Χρήστος Τριανταφύλλου Υποθέσεις όπως η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ανοίγουν περισσότερα θέματα απ’ όσα κλείνουν. Την απόλυτη ευθύνη για όσα συνέβησαν την έχουν αυτοί που τον δολοφόνησαν, μέρα μεσημέρι,…

Κρατώντας ζωντανή τη φλόγα του Ζακ Κωστόπουλου

 

Χρήστος Τριανταφύλλου

Υποθέσεις όπως η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ανοίγουν περισσότερα θέματα απ’ όσα κλείνουν. Την απόλυτη ευθύνη για όσα συνέβησαν την έχουν αυτοί που τον δολοφόνησαν, μέρα μεσημέρι, αυτοί που κλωτσούσαν με μανία έναν ανήμπορο άνθρωπο που ήταν πεσμένος ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά· αυτοί που έβγαζαν με κάθε κλωτσιά το άχτι τους για κάθε τι που τους ενοχλούσε –για κάθε μετανάστη που δεν είναι Έλλην Χριστιανός Ορθόδοξος, για κάθε ομοφυλόφιλο που γεμίζει το μυαλό των παιδιών μας με ανωμαλίες, για κάθε οροθετικό που τολμάει και κυκλοφορεί ανάμεσά μας, αντί να πέσει στον Καιάδα και να μας απαλλάξει από τη θλιβερή ύπαρξή του· αυτοί που σκοτώνοντας έναν άνθρωπο ένιωσαν για λίγο κυρίαρχοι, ένιωσαν την πρέζα της εξουσίας να τους γεμίσει γλυκά το μυαλό, ένιωσαν για λίγο σαν εκείνους που τους κάνουν κάθε μέρα κομμάτια λίγο λίγο. Παράλληλα με όσους έκαναν το έγκλημα, υπήρχαν –όπως συχνά– και αυτοί που κοιτούσαν, αυτοί που συμμετείχαν νοερά στο συμβάν, ως ακροατήριο και ως μετέχοντες σε μια τελετή εξαγνισμού του κοινωνικού σώματος και της πόλης από ανεπιθύμητα και μιαρά σώματα. Και βέβαια, υπήρξε και ένας άνθρωπος που παρενέβη για να σταματήσει τη δολοφονία –και, ω τι έκπληξη, δεν ήταν αστυνομικός.

Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα, και θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες επί σελίδων αναλύοντάς τα, φτάνοντας σε πολύ ωραία συμπεράσματα. Νομίζω, όμως, ότι εδώ αυτό που προέχει είναι να δούμε ποια είναι η κατάσταση της υπόθεσης, και τι οφείλει να τονιστεί περισσότερο. Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι σημαδούρες, και ποια σημεία πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνουν «sticky post» σε αυτή τη γραμμή πληροφοριών, εκτιμήσεων και αναλύσεων. Να δούμε, τελικά, πώς θα κρατήσουμε το γεγονός ζωντανό, πώς δεν θα ξεχαστεί μέσα σε πέντε-δέκα μέρες, όταν εμφανιστεί το επόμενο θέμα στα timeline μας.

Πρώτον, το θέμα των τεκμηρίων. Αντίθετα με μια περίπτωση όπου θα έπρεπε να συγκρίνουμε εκδοχές διαφορετικών ρεπορτάζ και να βασιστούμε σε μάρτυρες, εδώ υπάρχουν βίντεο. Νομίζω πως είναι πολύ χρήσιμο να δοθεί όσο περισσότερη έμφαση γίνεται στο υλικό αυτό, να καταγραφεί και να διαχυθεί όσο περισσότερο γίνεται. Σε αυτό άκουσα δύο ενδιαφέρουσες ενστάσεις: αφενός, ότι το ίδιο το υλικό είναι φρικτό και ότι λειτουργεί σε έναν βαθμό ως μια πορνογραφία της αποστροφής· αφετέρου, ότι με την έμφαση στο βίντεο ανοίγει ένας δρόμος για αιτήματα περισσότερων καμερών, περισσότερης καταγραφής, περισσότερου ελέγχου. Είναι και τα δύο πολύ ενδιαφέροντα επιχειρήματα, αλλά πιστεύω ένθερμα πως αυτό που προέχει τώρα είναι να βγει προς τα έξω, προς τη δημόσια σφαίρα δηλαδή, ακριβώς αυτή η ένταση της φρίκης της δολοφονίας, η απανθρωπιά των δολοφόνων και το πόσο ανήμπορος και ακίνδυνος ήταν ο Ζακ –ένας άνθρωπος που αποστρεφόταν έντονα τη βία. Τα σχετικά βίντεο είναι απλώς το καλύτερό μας εργαλείο και όπλο απέναντι στην κτηνωδία του «και τι να έκανε ο καταστηματάρχης; Έπρεπε να προστατευτεί απέναντι στον ένοπλο ληστή». Όχι, καθόλου αγαπητέ σχολιαστή του iefimerida, ο Ζακ ήταν μέσα στο μαγαζί μόνος του και ο καταστηματάρχης ήταν έξω. Το έγκλημα συντελέστηκε μετά, και το απάνθρωπο επιχείρημά σου έχει ήδη καταρριφθεί. Αυτό βέβαια δεν θα σε κάνει πιο ανεκτικό προς το διαφορετικό, δεν θα σε κάνει να νιώσεις συμπάθεια για όσους έχουν μια ζωή που διαφέρει από τη δική σου, αλλά σε τοποθετεί τελεσίδικα στη λάθος πλευρά.

 

 

Δεύτερον, το θέμα των ναρκωτικών, που το εξηγεί πολύ ωραία ο Νίκος αμέσως παρακάτω. Η ελληνική κοινωνία φαίνεται να έχει μηδενική εποπτεία του τι είναι τα ναρκωτικά, σε τι διαφέρουν μεταξύ τους, και πώς επιδρούν στον άνθρωπο. Φαίνεται να έχει μηδενική συμπόνοια για έναν χρήστη που νοσεί, και μηδενικό ενδιαφέρον να ακούσει αυτούς τους ανθρώπους. Φαίνεται να πιστεύει πως ένας τοξικοεξαρτημένος μετατρέπεται στον Hulk προκειμένου να πάρει τη δόση του –προκειμένου να μην σκίζεται στα δύο από τον πόνο δηλαδή.

Τρίτον, το θέμα της ταυτότητας του θύματος. Ομολογώ πως η αρχική μου σκέψη όταν την έμαθα ήταν ότι έχουμε μια επανάληψη της περίπτωσης της Ηριάννας –πώς γίνεται ένας «δικός μας» άνθρωπος, και όχι ακόμα ένα ανώνυμο θύμα όσων συμβαίνουν γύρω μας, να παθαίνει κάτι τέτοιο. Προβληματίστηκα για την τόση έμφαση στο ότι ήταν ακτιβιστής –δεν μιλάω φυσικά για τους δικούς του ανθρώπους, όσους τον γνώριζαν– ότι ήταν «κάποιος», και όχι ένα ακόμη «πρεζάκι». Όπως εξελισσόταν, όμως η υπόθεση, και βλέποντας την αηδία των απέναντι στο ενδεχόμενο να γίνει μάρτυρας ένας οροθετικός ομοφυλόφιλος, πιστεύω ότι είναι σημαντικό να τονιστεί το ποιος ήταν ο Ζακ και το για τι είχε αγωνιστεί. Είναι σημαντικό να προσωποποιηθεί αυτή η άγρια δολοφονία, να φανεί απέναντι σε ποιον ξέσπασε το δολοφονικό μίσος του μαγαζάτορα. Τόσο για να τιμηθεί η μνήμη του Ζακ, όσο και για να δυναμώσει η φωνή όσων αγωνίζονται για το δικαίωμά τους να μην είναι όπως τους θέλουν οι πολλοί.

 

 

Νίκος Σταματίνης

Τι σημαίνει να είναι κανείς «πρεζάκιας»; H πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό του καθενός είναι η εύκολη. Μα καλά, θα συζητάμε και για τα βασικά τώρα; Πρεζάκιας είναι ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

Μπορεί να μην είναι και τόσο ακριβές. Οποιοσδήποτε κινείται μέσα ή γύρω από τον κόσμο της νυχτερινής διασκέδασης, οποιοσδήποτε κινείται μέσα ή γύρω από το lifestyle ξέρει ότι υπάρχουν άπειρα κουλ παιδιά, άπειροι καθώς πρέπει κύριοι και κυρίες, άπειρες τηλεοπτικές περσόνες που είναι συστηματικά χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Αυτοί όμως δεν θεωρούνται «πρεζάκια», δεν υποβαθμίζουν το κέντρο, δε σιχαίνεσαι να τους ακουμπήσεις.

Οπότε στήνεται απλά και λογικά ένας πιο επαρκής ορισμός: «πρεζάκιας» είναι ο τοξικοεξαρτημένος που ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ περιθωριοποιημένος, πεταγμένος σε παγκάκια. Αυτός που δεν το συναντάς σε κουλ μαγαζιά ή σε ακριβά δικηγορικά γραφεία, αλλά στα παγκάκια της Πατησίων ή γύρω από το Πολυτεχνείο. Στην περίπτωση του «πρεζάκια», η χρήση των ναρκωτικών γίνεται η αφορμή για περιθωριοποίηση χωρίς τύψεις. Σε αντίθεση με το άτομο με αναπηρία ή με τον άστεγο που πνίγηκε στα χρέη, ο τοξικοεξαρτημένος της Ομόνοιας γίνεται ο ίδιος υπεύθυνος για την κατάσταση του. Δεν του τα έφερε η τύχη, εμείς δε θα μπορούσαμε να είμαστε σαν αυτόν. Το blame φτάνει τον «πρεζάκια» στα όρια της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο συχνή μεταφορά για τον «πρεζάκια» είναι το ζόμπι: υπόλειμμα ενός άλλοτε ανθρώπου, χωρίς σκέψεις και συναισθήματα, με κάποιες πρωτεϊκές ανθρώπινες λειτουργίες και με αποκλειστικό σκοπό ύπαρξης τη δόση του. Αυτή η οριακή του φύση, στα μάτια της κοινότητας, του αφαιρεί και οποιοδήποτε από τα δικαιώματά του. Αν ο μετανάστης δεν έχει δικαιώματα λόγω μη εντοπιότητας, ο «πρεζάκιας» δεν έχει δικαιώματα, επειδή η ηγεμονική κουλτούρα δεν τον σκέφτεται ως άνθρωπο.

Ο Ζακ Κωστόπουλος σε όλη του τη σύντομη ζωή είχε να αντιμετωπίσει αυτή την περιθωριοποίηση στο πλαίσιο της βιοπολιτικής για μια σειρά από ταυτότητες που είχε. Η περιθωριοποίηση μπορεί να ερχόταν από ξυλοδαρμούς, απειλές για ξυλοδαρμό, γέλια, bullying, μίσος, αποκλεισμό από κοινωνικές δραστηριότητες, εργασία. Μετά από όλα αυτά, σκοτώθηκε τελικά από την αγανάκτηση άλλων, αυτών που δεν μπορούσαν να τον βλέπουν μπροστά τους. Άλλωστε, πολλές φορές η εγκληματικότητα συνδέεται με την έκλυση των ηθών η οποία γίνεται αιτία και αποτέλεσμά της.

 

Κι εδώ είναι και μια περίεργη σημειολογία. Οι δύο μαγαζάτορες που χτύπησαν μέχρι θανάτου τον Ζακ κυρίως δεν ήθελαν να τον βλέπουν, θα προτιμούσαν να τον κλείσουν κάπου και να τον επιτηρούν. Ο Ζακ έπρεπε να κλειστεί σε κάποιο νοσοκομείο επειδή ήταν οροθετικός, σε κάποια φυλακή επειδή ήταν τοξικοεξαρτημένος, στο δωμάτιο του «να κάνει ο,τι θέλει», επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Τελικά, αποκλείστηκε όντως κάπου όπου επιτηρούνταν από 10-15 άτομα και σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτή την επιτήρηση. Δεν ξέρω τι έκανε μέσα στο μαγαζί. Δεν έχει και πολλή σημασία. Ο κατηγορούμενος δεν κρίνεται ένοχος για το αν διέπραξε μια εγκληματική πράξη, αλλά αφού απαντήσει στο ερώτημα «ποιος είσαι;». Kαι απάντησε με το θολωμένο βλέμμα, τα ζαλισμένα πατήματα, την αδυναμία να κρατήσει τον πυροσβεστήρα.

Μετά τη δολοφονία, μένει μια κοινωνία να αναρωτιέται πάνω στο αν πρέπει να σοκαριστεί. Μια κοινωνία που στήνει γκάλοπ για να ψηφίσει μέσα από το smart-phone αν τελικά η τιμωρία πρέπει να επιστρέψει στον 18ο αιώνα, αν κάναμε λάθος που σταματήσαμε να τιμωρούμε τα σώματα, αν τελικά η πραγματική τιμωρία θα έπρεπε εξαρχής να είναι εκδικητική. Μια κοινωνία που αναρωτιέται τελικά για την αξία της ζωής και την αξία της περιουσίας. Καλύτερα, για την αξία της ζωής ενός gay, οροθετικού, τοξικοεξαρτημένου ακτιβιστή απέναντι στη αξία των κόπων μιας ζωής ενός ηλικιωμένου καθώς πρέπει οικογενειάρχη.

Και μέσα σε όλους αυτούς τους αναστοχασμούς πάνω στη φύση της τιμωρίας υπάρχει ένα νεκρό σώμα. Ανήκει σε έναν άνθρωπο που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με τον φόβο των επιλογών του, σε συνθήκες πίεσης που ούτε που μπορώ να φανταστώ. Και μερικά σπασμένα γυαλιά. Ανήκουν στην ιδιοκτησία ενός μαγαζάτορα που έζησε μια ζωή ως κανονικός, στη χώρα που γεννήθηκε, στα ήθη που του ταιριάζουν, που μια μέρα αγανάκτησε στη θέα της κλοπής, που έβγαλε όλο το συσσωρευμένο  μίσος για όσα δεν του ταιριάζουν, μίσος που το μαγαζί δεν τον πλούτισε και αναγκάστηκε να ζει δίπλα στον πρεζάκια και όχι δίπλα στον πλούσιο που, ε, καμιά φορά είναι και αυτός χρήστης.

Και κάπως η ζωή και των δύο τους έφερε μαζί την Παρασκευή το βράδυ στην Ομόνοια, στο κέντρο και στο περιθώριο, το σώμα και τα σπασμένα γυαλιά, και κάπως η ιστορία θα γράψει “Ζακ Κωστόπουλος: κακοποιημένος μια ζωή, δολοφονημένος από μια κάποια αγανάκτηση”.

  • Social Links: