Η εισβολή μεγάλου αριθμού ακροδεξιών οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο αποτελεί ακόμα μία απόδειξη των βαθειών διαιρετικών τομών που χαρακτηρίζουν την αμερικανική κοινωνική (π.χ. φυλετικές διακρίσεις) και πολιτική ζωή. Η τελευταία, λόγω των εκτεταμένων χρονικά προεκλογικών περιόδων και της δικομματικής δομής της, διέπεται διαχρονικά από κλίμα πόλωσης.
Αυτό το πολωμένο κλίμα έχει κατά κάποιο τρόπο «ενταθεί» στις δύο πιο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις[1] με υπαιτιότητα κυρίως του Ντ. Τραμπ, για τον οποίο η δημιουργία πολιτικής πόλωσης αποτελεί σταθερά πολιτική/στρατηγική επιλογή[2]. Από τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου κι έπειτα, ο απερχόμενος (ευτυχώς) πλέον πρόεδρος των Η.Π.Α. αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί την ξεκάθαρη ήττα του στις κάλπες και διατυμπανίζει την ανυπόστατη πεποίθησή του περί νοθευμένης εκλογικής διαδικασίας που του αφαίρεσε μια σίγουρη και ευρεία νίκη, μολονότι έχει ήδη ηττηθεί σε σειρά προσφυγών που έχει καταθέσει σε διάφορα δικαστήρια, του Ομοσπονδιακού συμπεριλαμβανομένου.
Ο… «ανένδοτος» -εάν δεν ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα θα μιλούσαμε για ανέκδοτο, όχι για ανένδοτο- του Τραμπ, ενός ακροδεξιού προϊόντος της βιομηχανίας των ΜΜΕ, με σαφώς φασίζουσα πολιτική -και όχι μόνο- συμπεριφορά, αποτέλεσε την αφορμή (και ουχί την αιτία) για την εκδήλωση ακραίων συμπεριφορών εκ μέρους των οπαδών του που οδήγησαν εν τέλει στην «πολιορκία» του Καπιτώλιου κατά την ημέρα της επικύρωσης της εκλογικής νίκης του Τζο Μπάιντεν.
Εστιάζοντας στην επικοινωνιακή πτυχή του εν λόγω συμβάντος, πρέπει πάντα να έχουμε υπ’ όψη ότι τέτοια γεγονότα συμβαίνουν -τουλάχιστον και- για να προβληθούν από τα ΜΜΕ. Με άλλα λόγια, η ουσιαστική «δύναμη» αυτών των γεγονότων πηγάζει από τη συμβολική-προπαγανδιστική διάσταση που διαμορφώνεται δια της προβολής τους -με συγκεκριμένους τρόπους- από τα ΜΜΕ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ΜΜΕ αποτελούν τους κατ’ εξοχήν «διαμεσολαβητές» μεταξύ ημών ως ατόμων και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα πέρα από την «ακτίνα δράσης» της ατομικής μας διάνοιας, δηλαδή των γεγονότων που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε δια ζώσης. Συνεπώς, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της σοβαρότητας της περίστασης, η επίθεση των ακροδεξιών και φασιστών οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο έκανε το γύρο του κόσμου σε ζωντανή μετάδοση, σκορπίζοντας ανησυχία αναφορικά με την πολιτική σταθερότητα των Η.Π.Α. και φυσικά την πολιτική επιρροή του ακροδεξιού Τραμπ στην αμερικανική κοινωνία.
Αυτή η προβολή της δύναμης επιρροής του Τραμπ σε ένα σεβαστό αριθμό πολιτών των ΗΠΑ, και ειδικά με τη συγκεκριμένη εξωθεσμική λογική, δηλαδή την παραίνεση για επίθεση στο Καπιτώλιο αναδεικνύει την εξαιρετικά ανησυχητική επιρροή του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ σε ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, το οποίο έχει ριζοσπαστικοποιηθεί με ακροδεξιό πρόσημο. Υπό αυτή τη λογική θα μπορούσε (δυστυχώς) να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Τραμπ δεν έχει βγει απολύτως χαμένος από όλη αυτή την ένταση που έχει προκαλέσει (και επί της ουσίας εξακολουθεί να προκαλεί). Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι κατάφερε να συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό οπαδών του στη θεωρητικά πιο καλά φυλασσόμενη περιοχή της πρωτεύουσας των Η.Π.Α. και με τον -για ακόμα μία φορά- εμπρηστικό του λόγο να τους πείσει να εισβάλουν στο Καπιτώλιο, προκειμένου να παρεμποδίσουν τη διαδικασία επικύρωσης του πολιτικού αποτελέσματος υπέρ του Μπάιντεν. Μολονότι αυτή η απόπειρα εξωθεσμικής παρέμβασης απέτυχε ως προς το προσδοκώμενο πολιτικό αποτέλεσμα, εν τούτοις αφήνει (επικοινωνιακά και πολιτικά) παρακαταθήκη το γεγονός ότι ο Τραμπ έχει έναν ίσως όχι και τόσο μικρό «στρατό» πιστών ακολούθων, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να προβούν ακόμα και σε ακραίες πράξεις πολιτειακής εκτροπής.
Έταιρη ανησυχητική διάσταση της επίθεσης στο Καπιτώλιο αποτελεί ο τρόπος παρουσίασης των γεγονότων από αρκετά ΜΜΕ, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε άλλες χώρες (π.χ. Ελλάδα), τα οποία συστηματικά απέφυγαν τη χρήση ιδεολογικά έμφορτων χαρακτηρισμών όπως «ακροδεξιοί» ή «φασίστες» για τον Τραμπ και τους οπαδούς του, μολονότι τόσο τα ιδεολογικά τους προτάγματα, όσο και οι πράξεις τους φανερώνουν ξεκάθαρα τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους. Αυτό συμβαίνει είτε διότι ορισμένα ΜΜΕ είναι ευθέως φίλα προσκείμενα προς τις ακραίες απόψεις του Τραμπ και των οπαδών του, είτε διότι το κυρίαρχο πολιτικό και μηντιακό σύστημα σε πολλές χώρες -της Ελλάδας φυσικά συμπεριλαμβανομένης- επιλέγει να «εκμεταλλευτεί» συνειδητά και προς ίδιον όφελος, ή -στην καλύτερη περίπτωση- να «υποβαθμίσει», την ακροδεξιά και τη δύναμή της. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, αυτή η συνθήκη βρήκε εφαρμογή με τη στάση κυρίαρχων πολιτικών και μηντιακών παραγόντων απέναντι στη Χρυσή Αυγή, η οποία για χρόνια δρούσε ουσιαστικά ανενόχλητη σκορπώντας το μίσος και το θάνατο, είτε επειδή αυτό εξυπηρετούσε ακροδεξιές κυβερνητικές πολιτικές (βλ. προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα), είτε επειδή προσέφερε (εθνικιστικό) περιεχόμενο και θέαμα σε κυρίαρχα ελληνικά ΜΜΕ (βλ. χαστούκι Κασιδιάρη σε Λ. Κανέλλη, life style ρεπορτάζ για την προσωπική ζωή των ηγετικών στελεχών της Χ.Α. κλπ.).
Παρόμοιας λογικής είναι και η κατάσταση στις Η.Π.Α. Ο Τραμπ εκμεταλλευόμενος την προϊούσα δημοφιλία του ως μεγαλοεπιχειρηματίας και τηλεοπτική περσόνα, το διάχυτο ρατσισμό της αμερικανικής κοινωνίας και τα ακροδεξιά μορφώματα που υπάρχουν στους κόλπους του ρεπουμπλικανικού κόμματος (βλ. tea party), «πάτησε» στην οικονομική ανέχεια που έχει δημιουργήσει η ματαίωση του «αμερικανικού ονείρου» σε εκατομμύρια ανθρώπους, προκειμένου να αναπτύξει την ακροδεξιά, εθνικιστική του ρητορική και να αναδείξει την «υπεροχή» της λευκής φυλής, προσφέροντας ένα εύπεπτο και βολικό αφήγημα. Αυτό το αφήγημα τον ανέδειξε το 2016 στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ, και το ίδιο αφήγημα τού εξασφάλισε -παρά την ήττα του- πάνω από 70 εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές του 2020, αναδεικνύοντας με ανησυχητικό τρόπο την πολιτική του απήχηση στην αμερικανική κοινωνία. Η εκ των υστέρων αναστολή των λογαριασμών του Τραμπ σε Twitter & Facebook είναι αυτό που οι Αμερικανοί θα χαρακτήριζαν ως “too little, too late”. Η «ζημιά» έχει ήδη γίνει. Βασικά, γινόταν εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα και πριν την εκλογή του Τραμπ το 2016 στην προεδρία των ΗΠΑ, καθώς ο «πορτοκαλί πρόεδρος», διαχρονικά ενεργός χρήστης του Twitter φρόντιζε συστηματικά να διαχέει τις ακροδεξιές και ψευδείς απόψεις του. Επί σειρά ετών, τα ίδια μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τώρα αυτο-προβάλλονται ως προασπιστές του ορθού λόγου και της αξιοπιστίας, «κώφευαν» στα εξαιρετικά ανησυχητικά μηνύματα του τέως προέδρου. Όσο ο Τραμπ τους εξασφάλιζε traffic και νέους χρήστες, εξυπηρετούσε τα κερδοσκοπικά τους συμφέροντα, ανεξαρτήτως της αξιοπιστίας των δηλώσεών του.
Όπως στην Ελλάδα η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το στέλεχος της Χ.Α. Γ. Ρουπακιά αποτέλεσε την αφετηρία της καταδίκης της Χ.Α., έτσι και στις ΗΠΑ η ευθεία προτροπή του Τραμπ προς τους οπαδούς του για κατάληψη του Καπιτώλιου, σε συνδυασμό με πολλές άλλες έκνομες ενέργιες στις οποίες έχει προβεί, θα πρέπει να αποτελέσουν την αφετηρία ποινικών διώξεων εναντίον του. Παρ όλα αυτά, οι ποινικές διώξεις δεν είναι αρκετές για να εξαλείψουν τη διάχυση της ακροδεξιάς, φασιστικής ρητορικής των “white supremacists”. Όπως και στην Ελλάδα ο ακροδεξιός Λόγος εξακολουθεί να (ανα)παράγεται και να διαχέεται από ένα σημαντικό αριθμό πολιτικών παραγόντων και Μέσων, έτσι και στις ΗΠΑ ο λεγόμενος «τραμπισμός» δεν θα εξαλειφθεί με την όποια καταδίκη του φυσικού του ηγέτη, εάν εν τέλει συμβεί κάτι τέτοιο.
Όσο υπάρχουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι, όσο ο Λόγος μίσους χρησιμοποιείται ως πολιτικό/προπαγανδιστικό εργαλείο στη δημόσια σφαίρα, όσο η φυλή θα προσεγγίζεται ως ποιοτική παράμετρος προσδιορισμού των ανθρώπων, όσο θα υπάρχουν πολιτικοί που θα προτάσσουν την κατά Βέμπερ «πολιτική του φρονήματος» έναντι της «πολιτικής της ευθύνης», ο ακροδεξιός, φασιστικός Λόγος θα εξακολουθεί να ανθεί και να δηλητηριάζει τις κοινωνίες. Στις πιο ακραίες του πολιτικές εκφάνσεις, ο ακροδεξιός Λόγος θα απειλεί και όποιους θεσμούς έχουν απομείνει ως τυπικές υπενθυμίσεις ενός δημοκρατικού πολιτεύματος που αντί να είναι ανοικτό και συμπεριληπτικό, μετατρέπεται σε αρκετές χώρες σε υβρίδιο με ολοένα και πιο έντονα απολυταρχικά χαρακτηριστικά.
[1] Ενδεικτικά, την επαύριο των εκλογών του 2016, οι αναλυτές έκαναν λόγο για την πλέον «αρνητική» προεκλογική περίοδο στην ιστορία, καθώς οι ανθυποψήφιοι (Τραμπ και Κλίντον) εστίασαν πρωτίστως στην αποδόμηση του πολιτικού τους αντιπάλου, παρά στην παρουσίαση των δικών τους πολιτικών θέσεων. Η δε ευθεία και έντονη αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος των εκλογών του 2020 από τον Ντ. Τραμπ δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική πολιτική ιστορία.
[2] Σ αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκυμαντέρ αναφορικά με τη διαχρονικά πολωτική πολιτική τακτική που έχει ακολουθηθεί από αρκετούς υποψήφιους των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία και έχει σε πολλές περιπτώσεις εμπνευστή έναν πολύ διάσημο στην Αμερική υπερ-συντηρητικό πολιτικό σύμβουλο, τον Roger Stone. Στο ντοκυμαντέρ με τίτλο “Get Μe Roger Stone” παρακολουθούμε τον ίδιο καθώς αφηγείται την πορεία του στην πολιτική στο πλευρό μεγάλων Ρεπουμπλικανών πολιτικών, από τον Ρίτσαντ Νίξον και μετά και σε συνδυασμό με σχετικό οπτικοακουστικό υλικό, διαπιστώνουμε ότι ο εν λόγω σύμβουλος βρίσκεται σε σημαντικό βαθμό πίσω και από την «πολιτική περσόνα» του Ντόναλντ Τραμπ.
Social Links: