To σκηνικό έχει ως εξής: πριν λίγο καιρό, Φλεβάρης, απόγευμα μιας ακόμα Κυριακής, ο ήλιος έχει σχεδόν δύσει και η πόλη έχει αποκτήσει εκείνη τη χειμωνιάτικη μουντάδα, η οποία σαν στάχτη απλώνεται γκρίζα και βαριά, κατακυριεύοντας τα πάντα. Έχω φάει πολύ, κάποια οικογενειακή μάζωξη για κάποια γιορτή που έχω ήδη ξεχάσει, το μυαλό λιγάκι θολωμένο ακόμα από το μεσημεριανό κρασί και έτσι όπως είμαι ξαπλωμένος στον καναπέ, μισοκοιμισμένος, σε κατάσταση που βαριέμαι τόσο πολύ, ώστε δεν έχω καν την διάθεση να απομακρυνθώ από την τεράστια κηλίδα με σάλια που εξαπλώνεται πάνω στο μαξιλάρι, χτυπάει το κινητό μου. Στην αρχή το αγνοώ. Όμως επιμένει (ή όχι, πάντως κατά ένα περίεργο τρόπο, μόλις αποφασίσεις να αγνοήσεις ένα τηλεφώνημα, το κουδούνισμά του γίνεται τόσο επιτακτικό, σε τρελαίνει σχεδόν κι αν όντως τα καταφέρεις να το αγνοήσεις, στη συνέχεια σίγουρα θα το μετανιώσεις), οπότε σηκώνομαι με δυσθυμία και το απαντάω.
– Λοιπόν, θέλουμε να γράψεις ένα κείμενο για τον Πύντσον.
Ήταν η βλοσυρή φωνή ενός από τους αρχισυντάκτες του ΣΚΡΑ-punk. Ο γνωστός με το κωδικό (;) όνομα Χριστοκλής επικοινωνούσε πάντοτε μαζί μου –και μόνο αυτός– από τότε που είχα στρατολογηθεί σ’ αυτήν την περίεργη ομάδα, που στην αρχή πίστευα ότι θα ήταν περιοδικό, όμως τις περισσότερες φορές ο Χριστοκλής (ο οποίος ήταν επίσης ο μόνος που είχα γνωρίσει από κοντά) με ήθελε για δραστηριότητες που δεν έχουν καμία σχέση με έντυπες ή ψηφιακές εκδόσεις. Δεν θα επεκταθώ εδώ, θα περιοριστώ μόνο στο να πω ότι λίγες από τις ενέργειες που είχαμε κάνει, είναι να εμφανιστούμε σε παρουσίαση βιβλίου της Χρυσηίδας Δημουλίδου και να διαβάσουμε φωνάζοντας Τζόυς (και μάλιστα αποσπάσματα από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν), να διεισδύσουμε σε φιλανθρωπικό γκαλά, κοστουμαρισμένοι, παίζοντας έξοχα τους εκατομμυριούχους επιχειρηματίες, απαιτώντας να πιούμε μπύρα Φιξ και να φάμε ρέγγα καπνιστή για μεζέ (και φυσικά να κάνουμε χαμό όταν μας είπαν ότι δεν έχουν) και άλλα παρεμφερή. Μου έκανε εντύπωση λοιπόν, όταν άκουσα το Χριστοκλή να μου ζητάει να γράψω απλώς ένα κείμενο. Σκέφτηκα ότι ίσως η προηγούμενη περίοδος ήταν μια περίοδος δοκιμασίας, μια περίοδος μύησης, μια περίοδος όπου αν κριθώ κατάλληλος θα μπορέσω και γω να ενταχθώ κανονικά, να γίνω μέλος αυτής της σκιώδους ομάδας. Αν ίσχυαν όλα αυτά, τότε το κείμενο για τον Πύντσον θα ήταν η τελική δοκιμασία. Είχα αρχίσει να αγχώνομαι.
Κατάφερα να ψελλίσω μερικές λέξεις χωρίς νόημα. Ο Χριστοκλής δεν έδειξε να καταλαβαίνει.
– Τι να γράψω για τον Πύντσον, είπα τελικά, περισσότερο ρωτώντας τον εαυτό μου.
– Ξέρεις εσύ, είπε.
– Γαμώτο, απάντησα εγώ, αλλά δεν με άκουσε, το είχε ήδη κλείσει.
Την υπόλοιπη μέρα την πέρασα καπνίζοντας και ξεφυλλίζοντας τα βιβλία του Π. Το (προσωπικά αγαπημένο μου) V, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, το Βάινλαντ, το Μέισον και Ντίξον, το Ενάντια στη Μέρα, Το Έμφυτο Ελάττωμα. Τι πραγματικά γνωρίζουμε για τον Πύντσον; Λίγα πράγματα. Γεννήθηκε το Μάη του ’37 στη Νέα Υόρκη. Μπήκε το ’53 στο Κορνέλ, στο τμήμα φυσικής για να αλλάξει κατεύθυνση αργότερα και να μελετήσει αγγλική φιλολογία. Το ΄55 έκανε τη θητεία του στο ναυτικό. Κάποια χρόνια ύστερα εργάστηκε στην Μπόινγκ, τη γνωστή εταιρεία κατασκευής αεροπλάνων. Παραιτήθηκε. Έμεινε στο Μεξικό. Μετά το ’65 μετακόμισε στο Λος Αντζελες όπου και έμεινε χρόνια. Ύστερα γύρισε στη Νέα Υόρκη. Έχει ένα γιο. Γράφει.
Αυτά τα ολίγα. Φυσικά θρυλική παραμένει η εμμονή του να μην εμφανίζεται πουθενά, να αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τον φωτογραφικό φακό. Δυό τρείς είναι η φωτογραφίες που τον απεικονίζουν κι αυτές παλιές, οι αναγκαστικές φωτογραφίες απ’ το πανεπιστήμιο και το στρατό.
Τι να γράψεις για τον Πύντσον. Μπορείς να γράψεις τα πάντα, αλλά και τίποτα. Τα βιβλία του είναι δαιδαλώδη, είναι πραγματικοί λαβύρινθοι, αγκαλιάζουν ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ιστορία, τεχνολογία, μουσική, κινηματογράφος, ναρκωτικά, αλκοόλ, αναρχισμός, πόλεμος, σεξ, βίτσια, επανάσταση, έρωτας, παράνοια, διαπλοκή, συνωμοσίες, αστικοί μύθοι, καπιταλισμός, εξουσία και γενικά ό,τι μπορεί κάποιος να σκεφτεί. Ό,τι αποτελεί ανθρώπινη εμπειρία, είναι και θέμα του Πύντσον. Ας το διατυπώσω και διαφορετικά: οτιδήποτε έχει σκεφτεί ο άνθρωπος, είναι και θέμα του Πύντσον. Μπορείς να βγεις αυτή τη στιγμή στο δρόμο και να ρωτήσεις εκατό ανθρώπους να σου αναφέρουν τυχαία πράγματα που τους περνάνε απ’ το μυαλό κι εγώ θα μπορέσω να βρω ισάριθμες αντίστοιχες αναφορές στα βιβλία του Π.
Μ’ αυτά στο μυαλό μου και καθώς η νύχτα είχε πέσει (κρύα νύχτα, από αυτές τις νύχτες που άλλοτε έβγαινες έξω και η διαύγεια τους σε χτύπαγε κατακούτελα, ένιωθες στη μύτη σου ξυράφι την καθαρότητα του βοριά, τώρα πια όμως σε πνίγει η ομίχλη της φτώχιας, αναπνέεις και πέτρες κάθονται στο λαιμό σου), αποφάσισα να βγω έξω, μιας και ο απολογισμός της μέρας, απ’ τη στιγμή που μου είχε ανατεθεί να γράψω το κείμενο, ήταν τριάντα τσιγάρα και τρείς καφέδες. Η άσπρη σελίδα στον υπολογιστή με φώτιζε απειλητικά, με ξεγύμνωνε. Τον έκλεισα λοιπόν. Πίσω στο μαύρο. Καλύτερα.
Κατέβηκα στο κέντρο και ανηφόρισα προς τον Λυκαβηττό. Σ’ έναν παράδρομο ψηλά στην Ασκληπιού ήταν το σπίτι του Μάνου Αλεξίου. Προφανώς και δεν σας λέει κάτι το όνομα. Ο Μάνος ήταν συγγραφέας, και μάλιστα εξαιρετικός. Όμως ο ίδιος δεν ήθελε να είναι συγγραφέας, δεν ξέρω καν αν ήθελε να είναι κάποιος γενικά. Έτσι, μην έχοντας καν συμπληρώσει τα εξηνταπέντε του χρόνια και όντας φανατικός πότης και καπνιστής τα πενήντα από αυτά, πέθανε πριν λίγους μήνες από κίρρωση του ήπατος. Μετά τον θάνατό του αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για τον Μάνο. Πάω ακόμα στο σπίτι του, προσπαθώντας να αντλήσω υλικό από τις χιλιάδες σελίδες που υπάρχουν κυριολεκτικά παντού στο σπίτι, πριν πάει το σπίτι στην ανιψιά του, την μόνη του κληρονόμο. Έχει τουλάχιστον τρία μυθιστορήματα τελειωμένα, αλλά έγραφε σε γραφομηχανή και ποτέ δεν αριθμούσε τις σελίδες. Σε κάποια του τελευταία κρίση , τις σκόρπισε όλες παντού μέσα στο σπίτι. Έτσι, υπάρχει ένα τεράστιο βιβλίο, χιλιάδες σελίδες που δεν βγάζουν νόημα, ανακατεμένα σπαράγματα και θραύσματα, ποιήματα και δοκίμια, ημερολογιακές καταγραφές από την πολυτάραχη ζωή του και στίχοι τραγουδιών.
Εκείνη τη μέρα δεν πήγα όμως για να κάνω δουλειά. Κάθισα στο πάτωμα με λίγο ουίσκυ και τα τσιγάρα μου, το σπίτι είχε ακόμα την μυρωδιά από τα πουράκια του Μάνου και την βαριά μυρωδιά του παλαιωμένου σκοτσέζικου ουίσκυ που προτιμούσε προς το τέλος της ζωής του (εγώ πίνω ιρλανδέζικο –όπως κι εκείνος παλαιότερα– και αυτό σε συνδυασμό με την λατρεία μου για τη μαύρη μπύρα, τις ιρλανδικές μπαλάντες, τον Τζέημς Τζόυς, αλλά και τα μελαχρινά χαρακτηριστικά μου, έκανε τον Μάνο να με αποκαλεί κοροϊδευτικά Μαύρο Ιρλανδό). Κάθισα απλώς και διάβαζα τυχαίες σελίδες χωρίς κανένα σκοπό να τις ταξινομήσω ή να τις κατηγοριοποιήσω όπως έκανα πάντα. Διάβαζα για να περάσει η ώρα, διάβαζα για να δικαιολογήσω το ότι δεν έκανα τίποτα.
Ύστερα από κάμποσες σελίδες έπεσα πάνω σε μια ενδιαφέρουσα καταγραφή από τα ημερολόγια (το καταλαβαίνεις από το ύφος, είναι απλός εδώ ο Μάνος και αυθεντικός). Γράφει ο Μάνος Αλεξίου:
«Φίλε μου, το Μεξικό είναι χάρμα. Ο ήλιος είναι τόσο χρυσός, ώστε σαν αντικρίσεις για πρώτη φορά τη γη του Μεξικού, έχεις την εντύπωση πως ανακάλυψες το μυθικό Ελ Ντοράντο, πως τα πάντα είναι επίχρυσα, οι άνθρωποι, τα άλογα και τα αρμαντίλο, οι κάκτοι, οι καντίνες, νομίζεις πως κι η μπύρα και η τεκίλα έχουν φυλακίσει αιώνια κάτι από τη λάμψη του ήλιου. Εδώ είναι αλλιώς τα πράγματα, εδώ μπορείς πράγματι να χαθείς και το σημαντικότερο είναι πως αυτό εδώ το μέρος σε κάνει να μην νιώθεις την παραμικρή νοσταλγία για άλλες πατρίδες και άλλες αγάπες, όπως λένε και οι ιθαγενείς, ο Ειρηνικός ωκεανός είναι μαγικός, μόλις τον δεις ξεχνάς τα πάντα, είναι η χώρα των Λωτοφάγων εδωπέρα σου λέω μάγκα μου. Μπορείς να έρθεις, να λύσεις την ζώνη σου, να πετάξεις τα όπλα σου στην άκρη και να ξεχάσεις. Έτσι απλά και ανώδυνα να γίνεις κάποιος άλλος, οποιοσδήποτε θέλεις.»
Προφανώς το συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται σε ένα πολύμηνο ταξίδι που είχε κάνει ο Μάνος στην Αμερική και στο Μεξικό την δεκαετία του ’70. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε. Ακόμα και στα ημερολόγια του δεν αναφέρει ημερομηνίες, οπότε έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε μόνο υποθέσεις, κρίνοντας από το ακόμα άγουρο ύφος του και τις επιρροές του (εδώ ακόμα είναι πασιφανής η επιρροή των Μπήτνικς), οπότε πιθανότατα μιλάμε για το ’75-’76. Το ενδιαφέρον κομμάτι είναι λίγο παρακάτω:
«Μετά από αυτή την τρελή νύχτα λοιπόν, οι νύχτες στο Μεξικό είναι αιώνιες, σίγουρα κάτι συμβαίνει εδώ, υπάρχει κάποια πύλη που ελέγχει το χρόνο, που κατά περίπτωση τον συστέλλει και τον διαστέλλει, αυθαίρετα, μετά από μία τέτοια αιώνια νύχτα λοιπόν, σηκωθήκαμε να πάρουμε πρωινό σε μια καντίνα δίπλα απ’ το πανδοχείο μας. Η καντίνα μύριζε τεκίλα και εμετό και για πρωινό ο ιδιοκτήτης μας έφτιαξε αυγά ομελέτα με μπύρα. Ο Νίκος είχε τρελαθεί, από χθες το βράδυ παραμιλούσε πως στο Μέχικο υπήρχε η καλύτερη μαριχουάνα, που θα έκανε και τον ίδιο τον θεό των Αζτέκων, τον Κετζαλκόατλ, να κατεβεί και να σου αποκαλύψει όλη την σοφία των ουρανών. Δεν είχε πάψει να ρωτάει όλο τον κόσμο από χθες που θα βρει καλό πράμα. Έτσι και τώρα, αφού τελείωσε την μπύρα του, σηκώθηκε ο φουκαράς, ακόμα τρεκλίζοντας σχεδόν απ’ το χθεσινό μεθύσι και πήγε στον ιδιοκτήτη της καντίνας, να ρωτήσει κι αυτόν. Αφού μιλούσαν λίγη ώρα σε μια γλώσσα που δεν μπορούσα –και δεν ήθελα– να καταλάβω, ήρθε και κάθισε ξανά με ένα τεράστιο, ηλίθιο και αηδιαστικό χαμόγελο ως τ’ αυτιά. Λοιπόν, φίλε μου, είπε, κάναμε διάνα. Απ’ όλο το Μεξικό, ήρθαμε στην καντίνα του τύπου που πουλάει το καλύτερο μαύρο στην ήπειρο. Χεχε, πόσο κωλόφαρδοι είμαστε; Εγώ του λέω αμέσως, ρε μαλάκα, ο καθένας θα διαφήμιζε το πράμα του για το καλύτερο στην ήπειρο, πόσα κιλά μαλάκας μπορεί να είσαι. Όχι, συνέχισε ο Νίκος, φίλε, εσύ που σαι και μορφωμένος, άκου το εξής. Ο τύπος έχει αποδείξεις. Ο καλύτερος του πελάτης είναι ένας πασίγνωστος συγγραφέας από την Αμερική, που έρχεται εδώ κάτω, all the way down from California, μόνο και μόνο για να αγοράσει το πράμα του φίλε. Και πέρα απ’ όλα αυτά, είναι εδώ σήμερα, μου είπε ο τύπος ότι θα περάσει σε λίγο από δω, μπορούμε να τον ρωτήσουμε κι οι ίδιοι. Καλά μαλακίες, ποιος είναι αυτός ο πασίγνωστος συγγραφέας λοιπόν. Δεν ξέρει ρε φίλε, εδώ τον φωνάζουν Τομάς.»
Το θέμα ξεχνιέται για λίγο παρακάτω, καθώς ο Μάνος υποκύπτει στον πειρασμό ενός ποιητικού παραληρήματος, βλέποντας τα μαύρα μάτια μιας λυγερής μεξικάνας που μπαίνει στην καντίνα και της γράφει ένα μακροσκελέστατο ποίημα. Ύστερα συνεχίζει:
«Tι ιδιοφυΐα αυτός ο αμερικάνος. Μπήκε στην καντίνα, ψηλός και κάπως περίεργος, παρήγγειλε ένα μπουρίτο με τσίλι και μπύρα και κάθισε στην μπάρα να τα φάει, με μια υποψία χαμόγελου ζωγραφισμένη στα λεπτά του χείλη. Μας διαβεβαίωσε ότι το πράμα του Εστεμπάν ήταν πρώτης ποιότητας και ύστερα μιλούσαμε για περίπου τρεις ώρες, καπνίζοντας και πίνοντας. Εκείνος στην αρχή τραύλιζε λιγάκι, ύστερα από ελάχιστη ώρα όμως η γλώσσα του έτρεχε ροδάνι. Και τι δεν είπαμε. Για μουσική, για τον Μονκ και τον Κολτρέιν (για εκείνες τις απίθανες αλλαγές διάθεσης στο Blue Train), για τον Μπομπ Ντύλαν (καταλήξαμε στο ποια είναι η Baby Blue, γράψαμε κι ένα ποίημα στο ύφος του Desolation Row που μιλούσε για μπύρα και γυναικεία στήθη), για βιβλία, για τον μουσηγέτη Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ και τον Μπάροουζ, για ιστορία, για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κεραυνοβόλα επέλαση του Γ’ Ράιχ, για πολιτική, ο φίλος μας ήταν αναρχικός, περίεργο για έναν αμερικανό και του το είπα, εκείνος γέλασε απλώς και ήπιε λίγη απ’ την μπύρα του. Είπε ότι θα είναι και το βράδυ εδώ, θα περάσω ξανά. Μάνο θυμήσου να διαβάσεις τα βιβλία του!!! Θυμήσου!!!! SOS!!!!!!» (και εδώ το κείμενο είναι υπογραμμισμένο με κόκκινο στυλό).
Νομίζω (αν δεν έχω ακόμα τρελαθεί) πως είναι εμφανές ότι ο συγκεκριμένος αμερικανός συγγραφέας είναι ο Τόμας Πύντσον. Έφαγα όλη τη νύχτα για να βρω την επόμενη σελίδα απ’ το ημερολόγιο. Με τα μάτια κόκκινα τριγύριζα εδώ κι εκεί, πετώντας χαρτιά και ανοίγοντας βιβλία, σαν ναρκομανής που αναζητά τη δόση του. Μάταια. Μπορεί να υπήρχε κάπου εδώ, μπορεί και όχι, μπορεί και να μην είχε γραφτεί ποτέ. Το μόνο που βρήκα ήταν κάποιες σύντομες σημειώσεις του Μάνου, οι οποίες αναφέρονται στο έργο του Π. (άρα όντως διάβασε ύστερα τα βιβλία του). Ιδού:
«Ο Πύντσον είναι μεταμοντέρνος συγγραφέας. Αυτό δεν προκύπτει μόνο απ’ την δαιδαλώδη πλοκή των μυθιστορημάτων του, απ’ τους χιλιάδες χαρακτήρες που εμφανίζονται, ούτε από το απόλυτα ιδιαίτερο και προσωπικό ύφος του, την πυκνή και αδιαπέραστη πρόζα του, η οποία κυμαίνεται από τον προφορικό λόγο έως και τον δοκιμιακό. Ο Π. είναι μεταμοντέρνος συγγραφέας διότι στο έργο του καταργεί τον υφιστάμενο από τη μοντερνιστική παράδοση διαχωρισμό μεταξύ υψηλής και χαμηλής κουλτούρας. Οι ακαδημαϊκοί μοντερνιστές (Τόμας Μανν) έγραψαν έργα στα οποία διακηρύσσουν την ανωτερότητα της υψηλής τέχνης απέναντι στη λαϊκή και την ποπ κουλτούρα, έφτασαν και στο σημείο να ανακηρύξουν την τέχνη (στην ακραία θεώρηση της μοντερνιστικής παράδοσης) ανώτερη της ίδιας της ζωής. Ο Π. ξέρει ότι όλα είναι ένα παιχνίδι, τίποτα δεν έχει σημασία, μα έτσι, κατά συνέπεια (μοιραία) όλα είναι σημαντικά. Η τέχνη θα πρέπει να αγκαλιάζει όλο το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας, να μάθει να αστειεύεται, να γελάει, να αυτοσαρκάζεται και εν τέλει, να μην παίρνει τον εαυτό της και στα πολύ σοβαρά.»
Και αλλού:
«O Πύντσον είναι πολιτικός συγγραφέας. Όλο του το έργο συνίσταται σε μια διαλεκτική σύγκρουση μεταξύ καταπιεστή και καταπιεζόμενου, μεταξύ ανερχόμενων εξουσιών και φθίνουσων δυνάμεων. Γνωρίζει την εξουσία και τρέφει αποστροφή γι’ αυτήν. Ξέρει όμως και την πραγματική φύση της εξουσίας, γνωρίζει ότι πρόκειται για πλέγμα, πως την στιγμή που μια εξουσία θα αρχίσει να φθίνει, μια άλλη αυτόματα (και παράλληλα) θα αναρριχηθεί στη θέση της. Η τεχνολογία έχει απεριόριστη δύναμη και τεράστια επίδραση στον σύγχρονο πολιτισμό. Είναι ό,τι ήταν η θρησκεία στα παλαιότερα χρόνια και ικανοποιεί την ανάγκη του ανθρώπου για το θαυμαστό και ανώτερο. Η εξουσία έχει ανακαλύψει αυτή τη δύναμη και την χρησιμοποιεί, προς όφελός της, κάτι που είναι έκδηλο σε όλα τα βιβλία του. Η θέση του Πύντσον όμως είναι ξεκάθαρη. Είμαστε μ’ εκείνους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είμαστε με τους παρίες, τους καταπιεσμένους που δίνουν τον αγώνα (ακόμα κι αν ξέρουμε ότι θα χάσουν)»
Αλλού (στην τελευταία σελίδα των Υποχθόνιων του Κέρουακ):
«O Πύντσον είναι Μπητ συγγραφέας. Εμπνέεται απ’ τη ζωή, απ’ το μεθύσι και τον έρωτα, την περιπλάνηση και την ελεύθερη πρόζα. Δεν μπορεί να χωρέσει σε λογοτεχνικούς κανόνες και παραδόσεις. Όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος, οι μπήτνικς τον έσωσαν από τον αυστηρό ακαδημαϊσμό των μοντερνιστών. Οι χαρακτήρες του φαίνονται χάρτινοι, άλλα ποιος μας λέει ότι κι οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν είναι χάρτινοι; Ποιος μας λέει ότι ο ψυχολογικά βαθύς χαρακτήρας δεν είναι δημιούργημα της λογοτεχνικής παράδοσης; Ο Π. γράφει αλήθειες. Μπορεί να μην μας αρέσουν, αλλά είναι αλήθειες.»
Και σε μια απ΄τις σελίδες του V:
«Ο Πύντσον είναι μεγάλος συγγραφέας. Ανοίγει πόρτες και ύστερα τις κλείνει πίσω σου(και τις σφραγίζει). Σε παρατάει μόνο να τα βγάλεις πέρα. Σε πετάει στον ωκεανό χωρις ούτε ένα σωσίβιο. Βάζει φωτιά και καίει τις ιδέες.»
Σίγουρα αν ψάξω παραπάνω στα χαρτιά του Μάνου Αλεξίου θα ανακαλύψω κι άλλες αναφορές στον Π. και στο έργο του, ίσως βρω και το χρονικό εκείνης της πιθανής δεύτερης συνάντησής τους. Δεν έχω σήμερα το κουράγιο όμως. Εξω έχει σχεδόν ξημερώσει. Φοράω το παλτό μου και βγαίνω. Ψιλοβρέχει στην Αθήνα. Στη γωνία με τη Σόλωνος στέκεται ένας άνδρας, ψηλός, με πεταχτά δόντια και μακρύ παλτό, στρίβει τσιγάρο. Νομίζω ότι μου χαμογελάει. Λες να..; Μπα. Πρέπει να βιαστώ, έχω κι ένα κείμενο να γράψω.
Social Links: