Τρία χρόνια πριν κερδίσει τα εγκώμια και τους διθυράμβους του Ριζοσπάστη για το Django Unchained (αν δεν έχεις διαβάσει αυτό το μνημείο κινηματογραφικής κριτικής ιδού –και μπόνους το μπάνερ “ΟΧΙ σε όλα τα ναρκωτικά”), ο…

Βία (μέσα) στη βία

 

Τρία χρόνια πριν κερδίσει τα εγκώμια και τους διθυράμβους του Ριζοσπάστη για το Django Unchained (αν δεν έχεις διαβάσει αυτό το μνημείο κινηματογραφικής κριτικής ιδού –και μπόνους το μπάνερ “ΟΧΙ σε όλα τα ναρκωτικά”), ο Ταραντίνο είχε καταφέρει με το Inglourious Basterds να μαζέψει από δεξιά και αριστερά όλες τις συνήθεις κομπλεξικές αντιδράσεις του ελληνικού σινεφίλ κοινού: το έργο ήταν και καλά αμερικανιά, υπερβολικά βίαιο, εβραιόφιλο, ασεβούσε προς την αντιναζιστική αντίσταση των λαών (ξανά ο Ρίζος, εδώ).

Κι όμως, η βασική ιδέα ήταν και στις δύο ταινίες η ίδια: μειονοτικοί underdogs, άξια τέκνα των κοινωνικών τους ομάδων, παίρνουν βίαιη εκδίκηση για όσα τράβηξαν στο φιλμ και, κατ’ επέκταση, για όσα έχουν τραβήξει στην πραγματικότητα οι ομάδες στις οποίες ανήκουν. Πρόκειται για το γνωστό κόλπο που επιτρέπει στον θεατή να νιώσει την ωμή χαρά της βίας όταν αυτή ασκείται από τη σωστή πλευρά και για τους σωστούς λόγους –η συνταγή, με άλλα λόγια, ενός καλού exploitation film.

Η διαφορά είναι ότι στην μία περίπτωση είχαμε το σχετικά ανώδυνο για το ελληνικό κοινό θέμα της καταπίεσης των νέγρων στον αμερικανικό νότο, και στην άλλη τους Εβραίους στην κατοχή –που όσο να ‘ναι, κάποια καμπανάκια σε κάποιους εδώ πέρα τα χτυπά.

Όμως υπάρχει και άλλη μία, σημαντικότερη διαφορά: αυτή που κάνει το Inglourious Basterds την ερμηνευτική κλείδα ολόκληρου του ταραντινικού opus και ένα βαρβάτο σχόλιο πάνω στη βία και την αναπαράστασή της.

Έχουν δίκιο οι προκάτ επικριτές των Μπάστερδων: ο Ταραντίνο και παραποιεί την Ιστορία –προφανώς– και έχει ως παραγωγούς τους Εβραίους αδερφούς Weinstein, και επιδιώκει, όπως συνήθως, να πορώσει τον θεατή με τη βία.

Προχωρά όμως και παραπέρα, και το κάνει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα και εμφατικά.

Παράλληλα με την εποποιία των σκοτωμών της αμερικανοεβραϊκής ομάδας κομμάντο του Άλντο Ρέην, στο φιλμ εκτυλίσσεται και μια δεύτερη, πιο πονηρή ιστορία: η προετοιμασία της πρεμιέρας του Stolz der Nation (Το Καμάρι του Έθνους), της βαριά προπαγανδιστικής ταινίας για τα πολεμικά κατορθώματα του πιτσιρικά σκοπευτή Fredrick Zoller.

Ο Ταραντίνο κλιμακώνει την αφήγησή του στο σημείο ακριβώς όπου οι δύο ιστορίες συναντιούνται, στην πρεμιέρα του Stolz. Εκεί που ξεκινά η ταινία-μέσα-στην-ταινία και οι ναζί θεατές παραληρούν από ενθουσιασμό παρακολουθώντας τα παραφουσκωμένα ηρωιλίκια του Zoller.

Εδώ είναι που σκάει η στιγμή του «για στάσου». Αυτό ακριβώς που κάνουν οι ναζί θεατές από τη μία πλευρά της οθόνης, το έκανε από την αρχή της ταινίας και ο θεατής του Ταραντίνο από την άλλη –το έκανε, για να ακριβολογούμε, από το Reservoir Dogs μέχρι τότε: παραληρούσε παρακολουθώντας σκοτωμούς.

Την στιγμή εκείνη που εσύ ο θεατής παρακολουθείς ταυτόχρονα το Inglourious Basterds και το Stolz der Nation, αντιλαμβάνεσαι πως είσαι ταυτόχρονα ανάμεσα στους ναζί θεατές και έξω απ’ αυτούς. Παρακολουθείς την ταινία και ταυτόχρονα παρακολουθείς τον εαυτό σου ως θεατή της. Και καταλαβαίνεις, αν το πιάσεις, το πώς λειτουργεί η αναπαράσταση, ιδίως όταν αυτή αφορά αφηγήσεις που διακρίνουν ανάμεσα σε «εμάς» και σ’ «αυτούς».

Αντιλαμβάνεσαι με άλλα λόγια πως κάθε τέτοια αφήγηση ανήκει ως ένα βαθμό στην ίδια κατηγορία με το Inglourious Basterds και το Django Unchained: είναι ως ένα βαθμό exploitation, ή έστω λειτουργεί ως τέτοια.

Και αντίθετα με τις ανησυχίες των στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης ως προς τη λειτουργία της μαζικής κουλτούρας, αντίθετα με το αίτημα του Μπρεχτ για ξεκάθαρη ανά πάσα στιγμή διάκριση της αναπαράστασης από την πραγματικότητα, ο ταραντινικός μεταμοντερισμός δίνει μια λιγότερο ψυχαναγκαστική διέξοδο σ’ αυτόν τον κίνδυνο:

Αυτό που αποδεικνύει ο Ταραντίνο σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του, και το υπογράφει φαρδιά-πλατιά στους Μπάστερδους, είναι πως μπορείς χωρίς τύψεις να απολαμβάνεις πρωτογενώς το θέαμα, να μετέχεις μετά ελέου και φόβου στην αναπαράσταση της βίας, να αναστέλλεις τη δυσπιστία σου έναντι του αναπαριστώμενου, αρκεί να γνωρίζεις το πώς λειτουργεί η αναπαράσταση. Και αυτό το κατώφλι, της συνειδητοποίησης της λειτουργίας της αναπαράστασης, είναι πιθανότατα ένας εμβολιασμός ως προς τους κινδύνους της ψευδούς συνείδησης που επισείουν οι της Φρανκφούρτης ο οποίος λειτουργεί άπαξ και διαπαντός. Αν στο επίπεδο της αναπαράστασης ζήσεις το πόσο εύκολο είναι να γίνεις ναζί (ή, αν αυτό σ’ ενοχλεί, να υιοθετήσεις τα βασικά τους χαρακτηριστικά), τότε δύσκολα θα γίνεις και στην πραγματικότητα.

Το τίμημα είναι σαφές: η διάσπαση του υποκειμένου σε θεατή, και θεατή-του-εαυτού. Όμως ούτε οι δύο αυτές όψεις χρειάζεται να εκδηλώνονται ταυτόχρονα (ο αναστοχασμός μπορεί να περιμένει να βγεις από την αίθουσα), ούτε η διάσπαση αυτή είναι κάτι το καινοφανές –υπάρχει τουλάχιστον από την εποχή Σωκράτη. Μόνο που πλέον αφορά πολλούς περισσότερους.

Έτσι, ο εμπρησμός της κινηματογραφικής αίθουσας, και μαζί και των ναζιστών θεατών, από την Εβραία Σωσσάνα δεν είναι απλώς μια εκδίκηση για το πραγματικό Ολοκαύτωμα των Εβραίων στο επίπεδο της αναπαράστασης, όπως απλοϊκά ερμήνευσαν την σκηνή πολλοί. Είναι ταυτόχρονα μια ελπιδοφόρα ένδειξη ότι οι μέχρι πρότινος αιματηρές διαμάχες μπορούν πλέον να διεξάγονται στο επίπεδο αυτό –και να σταματούν εκεί, αρκεί οι μετέχοντες σ’ αυτές ή έστω αρκετοί απ’ αυτούς, να μπορούν να δούν τους εαυτούς τους και ως θεατές του δρώμενου. Μια ελπίδα που, ιδιαίτερα σε μας εδώ, τους εν πολλοίς θεατές αποκλειστικού τύπου Stolz, είναι όσο να ‘ναι καλοδεχούμενη.