Γκρεγκ Τζάκσον, Άσωτοι
Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς
αντίποδες, 2017
304 σελίδες
Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση της Εύας Πλιάκου στη συνάντηση με τον συγγραφέα Γκρεγκ Τζάκσον, που οργάνωσαν οι εκδόσεις αντίποδες, στις 7 Ιουνίου 2019, στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Ο Τζάκσον έχει πει ότι η λογοτεχνία μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε πόσο αυθαίρετα κι ανόητα είναι τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε και παράλληλα να δώσει σε κάποιον την ανακουφιστική αίσθηση ότι τις αντιφάσεις και το μπέρδεμα που νιώθει τα αισθάνονται και άλλοι. Μας βοηθάει δηλαδή να διαχειριστούμε κάπως τη μοναξιά μας.
Ομολογώ ότι κι εμένα η ανάγνωση των διηγημάτων μού ήταν αρκετά δύσκολη ψυχικά και φορτισμένη – και γι’ αυτό στο κείμενο έχω επιλέξει να επικεντρωθώ στους ήρωες των διηγημάτων του Τζάκσον, σε αυτούς τους Άσωτους, που όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί δεν νοούνται ως ασύδοτοι, αλλά ως εκείνοι που δεν βρίσκουν σωτηρία (άσωτοι ίσον οι χωρίς λύτρωση). Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να δείξω γιατί αυτό το βιβλίο είναι σημαντικό τόσο για την αμερικανική κοινωνία για την οποία και μιλάει, αλλά και για την ελληνική κοινωνία. Πώς κατάφερε δηλαδή ένα βιβλίο που είναι τόσο πολύ αμερικάνικο να συγκινήσει τόσους πολλούς αναγνώστες εδώ στην Ελλάδα και να τους κάνει να ταυτιστούν και να θεωρούν αυτό το έργο σπουδαία λογοτεχνία.
Φυσικά ο πιο σημαντικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι διότι στο βιβλίο του Τζάκσον αυτός που πρωταγωνιστεί δεν είναι ο τόπος, η Αμερική δηλαδή ή η Ευρώπη ή όποιος άλλος τόπος, αλλά η γενιά μας: χοντρικά, οι άνθρωποι που είναι σήμερα από 25 έως 40-45 χρονών. Οι Άσωτοι είμαστε εμείς. Βέβαια στα διηγήματά του δεν θα συναντήσουμε τη γενιά μας γενικά, θα συναντήσουμε ανθρώπους που ανήκουν στην ανώτερη μεσαία τάξη, όπως τη χαρακτηρίζει κι ο ίδιος· καλλιτέχνες, τεννίστες, δημοσιογράφους, ψυχαναλυτές, ανθρώπους διανοούμενους με την ευρεία έννοια του όρου, με μια σχετική οικονομική άνεση που μπορεί να μην προκύπτει από το επάγγελμά τους αυτό καθαυτό, μπορεί να είναι κληρονομητέα λ.χ. Ο Τζάκσον, ωστόσο, εστιάζοντας στη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη δεν μιλάει για τα προβλήματα των πλουσίων· αφορμάται από αυτούς και εξετάζει ζητήματα που αφορούν τους πάντες. Δεν έχει σημασία αν είσαι πλούσιος ή όχι, η απογοήτευση που συνοδεύει την επαγγελματική σου καριέρα είναι δεδομένη, πολλώ δε μάλλον αν η καριέρα αυτή είναι προσανατολισμένη στον καλλιτεχνικό υπό ευρεία έννοια χώρο. Όπως και η αποτυχία, ακόμη κι αν κάποτε πέτυχες. Και οι ήρωες και οι ηρωίδες των Ασώτων έχουν αυτή ακριβώς την αίσθηση της μη πληρότητας και του κενού, της ανάγκης για ένα συνεχές κυνήγι περισσότερης επιτυχίας, για παραγωγή καλύτερης τέχνης. Και αυτό –αν και δεν αναφέρεται τόσο μέσα στο ίδιο το βιβλίο– είναι φυσικά κάτι που ενισχύεται πάρα πολύ από την ύπαρξη των σόσιαλ μίντια. Αφενός υπάρχει πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα σύγκρισης με τα έργα των άλλων, αφετέρου η αποδοχή του κοινού είναι αρκετά πιο εύκολη –αλλά και πλασματική ταυτόχρονα– στο ίντερνετ, κάτι που οδηγεί στην πεποίθηση ότι είμαστε εντελώς μοναδικοί και απίστευτα σημαντικοί. Συμβαίνει δηλαδή το παράδοξο να ενισχύεται ταυτόχρονα η ανασφάλειά μας, αλλά και η προσκόλληση στην αυτοεικόνα μας και η θεώρηση του εαυτού μας ως κάτι πολύ σημαντικού.
Ακόμη ένας λόγος ταύτισής μας με το βιβλίο είναι πως η πλοκή είναι εντελώς δευτερεύουσα. Παρακολουθούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων όπως τα εκφράζουν οι ίδιοι, ο Λόγος έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακριβώς όπως και στη ζωή μας δηλαδή, δεν ξέρουμε το μέλλον ή το τέλος· το παρελθόν είναι κάτι που στο μυαλό μας αλλάζει διαρκώς, όπως λέει κι ο Ουελμπέκ, για το μόνο που είμαστε κάπως σίγουροι είναι οι σκέψεις μας την παρούσα στιγμή, οι αναλύσεις της πραγματικότητας που βιώνουμε. Πλάθουμε συνεχώς ιστορίες για τους εαυτούς μας και προσπαθούμε να τις πιστέψουμε, να βρούμε αυτό το πολυπόθητο νόημα. Όπως λέει και στο πρώτο διήγημά του ο Τζάκσον: Δεν ήμασταν ήρωες. Ψάχναμε τρόπους για να μην γίνουμε οι κακοί της υπόθεσης. Κι αυτοί οι τρόποι είναι οι ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας.
Οι χαρακτήρες του Τζάκσον χρησιμοποιούν τον Λόγο, λένε αυτές τις ιστορίες στους εαυτούς τους ψάχνοντας να βρούνε νόημα. Ψάχνουν να βρούνε νόημα επαγγελματικά, να βρούνε νόημα στις ερωτικές τους σχέσεις, στις οικογενειακές τους σχέσεις, στην ίδια τους την καθημερινότητα. Η απουσία νοήματος και η ανάγκη διαφυγής είναι που τους οδηγούν σε μια ασύδοτη χρήση ναρκωτικών ουσιών, που τους προσφέρουν αυτό το escapism. Τα ναρκωτικά γι’ αυτούς κάνουν την πραγματικότητα πιο χαρούμενη ή πιο έντονη, πάντως σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα. Μην αρχίσεις να κάνεις ναρκωτικά μόνο και μόνο επειδή είσαι ακόμα αποτυχημένος, αλλά τώρα σου φτάνουν τα λεφτά, λέει η ηρωίδα στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι παρατηρείται και στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία μια τεράστια αύξηση στη χρήση ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διασκέδαση. Κι εδώ ακριβώς φαίνεται αυτή η ανάγκη διαφυγής. Δουλεύουμε πέντε μέρες τη βδομάδα, προσπαθούμε να κάνουμε τέχνη, να είμαστε πρωτότυποι, παλεύουμε να συντηρήσουμε σχέσεις που μπορεί να μην συντηρούνται, οι φίλοι μας προχωράνε με τις ζωές τους κι εμείς μένουμε στάσιμοι (ή και το αντίθετο) και όλα αυτά πρέπει κάπως να ξεχαστούνε. Γι’ αυτό κι εμείς, όπως κι οι Άσωτοι, δεν μπορούμε πια να διασκεδάσουμε χωρίς ναρκωτικά.
Λέει σε ένα σημείο ο Τζάκσον:
Έτσι, αν κάπου είναι πιο εμφανής αυτή η περίφημη απουσία νοήματος είναι στις ερωτικές μας σχέσεις. Ο ρομαντισμός –όχι μόνο στις σχέσεις μας, αλλά και γενικά– έχει χαθεί, δεν πιστεύουμε πια στον άλλον, δεν υπάρχει ελπίδα και σωτηρία για μας και αυτό διαποτίζει και τις σχέσεις μας. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε αν οι σχέσεις κάποτε ήταν πιο ουσιαστικές ή βαθιές – και δεν έχει και σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι σήμερα σίγουρα δεν είναι, γιατί δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει θέληση και αντοχή. Βαριόμαστε πάρα πολύ εύκολα και νομίζουμε ότι έχουμε μάθει πολύ καλά πια τους εαυτούς μας και ξέρουμε να αποφεύγουμε τα λάθη μας. Η τόσο μεγάλη προσπάθεια να γίνουμε «κάποιοι», να οριοθετήσουμε αυστηρά τον εαυτό μας και τις επιθυμίες μας αποκλείει τη δυνατότητα ουσιαστικής ενασχόλησης με κάποιον άλλον άνθρωπο. Και ό,τι ανέφερα πριν σχετικά με την εργασία φυσικά ισχύει κι εδώ: η εμμονή με τον εαυτό μας, από τη μια πλευρά, σε συνδυασμό με την τεράστια ανασφάλειά μας, από την άλλη, καταλαμβάνουν τόσο πολύ χώρο μέσα μας, μας περιχαρακώνουν κι ενισχύουν τη μοναξιά μας καθιστώντας σχεδόν αδύνατη πια την πολυπόθητη ευτυχία που μπορεί ενδεχομένως να σου προσφέρει κάποιο άλλο άτομο, αν το αφήσεις.
Όλα αυτά τα συμπυκνώνει εξαιρετικά ο Τζάκσον στο παρακάτω απόσπασμα από το πρώτο διήγημά του, Ο Βάγκνερ στην Έρημο:
Είμαστε αρκετά μεγάλοι πια για να ξέρουμε μερικά πράγματα, να ξέρουμε τι συμβαίνει μετά, να ξέρουμε ότι κάνουμε σεξ και μετά ανταλλάζουμε μηνύματα και μέιλ για λίγο, και μετά έρχεσαι να με επισκεφτείς ή έρχομαι εγώ να επισκεφτώ εσένα, και αρχίζουμε να ψηνόμαστε λιγάκι και να συζητάμε τη φάση με τους φίλους μας, και μετά βαριόμαστε λιγάκι γιατί οι φίλοι μας δεν ενδιαφέρονται πραγματικά, και θυμόμαστε ότι μένουμε σε διαφορετικές πόλεις και σκεφτόμαστε: Μα ποιον πάμε να κοροϊδέψουμε ρε γαμώτο; Και μετά συνειδητοποιούμε ότι από την αρχή βαριόμασταν λίγο, και τα μέιλ και τα μηνύματα σιγά σιγά σταματάνε, και ο ένας από τους δύο που ψήνεται λίγο περισσότερο αισθάνεται πληγωμένος κι αρχίζει να δίνει στη φάση περισσότερη αξία από αυτή που της αναλογεί –γιατί αυτές οι φάσεις είναι κάτι σαν δημοψήφισμα για το πού πάει η ζωή μας, έτσι δεν είναι;– και κάπως έτσι χανόμαστε και η σκέψη και μόνο του άλλου προκαλεί μια ελαφριά πικρία ή ενοχή, ανάλογα με το ποιος είναι ποιος σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, και όταν αναφέρεται ο άλλος σε μια συζήτηση, σφίγγουμε τα δόντια και λέμε, «Ναι, τον ξέρω», ή , «Ναι, την ξέρω» – και όλα αυτά για λίγα πηδήματα που δεν θα ‘ταν καν τόσο ωραία γιατί είμαστε τύφλα και σχεδόν δεν γνωριζόμαστε και δεν το θέλουμε και τόσο πολύ ούτως ή άλλως.
Οι χαρακτήρες, λοιπόν, του βιβλίου, οι Άσωτοι, εμείς, δεν είναι άσωτοι επειδή κυνηγάνε τα χρήματα, επειδή κάνουν πολλές σχέσεις και παίρνουν πολλά ναρκωτικά. Είναι άσωτοι επειδή δεν έχουν σωτηρία· η ελπίδα έχει χαθεί. Κι έχουν την οξυδέρκεια να καταλάβουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Πολλοί έχουν συνδέσει το έργο του Τζάκσον με εκείνο του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Ενώ και οι δύο είναι απαισιόδοξοι, θεωρώ ότι η απαισιοδοξία του Τζάκσον είναι μια απαισιοδοξία συγκρατημένη. Έχει πει ο ίδιος ότι τα διηγήματά του μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος αγνωστικού κηρύγματος σε μια εκκλησία για ανθρώπους που δεν αγαπούν τις εκκλησίες και που νιώθουν αμήχανη ντροπή επειδή εξακολουθούν να νοιάζονται για τα πράγματα. Είναι σαν μάτια που προσπαθούν να δουν αστέρια τα οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχουν, μέσα σε μια κατάμαυρη νύχτα. Κι αφού βρισκόμαστε στο πεδίο των μεταφορών, θέλω να σημειώσω ότι όσο διάβαζα το βιβλίο είχα την αίσθηση ότι κι εγώ, όπως κι οι χαρακτήρες του, βρίσκομαι κλεισμένη σε ένα δωμάτιο από το οποίο δεν υπάρχει κανένας τρόπος διαφυγής, δεν υπάρχουν πόρτες και παράθυρα, δεν υπάρχει ούτε μία χαραμάδα, μία ρωγμή ως υποψία εξόδου. Έτσι είναι η ζωή μας, έτσι αισθανόμαστε, ο τρόπος όμως να βγούμε από το δωμάτιο υπάρχει και εξαρτάται μόνο από μας. Η ελπίδα δεν έχει χαθεί ολοκληρωτικά· αυτή την ανακούφιση προσφέρει η λογοτεχνία, η πολύ καλή λογοτεχνία, όπως οι Άσωτοι του Γκρεγκ Τζάκσον.
Social Links: