My peace is gone
My heart is heavy
I shall never
Ever find peace again.
[…] My poor head
is crazed,
My poor mind
Shattered.
Goethe, Faust, Μέρος 2ο.
«Έχω να δω τα παιδιά και τα εγγόνια μου τόσους μήνες. Να τα αγκαλιάσω. Στριμώχνομαι καθημερινά, με πολύ κόσμο, μέσα στο λεωφορείο. Η ζωή μου είναι σπίτι και δουλειά. Και αυτός πέρασε το σαββατοκύριακό του στην Ικαρία, ξέγνοιαστος. Δεν αντέχω άλλο. Πώς να μην θυμώσω; Πώς να μην εξοργιστώ; Δίκιο δεν έχω;». Η ταμίας του σούπερ μάρκετ με κοίταξε γεμάτη οργή και απελπισία. Τα μάτια της, το μοναδικό ακάλυπτο σημείο του προσώπου της, μαρτυρούσαν την αγωνία της. Στα δικά μου μάτια, αναζητούσε την ελάχιστη παρηγοριά και επιβεβαίωση πως το αίσθημα δικαίου, το οποίο βαλλόταν στην παρούσα συνθήκη με το εν λόγω περιστατικό, ήταν κοινό και στις δύο μας. «Έχετε δίκιο», της απάντησα κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι μου και χαμηλώνοντας το βλέμμα μου στην τσάντα με τα ψώνια. Για λίγα δεύτερα, σκέφτηκα τους δικούς μου γονείς που έχω να δω εδώ και καιρό, τις δικές μου φίλες που δεν μπορώ να αγκαλιάσω δίχως φόβο. Πολλά ήταν τα σενάρια των πιθανών απαντήσεων, τα οποία πέρασαν από τη σκέψη μου. Δίστασα όμως να πω κάτι παραπάνω. Υπέθετα πως η λέξη «υπομονή» που στάθηκε στιγμιαία στα χείλη μου, ήταν ισχνή και ίσως μάταιη στην ανακοίνωσή της, καθώς διόλου δεν μπορούσε να αντέξει το συναισθηματικό φορτίο ούτε της ίδιας, αλλά ούτε και το δικό μου. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί σάστισα και χάθηκα μπροστά στις πιθανές μου απαντήσεις, γιατί, καθώς απομακρυνόμουν από το ταμείο, ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου και έκτοτε, η αίσθησή του με συνοδεύει κάθε φορά που ανακαλώ το συμβάν.
Edward Hopper, Elevan A.M., 1926.
Η πολιτική διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού μας έχει φέρει αντιμέτωπες με μία ανοίκεια πραγματικότητα, η οποία επιβλήθηκε, με ένα βίαιο τρόπο, στη ζωή και τα σώματά μας. Η αναβολή του επικείμενου τέλους των αλλεπάλληλων καραντινών, με τον καθολικά αναγκαστικό εγκλεισμό στο σπίτι, έχουν εξαντλήσει τα ψυχικά αποθέματα των πολιτών. Και αν η πρώτη καραντίνα μούδιασε τα σώματά μας μπροστά στο άγνωστο του καθεστώτος της έκτακτης ανάγκης, που πριμοδότησε μετασχηματισμούς τόσο στη σφαίρα της πολιτικής, όσο και στην καθημερινή μας ζωή και τον τρόπο με τον οποίο συσχετιζόμαστε και συνυπάρχουμε στο δημόσιο πεδίο, η δεύτερη και πλέον, τρίτη καραντίνα μεγεθύνει το αίσθημα εγκλωβισμού, μοναξιάς, κόπωσης και κοινωνικής δυσφορίας που βιώνουμε· η διαχείριση της πανδημίας, ως ένα σύγχρονο παράδειγμα βιοεξουσίας, έχει ως αποτέλεσμα –και μάλιστα καταφανές— τον κατακερματισμό της ανθρώπινης ζωής, η οποία αντιμετωπίζεται με όρους χρησιμότητας και οφέλους. Υπό αυτό το πρίσμα, προτάσσεται –μάλλον, ανεπιτυχώς— η διασφάλιση της βιολογικής της πλευράς, τη στιγμή που η ψυχική υγεία των πολιτών και οι δομές της πρωτοβάθμιας φροντίδας της υποβαθμίζονται συνεχώς.
Τα συμπτώματα των αγχωδών διαταραχών και της κατάθλιψης έχουν σημειώσει μία αυξητική τάση[1], η οποία συνδέεται με τον εγκλεισμό στο σπίτι, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, την τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση· με όλα αυτά τα δεδομένα που έχουν αναδιαμορφώσει το τοπίο της καθημερινής μας ζωής. Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη, τα παιδιά και οι έφηβοι αποτελούν τα κατ’ εξοχήν ψυχικά πληττόμενα υποκείμενα· αδύναμα να συνδεθούν με τους φίλους τους, με το βλέμμα τους στραμμένο σε ένα θολό, για τη ζωή τους, μέλλον, κουβαλούν το ασήκωτο συναισθηματικό φορτίο της ευθύνης για τη μη μόλυνση της οικογένειας, κυρίως δε των ευάλωτων μελών της, με τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς να λειτουργούν καταστροφικά στις υπό διαμόρφωση ευαίσθητες ψυχοσυνθέσεις τους. Οι έρευνες για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας, παρότι συμβάλλουν στη χαρτογράφηση της συγκυρίας, τείνουν προς μία άκρατη ψυχολογικοποίησή της. Όμως, όπως τόνισε η Judith Butler στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας «ο καπιταλισμός έχει τα όριά του»· η κρίση στην οποία έχει επέλθει, επιβεβαιώνει την πλήρη αδυναμία του να φροντίσει την ανθρώπινη ζωή. Τα σώματά μας είναι εκτεθειμένα στα πρότερα τραύματά μας, στις πρότερες ανασφάλειες και απογοητεύσεις μας, στο άγχος για ένα αβέβαιο και επισφαλές μέλλον.
Οι συνεχείς και απότομες αλλαγές στην καθημερινότητά μας –με την κυβέρνηση να τροποποιεί τα μέτρα ανά πάσα ώρα και στιγμή— συνεπάγονται με μία κομβική αλλαγή στον τρόπο που βλέπουμε και κατανοούμε την πραγματικότητα· η αίσθηση ενός παραλογισμού, μίας βίαιης απόσχισης από αυτό που γνωρίζαμε και της άρνησης για αυτό που βιώνουμε, γίνεται σχεδόν ταυτοτική της προσωπικότητά μας, διαρρηγνύοντας την όποια απόπειρα της σύνδεσης μας με το πραγματικό. Από την αρχή της πανδημίας μέχρι και σήμερα, ερχόμαστε αντιμέτωπες με το βίωμα της απώλειας των αλλοτινών πτυχών της ζωής μας. Μέσα στο ομιχλώδες σκηνικό της θανατοπολιτικής, το άγχος έρχεται ως απάντηση στην οδύνη, τη μοναξιά και την οργή, των οποίων η κινητήριος δύναμη, παγιδευμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού και αποστερούμενη το δημόσιο πεδίο, ανακόπτεται αδιάκοπα.
Μέσα σε αυτό το έκτακτο καθεστώς, το αίσθημα του γενικευμένου φόβου για την μόλυνση από τον ιό συνεπάγεται με το φόβο για τον πιθανά «επικίνδυνο» Άλλο και εν τέλει, για την ίδια τη ζωή. Ο τρόπος με τον οποίον το υποκείμενο συγκροτεί και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, διαμορφώνεται σε σχέση με τον περίγυρό του· ο υποβόσκων φόβος για τον Άλλον το απομακρύνει, εν τέλει, από τον ίδιο του τον εαυτό, από τον τόπο εντός του οποίου συγκροτούνται τα νοήματα και συνυφαίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Φαίνεται λοιπόν, πως το υποκείμενο γίνεται ολοένα και πιο ελλιπές, χάνοντας μέρος της ουσίας της ύπαρξής του. Η επιθυμία απομακρύνεται από το αντικείμενό της, από το πλαίσιο της εκδίπλωσής της, τη στιγμή που η παρορμητική της κίνηση καταστέλλεται και παγώνει από τις νεοφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης· το ενσώματο εγώ του Φρόυντ[2] γίνεται το πεδίο μάχης, εντός του οποίου αναμετρούνται το ένστικτο του θανάτου και η βιοπολιτική της ζωή μας.
Edvard Munch, Evening on Karl Johan Street, 1892.
Η ψυχική αποτύπωση της διαχείρισης της πανδημίας στα σώματα των υποκειμένων, εγείρει, μεταξύ άλλων, το ερώτημα του κατά πόσο εν τέλει, αποδίδουν, ως πολιτικά μέτρα, η «κοινωνική αποστασιοποίηση» και το «μένουμε σπίτι». Στην πραγματικότητα, η όποια αποτελεσματικότητά τους έγκειται στην αντιμετώπιση του ανθρώπου ως σώματος αποκομμένου από τις πρότερες ιδιότητες και ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Απογυμνωμένο από νοήματα και στερούμενο κάθε συστήματος και πλαισίου συμβολικής ανταλλαγής, το εν λόγω σώμα έρχεται συστηματικά αντιμέτωπο με ένα άνευ προηγουμένων φτώχεμα των αλλοτινών καθημερινών του αναπαραστάσεων και με μία αποσταθεροποίηση της εμπειρίας της ταυτότητάς του. Στο τελευταίο διάγγελμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο οποίο ανακοινώθηκε η τωρινή καραντίνα στην οποία έχει εισέλθει η Αττική μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, ο πρωθυπουργός τόνισε πως «δεν υπάρχει οικονομία χωρίς υγεία», στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει το επικείμενο κλείσιμο του λιανεμπορίου. Με την αναπαραγωγή της κοινωνικής διάκρισης των πολιτών σε υγιείς και μη υγιείς να αποκτά ολοένα και πιο στέρεα θεμέλια στο δημόσιο λόγο και την πολιτική στο τρέχον διάστημα, η θέση του υγιούς σώματος ως του αποκλειστικά δυνατού να εργάζεται, εγγράφεται στην κοινωνική συνείδηση· το μη υγιές σώμα καταλήγει να αντιμετωπίζεται ως το κατ’ εξοχήν μη παραγωγικό. Παράλληλα, μέσα στο πλέγμα των αναγγελιών και των αποφάσεων της κυβέρνησης από την αρχή της πανδημίας, ξεχωρίζει η πολιτική της στάση απέναντι στη διαχείριση της ψυχικής υγείας· η αφαίρεση της ψυχικής διάστασης από την υγεία στο πλαίσιο του κρατικού σχεδιασμού, συνεπάγεται με την υποβάθμισή της, ειδικά στη διάρκεια του τελευταίου έτους. Κοινωνικά ιατρεία και κέντρα υγείας κλείνουν εν μέσω πανδημίας, ούτως ώστε να μεταφερθεί το υπάρχον ιατρικό και λοιπό προσωπικό στα νοσοκομεία, προκειμένου να καλυφθούν με αυτόν τον τρόπο –έναντι των νέων προσλήψεων— τα κενά του υποστελεχωμένου Ε.Σ.Υ. Το κατά διαστήματα ανανεωμένο ενημερωτικό υλικό, με τις σχετικές ανακοινώσεις και τα βίντεο για τις επιπτώσεις της πανδημίας στη ψυχική υγεία, το οποίο είναι διαθέσιμο στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας για τους πολίτες, δεν είναι επαρκές· η ανεπάρκειά του έγκειται στον σκοπό του Υπουργείου να καθιστά τη φροντίδα τη ψυχικής υγείας των πολιτών μία καθαρά ιδιωτική υπόθεση, επιλέγοντας, με αυτόν τον τρόπον, να μην παίρνει την πολιτική ευθύνη της δημόσιας διασφάλισή της.
Giorgio de Chirico, Solitude, 1917.
Η αναγωγή της ατομικής ευθύνης ως της κύριας προστατευτικής ασπίδας απέναντι στον ιό, συνεχίζει να βαραίνει ασύμμετρα, μέχρι και σήμερα, τους πολίτες. Οι ψυχικές άμυνες καταρρέουν. Πώς μπορεί, άλλωστε, το αίσθημα του θυμού να μην διογκωθεί, η κούραση να μην βαρύνει περισσότερο τα σώματά μας και η υπομονή να μην εξαντληθεί στο άκουσμα του διαγγέλματος του πρωθυπουργού· ο κ. Μητσοτάκης μάς ενημέρωσε, πριν δύο εβδομάδες, ότι ο εμβολιασμός εξελίσσεται με ρυθμούς που κατατάσσουν τη χώρα πρώτη στην Ευρώπη, με τους εμβολιασμένους να φτάνουν σχεδόν τους πεντακόσιους χιλιάδες. Μίλησε για τον ήλιο του εμβολίου που φωτίζει την επόμενη ημέρα· η καραντίνα όμως, παρατείνεται και εμείς παραμένουμε εγκλωβισμένες στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, εκεί όπου ο ήλιος αργεί ακόμα να φωτίσει τα πρόσωπά μας. Θα τολμήσω να υποστηρίξω πως η πολιτική του εγκλεισμού δεν λειτουργεί, παρά μόνο ελέγχει και τιμωρεί. Η μη αποδοτικότητά της φαίνεται εξάλλου, από την αύξηση των κρουσμάτων στη χώρα τα τελευταία εικοσιτετράωρα, καθιστώντας πλέον, διόλου πιθανό το σενάριο της άρσης της καραντίνας στην 1η Μαρτίου. Ως πολιτικές ελέγχου, ο εγκλεισμός στο σπίτι και η κοινωνική αποστασιοποίηση συνεχίζουν να διασπείρουν τον πανικό και το φόβο στους πολίτες· τίθεται λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη να βρούμε εκείνους τους τρόπους ώστε να ανακόψουμε την κανονικοποίηση του φόβου για τους Άλλους και να επενδύσουμε εκ νέου με νοήματα τις σχέσεις μας και εν τέλει, την καθημερινή μας ζωή.
[1] Ενδεικτικά παραπέμπω στις ακόλουθες έρευνες: The psychological impact of COVID-19 on the mental health in the general population, The Psychological and Social Impact of Covid-19: New Perspectives of Well-Being, The Implications of COVID-19 for Mental Health and Substance Use.
[2] S. Freud, The Ego and the Id, (μτφ) J. Riviere, W. W. Norton & Company, London, 1989.
Social Links: