Έτσι απλά, ξυπνήσαμε χωρίς να το ’χουμε πολυκαταλάβει, σε καθεστώς απαγόρευσης κυκλοφορίας (μερικής έστω). Προσωπικά, ακόμη σκέφτομαι την ταχύτητα με την οποία φτάσαμε ώς εδώ· ανάλογη της διάδοσης του ιού ενδεχομένως. Πώς το «παγκόσμιο χωριό» συνετέλεσε αυτή τη φορά στην τρομακτική ταχύτητα διάδοσης και διασποράς ενός ιού.
Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει (το καθεστώς απαγόρευσης) υπερβαίνει υπό μια έννοια τα όρια της όποιας λογικής ανάλυσης. Όχι της ικανότητάς μας να αντιληφθούμε τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε και να κατανοήσουμε την αλληλουχία των γεγονότων, μα της αδυναμίας μας να χωνέψουμε πώς απ’ την Παρασκευή φτάσαμε στη Δευτέρα και εν συνεχεία να αποδεχτούμε ότι θα παραμείνει Δευτέρα (τουλάχιστον για κάποιο διάστημα). Προφανώς υπάρχει σχέση αιτίου-αιτιατού – πώς θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί άλλωστε. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν φανταζόταν (ή ίσως του φάνταζε εξωπραγματικό) ότι μια απαγόρευση κυκλοφορίας θα αποτελούσε προϊόν λογικής διεργασίας. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο κατασταλτικό μέτρο (το οποίο φυσικά ενέχει και την τιμωρητική του διάσταση μέσω προστίμου) επιβάλλεται μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου μοιάζει ανήκουστο. Πώς αντλεί κάποιος τη νομιμοποίηση επιβολής ενός κατασταλτικού μέτρου αδιανόητου μέχρι χθες για τα δημοκρατικά μας δεδομένα;
Αυτό που με απασχολεί περισσότερο δεν είναι το μέτρο καθαυτό της απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο επιβάλλεται να νομιμοποιήσουμε αναπόφευκτα κάθε σημερινή πολιτική επιλογή. Το αναπόδραστο της δεδομένης στιγμής. Το γεγονός ότι η πολιτική επιλογή κατ’ οίκον περιορισμού θα πρέπει να εννοηθεί, να κριθεί, να αξιολογηθεί και εντέλει να αποκτήσει κοινωνική νομιμοποίηση, εγγραφόμενη σε μια «φωτογραφική» στιγμή της ιστορίας. Κάθε αντίρροπη τάση, σκέψη ή κριτική, αυθωρεί και παραχρήμα θεωρείται εξοβελιστέα, πολιτικάντικη και επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο. Είναι όμως έτσι ή τα κοινωνικά μας αντανακλαστικά έχουν κατασταλεί; Διότι είναι άλλο πράγμα η ατομική ευθύνη και το αίσθημα αλληλεγγύης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και άλλο η ατομική και συλλογική έκφραση ευγνωμοσύνης στον «θύτη» που αποφάσισε να σώσει τα θύματά του.
Ο αστάθμητος παράγοντας της ιστορίας υπήρχε πάντοτε, ακόμη κι αν δεν μετατράπηκε ποτέ σε ακριβή εξίσωση με απόλυτα χρονικά προσδιορισμένα διαγράμματα (κι αν έγινε, δεν είχε απόλυτη εφαρμογή προφανώς), παρ’ όλα αυτά ήταν εκεί. Όπως με τόσες και τόσες μορφές με τις οποίες έχει εμφανιστεί στο παρελθόν, είτε ως προϊόν της ανθρώπινης παρουσίας και του τρόπου διάρθρωσης των κοινωνιών είτε ως φυσική παρέμβαση: κρίσεις, λοιμοί, σεισμοί, πόλεμοι, φυσικές καταστροφές κ.ά. Επομένως, οι πολιτικές που χαράχτηκαν και υιοθετήθηκαν θα πρέπει αφενός να αποτελέσουν προϊόντα πρόσληψης και κατανόησης στο πλαίσιο ενός ιστορικού και πολιτικού συνεχούς, τα αποτελέσματα των οποίων είναι ορατά σήμερα (πολύ παραπάνω τη δεδομένη χρονική στιγμή), αφετέρου να ενταχθούν στα κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής τους. Το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής δεν είναι φωτογραφίες που απεικονίζουν κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές στιγμές σαν να παγώνουμε την ιστορία, αλλά τα αντιλαμβανόμαστε με όρους μιας περιόδου σε κίνηση. Μιας περιόδου μέσα στην οποία εντοπίζουμε τάσεις, ροπές, νοοτροπίες, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ένα καθεστώς ιστορικότητας το οποίο μας βοηθά να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε πώς υπάρχουν και λειτουργούν οι κοινωνίες σε μια ιστορική περίοδο.
Κανείς δεν αρνείται νομίζω το αναπάντεχο και κατεπείγον της κατάστασης που ζούμε. Κανείς δεν θεωρεί μη αναγκαία τα όποια έκτακτα μέτρα λαμβάνονται. Παρ’ όλα αυτά, όσο και να το σκεφτεί κανείς, το αποτέλεσμα είναι τρομακτικό. Όταν πιάσεις τον εαυτό σου να γράφει σε κενή κόλλα χαρτί ονοματεπώνυμο-διεύθυνση-ημέρα-ώρα και συγκεκριμένο λόγο εξόδου από την οικία σου, όταν προχθές ήταν απλά Παρασκευή… Για αρκετό κόσμο η διαχείριση της ψυχολογικής πίεσης είναι τεράστια. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα περί ανεύθυνης στάσης όσων διατυπώνουν πολιτικές κρίσεις τούτη την ώρα ή όσων αδυνατούν να εκλογικεύσουν ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας αποτελεί σύγχρονο μέτρο μιας πολιτικής η οποία, για την τωρινή κατάσταση, εγκαλεί τους ανυπόταχτους Γαλάτες που δεν έμειναν σπίτια τους, είναι τουλάχιστον σαθρό. Είναι ανεύθυνες και επιζήμιες οι πολιτικές κρίσεις τούτη την ώρα και είναι λιγότερο ανεύθυνες και επιζήμιες οι πολιτικές πράξεις που συν-διαμόρφωσαν τούτη την ώρα; Μάλλον όχι…
Σκεφτόμουν ότι ο λόγος περί θυτών-θυμάτων αυτές τις μέρες εγγράφεται σε ένα πλαίσιο παθολογιών της θυματοποίησης. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ζήτημα μιας εξιδανικευμένης θυματοποίησης, μιας κατάστασης στην οποία το θύμα, για να λογίζεται ως τέτοιο, οφείλει να υπάρχει απλώς σε μια γκρίζα ζώνη. Αναμένον, αμέτοχο, με αφαιρεμένη την ιδιότητα του υποκειμένου. Χάνοντας τη ζωή του αναίτια, αμόλυντο, καθαρό, δίχως λόγο, δίχως φταίξιμο. Οι υπόλοιποι που υπομένουν αλλά μιλούν, διαμαρτύρονται, φωνάζουν ή εξοργίζονται, αποτελούν «βρόμικα θύματα». Δημιουργείται έτσι μια παραδειγματική εικόνα των θυμάτων. Μια σχέση ηθικής-αθωότητας και θύματος η οποία κυριαρχεί στον ηγεμονικό λόγο της κυβέρνησης και διαχέεται στη δημόσια σφαίρα. Αν εκφραστείς διαφορετικά τούτη την ώρα (παρά το γεγονός ότι είσαι έγκλειστος/-η, ακόμη κι αν είχες ήδη συμμορφωθεί με τους κανόνες αυτοπεριορισμού των προηγούμενων ημερών) η ιδιότητά σου ως θύματος παραγκωνίζεται. Παύεις να είσαι απόλυτα παθητικός/-ή, παύεις να είσαι ενάρετο, ως όφειλες, θύμα. Ο δεύτερος λόγος είναι αυτός των ηρώων. Όσων με αυταπάρνηση και με κίνδυνο της ζωής τους μάχονται καθημερινά (γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό κ.λπ). Η κυβέρνηση αποκτά έτσι έναν ρόλο παρατηρητή-κριτή. Δεν αναφέρονται λάθη, αβλεψίες, εγκληματικές πολιτικές, για το καλό όλων. Η συζήτηση μετατοπίζεται από τα πραγματικά προβλήματα, τις ελλείψεις σε εξοπλισμό, την υποστελέχωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού (δεν χρειάζεται να αναφερθούμε εκτενώς), απόρροια των χρόνιων πολιτικών που διέλυσαν το αναγκαίο τελικά Εθνικό Σύστημα Υγείας, και διεξάγεται σε καθημερινή βάση με όρους ηρώων-θυμάτων. Αναρωτιέμαι, αν δεν είσαι ήρωας και χάνεις ταυτόχρονα την ιδιότητα του θύματος, τι είσαι τελικά;
Δεν ξέρω ειλικρινά πώς να περιγράψω αυτό που με κατακλύζει. Είναι πρωτόγνωρο (φαντάζομαι για όλους μας). Πώς να μιλήσω γι’ αυτό το κοινό περί δικαίου αίσθημα που ενδεχομένως βιώνεται (τόσο ατομικά όσο και συλλογικά) ως μια κατάσταση καταπίεσης, ανελευθερίας και ταυτόχρονης αδυναμίας να αρθρώσεις λόγο. Έναν λόγο απέναντι στον υπαίτιο που έχει αρχίσει να κυριαρχεί στο συλλογικό φαντασιακό ως νηφάλιος, σχεδόν αυτόκλητος ηγέτης, ο οποίος με αίσθημα ευθύνης πουλάει την προστασία του στον κόσμο που δεν έχει παρά να τον ευγνωμονεί για τη στάση του. Δεν είναι που πνίγεσαι το πρόβλημα, αλλά το ποιος λογίζεται για ναυαγοσώστης.
Social Links: