Φαινόμενα όπως ο Δεκέμβρης του 2008 μπορούν να προσεγγιστούν από δυο σκοπιές. Η μία είναι η αμιγώς προσωπική, η βιωματική: να θυμηθούμε εκείνες τις μέρες, πως ήμασταν νέοι και γεράσαμε,…

Έντεκα χρόνια από τον Δεκέμβρη του 2008 – Κάτι λίγες σκέψεις…

Φαινόμενα όπως ο Δεκέμβρης του 2008 μπορούν να προσεγγιστούν από δυο σκοπιές. Η μία είναι η αμιγώς προσωπική, η βιωματική: να θυμηθούμε εκείνες τις μέρες, πως ήμασταν νέοι και γεράσαμε, πως καθοριστήκαμε από εκείνη την περίοδο, να συγκινηθούμε, να μελαγχολήσουμε και άλλα τέτοια όμορφα. Η άλλη είναι η αμιγώς πολιτική: να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι διάολο σήμαινε εκείνη η κατάσταση, τι επιδίωκε, ποιοι την πραγμάτωσαν, πως εξελίχθηκε, πως θα μπορούσε να εξελιχθεί. Δεν είναι τυχαίο το ότι αυτές τις μέρες του χρόνου, οι περισσότεροι συνήθως διαλέγουμε την πρώτη σκοπιά για να προσεγγίσουμε τον Δεκέμβρη. Η άλλη, η αμιγώς πολιτική, δεν είναι καθόλου εύκολη. Κυρίως, διότι τα εργαλεία που έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε για να αναλύουμε την κοινωνική κίνηση, στην περίπτωση του Δεκέμβρη του 2008 μας είναι εντελώς άχρηστα.

Οι εξεγέρσεις -και αυτό ήταν ο Δεκέμβρης του 2008- καθορίζονται από μια μεγάλη, ανυπέρβλητη, σχεδόν ανεξήγητη αντίφαση: η μορφή τους είναι τρομακτικά επιθετική, το περιεχόμενό τους αδιάλλακτα επαναστατικό και ταυτόχρονα, εξελίσσονται εν μέσω μιας κοινωνικής συνθήκης που αντικειμενικά είναι αναντίστοιχου επιπέδου σε σχέση με αυτές. Λειτουργούν σαν μηχανές του χρόνου: αποτελούνται από εικόνες που (αντικειμενικά) δεν έχουν καμία σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο του χωροχρόνου στον οποίο βρισκόμαστε.

Το αντικαπιταλιστικό κίνημα, το σύνολο δηλαδή εκείνο που εξ’ αντικειμένου ενδιαφέρεται να παρέμβει σε αυτές τις καταστάσεις και να τις αναλύσει, έχει μάθει (και πολύ λογικά) να ακολουθεί αντίθετες διαδρομές στην προσπάθειά του για την δόμηση μιας κοινωνικής αντιπολίτευσης απέναντι στο Κράτος και το Κεφάλαιο: έχει μάθει να παρεμβαίνει σε αγώνες με πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και στόχους ή να δημιουργεί τέτοιους, προσδοκώντας πως η ίδια η διεξαγωγή τέτοιων «μερικών» αγώνων θα διαμορφώσει, μέσα από τη ζύμωση και την διεκδίκηση, συνολικές συνειδήσεις.

Τι γίνεται όμως, όταν ξεπηδά ένα κίνημα που δεν ενδιαφέρεται για συγκεκριμένα επίδικα, δεν το αφορούν άμεσα αιτήματα αλλά αντίθετα, μέσα στον αυθορμητισμό του και την ανωριμότητά του (και για την ακρίβεια, ακριβώς λόγω του αυθορμητισμού του και της ανωριμότητάς του) καταλήγει να αμφισβητεί με αδιαλλαξία συνολικά το υπάρχον; Τι διάολο κάνεις εκεί ως οργανωμένη και δηλωμένα αντικαπιταλιστική δύναμη για να παρέμβεις σε αυτό; Επιζητάς την συγκεκριμενοποίησή του με κίνδυνο να αποβληθείς από αυτό και να φαντάζεις μια γραφική, ρεφορμιστική μειοψηφία; Το κριτικάρεις ως ανώριμο (νομίζοντας προφανώς πως ανακαλύπτεις την Αμερική…) και τίθεσαι απέναντί του; Κάθε επιλογή σου ενισχύει ένα μεγάλο αρνητικό σενάριο: αυτή η επιθετική παρένθεση στην κανονικότητα (και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τέτοιες περιστάσεις είναι ξεκάθαρες παρενθέσεις, κοινώς: εξεγέρσεις) ορίζει το αντικαπιταλιστικό κίνημα ως τμήμα της κανονικότητας και όχι ως δικό της τμήμα. Να γιατί όταν μιλάμε για τον Δεκέμβρη του 2008 προτιμάμε να το κάνουμε υπό μορφή νοσταλγίας…

 

 

Ακόμα και οι εξεγέρσεις ενηλικιώνονται…

Η δεκεμβριανή εξέγερση του 2008 δεν προκάλεσε τυχαία αμηχανία σε κάθε οργανωμένη δύναμη που παρεμβαίνει μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η Αριστερά -ας μην κρυβόμαστε- ήταν αλλού γι’ αλλού, ήρθε σε επαφή με ένα συλλογικό υποκείμενο που μίλαγε εντελώς διαφορετική γλώσσα από αυτή και δεν κατάφερε ποτέ να συνεννοηθεί μαζί του. Αλλά και ο αναρχικός χώρος, η δύναμη που μετά από 11 χρόνια μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως έπαιξε την περισσότερη πολιτική μπάλα μέσα στην όλη κατάσταση, μπορεί να κατάφερε να προσαρμοστεί εύκολα στο κλίμα βίας και να παίξει ρόλο μέσα στις καταλήψεις δημαρχείων και εν γένει δημόσιων χώρων, αλλά σε γενικές γραμμές, μπήκε στον Δεκέμβρη με όρεξη και βγήκε με υπαρξιακά: η συνειδητοποίηση των αναρχικών πως σε νέες εποχές χρειάζονται νέες μορφές οργάνωσης τους οδήγησε σε ατέρμονους εσωτερικούς διαλόγους αναφορικά με το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι μορφές οργάνωσης και τελικά -μπορούμε πια να το πούμε με βεβαιότητα- οι απαντήσεις τους δεν ήταν ακριβώς σχετικές με τα διακυβεύματα της εποχής, που ακολούθησε τον Δεκέμβρη.

Στην πραγματικότητα, παρά το βαθύ δέσιμο που έχουμε μαζί του όσοι τον ζήσαμε και καθοριστήκαμε από αυτόν, ο Δεκέμβρης υπήρξε μια εξέγερση ελάχιστα πρωτότυπη. Και αυτό όχι απαραίτητα με την κακή έννοια: τα όσα έλαβαν χώρα στο εσωτερικό του, από τον τρόπο του αρχικού ξεσπάσματος μέχρι το σταδιακό «σβήσιμό» του, αφορούν με τόσο κοινό τρόπο μια σειρά εξεγερσιακών καταστάσεων που έχουν ξεσπάσει κατά καιρούς στα κέντρα των μητροπόλεων, που είναι μάλλον αδύνατο να πρόκειται για συμπτωματικές ομοιότητες. Το ακριβώς αντίθετο: ο Δεκέμβρης, ως εξέγερση, είχε τα δικά του δομικά χαρακτηριστικά και φυσικά, τα δικά του δομικά όρια.

Θα λέγαμε, πως τα στάδια καταστάσεων όπως ο Δεκέμβρης (και τα οποία βιώσαμε με ακρίβεια εκείνες τις άγριες μέρες του 2008), είναι -χονδρικά- τρία. Αρχικά, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ανθρώπων οικειοποιείται πρακτικές και τρόπους αντίδρασης που παραδοσιακά ανήκουν στο οργανωμένο αντικαπιταλιστικό κίνημα: πορείες, οργισμένα συνθήματα, καταλήψεις δημόσιων χώρων, συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Όλα αυτά προϋπάρχουν στο δημόσιο χώρο και μάλιστα με συστηματικό τρόπο, δεν εφευρίσκονται στις εξεγέρσεις. Όταν όμως οι φορείς οικειοποίησής τους πολλαπλασιάζονται απότομα -και εν πολλοίς, ανεξήγητα-, τότε ως γεγονότα ξεφεύγουν από τον έλεγχο εκείνων που έχουν μάθει παραδοσιακά να τα χειρίζονται: η διεύρυνση των κοινωνικών ορίων του κινήματος είναι τόσο ξαφνική που εν τέλει, οι συστηματικοί εκπρόσωποί του δεν το ορίζουν πια. Είναι αντίθετα, σε αντιδιαστολή με το τι ισχύει σε συνηθισμένες καταστάσεις, μια ανοργάνωτη μάζα ανθρώπων που παίρνει τον έλεγχο της σύγκρουσης με το σύστημα: και κάπως έτσι, έχουμε εξέγερση.

Στη συνέχεια, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η νέα αυτή φουρνιά ανθρώπων μιλάει φωναχτά για ζητήματα συνολικής αλλαγής της κοινωνικής ζωής. Επανατοποθετεί, με άλλα λόγια, στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου το ζήτημα της επανάστασης. Και μάλιστα, μέσω του αυθορμητισμού της και του ενθουσιασμού της για την παρθενική της επαφή με όλες αυτές τις απελευθερωτικές διεργασίες, το κάνει με πολύ μεγαλύτερη επιτακτικότητα από τις παραδοσιακές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που, μέσα στην ρουτίνα της καθημερινής παρέμβασής τους στην κοινωνία, αποφεύγουν να μιλάνε κάθε τρεις και λίγο για επανάσταση. Άλλωστε, από ένα σημείο και μετά, είναι και λίγο γραφικό: όχι όμως όταν έχουμε εξέγερση, τότε αυτόματα γίνεται επίκαιρο…

Ωστόσο, αυτή η μαζική έκφραση της ανάγκης για επανάσταση, φέρνει μαζί της και τα τρία βασικά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με αυτή: Ποιοι; Πως; Γιατί; Ποιοι είμαστε εμείς οι μάγκες που θέλουμε να κάνουμε επανάσταση; Κοινώς, πως ορίζεται αυτό το γαμημένο το επαναστατικό υποκείμενο; Και πως θα την κάνουμε; Θα συνεχίσουμε επ’ αόριστον τις καταλήψεις και τα μπάχαλα; Και αν όχι αυτό, τότε τι; Και τέλος, γιατί θέλουμε να κάνουμε επανάσταση; Ναι, δεν γουστάρουμε το υπάρχον αλλά τι ακριβώς είναι αυτό με το οποίο θέλουμε να το αντικαταστήσουμε; Μπορούμε να το περιγράψουμε; Μπορούμε να το κάνουμε συγκεκριμένο;

Και κάπως έτσι έρχεται το τρίτο -και τελευταίο- στάδιο μιας εξέγερσης: η συνειδητοποίηση πως η ενηλικίωση είναι αναπόφευκτη για τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και για τις εξεγέρσεις. Οι άνθρωποι που με επιθετικότητα και απεριόριστη πολιτική καύλα έχουν ραγίσει την κανονικότητα, καλούνται να απαντήσουν στα ερωτήματα για την ζωή που οι ίδιοι έχουν θέσει και μοιάζουν αδύναμοι να το καταφέρουν. Οι απαντήσεις που δίνουν δεν είναι στοιβαρές, δεν είναι ενιαίες. Εν τέλει, δεν είναι τόσο βέβαιο πως όλοι εμείς που βγήκαμε ως εξεγερμένοι άνθρωποι ένα πρωί στο δρόμο, σίγουροι πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, μπορούμε τελικά να το κάνουμε – τουλάχιστον, τόσο γρήγορα, τόσο αυθόρμητα, τόσο αδιάλλακτα.

Και έτσι, μπροστά στην συνειδητοποίηση πως οι υποκειμενικές μας βουλήσεις βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις αντικειμενικές συνθήκες, έρχεται το σταδιακό σβήσιμο της εξέγερσης. Η παρένθεση στην κανονικότητα, όσο ζωντανή και αν ήταν, όσο σπουδαία και αν μας έκανε να νιώσουμε, όσο και αν εκστασίασε το μυαλό μας και το γέμισε με μια άγρια υπεροψία πως εμείς θα αναποδογυρίσουμε τον κόσμο, αποδεικνύεται πως εν τέλει δεν ήταν κάτι παραπάνω από αυτό: παρένθεση.

Ο Δεκέμβρης μένει Δεκέμβρης, δεν γίνεται ποτέ Ιανουάριος ή Φεβρουάριος, η φωτιά σβήνει, η κανονικότητα επανέρχεται, τα παιδιά πηγαίνουν ξανά σχολείο, το μοναδικό που μένει να θυμίζει τις μέρες της εξέγερσης είναι κάποιες συλλογικοποιήσεις από εδώ και από εκεί. Αλλά τέτοιες, έτσι κι αλλιώς, προϋπήρχαν της εξέγερσης σε διάφορες μορφές και πλέον λειτουργούν και δρουν ξανά με τους ρυθμούς και την ένταση που το έκαναν πριν από αυτή μοιάζοντας τελικά ως τμήματα μιας κανονικότητας. Ναι, είναι περαιτέρω μαζικοποιημένες σε σχέση με την εποχή πριν την εξέγερση, νέες παρουσίες βρίσκονται στις τάξεις τους – αλίμονο αν γυρνούσαν όλοι σπίτι τους. Και η ατζέντα στους αντικαπιταλιστικούς κύκλους έχει αλλάξει για τα καλά: η εξέγερση άλλωστε αμφισβήτησε παλιές βεβαιότητες, εισήγαγε νέους προβληματισμούς. Αλλά τι να τα κάνεις όλα αυτά; Έχουν καμία αξία τώρα που γυρίσαμε στην κανονικότητα, τώρα που το μομέντουμ για τη εδραίωση μιας γιγαντωμένης κατάστασης πέρασε; Και όμως: ναι, έχουν. Απεριόριστη αξία. Για την ακρίβεια, μετά το σβήσιμο μιας εξέγερσης ξεκινάνε τα αληθινά της διακυβεύματα.

 

 

Οργάνωση και αυθορμητισμός, κίνημα και κοινωνία

Το ΚΚΕ, παλιά καραβάνα στα κινηματικά τεκταινόμενα και συνώνυμο -ως προς την κουλτούρα του- της έννοιας της αγωνιστικής πειθαρχίας, είδε πολύ νωρίς προς τα πού πάει η δουλειά με τον Δεκέμβρη, μάντεψε πως αυτή η κινηματική κίνηση ερχόταν να αμφισβητήσει, έστω και υπόρρητα, την μορφή του κινήματος έτσι όπως ήταν εκείνη τη στιγμή: αυτονόητα, το ΚΚΕ τέθηκε απέναντι στον Δεκέμβρη και ο Δεκέμβρης απέναντι στο ΚΚΕ. Υπό μια έννοια, η στάση του συγκεκριμένου κόμματος, υπήρξε συνεπής. Οι γελοιότητες της Παπαρήγα για «τις πραγματικές εξεγέρσεις όπου δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι» μπορεί να χτύπησαν άσχημα στα αυτιά αλλά ήταν, στην πραγματικότητα, αναμενόμενες και ειλικρινείς: ο Δεκέμβρης, μπερδεμένος ως προς το περιεχόμενό του και ταυτόχρονα, δομικά συνδεδεμένος με ανεξάρτητες διαδικασίες βάσης, υπήρξε μια κινηματική πρόταση που, αποκρυσταλλωμένη από τον αυθορμητισμό της, ήταν το ακριβώς ανάποδο του ΚΚΕ. Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, μια μεγάλη κραυγή απεγκλωβισμού της κινηματικής διεργασίας από την έξωθεν παρέμβαση των κομματικών μηχανισμών: με απόλυτη συνέπεια από πλευράς ΚΚΕ, ο Δεκέμβρης κατηγορήθηκε για μικροαστική ανυπομονησία και εν τέλει, για φαινόμενο αποπροσανατολιστικό σε σχέση με τη βαθιά ουσία της ταξικής πάλης όπως αυτή καθορίζεται από το ίδιο το ΚΚΕ.

Φυσικά, όταν έχεις αυτοανακηρυχθεί επαναστατικό υποκείμενο, αυτά είναι απλά πράγματα: τίθεσαι απέναντι σε κάθε τι που περιπλέκει την τακτοποιημένη σου αλήθεια και ξεμπερδεύεις. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει πως το να βλέπεις με θετική ματιά ένα εξεγερσιακό φαινόμενο όπως ο Δεκέμβρης, φτάνει για να αντιληφθείς τον συσχετισμό ανάμεσα στην οργανωμένη πολιτική και τα αυθόρμητα πολιτικά γεγονότα. Ειδικότερα δε, σε ένα περιβάλλον όπως το ελληνικό, που η έννοια του κινήματος είναι άμεσα συνδεδεμένη με έναν εξαιρετικά ιδεολογικό πληθωρισμό και ταυτόχρονα, με ελάχιστη παράδοση αμιγώς κοινωνικών κινηματικών δομών.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο συλλογικό υποσυνείδητο της Αριστεράς, ο Δεκέμβρης υπήρξε στην πραγματικότητα, μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία: για πολλές αριστερές οργανώσεις η σύντομη λήξη εκείνων των γεγονότων οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κατάφεραν να παρέμβουν αποτελεσματικά μέσα σε αυτά, δεν κατάφεραν να τους προσδώσουν το απαιτούμενο περιεχόμενο που θα τις μετεξέλισσε. Όπως έλεγε, πριν κάποια χρόνια, ένας μέλος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς σε ένα αμφιθέατρο όπου γινόταν μια εκδήλωση για τον Δεκέμβρη, εκφράζοντας -κατά την γνώμη μου πάντα- την κυρίαρχη αριστερή ψυχολογία αναφορικά με τον Δεκέμβρη: «Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η Αριστερά έπαιξε μεγάλο ρόλο τον Δεκέμβρη. Διότι αν γινόταν αυτό, ο Δεκέμβρης θα ήταν κάτι πολύ παραπάνω».

Αυτή η -εκτιμώ- ευρέως διαδεδομένη αυταπάτη στους αριστερούς κύκλους, αναδεικνύει δυο διαφορετικά πράγματα, που ωστόσο είναι διαλεκτικά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αφενός, φανερώνει ένα απλοϊκό σχήμα που πάει κάπως έτσι: από τη μια είναι ο αυθόρμητος, λαϊκός παράγοντας και από την άλλη, οι οργανωμένες και συνειδητές δυνάμεις. Αν πλησιάσουν η μια κατάσταση την άλλη και συναντηθούν, έχουμε ένα χρυσό κοκτέιλ. Δεν έγινε αυτό τον Δεκέμβρη, διότι, κατά μια αυτοκριτική (αλλά όχι απαραίτητα εύστοχη) αφήγηση, υπήρξε ανώριμη η Αριστερά για αυτή την ιδανική συνάντηση και χάθηκε η ευκαιρία. Αφετέρου, ακριβώς μέσα από αυτή τη συλλογιστική, φανερώνεται μια βαθιά υποτίμηση για τις κοινωνικές δομές -και τέτοιες γεννήθηκαν μπόλικες παραπλεύρως της φλόγας του Δεκέμβρη- να αναβαθμιστούν ως τέτοιες και όχι ως προεκτάσεις εκ των προτέρων διαμορφωμένων πολιτικών χώρων.

Η σπορά του Δεκέμβρη υπήρξε σημαντική και πολυπληθής τα χρόνια που τον ακολούθησαν. Για την ακρίβεια, αν επιχειρήσει κανείς να απαριθμήσει τα όσα άφησε πίσω του εκείνος ο μήνας, θα αντιληφθεί πως τα εγχειρήματα που «γέννησε» διακατεχόντουσαν από μια πρωτοφανή πρωτοτυπία σε σχέση με το παρελθόν: τόσες πολλές κοινωνικές εκδοχές του κινήματος είναι αμφίβολο αν είχαν υπάρξει ποτέ ξανά στην ελληνική πραγματικότητα. Οι επιτροπές και οι συνελεύσεις κατοίκων, οι τοπικοί κοινωνικοί χώροι που ξεπήδησαν ανά γειτονιά, οι πολιτιστικές ομαδοποιήσεις, ακόμα και μια σειρά από εργασιακής φύσης συλλογικοποιήσεις (και ας υπήρξε η εργατική ταυτότητα σχετικά υποβαθμισμένη μέσα στον Δεκέμβρη) που πήραν μορφή εργασιακών επιτροπών και εξέφρασαν μια διάθεση αντίστασης μέσα στους εργασιακούς χώρους: τα «παιδιά» του Δεκέμβρη συνέχισαν να ορίζουν την μεγάλη ταξική σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία στα πρώτα χρόνια που η έννοια του Μνημονίου μπήκε στις ζωές των ανθρώπων. Η αντίληψη ωστόσο πως όλη αυτή η νέα κατάσταση δεν ήταν τίποτα παραπάνω πέρα από μια κρίσιμη μάζα δεν αποδομήθηκε ποτέ. Η αυταπάτη πως η καθοδήγηση αυτής της σύγκρουσης υπήρξε ζήτημα των «μεγάλων παιδιών», των κατασταλαγμένων, δηλαδή της οργανωμένης Αριστεράς και της συνειδητής Αναρχίας (που καθ΄εικόνα και καθ΄ομοίωση της Αριστεράς επιχειρούσε να οργανωθεί ως τέτοια για να παρέμβει απ΄έξω στις δομές που άφησε πίσω του ο Δεκέμβρης), δεν εγκαταλείφθηκε.

Να η αληθινή αδυναμία του αντικαπιταλιστικού κινήματος σε σχέση με τον Δεκέμβρη: όσο έψαχνε να βρει τι έκανε λάθος και δεν τον διαμόρφωσε ενώ αυτός εξελισσόταν, όσο προσπαθούσε να επεξεργαστεί και να εισάγει ένα πλήρες πολιτικό σχέδιο στις συλλογικοποιήσεις που ο Δεκέμβρης άφησε πίσω του, αποτύγχανε ξανά και ξανά να δει πως στην πραγματικότητα, αυτή η μεθοδολογία ήταν άχρηστη. Διότι ο Δεκέμβρης και τα όσα άφησε πίσω του, υπερέβαιναν κατά πολύ τα όρια και τις παραδόσεις του αντικαπιταλιστικού κινήματος όπως ήταν μέχρι πριν και την 6η Δεκέμβρη του 2008. Οι δομές του δεν χρειαζόντουσαν μετασχηματισμό αλλά αναβάθμιση. Ο Δεκέμβρης φώναξε ότι τον ουσιαστικό μετασχηματισμό τον χρειαζόντουσαν η Αριστερά και η Αναρχία: έπρεπε να μετουσιωθούν από ρεύματα πρωταρχικά πολιτικά σε ρεύματα πρωταρχικά κοινωνικά. Διότι ετούτη είναι η χρησιμότητα των εξεγέρσεων: διαμορφώνουν κατά τα πρότυπά τους τα οργανωμένα κινήματα, δεν διαμορφώνονται από αυτά. Γι’ αυτό άλλωστε, αυτά τα τελευταία, αδυνατούν να τις προβλέψουν, πιάνονται στον ύπνο όταν ξεκινούν –και έτσι πρέπει.

Οι πολιτικές προφητείες ήταν από πάντα μια χαμένη υπόθεση∙ οι προφητείες άλλωστε, είναι για τις θρησκείες, όχι για την πολιτική και πολύ δε περισσότερο για την πολιτική που ενδιαφέρεται για τις διαδρομές της κοινωνικής κίνησης. Στο ανώτερο στάδιο της αχρηστίας που καθορίζει τις πολιτικές προφητείες είναι η προσπάθεια να μαντέψει κανείς πότε και υπό ποιες συνθήκες θα ξεσπάσει μια εξέγερση. Παραφράζοντας τον Αλμπέρ Καμί, ίσως να δεχθούμε, χωρίς να αντιδράσουμε, διαταγές πιο καταπιεστικές από εκείνες που τελικά, θα προκαλέσουν την επόμενη εξέγερσή μας. Ίσως πάλι, όπως έγινε τον Δεκέμβρη του 2008 μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, η αφορμή της επόμενης εξέγερσης να είναι μια σταγόνα που ξεχειλίζει ένα ασφυκτικά γεμάτο ποτήρι. Και ίσως, όσο σκληρά και αν γίνουν τα πράγματα, όσος αυταρχισμός και αν μας κατσικωθεί στα κεφάλια, να μην ξαναζήσουμε ποτέ μια τέτοια κατάσταση –είναι εξίσου πιθανό με κάθε άλλη πιθανότητα.

Και αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά των εξεγέρσεων: μας πιάνουν όλους στον ύπνο, μας διαμορφώνουν πριν προλάβουμε να τις διαμορφώσουμε και τμήμα της χρησιμότητάς τους είναι να είμαστε δεκτικοί σε αυτή τη διαμόρφωση αντί να επιχειρούμε να την προσαρμόσουμε στις προφητείες μας. Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, η γενιά του Δεκέμβρη, μια γενιά μπολιασμένη με πρωτόγνωρη εμπειρία (μεγάλη πολυτέλεια να βιώνεις την σχετικοποίηση των συνόρων ανάμεσα στην πολιτική στράτευση και την αυθόρμητη διεκδίκηση της ελευθερίας), όλοι εμείς που εισπνεύσαμε την ελευθεριακή αύρα εκείνου του άγριου Χειμώνα, εμείς που εκείνες τις ημέρες νιώσαμε έναν νέο κόσμο να γεννιέται μέσα στις καρδιές μας και επιθυμήσαμε το μεγάλωμά του, οφείλουμε να συνεχίσουμε να αφουγκραζόμαστε τις αυθόρμητες αλήθειές της εξέγερσής μας, να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που μας έμαθε, δηλαδή να αμφισβητούμε τις βεβαιότητές μας, να συνεχίσουμε να μπλεκόμαστε στην κοινωνική κίνηση με την ίδια ορμή και -στην τελική- με την ίδια χαρά όπως το κάναμε και τότε.