Όταν κοιμάμαι πιστεύω στο Διάβολο. Στα όνειρά μου έχω κοιτάξει σε χαμηλές αίθουσες μέσα από φεγγίτες με κουλουριασμένα κάγκελα και Τον έχω δει να μου γνέφει με το όμορφο χέρι Του, προτείνοντάς μου μια θαμπή πρόσκληση με χρώμα από κάρβουνο. Καθώς σηκώνεται για να με πλησιάσει δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια. Με γνωρίζει καλά στον ύπνο μου ο Διάβολος κι έχει σκάψει κάτω απ’ το όνομά μου για να δει το ανώνυμο πλήθος που πάλλεται.
Όταν ξυπνάω απ’ αυτά τα όνειρα λουσμένη στον ιδρώτα και στους χτύπους της καρδιάς μου, με το σκοτάδι να με ζώνει και τους σκιερούς όγκους από τα κρεμασμένα ρούχα να θροΐζουν, η πίστη μου στο Διάβολο είναι ακράδαντη και η παρουσία Του ολόγυρα πελώρια. Τρέμω γιατί ο Διάβολος θα με σπάσει σε χίλια κομμάτια και θα με κρατήσει εκεί που τελειώνουν όλα, να κοιτάξω στην αιωνιότητα και να αφομοιώσω την απελπισία, πριν μου δείξει τους θησαυρούς που κρύβονται μέσα στη γη και με αφήσει να πετάξω στο νυχτερινό ουρανό.
Τότε γυρνάω στη μεριά του κρεβατιού που είναι προς τον τοίχο και κρατάω σφαλιστά τα μάτια και σφίγγω τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά μου. Δεν ψαχουλεύω κάτω από το μαξιλάρι γιατί εκεί είναι που αφήνει την πρόκλησή Του. Για να επιδιορθώσω τα σίδερα του κλουβιού της ηρεμίας μου αρπάζομαι από προσευχές κι από τα ξέφτια της λογικής μέχρι που το φιτίλι της πίστης μου στο Διάβολο τρεμοπαίζει και αποτραβιέται πίσω απ’ τις σκιές που ρίχνει το όνομά μου – μου παίρνει αρκετά λεπτά όμως, γιατί η νύχτα είναι η ώρα Του.
Είναι πολλά τα πρωινά που μες στο φως του ήλιου μετανιώνω για τη βραδινή μου ατολμία· τότε σηκώνω το μαξιλάρι αλλά δε βρίσκω τίποτα και η πίστη μου στον Πονηρό ρημάζει μοναχή της. Κι όταν βγαίνω απ’ το σπίτι για να πάω στη δουλειά και στις υπόλοιπες αβάσταχτες ρουτίνες της ημέρας, σκέφτομαι πως την επόμενη φορά που θα συναντήσω τον Διάβολο στον ύπνο μου θα βρω το κουράγιο να αποδεχτώ την πρόσκλησή Του.
Ένα απόγευμα του Δεκέμβρη γύρισα στο σπίτι και κοιμήθηκα αμέσως. Στον ύπνο μου είδα ξανά τον Διάβολο. Όταν ξύπνησα, αργότερα, έτρεμα και η ανάσα Του με τύλιγε με πελώρια φτερά προκαλώντας μου μεγάλο φόβο. Γύρισα στο πλευρό όπως έκανα συνήθως, αλλά ο τοίχος έλαμψε πύρινος καθώς ένα κόκκινο φως τον πλημμύρισε. Γύρισα και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο και είδα στο απέναντι διαμέρισμα μια μεγάλη τηλεόραση – στην οθόνη της ένας κύριος έστριβε με τα χέρια του τον φάρο που του αναλογούσε, αναζητώντας πλοία για να τα οδηγήσει στο επικίνδυνο μα τόσο γοητευτικό καταφύγιό του. Έκλεισα τα μάτια μα το κόκκινο φως πέρασε από τα κλειστά μου βλέφαρα κι έκαψε τ’ όνομά μου.
Εκείνη τη στιγμή που δεν ήξερα ποια είμαι, το χέρι μου τρύπωσε κάτω απ’ το μαξιλάρι και ακούμπησε έναν φάκελο. Ήταν σαν χοντρή σελίδα από μεταχειρισμένο βιβλίο, γεμάτη σκόνη που μουλιάζει τα δάχτυλα. Τον άνοιξα, τράβηξα το ωχρό χαρτί που βρισκόταν στα σωθικά του και διάβασα την πρόσκληση στο κόκκινο φως του φάρου. Μου απευθυνόταν με ένα όνομα που δεν τόλμησα να αποστηθίσω ή να αποτυπώσω, κι έγραφε μια διεύθυνση και την ημερομηνία εκείνης της νύχτας. Ώρα δεν υπήρχε – ανέφερε μονάχα το βράδυ, θυμίζοντας παλιότερες εποχές όπου τις μόνες ουλές στο σώμα του χρόνου τις χάραζαν ο ήλιος και το φεγγάρι. Στη θέση της υπογραφής υπήρχε ένας κυρτός, λεπτός οφθαλμός που γέμισε τα δάχτυλά μου με τρίμματα από κάρβουνα.
Πέρασα ώρα κοιτώντας το γραπτό. Ο τρόμος μου υποχώρησε κι ανακουφίστηκα. Από την ονειρική μου όμως πίστη στο Διάβολο, κράτησα μια σπίθα αναμμένη τυλίγοντας γύρω της το αδιαμφισβήτητο της ύπαρξης της πρόσκλησης. Όπως η παλάμη αγκαλιάζει και προστατεύει τη φλόγα της λαμπάδας όταν φυσάει ο άνεμος, έτσι και τώρα το ανείπωτο αυτό χαρτί διατηρούσε μια σπιθαμή της πίστης μου.
Σηκώθηκα με απαλά βήματα και έψαξα στο τηλέφωνο τη διεύθυνση όπου ήμουν καλεσμένη. Έπειτα ντύθηκα βαριά και βγήκα στην χειμωνιάτικη πόλη. Καθώς κατηφόρισα για την παλιά συνοικία πρόσεξα πως το κόκκινο φως είχε εξαφανιστεί. Η απέναντι τηλεόραση είχε σβήσει.
Τα χαμηλά σπίτια της παλιάς συνοικίας (κανένα δε σηκωνόταν πάνω από δυο ορόφους μα όλα απλώνονταν βαθιά κάτω απ’ τη γη) άφηναν το νυχτερινό στερέωμα να απλώνεται διάπλατο επάνω τους. Συνήθως όταν περπάταγα σε αυτή τη γειτονιά απέφευγα να στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω – είχα μεγαλώσει κάτω από τις πολυκατοικίες που ως άλλοι γκρίζοι Άτλαντες κρατάνε μακριά μας την απεραντοσύνη του ουρανού. Σ’ αυτούς όμως εδώ τους δρόμους ένιωθα το απειλητικό βάρος του βλέμματος των άστρων που έκανε τις κορυφές των καμινάδων να τρίζουν και τις παλιές κεραίες της τηλεόρασης να πάλλονται.
Ελάχιστα αυτοκίνητα διατάρασσαν αυτόν τον σιωπηλό βόμβο· ήταν μια νύχτα για να περνάς μέσα από άπλετες σκιές με τα χέρια βαθιά στις τσέπες (κυρτωμένα στη μορφή τρισδιάστατων αστερισμών που φύτρωσαν από σπορά σχισμένων ονομάτων). Σ’ ένα σπίτι που ήταν αδειανό είδα ένα απόκοσμο πράσινο φως να ρίχνει δυο μυτερές σκιές στο απέναντι δέντρο – δεν θέλησα όμως να κοιτάξω περισσότερο, γιατί το χαρτί στην αριστερή μου τσέπη συνέχιζε να αφήνει καρβουνόσκονη καθώς το λάδι της πίστης μου σωνόταν γοργά και ο προορισμός μου απόψε ήταν πιο πέρα.
Πριν από εκείνο το βράδυ δεν ήξερα πως υπήρχε οδός Απελπισίας. Τη βρήκα όμως, πρώτα στο χάρτη κι έπειτα στην ίδια τη συνοικία: ήταν ένα κουβάρι από παράδρομους δίχως ραχοκοκαλιά, ένα σμάρι από σοκάκια (όπου μπορείς ακόμη ν’ ακούσεις φτερά να μαζεύονται καθώς περνάς πλάι στις χαμηλές στέγες) που κανείς δε θεώρησε αρκετά σημαντικά ώστε να τα βαφτίσει ξεχωριστά.
Το κτίριο όπου οδηγούσε η πρόσκληση ήταν στο νούμερο δεκαπέντε, μια χαμηλή μονοκατοικία με ψηλό φράχτη από πλεγμένο κασσίτερο. Από την καμινάδα απλωνόταν παχύς καπνός και γνώριμες φωνές που φύσαγαν με φούρια ολόγυρά μου. Μπήκα στην μικρή αυλή και είδα την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει· στο μισοσκόταδο του εσωτερικού είδα πρόσωπα γνωστών και μ’ έπιασε για δεύτερη φορά μέσα στη νύχτα μεγάλος τρόμος. Όχι πια για τον Διάβολο αλλά για την ελάχιστη σπίθα της πίστης μου σε Αυτόν, που τώρα ψυχορραγούσε· φοβόμουν πως την πρόσκληση που είχα στην αριστερή μου τσέπη την είχε γράψει κάποιος θνητός και όχι το όμορφο χέρι Του. Κι όταν κάποιος με φώναξε μέσα απ’ το σπίτι με το όνομά μου η σπίθα της πίστης μου χάθηκε.
Σε αυτήν τη σύναξη που είχε κανονιστεί εδώ και κάποιες εβδομάδες στο καινούργιο αυτό φιλικό σπίτι, εγώ κυκλοφορούσα με κατήφεια αναζητώντας μάταια κάποιο σημάδι από τον κόκκινο φάρο που με είχε κάνει να πιστέψω. Με κάθε αδιάφορη κουβέντα που αντάλλαζα, η απελπισία μου βάθαινε καθώς το θαυμαστό τραβιόταν στα σκοτάδια. Με κάθε νέο που επικύρωνε την αδιάρρηκτη συνέχεια του έξω κόσμου, στεκόμουν στο χείλος της αβύσσου αντικρίζοντας την αιωνιότητα ενός ρυμοτομημένου ημερολογίου.
Ήταν σχεδόν ξημέρωμα όταν βρέθηκα σε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Αναζητούσα τον οικοδεσπότη που μου διέφευγε ολόκληρη τη βραδιά – ήθελα να του παραδώσω την πρόσκληση. Στη μέση του πατώματος υπήρχε μια σιδερένια σχάρα που κάλυπτε κάποιο κενό: ένα αχρηστευμένο πηγάδι ή ίσως κάποια σκάλα γλιστερή. Δοκίμασα να τη σηκώσω δίχως επιτυχία, κι έπειτα απογοητευμένη έριξα μέσα την πρόσκληση που τόσες ώρες της νύχτας γέμιζε με καρβουνόσκονη το αριστερό μου χέρι.
Ευθύς φάνηκε μια κόκκινη λάμψη στο βάθος του μικρού αυτού χάσματος· ήταν αυτή που είχε πλημμυρίσει τον τοίχο στο δωμάτιό μου. Ξεχείλισε μέσα από τα χοντρά σίδερα της σχάρας σαν κουρνιαχτός από γριά φωτιά που χωνεύει τα κόκαλα. Γονάτισα πάνω στον οριζόντιο αυτόν φεγγίτη καθώς ένας αργός άνεμος διέσυρε τον χώρο και το σώμα μου με πολικό ψύχος και πάγο. Έπιασα ένα από τα σιδερένια κάγκελα και κοίταξα μέσα, αφήνοντας το φως να με πυρώσει πριν με σπάσει σε αμέτρητα είδωλα.
Όταν ο ήλιος ανέτειλε και οι τελευταίοι καλεσμένοι αποχώρησαν από το σπίτι, εγώ είχα γλιστρήσει κάτω από την σχάρα και καθόμουν στα πρώτα κατηφορικά σκαλιά με τη δυνατή φλόγα ενός κεριού στο χέρι. Άκουσα τον οικοδεσπότη να κλειδώνει την εξώπορτα κι έπειτα να πλησιάζει στο δωμάτιο. Σήκωσε την σχάρα και με ακολούθησε καθώς ξεκίνησα να κατεβαίνω στα απέραντα υπόγεια που κρύβονται κάτω από την παλιά συνοικία, εκεί όπου υπάρχουν θαύματα. Χρειάστηκε μια χειμωνιάτικη νύχτα Δεκεμβρίου για να πιστέψω στον Διάβολο.
Social Links: