Χρήστος Τριανταφύλλου – Δημοσθένης Γαβαλάς
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι σήμερα, η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτόν έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό στη σκιά. Μια βασική αιτία είναι ότι η συγκεκριμένη περίοδος ήταν τόσο πυκνή σε γεγονότα, προγενέστερα και μεταγενέστερα, ώστε οι ίδιες οι μάχες, ανάμεσά τους και η μάχη του Σκρα, καπακώθηκαν σε επίπεδο μνήμης από τεράστιας έντασης συμβάντα – είτε επώδυνα, όπως ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή, είτε βολικά στη θριαμβευτική τους φύση για το εθνικό φαντασιακό, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
Τι σχέση έχει όμως αυτό με το θέμα του αφιερώματός μας; Σίγουρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγκριθεί σε καμία περίπτωση η λεγόμενη «πολεμική δεκαετία» του 1910-1920 με τη δεκαετία που τελείωσε πέρυσι. Ωστόσο, υπάρχει ένα μοτίβο στο πώς θυμούνται οι κοινωνίες το παρελθόν τους: σε πακέτα πληροφοριών, που εκπροσωπούνται από εμβληματικά γεγονότα, πρόσωπα, χρονολογίες, τοποθεσίες, και τα οποία γίνονται αντικείμενο της συλλογικής μνήμης μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες. Σε αυτή τη διαδικασία, κάποια γεγονότα κερδίζουν και κάποια χάνουν στο μνημονικό παιχνίδι.
Η περίοδος που ξεκίνησε το 2008 και μπήκε σε νέα, αδιανόητη μέχρι το 2019, φάση λόγω πανδημίας, είναι πρωτοφανώς πυκνή σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες. Ο ιστορικός χρόνος επιταχύνθηκε και πύκνωσε, μας έφερε αντιμέτωπους με καταστάσεις που αποτελούν ιστορικά ορόσημα με την πιο συμβατική έννοια του όρου. Ανάμεσα σε όλα αυτά –εξεγέρσεις, μνημόνια, δημοψηφίσματα, κ.ο.κ.– υπάρχει και ένα γεγονός που μέχρι τώρα έχει βρεθεί κάπως στην τύχη των ελληνικών μαχών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου –και πάλι, ξανατονίζουμε, χωρίς καμία διάθεση σύγκρισης των ίδιων των γεγονότων–: το κίνημα των Αγανακτισμένων, που εμφανίστηκε πριν μία δεκαετία, αν και αποτέλεσε ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ της εποχής, έχει ξεχαστεί μέσα στην ιστορική χιονοστιβάδα που ζούμε από το 2008, ιδίως υπό το φως όσων ακολούθησαν και κατέληξαν στο δημοψήφισμα του 2015.
Γιατί όμως χρειάζεται να μελετήσουμε τους Αγανακτισμένους; Αρχικά, γιατί είναι η απόλυτη τομή μετάβασης στην πολιτική ιστορία του ελληνικού 21ου αιώνα. Η συνάντηση αυτής της ετερόκλιτης ανθρωπογεωγραφίας στην πλατεία Συντάγματος, της ταυτόχρονης διαμαρτυρίας αλλά και αποστροφής (όπως θα αποτυπωθεί και στις εκλογές του 2012 άλλωστε) προς τους δύο κεντρικούς πόλους εναλλασσόμενης εξουσίας δεν συνιστά απλώς το τέλος της μεταπολίτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τις πολύπαθες διαδρομές του όρου, αλλά, πολύ περισσότερο, μια ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με την πολιτική. Σε μεγάλο βαθμό, η μεταπολιτευτική συνθήκη, στη βάση ενός άρρητου κοινωνικού συμβολαίου, οριοθετούσε και το εύρος των αντιδράσεων απέναντι στην ασκούμενη πολιτική. Συγκροτούσε ένα πλειοψηφικό καθεστώς παθητικής ανάθεσης στις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, όπου κατά κύριο λόγο η διάθεση για αλλαγή εκφραζόταν μέσα από τις εκλογές. Αυτή η αθέτηση του κοινωνικού συμβολαίου για τη γενιά της μεταπολίτευσης συνάντησε στην πλατεία την πλήρη απουσία οράματος και προοπτικής των gen-x και millennial, ο προάγγελος των οποίων εκφράστηκε έντονα και με τον Δεκέμβριο του 2008.
Το σοκ της κρίσης δεν αμφισβήτησε αναδρομικά μόνο τις πολιτικές ομάδες που θα την διαχειρίζονταν, αλλά ακριβώς και αυτήν την έννοια της παθητικής ανάθεσης· πλέον ήταν αναγκαίο ο πολίτης να αποκτήσει έναν ενεργητικό ρόλο στην πολιτική. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα, το οποίο σε πρώτη φάση φαινόταν αδύνατο να ενσωματωθεί στις υπάρχουσες πολιτικές ομάδες και τα κόμματα, η συγκρότηση των οποίων είχε συμβεί σε μια εντελώς διαφορετική πολιτική, κοινωνική και οικονομική συνθήκη, προσπάθησαν να εκφράσουν οι Αγανακτισμένοι. Οι φωνές για την αλλαγή του Συντάγματος, τα κοινωνικά κινήματα, η αυτοοργάνωση, η πίστη στην άμεση δημοκρατία, ακόμα και η απαξίωση προς την καθεστηκυΐα πολιτική τάξη και οι πολιτισμικές τις εκφάνσεις αποτέλεσαν ψηφίδες συναισθηματικής δημιουργίας, έως και το 2012, που τις βλέπουμε να αποκρυσταλλώνονται πολιτικά και κομματικά σε μια νέου τύπου λαϊκά «επιτηρούμενη» πολιτική ανάθεση. Η πλατεία Συντάγματος κατέστη για περίπου ένα δίμηνο μια «πειρατική ουτοπία» δημιουργικής ασυνέχειας απέναντι σε ένα πυκνό θανατικό που θα κάλυπτε πολύ σύντομα τα πάντα.
Φυσικά, το εγχείρημα του να μιλήσει κανείς για τους Αγανακτισμένους παραμένει εξαιρετικά δύσκολο και φιλόδοξο. Δεν είναι μόνο το ότι τα δέκα πυκνά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει φαίνονται πολύ λίγα για να γράψει κανείς το πρώτο κεφάλαιο κοινωνικής ιστορίας της οικονομικής κρίσης, είναι πολύ περισσότερο ότι καλούμαστε να ερευνήσουμε και να μιλήσουμε για μια περίοδο βιωμένης εμπειρίας και προσωπικής εμπλοκής, ίσως της κομβικότερης για την πολιτικοποίηση της γενιάς μας, κάνοντας το συναίσθημά μας εργαλείο πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης του παρελθόντος.
Με μια αρχαιολογική λογική, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε σε αυτό το αφιέρωμα να στρέψουμε τον φακό προς τους Αγανακτισμένους, για να τους ξαναφέρουμε κάπως στο προσκήνιο και να δούμε «τι ήταν και τι ήθελαν», πέρα από τις εξιδανικεύσεις και τις δαιμονοποιήσεις που συναντάμε συχνά στον δημόσιο λόγο. Είναι, βέβαια, αδύνατο να προσφέρουμε μια ολοκληρωμένη οπτική· αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να παραθέσουμε θέσεις, απόψεις και αποτιμήσεις ανθρώπων που συμμετείχαν ή παρατηρούσαν το κίνημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Να συνεισφέρουμε μια ιστορία του παρόντος σε μια εποχή που πέρασε αστραπιαία από δύο διαφορετικά στάδια, με καταλύτη την πανδημία: από το να γίνεται το παρόν διαρκώς παρελθόν στο να παγώνουν όλα σε ένα αιώνιο παρόν.
Social Links: