Είναι περίεργο να είσαι οπαδός. Ειδικά αν αντιλαμβάνεσαι τον ανορθολογισμό αυτής της πραγματικότητας. Είναι περίεργο να αγαπάς μια ομάδα σε τέτοιο βαθμό που να καθορίζεται η διάθεσή σου από το αν κερδίζει ή από το αν χάνει και, ταυτόχρονα, να ξέρεις πως τίποτε σημαντικό δεν υπάρχει σε αυτό, τίποτε δεν θα κερδίσεις ατομικά από την επιτυχία της ομάδας σου, τίποτε πέρα από το να είσαι ένας χαρούμενος θεατής. Πραγματικά, πολύ μικρό κίνητρο για να τρελαίνεσαι τόσο πολύ – και όμως, με χαρά το αποδέχεσαι.
Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να επιχειρήσει κανείς να αποδομήσει το σύνολο των οπαδικών συναισθημάτων και ψυχολογιών με γνώμονα τον ορθολογισμό. Όχι γιατί δεν θα τα καταφέρει ποτέ (κάθε άλλο, είναι μάλλον πανεύκολο) αλλά γιατί κάθε απενοχοποιημένος οπαδός έχει κάνει την επιλογή να πορεύεται ως «παντρεμένος» με αυτό τον ανορθολογισμό: «ναι, έτσι είναι», θα απαντήσει ο μέσος οπαδός στις κατηγορίες περί ρηχότητας στο να αγωνιάς «για μια μπάλα». Τα ξέρει όλα αυτά, δεν του λες κάτι καινούριο. Αυτός απλά θα συνεχίσει να γουστάρει γιατί απλά είναι έτσι (και καλά κάνει).
Αυτό φυσικά, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να ασχολείσαι με την κοινωνική πτυχή των γηπέδων – κάθε άλλο. Για την ακρίβεια, όσο πιο φανατικές είναι οι πτέρυγες μιας κερκίδας (και άρα όσο μεγαλύτερος ο ανορθολογισμός που τις διακατέχει), τόσο περισσότερο η εξερεύνηση των ορίων τους γίνεται μια διαδικασία όχι απλά γοητευτική αλλά σε τεράστιο βαθμό και ουσιαστική. Το γήπεδο, άλλωστε, είναι με πολλαπλούς τρόπους τμήμα του δημοσίου διαλόγου και υπό αυτή την έννοια, η οπαδική κουλτούρα είναι ένας τόπος που αξίζει να εξερευνηθεί.
Αυτό θα επιχειρήσει να κάνει τούτο το κείμενο, με γνώμονα πάντα τον ελληνικό οπαδικό χώρο – αυτόν ξέρουμε, για αυτόν μιλάμε.
Ο εθισμός του πετάλου
Στα πέταλα των ελληνικών γηπέδων, στα σημαντικά παιχνίδια όπου δεν πέφτει καρφίτσα, όταν μπαίνει γκολ, καθένας από τους χιλιάδες ανθρώπους που βρίσκεται εκεί κάνει ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα με όλους τους υπόλοιπους: χοροπηδάει και ουρλιάζει σαν τρελός, σαν να έχει μόλις πάθει αμόκ και να τον έχει διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα ταυτόχρονα, άναρθρες κραυγές ακούγονται ασυντόνιστα και μαζικά, η λέξη «πανζουρλισμός» βρίσκει την απόλυτη πραγμάτωσή της. Όποιος έχει ζήσει έστω και μια φορά αυτή την κατάσταση, ξέρει πως ελάχιστα πράγματα μπορούν να συγκριθούν μαζί της σε ένταση.
Φυσικά, ένα τέτοιο σκηνικό είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο: εύκολα μπορεί κάποιος να χάσει την ισορροπία του μέσα στο όλο πανδαιμόνιο, να πέσει πάνω σε κάποιον άλλο και σαν ντόμινο να κουτρουβαλιαστούν όλοι μαζί. Γι’ αυτό τον λόγο, στα πέταλα υπάρχει ένας άγραφος κανόνας: εκείνα τα δευτερόλεπτα νομιμοποιείσαι –για να μην χάσεις την ισορροπία σου– να απλώσεις τα χέρια σου και να στηριχθείς στον μπροστά σου. Ακόμη και αν δεν τον ξέρεις, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να το κάνεις. Άλλωστε, τη στιγμή που στηρίζεσαι πάνω σε έναν άγνωστό σου, αυτός ενδεχομένως να κάνει ακριβώς το ίδιο πάνω σε έναν δικό του άγνωστο και ταυτόχρονα, ένας άλλος δικός σου άγνωστος στηρίζεται πάνω σου. Τελικά, μέσω αυτής της αυθόρμητης κίνησης, άπαντες στο πέταλο εξασφαλίζουν μια ασφάλεια: χιλιάδες άνθρωποι χτυπιούνται σαν παλαβοί και, ταυτόχρονα, σαν ένα μεγάλο και αυτοσχέδιο γαϊτανάκι, μια συλλογική ισορροπία εξασφαλίζεται. Για εκείνα τα δευτερόλεπτα, υπάρχει μια κοινή συνθήκη που ενοποιεί χιλιάδες άτομα σε τέτοιο βαθμό που η αυτοπροστασία παράγεται χωρίς καν σχέδιο: έχουμε να κάνουμε με μια αυθόρμητη (μεν), ξεκάθαρη (δε) συνθήκη αλληλεγγύης.
Αυτή η αίσθηση συνύπαρξης αλλά και όσα τη συνοδεύουν είναι –ας μην έχει κανείς αμφιβολία– μια κατάσταση εθιστική, βαθιά συλλογική και ασύγκριτη: ακόμη και ο μεγαλύτερος σκεπτικιστής αναφορικά με τη γηπεδική αλλοτρίωση, ακόμη και ο μεγαλύτερος επικριτής του οπαδικού lifestyle είναι δύσκολο να μην επιθυμεί να την ξαναζήσει με την πρώτη ευκαιρία. Και κάπως έτσι, όλοι όσοι κατανοούν τον ανορθολογισμό του οπαδικού φανατισμού αλλά ταυτόχρονα έχουν αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού τους να καθορίζεται από το γεγονός ότι υποστηρίζουν με θέρμη μια ομάδα, αναμετρώνται με πολύ δύσκολες εσωτερικές αντιφάσεις: αν γνωρίζεις και αποδέχεσαι όλες τις προβληματικές που έρχονται σετ με τον οπαδισμό, για ποιον διαολεμένο λόγο καταλήγεις να γουστάρεις τόσο πολύ –έστω και μεμονωμένα– τις άγριες, πρωτόγονες οπαδικές στιγμές σου; Η απάντηση, φυσικά, έχει ήδη δοθεί: είναι εθιστικές οι γαμημένες.
Θα μπορούσε κανείς να μιλάει για ώρες και να φέρνει διαρκώς επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η ασχημάτιστη και μπερδεμένη οπαδική κουλτούρα, αυτός ο τρόπος ζωής που δομείται γύρω από την αγάπη για μια ομάδα, γίνεται οικειοποιήσιμος από τόσους πολλούς ανθρώπους ανά τον κόσμο. Και κάθε επιχείρημα θα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: είναι η αίσθηση της συλλογικοποίησης, μιας τόσο καλά σφυρηλατημένης συλλογικοποίησης που, σε έναν κόσμο που καθορίζεται από την εξατομίκευση, μοιάζει τόσο πολύτιμη για να αγνοηθεί.
Όμως η συλλογικοποίηση δεν είναι από μόνη της μια αυταξία. Αντίθετα, κουβαλάει πάντα ένα περιεχόμενο, έναν σκοπό – και τελικά αυτά είναι που την ορίζουν. Να γιατί η οπαδική κουλτούρα, αν και έχει ως αφετηρία μια πέρα για πέρα υγιή ανάγκη, καταλήγει σε πολύ μεγάλο βαθμό να αποτελεί κοινωνική αρρώστια, να ενσωματώνει στο εσωτερικό της τη διάχυτη κοινωνική βία, να τη συστηματοποιεί και να την αναπαράγει με τους χειρότερους όρους. Υποφέρει από μια αρρώστια από την οποία, κατά μια απλοϊκή προσέγγισή της όλης κατάστασης, δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί ποτέ, την πλήρη αναντιστοιχία δηλαδή ανάμεσα στη μορφή της συνύπαρξης και το περιεχόμενο του επίπλαστου και ανορθολογικού διαχωρισμού: το «εμείς» διακρίνεται από το «οι άλλοι» με γνώμονα το χρώμα ενός κασκόλ. Κάτι σαν τους πάσης φύσεως πατριωτισμούς/εθνικισμούς, με τη διαφορά ότι στη δική τους περίπτωση οι διαχωρισμοί αφορούν τα χρώματα διαφορετικών εθνικών χρωμάτων.
Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που όλες οι παθογένειες του (ελληνικού στην περίπτωσή μας) πατριωτισμού μεταφέρονται στις κερκίδες. Δεν είναι να απορεί κανείς που τα γήπεδα έχουν κατακλυστεί από τον σεξισμό και την ομοφοβία, χαρακτηριστικά τέκνα δηλαδή του ελληνικής πατριωτικής κουλτούρας. Που οι κερκίδες γίνονται το πεδίο όπου άνθρωποι της εργατικής τάξης υπερασπίζονται με πάθος τα συμφέροντα μεγαλοεπιχειρηματιών – ακριβώς κατ’ αντιστοιχία με τα διαταξικά «όλοι οι Έλληνες μαζί». Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως αυτή είναι η νομοτελειακή κατάληξη μιας συλλογικοποίησης γύρω από κάτι τόσο ρηχό όσο μια ομάδα. Φυσικά, θα έκανε λάθος: αυτό είναι ένα συμπέρασμα που βασίζεται σε μια διάχυτη και πέρα για πέρα (δεν το συζητάμε…) υπαρκτή πραγματικότητα αλλά αγνοεί διαφόρων ειδών επιμέρους εκτροπές που συντελούνται στο εσωτερικό του ίδιου φαινομένου και ως εκ τούτου κάθε διαφορετική προοπτική υπάρχει ως πιθανότητα. Είναι άλλωστε η ίδια η πραγματικότητα που αποδεικνύει πως για την οπαδική κουλτούρα δεν υπάρχει μόνο ένας αντικειμενικός προορισμός.
Η πολιτική άνοιξη του ελληνικού οπαδισμού
Την άνοιξη του 2012, την εποχή κατά την οποία η Χρυσή Αυγή μπούκαρε με έναν πρωτοφανή τσαμπουκά στον δημόσιο διάλογο και κατά την οποία άπαντες μετρούσαμε αντίστροφα για την δεδομένη είσοδό της στη Βουλή, δεν ήταν λίγες οι εκτιμήσεις που έλεγαν πως το μεγαλύτερο και πιο προνομιακό πεδίο της δραστηριότητάς της θα ήταν τα γήπεδα. Το μέρος, άλλωστε, όπου ανθεί ο χουλιγκανισμός, αυτή η τόσο ανορθολογική μορφή βίας, έμοιαζε λογικό στο να μετουσιωθεί σε αδερφάκι της φασιστικής βίας. Έμοιαζε λογικό πως οι στρατιές των καθοδηγούμενων στρατιωτών των μεγαλοπροέδρων θα έκαναν σημαία τους τη διαφαινόμενη πολιτική επιλογή του κεφαλαίου στην πορεία ανασυγκρότησής του την εποχή της κρίσης: τον φασισμό δηλαδή. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε πιο περίπλοκη.
Το βράδυ κατά το οποίο επικυρώθηκε και επίσημα πως η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, το ιστορικό (πλέον) βράδυ κατά το οποίο ο Καιάδας είπε «εγέρθητι» στους δημοσιογράφους, ήταν ένα πολύ περίεργο βράδυ για τις παραδοσιακές αντιφασιστικές δυνάμεις: εκατοντάδες άνθρωποι του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού χώρου μαζευόντουσαν στα στέκια τους με έκδηλη την αμηχανία τους προκειμένου αφενός να περιφρουρήσουν τις δομές τους και αφετέρου να είναι stand-by σε περίπτωση μαζικών επιθέσεων σε μετανάστες. Εκείνο το βράδυ τελικά δεν άνοιξε μύτη. Αλλά το κλίμα που είχαν επιβάλει οι φασίστες στους δρόμους της Αθήνας, πανηγυρικό για τους ίδιους και γεμάτο φόβο για όλους τους υπόλοιπους, έμοιαζε αβάσταχτο. Το σπάσιμο αυτής της ψυχοφθόρας κατάστασης ήρθε μια μέρα αργότερα από ένα μέρος που κανείς δεν περίμενε.
Ο Ατρόμητος υποδεχόταν τον ΠΑΟΚ για την 2η αγωνιστική των playoffs του ελληνικού πρωταθλήματος. Το γήπεδο ήταν κατάμεστο από οπαδούς και των δύο ομάδων. Λίγο πριν την έναρξη της αναμέτρησης, οι οργανωμένοι οπαδοί των γηπεδούχων –οι λεγόμενοι Fentagin–, γνωστοί για το αντιφασιστικό τους προφίλ, έκαναν την αρχή φωνάζοντας «φασίστες κουφάλες, έρχονται κρεμάλες». Οι φιλοξενούμενοι οπαδοί του ΠΑΟΚ απάντησαν φωνάζοντας το ίδιο σύνθημα. Την τρίτη φορά που το σύνθημα ακούστηκε, οι δυο κερκίδες το φώναξαν από κοινού. Σύντομα, σε μια πρωτόγνωρη συνθήκη συγχρονισμού «αντίπαλων» κερκίδων, το συγκεκριμένο σύνθημα έγινε το πιο πολυακουσμένο του εν λόγω αγώνα: ανά τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στο παιχνίδι, οι κερκίδες δονούνταν από το «φασίστες κουφάλες, έρχονται κρεμάλες». Ήταν γεγονός – και για κάποιους ασύλληπτα πρωτόγνωρο: η πρώτη δημόσια και μαζική αντιφασιστική δήλωση μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή ήρθε από ένα γήπεδο…
Την επόμενη διετία, μια απρόβλεπτη αντίρροπη κίνηση εδραιώθηκε μέσα στην ελληνική κοινωνία: ενώ ο φασισμός φυσικοποιούνταν σε μια σειρά πτυχών της κοινωνικής ζωής, οι κερκίδες έπαιρναν αδιάλλακτα αντιφασιστικά χαρακτηριστικά. Και, ταυτόχρονα, μέσω του αντιφασισμού τους άρχισαν να αποκτούν ευρύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά που έμοιαζαν να ωριμάζουν με αλματώδεις όρους.
Φιλομεταναστευτικές κινήσεις, οργάνωση κοινωνικών κουζινών, συμμετοχή σε τοπικές κοινωνικές κινήσεις και σε κινητοποιήσεις του παραδοσιακού αντικαπιταλιστικού κινήματος, πολιτικοποιημένα πανό που έπαιρναν θέση για μια σειρά ζητημάτων από προοδευτική σκοπιά: οι σύνδεσμοι των οργανωμένων οπαδών βίωναν μια μεγάλη πολιτική άνοιξη και σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής αναταραχής, το οπαδικό κίνημα έπαιρνε μια θέση που έφερνε σε αμηχανία όλους τους επικριτές του. Φυσικά, όσοι παρακολουθούσαν αυτή την κατάσταση από κοντά μπορούσαν και να διακρίνουν την παγίδα στην οποία όδευε.
Οι «γαύροι» και οι άλλοι
Επρόκειτο για μια περίοδο κατά την οποία στο ελληνικό ποδόσφαιρο είχε επικρατήσει μια πρωτόγνωρη ηγεμονία από μια συγκεκριμένη ομάδα: ο Ολυμπιακός έμοιαζε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να παίζει μπάλα μόνος του. Η ομάδα του Πειραιά κατακτούσε το ένα πρωτάθλημα μετά το άλλο, είχε μετατρέψει σε παράσταση για έναν ρόλο τις εγχώριες διοργανώσεις και τους παραδοσιακούς αντιπάλους του, σε κάτι λιγότερο από κομπάρσους. Αυτή τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ίδιο και τις υπόλοιπες ομάδες, ο Ολυμπιακός την όφειλε στο γεγονός ότι ήταν η μοναδική ομάδα που είχε στην κορυφή της ιεραρχίας του οργανισμού της έναν μεγαλοεπιχειρηματία που εξασφάλιζε τη δύναμή του.
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, που εκείνη την περίοδο έκανε το απόλυτο κουμάντο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν ήταν απλά ένας πρόεδρος ομάδας, αλλά ένας παράγοντας που φιλοδοξούσε να παίξει εν γένει ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Όχι τυχαία, η κερκίδα του Ολυμπιακού ήταν το «μαύρο πρόβατο» του οπαδικού χώρου: ακόμη και σήμερα θεωρείται στίγμα της το γεγονός ότι υπήρξε η μοναδική κερκίδα που δεν ανέβασε πανό για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβρη του 2013. Κόντρα στο ρεύμα πολιτικοποίησης των ελληνικών γηπέδων, οι οργανωμένοι οπαδοί του Ολυμπιακού έκαναν σημαία τους την έννοια του No Politica, της λογικής δηλαδή πως μέσα στην κερκίδα δεν χωράνε πολιτικά γιατί έτσι διασπώνται οι οπαδοί της ομάδας. Μια έννοια που απλά καμούφλαρε την αληθινή πολιτική υπόσταση της κερκίδας του Ολυμπιακού, η οποία είχε εξόφθαλμες διασυνδέσεις με φασιστικούς πυρήνες.
Φυσικά, αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην κερκίδα του Ολυμπιακού και τις υπόλοιπες οπαδικές κερκίδες δεν οφειλόταν ούτε σε κάποιο μεταφυσικό λόγο ούτε σε κάποιο στοιχείο συντηρητισμού που υπάρχει στο DNA κάθε ανθρώπου που στηρίζει φανατικά τον Ολυμπιακό. Ο καθοριστικός παράγοντας διαφοροποίησης ήταν η διοικητική και κατ’ επέκταση αγωνιστική παρακμή όλων των αντιπάλων του. Στις ομάδες στις οποίες έλειπε ο μεγαλοπαράγοντας-μπαμπάς, η παρέμβαση των πολιτικοποιημένων ανθρώπων που σύχναζαν στα πέταλα ήταν πιο εύκολη υπόθεση και το έδαφος για κοινωνικές ζυμώσεις πιο πρόσφορο: βόλευε άλλωστε για να ξεχνιέται η κατάντια της ομάδας. Στον Ολυμπιακό που υπήρχαν αληθινά αγωνιστικά διακυβεύματα, το προφίλ της κερκίδας δύσκολα θα μπορούσε να ξεφύγει από τα «θέλω» του ιδιοκτήτη του.
Στη γηπεδική αργκό, ο χαρακτηρισμός γαύρος δεν υπήρχε μόνο για να περιγράφει έναν οπαδό του Ολυμπιακού αλλά κάτι ευρύτερο από αυτό: τον «υπάλληλο», τον πειθήνιο, εκείνον που είναι ικανός να κάνει ό,τι διατάξει ο πρόεδρος, αρκεί να ανταμειφθεί με ένα πρωτάθλημα. Οι πιο κυνικοί βέβαια ήταν σε θέση να το κατανοήσουν: αν οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού έβρισκαν τους δικούς τους «Μαρινάκηδες», η πολιτικοποίηση των γηπέδων και η ριζοσπαστική ματιά τους θα πήγαινε περίπατο και η «γαυροποίηση» θα ερχόταν και για τις υπόλοιπες κερκίδες. Πράγματι, αυτή ήταν μια σωστή εκτίμηση.
Το ακριβό τίμημα του πρωταθλητισμού
Η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ είναι δύο ομάδες με πολλά κοινά στοιχεία όσον αφορά τον ευρύτερο οργανισμό τους. Η μακρά περίοδος αποχής τους από τα πρωταθλήματα και η ταυτόχρονη, εκνευριστική διοικητική αστάθειά τους διαμόρφωσε και ορισμένες βαρβάτες αντιστοιχίες όσον αφορά την οπαδική τους βάση: το προφίλ του αδικημένου ενίσχυσε τις αριστερόστροφες παρεκκλίσεις στις κερκίδες τους, οι πολυπληθείς σύνδεσμοί τους, υπό την απουσία αληθινών αγωνιστικών διακυβευμάτων, έπρεπε να βρουν ένα νέο συλλογικό μετερίζι που να τους ενοποιεί. Το βρήκαν στην πολιτική.
Η προαναφερθείσα «πολιτική άνοιξη» του οπαδικού κινήματος είχε ως πρωτεργάτες της τους συνδέσμους του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ. Η οπαδική τους υπόσταση βρέθηκε ξαφνικά να μετράει με άλλους όρους από τους συνηθισμένους: από ένα σημείο και μετά, το ζήτημα δεν ήταν (απλά) το ξελαρύγγιασμα για την ομάδα αλλά και η κοινωνική δυναμική των συνδέσμων τους. Μέχρι που τα αγωνιστικά διακυβεύματα έπαψαν να είναι απόντα. Τότε η μετάλλαξη υπήρξε ραγδαία.
Η είσοδος Μελισσανίδη και Σαββίδη στη διοίκηση της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ, αντίστοιχα, προσέδωσε στις δύο ομάδες προοπτικές πρωταθλητισμού: ο Ολυμπιακός του Μαρινάκη θα είχε, επιτέλους, ουσιαστικούς αντιπάλους. Τα αντανακλαστικά ενός κομματιού των κερκίδων τους που βρίσκονταν stand-by για να αντιτεθούν στην πιθανότητα της «γαυροποίησης» κατάφεραν μεν να διασώσουν ορισμένες λεπτομέρειες, αλλά η μετάλλαξη του πυρήνα της φυσιογνωμίας τους ήρθε σχεδόν αυτόματα: σύντομα, τόσο η Original όσο και η Θύρα 4 άφησαν στην άκρη τις ιδεολογικές αξίες και ταυτίστηκαν με τα συμφέροντα των προέδρων τους.
Η μετάλλαξη αυτή μόνο ανεξήγητη δεν είναι: σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του ελληνικού ποδοσφαίρου, όπου η έννοια του πρωταθλητισμού είναι μια διαδικασία σε ευθεία διαλεκτική με τη σύγκρουση ευρύτερων επιχειρηματικών συμφερόντων, η ικανοποίηση της «δίψας» για αγωνιστικές επιτυχίες είναι εξαιρετικά δύσκολο να αυτονομηθεί από την ταύτιση οπαδικών συνδέσμων-προέδρων. Από τη στιγμή κατά την οποία οι δύο «δικέφαλοι» έγιναν ομάδες πρωταθλητισμού, η επιστροφή των κερκίδων τους στις παραδοσιακές χουλιγκανίστικες φόρμες του ελληνικού οπαδισμού ήταν αναμενόμενη. Το βασικό ερώτημα, φυσικά, είναι άλλο. Ήταν και νομοτελειακή;
«ΑΕΚ σ’ αγαπώ, Original σε λατρεύω»
Για πολλά χρόνια, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι και τις αρχές των ’10s, στις τάξεις των οργανωμένων οπαδών της ΑΕΚ (για την ακρίβεια, εκείνων που ανήκαν στην Original, τον μεγαλύτερο σύνδεσμο δηλαδή οργανωμένων ΑΕΚτζήδων), υπήρχε ένα σύνθημα που συνόψιζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αυτοί αντιλαμβάνονταν την οργάνωσή τους: «ΑΕΚ σ’ αγαπώ, Original σε λατρεύω».
Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία μπόλικος κόσμος που στήριζε την ΑΕΚ εκτός Original έκανε μια κριτική στην τελευταία, που η ίδια ωστόσο αποδεχόταν με χαρά για τον εαυτό της: ήταν μια κριτική που έλεγε πως ο σύνδεσμος έκανε πολιτική με βάση τον εαυτό του, ότι φώναζε την άποψή του με τέτοια ένταση σαν να αξιώνει να είναι ίσης βαρύτητας με την άποψη της επίσημης ΑΕΚ. Ως τμήμα αυτής της κριτικής χρησιμοποιούνταν και τα συνθήματα που έλεγε η Original, στα οποία πολλές φορές η αποθέωση του εαυτού της συνυπήρχε μαζί με την αποθέωση της ΑΕΚ, γεγονός που έδειχνε πως η Original δεν αντιλαμβανόταν τον εαυτό της απλά ως μια ομάδα ανθρώπων που υποστήριζαν την ΑΕΚ, αλλά ως μια ομάδα ανθρώπων που συναποτελούν την ΑΕΚ – σαν κάτι εσωτερικό και όχι σαν κάτι εξωτερικό της ομάδας.
Η Original όχι απλά δεν αρνήθηκε ποτέ πως, πράγματι, αυτό κάνει αλλά ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας της προωθήθηκαν από την ίδια ως δομικά για την ίδια την ύπαρξή της. Το «ΑΕΚ σ’ αγαπώ, Original σε λατρεύω» ξένισε πολλούς: ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι που τολμούσαν να λατρεύουν τους εαυτούς τους, αλλά «απλά» να αγαπάνε την ομάδα τους; Αν κρίνουμε, ωστόσο, αυτή τη φράση έξω από τα «πρέπει» του οπαδισμού, δύσκολα θα μπορούσαμε να αρνηθούμε την υγεία του σκεπτικού της.
Όταν άλλωστε ένα σύνολο ανθρώπων συλλογικοποιείται γύρω από μια κατάσταση (τη στήριξη στην ΑΕΚ στην προκειμένη περίπτωση), τι ποιο φυσικό από το να αποκτά αυτή η συλλογικοποίηση χαρακτηριστικά αυτονόμησης από την κατάσταση που αρχικά την συγκρότησε; Όταν περνάς έναν αξιοσημείωτο χρόνο της καθημερινότητάς σου συναναστρεφόμενος με συγκεκριμένους ανθρώπους, όταν καλείστε όλοι μαζί να μαζέψετε λεφτά για το νοίκι του συνδέσμου, όταν ταξιδεύετε παρέα στο ίδιο πούλμαν για να πάτε σε ένα γήπεδο μακριά από το σπίτι σας, όταν φωνάζετε μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο στο πέταλο μιας κερκίδας, όταν συνυπάρχετε εκ νέου στο πούλμαν της επιστροφής και μοιράζεστε την ίδια χαρά ή την ίδια λύπη για το αποτέλεσμα της ομάδας και, κυρίως, όταν έχεις επιλέξει αυτή τη συνύπαρξη και δεν την αλλάζεις με τίποτα, είναι δυνατόν να μπορείς να ακολουθήσεις αυτό τον τρόπο ζωής αν δεν τον λατρεύεις; Προφανώς, όλα αυτά εκκινούνται από την αγάπη για μια ομάδα, αλλά όσο και αν αγαπάς την όποια ΑΕΚ, είναι μάλλον φυσικό και επόμενο να λατρεύεις την όποια Original.
Αυτό το κείμενο δεν επιχειρεί να εξιδανικεύσει και να ρομαντικοποιήσει καταστάσεις αναφορικά με τους οπαδικούς συνδέσμους: η Original, παρά τον ρομαντισμό που απέπνεε για χρόνια, δεν έμεινε ανέγγιχτη από τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν τον οπαδικό χώρο ούτε τις απέβαλε ποτέ από μέσα της – κάθε άλλο. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο, όταν η ΑΕΚ απέκτησε διοικητική σταθερότητα, αυτός ο ρομαντισμός ξέφτισε. Όχι, αυτό το κείμενο δεν θα βγάλει αγγελικά πλασμένους τους συνδέσμους. Ταυτόχρονα όμως, δεν θα δαιμονοποιήσει την ίδια την ύπαρξή τους μέσα από τις υπεραπλοϊκές, κοινωνιολογικές ξεπέτες που πολλοί χρησιμοποιούν όταν αναφέρονται στους οπαδούς.
Είναι γνωστές οι παθογένειες των συνδέσμων και όλα τα προβληματικά χαρακτηριστικά που τους συνοδεύουν. Είναι λάθος όμως να αρνείται κανείς να δει πως στο πλάι αυτών των προβληματικών χαρακτηριστικών δομούνται συλλογικοποιήσεις και αισθήματα συνύπαρξης που περισσότερο από το να υπερτονίζεται η μερικότητά τους, είναι προτιμότερο να εξερευνηθούν οι δυνατότητές τους. Και είναι εξαιρετικά πρόσφατη η περίοδος κατά την οποία άνθρωποι βρισκόντουσαν στον δρόμο σε λαϊκές κινητοποιήσεις με την οπαδική τους ταυτότητα (στα συλλαλητήρια υπέρ του «Όχι» το 2015, για παράδειγμα) ή ενίσχυαν περιφρουρήσεις τοπικών κινηματικών δομών απέναντι στη φασιστική απειλή, για να κλείνουμε τα μάτια σε αυτές τις δυνατότητες.
Κάτω οι «πατρίδες», ζήτω οι συλλογικότητες!
Τα γήπεδα είναι μικρογραφίες κοινωνιών και οι ομάδες μικρογραφίες κρατών. Άνθρωποι διαφορετικών τάξεων, διαφορετικών πολιτικών καταβολών και εκ διαμέτρου αντίθετων αντιλήψεων συνυπάρχουν στις κερκίδες ενός γηπέδου. Η συνύπαρξή τους αυτή είναι τυχαία, ακριβώς όσο τυχαία είναι και η συνύπαρξή τους μέσα σε μια χώρα. Κανείς άλλωστε δεν διάλεξε με ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο την ομάδα του, οι ρίζες της εν λόγω επιλογής βρίσκονται σε αυθόρμητα κριτήρια, κάπου βαθιά καταχωνιασμένα στην παιδική μας ηλικία. Όσο έτυχε να είμαστε υπήκοοι μιας χώρας, περίπου με παρόμοιο τρόπο έτυχε να γίνουμε μόνιμοι θαμώνες μιας γηπεδικής θύρας. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο όσον αφορά «το να είμαστε Έλληνες» όσο και όσον αφορά το να είμαστε οπαδοί οποιασδήποτε ομάδας, υπάρχουν πολύ πιο ουσιαστικές συνθήκες που μας ενοποιούν και μας διαχωρίζουν με τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε τον ίδιο «τόπο» (γήπεδο ή χώρα). Να ποιο είναι το κύριο πρόβλημα με τον οπαδισμό, να ποια είναι η βαθιά συνάφειά του με τον πατριωτισμό: επίπλαστες ενοποιήσεις και επίπλαστοι διαχωρισμοί ηγεμονεύουν μέσα στις «πατρίδες» των οπαδών.
Τι θα γινόταν όμως αν ιεραρχούσαμε, συγκεκριμενοποιούσαμε και τελικά ξεδιαλύναμε όλα εκείνα που μας κάνουν να μοιάζουμε αλλά και να διαφέρουμε με τους υπόλοιπους μέσα στις «πατρίδες»-κερκίδες μας; Τι θα γινόταν αν κάναμε συνείδηση την αντίληψη πως η βαθιά αγάπη για την ομάδα μας είναι ένα συναίσθημα που δεν εμπεριέχει τίποτα κοινό με το ενδιαφέρον των ιδιοκτητών τους για αυτές; Τι θα γινόταν αν ξεκαθαρίζαμε οριστικά μέσα μας πως οι θαμώνες «αντίπαλων» πετάλων μοιράζονται περισσότερα κοινά από τους θαμώνες των επισήμων, ακριβώς κατ’ αναλογία με τους διαφορετικούς λαούς, σε αντιδιαστολή με τις κυβερνήσεις τους; Τι θα γινόταν αν κατανοούσαμε πως η χαρά στο γκολ, στις νίκες και στις επιτυχίες εκπορεύεται, στην πραγματικότητα, από τη γνώση πως όλα αυτά τα μοιράζεσαι με κόσμο με τον οποίο μοιράζεσαι ταυτόχρονα και πιο σημαντικά πράγματα – και για αυτό είναι ωραία συναισθήματα; Πως οι απογοητεύσεις μετριάζονται διότι επίσης τις μοιράζεσαι και πως όλα αυτά τα στοιχεία καθορίζουν και κατοίκους άλλων γηπέδων – και γι’ αυτό, εντέλει, είστε ίδιοι;
Τι θα γινόταν αν απλά αγαπούσαμε τις ομάδες μας αλλά λατρεύαμε τις συλλογικοποιήσεις που δημιουργούμε εξαιτίας τους;
Τότε θα ξορκιζόταν το πατριωτικό αντανακλαστικό της ταύτισης των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων ανάμεσα στους λαούς των ομάδων και των διοικήσεών τους και κατ’ επέκταση θα αναδεικνυόταν η εξ αντικειμένου διαφορετική οπτική αναφορικά με το τι σηματοδοτεί η αγάπη για την (όποια) ομάδα. Αυτό είναι που χρειάζονται τα γήπεδα: οπαδικές συλλογικοποιήσεις που θα καθορίζονται αυτόνομα μέσα από την ύπαρξή τους, που θα αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως εξ αντικειμένου διαχωρισμένες υποστάσεις από τους επίσημους μηχανισμούς. Και τότε η διαμόρφωση των πολιτικών χαρακτηριστικών των κερκίδων –το περιεχόμενο των οποίων παραμένει ένα διαρκές διακύβευμα– δεν θα είναι ένα αποκούμπι για τις μέρες της αγωνιστικής ξηρασίας αλλά μια κατάσταση παράλληλη με τις απαιτήσεις για νίκες της ομάδας και όχι αντιπαραθετική με αυτή.
Στο τέλος, παραμένει λάθος η αντίληψη πως η λύση για όλα τα κακώς κείμενα του οπαδισμού είναι να εκλείψει ο ίδιος ο οπαδισμός. Το ακριβώς αντίθετο πρέπει να γίνει: οι οπαδοί να αγαπήσουν παραπάνω τους εαυτούς τους ως τέτοιους. Και πράγματι, αν αγαπάνε την πάρτη τους ως αυτό που είναι, τότε αυτόματα θα παρακάμπτουν το ψέμα πως η θέση τους είναι χαμηλότερη στην ιεραρχία του ευρύτερου μηχανισμού της ομάδας, κάτω από τις διοικήσεις. Και αυτή η συνθήκη θα αποπνέει αληθινή, οπαδική υγεία και ταυτόχρονα, αν αναπτυχθεί στην ολότητά της, θα εξαφανίσει τελικά και τα οπαδικά ξύλα «αντίπαλων» οπαδών: η κοινή τους οπαδική κουλτούρα άλλωστε θα είναι πιο δυνατή από τη διαφορετική ομάδα. Δύσκολο; Μπορεί (αλλά μπορεί όχι και τόσο όσο νομίζουμε…).
Σίγουρα, βέβαια, θα υπάρχουν και κάποιοι που ένα τέτοιο οπαδικό κίνημα θα το καταγγέλλουν επειδή θα καυλώνει πιο πολύ με την ίδια του την ύπαρξη αντί να κάθεται στα αυγά του και να χειροκροτεί. Αλλά ποιος χέστηκε για τις κατηγορίες των πατριωτών;
Social Links: