Rolling Stones. Για κάτι πιο ποπ, φρόντισε η Dua Lipa, όταν αποφάσισε να αντιστρέψει το ‘’I probably still adore you with your hands around my neck’’ στο Hotter than Hell.

  • Love is a laserquest

Ένα τραγούδι γραμμένο μάλλον για την Alexa Chung. Ένα τραγούδι από αυτά που έκαναν όσους αγάπησαν την μπάντα για τα νευρώδη δύο πρώτα άλμπουμ τους να απογοητευτούν οικτρά. Ένα τραγούδι από αυτά που ατσάλωσαν την εντύπωση ότι ο Turner είναι πώς να το κάνουμε ποιητής. Η μουσική σχεδόν δεν υπάρχει, έχει καταβυθιστεί στο φόντο, στα στοιχειώδη. Μπροστά μένει η πρόζα σαν μια λιτή απαγγελία, και η διαφυγή από το γλυκανάλατο στο γλυκόπικρο εξασφαλίζεται από την ειλικρίνεια της συναισθηματικής κατάθεσης. Αδυνατώ να διαλέξω στίχο, ακούστε προσεκτικά.

  • No1 Party Anthem

Ο Turner είχε πάντα το νου του στα πάρτυ και την dolce vita, από τα χρόνια του Dancing Shoes και του I bet that you look good on the dancefloor. Εδώ επιστρέφει για ένα τελευταίο chapeau στα χρόνια της βρετανικής νιότης, Κάνει λογοπαίγνια για σηκωμένους γιακάδες (‘’like antenna’’ που ακούγεται και ως ‘’like Cantona’’), μας μαθαίνει τι είναι το Gallic shrug και το par for the course και καταγράφει όλη την αμηχανία μιας διάχυτα ερωτικής ατμόσφαιρας. Στον ύμνο των πάρτυ, ο Turner διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο από σκόρπισμα όταν είσαι νέος και είναι ακριβώς αυτή η λανθάνουσα απελπισία (‘’Call off the search for your soul, or put it on hold again’’) που μεταμορφώνει τις εμπειρίες σε κάτι που αργότερα θα κριθεί ανεκτίμητο.

Όσο για το Tranquility Base Hotel + Casino, σε κάποια κάψουλα-κατοικία στον Άρη, οι άνθρωποι του μέλλοντος θα παρακολουθούν τις προσπάθειες του Turner να αφηγηθεί το διαγαλαξιακό μέλλον με την ίδια παιχνιδιάρικη συγκατάβαση που βλέπουμε σήμερα την εικόνα του Blade Runner για το πολύ κοντινό μας 2019. Κάθονται στο μινιμαλιστικό τους σαλόνι, γεμίζουν τα ποτά τους με παγάκια που δεν έχουν σημείο τήξης και βάζουν το δίσκο να παίζει. Η μουσική διαχέεται στο χώρο ενώ έξω από το παράθυρο βλέπουν άλλη μια εκτόξευση, κουνώντας το πόδι ρυθμικά.