Σίγουρα υπάρχουν πολύ πιο φαντασμαγορικές πόλεις για να πει κανείς μια ιστορία. Νέα Υόρκη, Βερολίνο, Μαδρίτη, Παρίσι. Για όσους όμως και αυτά τα Χριστούγεννα ξεμείναμε, χωρίς εισιτήριο φυγής στην urbaνίλα των μεταμεσονύκτιων μπαρ και των μισοάδειων κλαμπ με λαμπάκια στο κεφάλι και κάποια φτερά και πούπουλα να παλεύουν να βάλουν μια στάχτη και μπούρμπερη στις καθ’ όλα επίπεδες ημέρες, δεν έχουμε παρά να μιλήσουμε για την Αθήνα.
Αναμειγνύοντας διάφορα είδη αλκοόλ και χορεύοντας με κλειστά τα μάτια λίγο μετά τη φέξη του ηλίου, σε ασυντόνιστο ρυθμό, σε άλλοτε ποπ και άλλοτε πιο jingle bells ροκ τόνους, φάνηκε να φορτώσαμε παραπάνω ερωτηματικά από όσα βγήκαμε για να ξεχάσουμε. Και εκείνο το μενταλιζέ κορμάκι μαζί με τη χρυσόσκονη στα μάτια, που άλλοτε κλείδωνε από μορφασμούς απορίας και άλλοτε από ρυτίδες υπερβολικού γέλιου, σκεπάστηκε με τη λεοπάρ γούνα, βγήκε από το πάρτυ και κοντοστάθηκε για λίγο στα σκαλιά του Στρέφη. Έβλεπε όλη την Αθήνα στο πιάτο, τόσο καθαρά που της αρκούσε για να χορτάσει. Είχε ξημερώσει πια. Έβγαλε από την τσάντα βιαστικά τα γυαλιά ηλίου και ενώ συνειδητοποίησε ότι τα πόδια της την έκαιγαν ακραία από τις μύτες αυτής της μπότας που είναι τόσο διαολεμένα στη μόδα τελευταία, άναψε ένα τσιγάρο. Μετά την τόση βαβούρα, τους καπνούς και τα κοινωνικά εξανθήματα που έσπευδαν να της γεμίσουν τον καρπό με τη χειρονομία του ότι συστήθηκαν ανά δέκα λεπτά διακόπτοντας τον χορό της, ήταν πλέον εντελώς μόνη της. Είχε πιει αρκετά για να βγάλει κάποιο πάγιο συμπέρασμα, όμως τι χρειάζονται κιόλας τα πάγια συμπεράσματα;
Εξάλλου, όλοι μας χρειαζόμαστε κάποιον, πολύ παραπάνω από κάποιο συμπέρασμα. Τόσο πολύ που τέτοιες μέρες, άλλοι γυρνάνε σε πρώην και άλλοι μαζεύουν κάθε μέρα όλο και πιο βιαστικά τα ρούχα τους, από άλλα, κάθε φορά πατώματα. Όλοι μας αποζητάμε μέσα σε κάποια στιγμή της μέρας μια αγκαλιά, ένα «καλημέρα, τι κάνεις;», όλοι θέλαμε να τσουγκρίζουμε σφηνάκια και να χορεύουμε το «Dance me to the end of love» κάτω από τα πεφωτισμένα αστέρια του Δήμου που όλα τα ξέρουν. Ακόμα κι αν ήταν όντως αγάπη ή απλά ένα φιλί που κράτησε κλάσματα του δευτερολέπτου και μετά άλλαξαν και οι δύο πορεία και φύγανε προς αντίθετες κατευθύνσεις. Με λιγότερο ή περισσότερο άγνωστα άτομα. Με μια θέληση κάπως να τα οικειοποιηθούμε περισσότερο. Με μια ψευδή πεποίθηση πως μπορεί και να τα ξέρουμε, να καταλαβαίνουμε τις ανάγκες τους. Με την πάγια τακτική της μετάθεσης. Με το πάγιο εργαλείο της προβολής.
Δηλαδή εγώ να σε κοιτάζω, αλλά να μη βλέπω ακριβώς εσένα και εσύ να με κοιτάζεις και να μη μπορείς να δεις ακριβώς εμένα.
Όχι να μη θέλεις, αλλά να μη μπορείς. Να έχεις γκώσει, ας πούμε, με τη μαλακία που έχεις καταπιεί τόσο καιρό και να μη μπορείς να ρουφήξεις πια ούτε λίγο. Τη λαιμαργία σχεδόν πάντα την ακολουθεί μια περίοδος ανορεξίας. Και την ανορεξία το ίδιο. Ίσως να γίνεται για να ισοσταθμίζεται κάπως το ζήτημα. Για να αντέχει ο οργανισμός, ακόμη και όταν εσύ δεν μπορείς πια να τον αντέξεις.
Η αλήθεια είναι ότι, αν είσαι αρκετά παρατηρητικός, μπορείς να διακρίνεις τις διάφορες προβολές των άλλων και έτσι να γλυτώσεις τον εαυτό σου από τις εξιδανικεύσεις της στιγμής. Από εκείνα τα λαμπιρίζοντα μάτια πάνω από ουίσκι και καπνό. Πρέπει όμως να αποδεχθείς βαθιά ότι ο καθένας κουβαλάει το δικό του φορτίο που άλλοτε μπορεί να είναι τόσο βαρύ που να τον τραβάει σαν άγκυρα κάτω και να πρέπει να σηκώσεις ένα ολόκληρο ναυάγιο για να τον δεις και άλλοτε μπορεί να μην υφίσταται καν φορτίο σε βαθμό που να καθιστά τον ηλεκτρισμό αδύνατο. Κάτι που σε ωθεί στο να ξενερώνεις να κουνήσεις ακόμα και τις λέξεις μεταξύ τους για να βγει κάποιο νόημα στις φράσεις που χρησιμοποιείς. Όπως και να έχει, δεν θα πρέπει ποτέ να έχεις αρκετές προσδοκίες. Και όχι μόνο γιατί μπορεί να μην υλοποιηθούν και μετά να ματαιωθείς, αλλά και γιατί δεν χρειάζεται όλα να έχουν μια συνέχεια, να καταλήγουν κάπου. Δεν πρόκειται πάντα περί απώλειας και δραματικών τελειών δηλαδή.
Τις μέρες αυτές, για κάποιο λόγο πετύχαινε συνέχεια στο ραδιόφωνο το τραγούδι του Baz Luhrmann «Everybody’s free to wear sunscreen». Ανάμεσα στους στίχους που γράφτηκαν από τη Mary Schmich, μια αρθρογράφο στο Chicago Tribune το ’97, φάνηκε σαν να της απευθυνόταν εμμέσως ένα new year resolution. Συγκρατούσε κάθε φορά που το άκουγε και διαφορετικό στίχο. Αυτή τη φορά, ας πούμε, έμεινε στο: «Do one thing every day that scares you. Sing. Don’t be reckless with other people’s hearts».
Μα συνήθως δεν ήταν. Παρά μόνο όταν τους φιλούσε. Τότε ένιωθε πως αλλάζει ο κόσμος. Πως ένα φιλί –ως η άλλοτε πιο προσωπική στιγμή μεταξύ δύο ανθρώπων, σύμφωνα με τον Μπουκόφσκι– μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω. Ήταν η μοναδική στιγμή στα σίγουρα που ένιωθε να χάνεται ο χρόνος και να ανοίγει η καρδιά της. Έβλεπε όμως στο ανοιγόκλεισμα των ματιών και των άλλων να ανοίγει κάτι μέσα τους. Και όταν το έβλεπε αυτό, όχι να είναι αμείλικτη με τις καρδιές των άλλων δεν ήθελε, αλλά κάτι άλλο της έβγαινε, σα να όφειλε κάπως να τις προστατεύσει.
Για να δώσει λύση σε αυτό τον προβληματισμό και για να κάνει σίγουρα ένα ξεσκαρτάρισμα στα φιλιά της, έβαλε να δει μια ταινία που είχε αμελήσει από καιρό. Η ταινία λεγόταν: «Όντως φιλιούνται» και είχε να κάνει με έναν τύπο που περνούσε μια περίεργη φάση στα ερωτικά του, θα έλεγε κανείς την περίοδο του αποφευκτικού σεξ, μέχρι που βρήκε μια κοπέλα και ερωτεύτηκαν. Τη φιλάει περισσότερη ώρα από την καθεμία. Και την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. Όχι μόνο όταν φιλιούνται αλλά και γενικά. Όταν πάει να του φύγει, όταν κάνουν βλακείες, όταν του σπάει τα νεύρα, όταν της καίει τα ρούχα. Είναι χρονικά οι στιγμές που χαμογελάει περισσότερο. Στο τέλος, χορεύουν γελώντας σε μια ταράτσα, σπάζοντας νερόμπομπες στα πρόσωπά τους.
Εάν βγάλουμε από τη μέση τις νερόμπομπες, ο χορός τους ταίριαζε αρκετά με τον χορό των Χριστουγέννων με το μενταλιζέ κορμάκι. Έπειτα λένε κάτι περίεργα για σπασμένα ρολόγια.
– Φτιάχνονται τα σπασμένα ρολόγια;
– Ναι, εάν βρουν κάποιον να τα φτιάξει.
Η απορία της ήταν εάν αυτό εν τέλει είναι λίγο ετεροκαθοριστικό ή όχι. Μα η απάντηση που πήρε ήταν πως ένα σπασμένο ρολόι πρακτικά δεν μπορεί να φτιαχτεί από μόνο του. Κοίταξε την ώρα, είχε πάει 8 παρά. Θέλοντας και μη, απόψε ξημέρωσε μόνη της. Γάμησέ το. Εξάλλου, τι χρειάζονται κιόλας τα πάγια συμπεράσματα;
Social Links: