Κανείς δε μας προετοιμάζει για τις νύχτες που μας πιάνουν τα υπαρξιακά μας. Κανείς δε μας λέει ότι αρκούν τα μικρά ερεθίσματα, στα οποία τόσο πιστέψαμε ότι θα μας βοηθήσουν….

No, Honey 03.02: Νέα νοήματα

Κανείς δε μας προετοιμάζει για τις νύχτες που μας πιάνουν τα υπαρξιακά μας. Κανείς δε μας λέει ότι αρκούν τα μικρά ερεθίσματα, στα οποία τόσο πιστέψαμε ότι θα μας βοηθήσουν. Κανείς δε μας είπε ότι δε μπορούμε να τα προβλέψουμε πραγματικά. Και ούτε πρόκειται κανείς να μας προετοιμάσει 100% για αυτά. 

Ένα τέτοιο έμελλε να σκάσει ένα βράδυ που γυρίζαμε με το Λουκά από ένα πάρτι. Ήταν τρεις τα ξημερώματα και δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους. Ήμασταν κοντά στην Ομόνοια και βλέπαμε μόνο κλειστά εμπορικά καταστήματα και ανοιχτούς φούρνους, που περίμεναν το πρώτο άτομο με hangover να φάει ένα κουλούρι της παρηγοριάς. Με έθλιβε αυτό το θέαμα – η Ομόνοια με έθλιβε. Περισσότερο απ’ όλα, όμως, με έθλιβε ότι περνούσαμε έξω από εκείνο το κοσμηματοπωλείο. 

«Γιατί μου το κάνεις αυτό;» ρώτησα το Λουκά. 

«Ήταν η μόνη λύση» έκανε αυτός διστακτικά. «Αν πηγαίναμε από στενάκια, ίσως αυτό να μην κατέληγε καλά. Ξέρεις ότι δε μπορώ να περνάω έξω από αυτό. Είναι σαν να ξαναζώ τη δολοφονία του Ζακ χωρίς να είμαι εκεί και δεν το αντέχω αυτό, δε μπορώ να ζω αυτές τις ημέρες, αυτές οι ημέρες ήταν τόσο λάθος» 

Ακόμα θυμόμουν την ημέρα που μάθαμε για τη δολοφονία. Ο Λουκάς με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας και δε μπορούσε να ηρεμήσει. Εκείνο το Σάββατο εγώ και η Πηνελόπη τον παρηγορούσαμε μέχρι τις τρεις το πρωί. Αλλά γνωρίζαμε καλά πόσο λίγες ήταν οι προσπάθειες μας απέναντι σε ό,τι είχε συμβεί.  

«Ήταν ένας άνθρωπος που έδωσε νόημα σε εμάς επειδή ο ίδιος είχε βρει το νόημα της ύπαρξης του» συνέχισε ο Λουκάς. «Η ιντερνετική του παρουσία ήταν το λιθαράκι για το coming out μου. Βλέποντας τον, είτε inείτε out of drag, ένιωθα δυνατός» 

Με έπιασε μελαγχολία. 

«Τι φάση;» με ρώτησε ο Λουκάς. 

«Θέλω ένα νόημα» του απάντησα. 

Συνήθως, όταν με έπιαναν τα υπαρξιακά μου, η Πηνελόπη με παρηγορούσε,πολλές φορές με γείωνε. Μερικές φορές αυτό το έκανε ο Λαέρτης.Μα δε μπορούσα να βασίζομαι συνέχεια σε ανθρώπους. Δεν ήταν ό,τι πιο ενήλικο μπορούσα να κάνω. Είχα μάθει να βασίζομαι περισσότερο στις σχέσεις μου απ’ όσο σε εμένα. Είχα μάθει να μου λείπει κάποιος ή να ψάχνω κάποιον να φροντίσω και να αγαπήσω. Μα δε θα με κάλυπτε αυτό 24/7. 

Όπως πάντα, έτσι και εκείνη τη φορά ευχόμουν το ψυχοπλάκωμα να είναι παρωδικό, να ξυπνούσα πιο ψύχραιμη. Μα την επόμενη ημέρα είχε η Χρύσα τα γενέθλια της και ποτέ δεν περνούσα ακριβώς καλά στα γενέθλιά της. Θα εκμεταλλευόμουν το γεγονός ότι θα την είχαμε σαν βασίλισσα για άλλη μια χρονιά για να ξεχάσω ό,τι με απασχολούσε. Αλλά και φέτος θα τη ζήλευα που της έδιναν οι γονείς μου περισσότερη προσοχή. Η κατάσταση θα μου θύμιζε πόσο μαύρο πρόβατο με θεωρούσαν, σε αντίθεση με τη Χρύσα. 

Όχι. Φέτος ήταν διαφορετικά. Η αδελφή μου δεν ήθελε να βγει από το δωμάτιο της. Την άκουγα να κλαίει. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Ο γονείς μου επέμεναν να της μιλήσουν, αλλά εκείνη δεν ενέδιδε. Λογικό – ήθελε τον προσωπικό της χώρο και εκείνοι ποτέ δεν το ενστερνίζονταν. 

Περίπου ένα δίωρο αργότερα, η Χρύσα αποφάσισε να βγει από το δωμάτιο της. Έφτιαξε λίγο πρωινό και άρχισε να τρώει. Ήταν σιωπηλή. Οι γονείς μου την κοίταζαν ανακριτικά, αλλά η μέθοδος τους δεν έπιανε. Μέχρι που η μητέρα μου τη ρώτησε νευριασμένη: 

«Θα μου πεις επιτέλους γιατί κλαις;. Έχεις τα πάντα, καλή δουλειά, ένα καλό παιδί, εμάς. Δε δικαιολογείσαι» 

Άχρηστα επιχειρήματα, τόμος 213. 

«Ψάχνω ένα νόημα» ψέλλισε εκείνη. 

«Θα το βρεις» πετάχθηκα. 

Χάρηκα για το πόσο έδειχνα να το πιστεύει εκείνη τη στιγμή. Όμως ήξερα ότι είχα δρόμο μπροστά μου. Πρώτα απ’ όλα, είχα να επανοηματοδοτήσω την κοινωνική μου ζωή, τώρα, που η Πηνελόπη έλειπε. Ήθελα να κοινωνικοποιηθώ και οι ευκαιρίες ήταν, ευτυχώς, πάρα πολλές, αλλά αυτό ήταν που με τρόμαζε. Όσο η Πηνελόπη ήταν Αθήνα, ήταν πολύ εύκολο να επιλέξω πού θα πάω γιατί έριχνε εκείνη τις προτάσεις και εγώ περισσότερο ακολουθούσα. Είχα αρχίσει να αναθεωρώ ακόμα και για την κλίκα της Πηνελόπης – θα έβγαινα μαζί τους.  Μια κοπέλα έκανε DJ set και το σκεφτόμουν να πάω. Ένιωθα ενοχές για αυτό – ήμουν τόσο απελπισμένη; 

«Πήγαινε ρε μαλάκα»  μου έλεγε η Πηνελόπη στο τηλέφωνο. «Δεν είναι όλοι ίδιοιΥπάρχουν και καλά άτομα εκεί» 

«Το λες για να με πείσεις ή για να πείσεις εσένα;» τη ρώτησα. 

Έκανε κάμποση ώρα να μου απαντήσει. 

«Και τα δυο» απάντησε τελικά. 

Μάλλον και εγώ προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι ό,τι είχε συμβεί. Όχι, δεν είναι όλοι κλικαρία. Όχι, υπάρχουν και αξιόλογα άτομα. Απλά δεν είχα στρέψει ποτέ την προσοχή μου σε αυτά.  

«Μοιάζεις αμήχανη» παρατήρησε η Εβελίνα μόλις με είδε. 

Η Εβελίνα είναι Παρθένος. Οι Παρθένοι παρατηρούν τα πάντα. 

«Ξέρεις ότι κανονικά δε θα ερχόμουν» της είπα. 

«Καταλαβαίνω» μου είπε. «Ο Φώτης δε θα έρθε黨 

«Αν προγραμματίζει διαγαλαξιακό ταξίδι, εγώ τον υποστηρίζω» 

Γέλασε. 

«Μου τα είπε η Πηνελόπη» έκανε. «Φρόντισα να διαδοθεί. Σε όλες τις κοπέλες έκανε τα ίδια, αλλά δε μιλούσε καμία. Ελπίζω να τον απομονώσουμε» 

«Αυτά είναι καλά νέα» χαμογέλασα. 

Όχι πως αυτό θα διαλύσει την κλικαρία τους, συνειδητοποίησα. Ούτε θα διέλυε τη δυσφορία που ένιωθα όταν βρισκόμουν δίπλα τους. Μια τύπισα έθαβε τον κόλλητό της. Δυο τύποι με κοιτούσαν περίεργα γιατί δεν είχα δει την αγαπημένη τους πειραματική ταινία. Πάλευα να πιάσω inside jokes που ποτέ δε θα μου εξηγούσαν. Ένιωθα την κλίκα, αυτό το άσχημο συναίσθημα του να σου θυμίζουν ότι δεν ανήκεις, ακόμα και αν είσαι κοντά τους. 

Δε μπορεί να είναι τόσο άσχημα τα πράγματα, σκέφτηκα. Προσπάθησα να χορέψω το synth κομμάτι που έπαιζε. Ήπια λίγη μπύρα. Έβαλα τα δυνατά μου για να μη φανώ χαμένη. 

«Έλλη, και εσύ εδώ;» 

Η Ειρήνη, η πρώην του Λαέρτη, βρήκε τρόπο να με πλησιάσει.  

«Πώς είσαι;» τη ρώτησα. 

«Καλά» είπε. «Εσύ τι κάνεις με αυτούς τους ανθρώπους; Κάνει μπαμ ότι νιώθεις έξω από τα νερά σου» 

«Κοινωνικοποίηση» απάντησα ξερά. 

Ένιωσα ένα βλέμμα πάνω μου. Η Εβελίνα μας είχε ακούσει. Άβολη κατάσταση. Έκανα πως δεν το πρόσεξα και συνέχισα να μιλάω με την Ειρήνη. Σκεφτόμουν όλο και πιο έντονα να φύγω. Η βραδιά δεν είχε πάει καλά μα δεν ήθελα να γίνω δραματική, ήθελα μόνο να αποχωρήσω ησύχως. 

Μα η Εβελίνα δεν έλεγε να με αφήσει χωρίς να ξεκαθαρίσει τι συμβαίνει. Δεν είχα όρεξη να της δώσω εξηγήσεις. Ήμουν έτοιμη να της δείξω ευγενικά ότι ήθελα το alone time μου. Όσο ερχόταν προς το μέρος μου, σκαρφιζόμουν πιθανές απαντήσεις στις πιθανές ερωτήσεις της, τύπου «περνάς καλά;» «εχμ, όχι». Μα κάτι με σταμάτησε – είχε ενοχές και φαινόταν. 

«Συγγνώμη που δε φρόντισα αρκετά να περάσεις καλά» απολογήθηκε. «Θα μπορούσα να κάνω πολλά για να σε βοηθήσω, αλλά ήταν μαλακία μου που δίστασα» 

«Δεν πειράζει» έκανα. «Δε φταις εσύ αν με αυτά τα άτομα δεν έχω χημεία» 

Δεν της επαρκούσε η απάντησή μου. 

«Ρε να σου πω κάτι;» μου εξομολογήθηκε. «Έχω υπάρξει τόσο ηλίθια στο θέμα του να κάνω τον άλλον να περάσει καλά. Πάντα έχω στο μυαλό μου την κλίκα και τη δουλειά. Μοιάζω λες και δεν έχω ενσυναίσθηση, ενώ ξέρω πολύ καλά ότι αυτό δεν ισχύει» 

«Ρε μαλάκα δεν ισχύει αυτό που λες» της είπα.  

«Πρέπει να σε βοηθήσω πιο ουσιαστικά» 

«Πώς δηλαδή;» 

«Έχω κάποια projects που τρέχουν. Μπορώ να σε βάλω σε κάποιο» 

Δε με χάλαγε αυτή η προοπτική. Καθόλου. 

«Χρειάζεσαι μια αφετηρία» μου εξήγησε. «Θα σε βοηθήσω σε αυτό» 

Ακουγόταν αποφασισμένη και μου άρεσε αυτό. 

«Έχω σταματήσει να πιστεύω στις νεράιδες από τα 10 μου, αλλά σε ευχαριστώ» έκανα.