Harold Pinter, Τέφρα και σκιά Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς Rēs Ratio Network, Θέατρο Ροές «Ας πούμε… Να… Στεκόταν έτσι, από πάνω μου, κι έκλεινε το χέρι του γροθιά. Κι έπειτα έβαζε…

Όλα τέφρα και σκιά σ’ έναν κόσμο πλημμυρισμένο από βία

Harold Pinter, Τέφρα και σκιά

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Rēs Ratio Network, Θέατρο Ροές

«Ας πούμε… Να… Στεκόταν έτσι, από πάνω μου, κι έκλεινε το χέρι του γροθιά. Κι έπειτα έβαζε το άλλο του χέρι στο σβέρκο μου, και μ’ έσφιγγε, κι έσπρωχνε το κεφάλι μου προς το μέρος του. Η γροθιά του… μόλις που μου άγγιζε το στόμα. Κι έλεγε, “Φίλησέ μου τη γροθιά μου”.»[1]

To Τέφρα και σκιά (Ashes to Ashes, 1996) είναι ένα από τα τελευταία θεατρικά έργα του Βρετανού συγγραφέα Harold Pinter, στο οποίο συντίθενται χαρακτηριστικά από παλαιότερα έργα του. Ο Pinter σ’ αυτό το κείμενο δεν είναι πια ο δραματουργός του Τοπίου (1967), το οποίο έχει ως θέμα τα προσωπικά βιώματα και τους πόθους των ηρώων του, αλλά, έχοντας περάσει από τον πολιτικό θεατρικό λόγο (βλ. ενδεικτικά Βουνίσια γλώσσα, 1988, Ώρα για πάρτυ, 1991), δημιουργεί ένα έργο στο οποίο οι προσωπικές εμπειρίες των ηρώων λαμβάνουν πολιτική διάσταση, με αποτέλεσμα το ιδιωτικό και το οικουμενικό στοιχείο να μπλέκονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2000 στη Νέα Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη και σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Αυτή την περίοδο παρουσιάζεται στο Θέατρο Ροές από το Rēs Ratio Network, ένα δίκτυο καλλιτεχνών που δημιουργήθηκε το 2014, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Το κείμενο δεν μεταφράστηκε εκ νέου, αλλά χρησιμοποιήθηκε η ήδη έξοχη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Αρκεί να αναφέρω ότι ίσως να μην υπήρχε καλύτερη απόδοση του τίτλου Ashes to Ashes από το Τέφρα και σκιά, καθώς αυτό παραπέμπει στους επιβλητικούς στίχους της Νεκρωσίμου Ακολουθίας[2].

Το περιεχόμενο του έργου έχει ως εξής: Ένας άντρας (Ντέβλιν) και μια γυναίκα (Ρεβέκα) βρίσκονται στο σπίτι τους στην εξοχή και συνομιλούν. Οι δύο άνθρωποι, και οι δύο σαράντα χρόνων, μοιάζουν να συνδέονται στενά μεταξύ τους. Δεν είναι ξεκάθαρο, όμως, το είδος της σχέσης τους. Είναι σύζυγοι, είναι εραστές; Ίσως αυτό δεν έχει τόσο σημασία όσο τα ίδια τα λόγια τους και οι πράξεις τους. Στο δωμάτιο υπάρχουν δύο πολυθρόνες. Στη μία κάθεται η γυναίκα και δεν σηκώνεται ποτέ από αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Ο άντρας στέκεται όρθιος μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Φαίνεται πως ανάμεσα στους δυο είναι εκείνος που κρατά την εξουσία στα χέρια του.

B6Oi0NW

Το έργο ξεκινά με μία εικόνα σεξουαλικής επιβολής, η οποία παίρνει μορφή μέσα από τα λόγια της Ρεβέκας (βλ. υπότιτλο παρόντος κειμένου). Αναφέρεται σε κάποιον άντρα που, όπως λέει, την αγαπούσε και ήταν ο εραστής της. Ο Ντέβλιν ζητά να μάθει περισσότερα, μοιάζει με ανακριτή που ανακρίνει άνθρωπο τον οποίο βαραίνουν σοβαρές κατηγορίες. Η Ρεβέκα ανακαλεί γεγονότα του παρελθόντος και του δίνει ορισμένες απαντήσεις, οι οποίες, όμως, δεν είναι επαρκείς. Ο Ντέβλιν επιμένει με τις ερωτήσεις του και προσπαθεί να της επιβληθεί. Εκείνη σταδιακά αρχίζει, πάντα καθισμένη, μέσα από τα λόγια και τις αναμνήσεις της να φέρνει αντίσταση.

Το Τέφρα και σκιά, αν και μοιάζει να πραγματεύεται την αντιζηλία και την κατάρρευση της σχέσης ενός ζευγαριού, στην πραγματικότητα είναι ένα πολιτικό έργο. Μαθαίνουμε από τα λόγια της Ρεβέκας ότι ο μυστηριώδης εραστής της διοικούσε ένα εργοστάσιο, του οποίου οι εργάτες τον σέβονταν τόσο πολύ, ώστε «θα τον ακολουθούσαν και στον γκρεμό, θα ‘πεφταν και στη θάλασσα αν τους το ζητούσε»[3]. Μία λεπτομέρεια που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι το εργοστάσιο αυτό δεν είχε τουαλέτες. Λίγο καιρό πριν ο Pinter γράψει το Τέφρα και σκιά, είχε διαβάσει τη βιογραφία του Albert Speer, αρχιτέκτονα και Υπουργού Εξοπλισμών της ναζιστικής Γερμανίας από το 1942. Ο Speer, ανάμεσα σε άλλες αρμοδιότητες, είχε υπό την επίβλεψή του τα εργοστάσια καταναγκαστικής εργασίας, στα οποία οι συνθήκες ήταν τρομερά άθλιες και μάλιστα δεν είχαν τουαλέτες[4].

Στη συνέχεια, η Ρεβέκα αναφέρει πως ο ίδιος άντρας δούλευε και ως οδηγός σε πρακτορείο ταξιδίων και ότι «πήγαινε στον τοπικό σταθμό του τρένου, περνούσε απ’ άκρη σ’ άκρη την αποβάθρα, κι άρπαζε όλα τα μωρά από τις αγκαλιές των μανάδων που ούρλιαζαν»[5]. Και αυτή η εικόνα παραπέμπει στις θηριωδίες των ναζί απέναντι σε μωρά παιδιά[6]. Η ηρωίδα έχει πια ξεφύγει από το προσωπικό της πρόβλημα και ανοίγει τα μάτια της σ’ έναν κόσμο εφιαλτικό. Ο Ντέβλιν προσπαθεί να την κρατήσει τυφλή, υποταγμένη και λίγο παρακάτω της λέει: «Ποια εξουσία νομίζεις πως έχεις εσύ, που να σου δίνει το δικαίωμα να συζητάς για μια τέτοια βιαιοπραγία;»[7]. Φαίνεται πως η Ρεβέκα απειλεί την εξουσία του Ντέβλιν και τη διεκδικεί. Παύει να εθελοτυφλεί και αντικρίζει με τον νου της όλους τους βασανισμένους και κατατρεγμένους τούτου του κόσμου. Στο τέλος, φτάνει να ταυτιστεί με μία γυναίκα που της άρπαξαν το μωρό. Ωστόσο, το έργο κλείνει ακριβώς με την ίδια εικόνα που άρχισε. Ο Ντέβλιν βάζει τη γροθιά του μπροστά στο πρόσωπο της Ρεβέκας και με το αριστερό του χέρι την πιάνει από το σβέρκο ζητώντας της να του φιλήσει τη γροθιά. Αυτή τη φορά, όμως, η Ρεβέκα δεν είναι η ίδια μ’ εκείνη της έναρξης του έργου. Το τι έχει αλλάξει ας το σκεφτεί ο καθένας από εμάς ξεχωριστά.

vYqAdz2

Το έργο αυτό του Pinter είναι βαθύτατα πολιτικό, γιατί είναι, θα έλεγα, υπαινικτικά καταγγελτικό. Καταγγέλλει εκεί που δεν το περιμένει κανείς την εξουσία και τη βία του ισχυρού σ’ όλες της τις εκφάνσεις. Καταγγέλλει, ακόμη, την αποδοχή της βίας από αυτούς που δεν την υφίστανται, αλλά, ωστόσο, τη βλέπουν γύρω τους να υπάρχει και να συντρίβει τις ζωές των αδύναμων ανθρώπων. Κι αυτό δεν γίνεται ρητά, αλλά με τρόπο έμμεσο, άκρως υπαινικτικό. Ο ίδιος ο Pinter στην τελετή απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 2005 αναφέρει: «Το πολιτικό θέατρο παρουσιάζει ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο προβλημάτων. Εκεί με κάθε τρόπο πρέπει να αποφεύγεται το κήρυγμα. Απαιτείται στοιχειώδης αντικειμενικότητα. Πρέπει να επιτρέπεται στα πρόσωπα να αναπνέουν τον δικό τους αέρα»[8].

2raJmix

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Δ. Καραντζάς επέλεξε να σκηνοθετήσει ένα ιδιαίτερα απαιτητικό έργο. Αν και νέος σε ηλικία σκηνοθέτης, έχει στο ενεργητικό του σημαντικές και αξιόλογες δουλειές («Φαέθων» – Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» – Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, «Ελένη» – Εθνικό Θέατρο κ.ά.). Στο Τέφρα και σκιά αποφεύγει τις υπερβολές και καταφέρνει με τρόπο ατμοσφαιρικό να αποδώσει το παιχνίδι της εξουσίας ανάμεσα στους δυο ήρωες. Επίσης, αξιοποιεί στο έπακρο τις σιωπές-παύσεις, οι οποίες έχουν βαρυσήμαντο ρόλο γενικότερα στο έργο του Pinter.

Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών είναι εξαιρετικές. Η Εύη Σαουλίδου (Ρεβέκα) είναι πραγματικά μοναδική. Κάθε της λέξη είναι καθαρή, έχει ένα ιδιαίτερο βάρος και κάθε της έκφραση αποδίδει τα συναισθήματα της ηρωίδας. Ο Χρήστος Λούλης (Ντέβλιν) ανταποκρίνεται πολύ καλά στον ρόλο του εξουσιαστή. Κρίνεται ιδιαίτερα επιτυχημένη η ερμηνεία του και όταν νιώθει ότι έχει την εξουσία στα χέρια του και όταν νιώθει ότι αυτή απειλείται.

Επίσης, το σκηνικό και τα κοστούμια δένουν όλα μαζί σ’ ένα αρμονικό σύνολο. Οι δύο ήρωες πατούν πάνω σε άμμο, πράγμα που συμβολίζει τη ρευστότητα των ισορροπιών. Οι λάμπες πάνω στην άμμο φωτίζουν επιβλητικά τη σκοτεινή σκηνή και σβήνουν σταδιακά προς το τέλος της παράστασης, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες του ίδιου του συγγραφέα. Η ηχώ στα τελευταία λόγια της Ρεβέκας δημιουργεί ιδιαίτερη αίσθηση, φαντάζει υπερφυσική.

bsK3HeR

Γενικότερα, το εγχείρημα του Δ. Καραντζά είναι αληθινά αξιέπαινο. Η παράσταση ικανοποιεί τους υποψιασμένους θεατές, αλλά μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους ανυποψίαστους. Κι αυτό γιατί το έργο είναι δύσκολο, έχει υψηλές απαιτήσεις, καθώς μπορούν να το παρακολουθήσουν και να το κατανοήσουν καλύτερα εκείνοι που γνωρίζουν το κείμενο του Pinter. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα της επιβολής της εξουσίας, της άσκησης της βίας και της υποταγής διαχέεται σε ολόκληρη τη σκηνή και αυτό είναι το σημαντικότερο. Νομίζω ότι αυτή αίσθηση περνάει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στους θεατές. Τους μετατρέπει σε συμμέτοχους σ’ αυτό το τρομαχτικό παιχνίδι. Μπορεί να τους κάνει να δουν τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτό, αρκεί μόνο να αλλάξουν οι ίδιοι την οπτική γωνία μέσα από την οποία παρακολουθούν την παράσταση και ν’ αναλογιστούν ότι το σύγχρονο θέατρο δεν δίνει έτοιμες απαντήσεις, αλλά, αντιθέτως, θέτει ερωτήματα.

Στοιχεία παράστασης:

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνογραφία, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου

Ηχητική δραματουργία: Ανρί Κεργκομάρ

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Επιμέλεια σκηνογραφίας: Αδριανός Ζαχαριάς

Βοηθός ενδυματολόγου: Βασιλική Σουρρή

Βοηθοί σκηνοθέτη: Γιάννης Κλίνης, Ελίνα Ρίζου

Ερμηνευτές: Χρήστος Λούλης, Εύη Σαουλίδου

Θέατρο «Ροές», Ιάκχου 16, Γκάζι (Στάση μετρό Κεραμεικός)

Πληροφορίες-Κρατήσεις Θέατρο Ροές
210 3474312 / info@resrationetwork.gr

Παραστάσεις: 26 Οκτωβρίου 2015 – 23 Φεβρουάριου 2016

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα, Τρίτη 21:00

Τιμές Εισιτηρίων: Κανονικό: 14 ευρώ, Φοιτητικό, Ανέργων, Πολυτέκνων: 10 ευρώ

∆ιάρκεια παράστασης: 60 λεπτά

Προπώληση Εισιτηρίων http://www.viva.gr/tickets/venues/theatro-roes/ www.viva.gr, τηλ. 11876, Public, Παπασωτηρίου, Seven Spots, Ιανός, Reload, MediaMarkt

Σελίδα της παράστασης στο Facebook: “Τέφρα και σκιά”

Trailer Παράστασης: Rēs Ratio Network – “Τέφρα και σκιά”

Φωτογραφίες Παράστασης: Δέσποινα Σπύρου


[1] Πίντερ, Χάρολντ, Τέφρα και σκιά, μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Η Νέα Σκηνή – Καστανιώτης, 2000, σ. 47.

[2] «Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; ποῦ ἐστι τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά.» (Ιωάννης Μοναχός ο Δαμασκηνός, «Νεκρώσιμα Ιδιόμελα, Ήχος δ΄», στο Ευχολόγιον το Μέγα, επιστασία: Σπυρίδων Ιερομόναχος Ζερβός, 3η έκδ., Βενετία, Φοίνιξ, 1869, σ. 413).

[3] Πίντερ, ό.π., σ. 51.

[4] Billington, Michael, «Για το Τέφρα και σκιά», μετάφραση: Άννα Καρναβά, στο Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά, μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Η νέα Σκηνή – Καστανιώτης, 2000, σ. 74.

[5] Πίντερ, ό.π., σ. 51.

 

[6] Billington, ό.π., σ. 74.

[7] Πίντερ, ό.π., σ. 54.

[8] Pinter, Harold, «Τέχνη, Αλήθεια, Πολιτική», μετάφραση: Νίκος Χουρμουζιάδης, Θεατρικά Τετράδια, τ. 46, Ιανουάριος 2006, σ. 41.