Τα παιδιά και σήμερα, όπως κάθε μέρα άλλωστε, θα πήγαιναν να παίξουν στο γρασίδι μπάλα. Πεντέμισι το απόγευμα είναι μια καλή ώρα για να παίξεις στον απέραντο κάμπο. Τόσο αργά ώστε να μην είναι αφόρητη η ζέστη και να έχεις χωνέψει κι απ’ το μεσημεριανό και τόσο νωρίς ώστε να έχεις χρόνο να παίξεις όσο θες, πριν νυχτώσει για τα καλά. Η πυκνή βλάστηση στο παλιό, εγκαταλελειμμένο γήπεδο, δυσκόλευε όλο και περισσότερο το έργο τους, καθώς το γρασίδι είχε να κουρευτεί για χρόνια κι έτσι καμιά φορά έπαιζαν στα τυφλά, δίχως να βλέπουν τη μπάλα. Από την άλλη, αυτό βέβαια τα βοηθούσε στο να μαθαίνουν να τη χειρίζονται με μεγαλύτερη δεξιοτεχνία και γενικότερα να γίνονται πιο ικανά στο παιχνίδι. Ήταν τόσες οι φορές που την έχαναν και άλλες τόσες αυτές που νόμιζαν ότι την κλωτσάνε και τελικά κλωτσούσαν ξεχασμένα απ΄το χρόνο αντικείμενα, που πια το είχαν συνηθίσει. Το μόνο που πρόδιδε πως σ΄εκείνο το σημείο του χωριού υπάρχει γήπεδο, ήτανε τα ψηλά τέρματα, αγέρωχα θαρρείς, περίμεναν τα ίδια παιδιά κάθε μέρα να τα επισκεφτούν.
Οι λίγοι, γέροι χωρικοί που είχαν απομείνει, έλεγαν διάφορες ιστορίες για εκείνο το γήπεδο. Πως λέει σε κάποιον τρελό άρεσε να κρύβει παγίδες μέσα στο πυκνό χορτάρι για τα παιδιά που πήγαιναν κάθε μέρα και έπαιζαν. Πως η έκταση εκείνη, στην οποία φτιάχτηκε το γήπεδο, κάποτε του ανήκε και μισούσε να τη χαίρονται άλλοι. Φυσικά κανείς δεν πίστευε αυτές τις ιστορίες, μα η αλήθεια ήταν πως τα παιδιά είχαν χάσει φίλους τους, όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει, μέσα στο χορτάρι. Εκεί, επάνω στο παιχνίδι, εξαφανίζονταν και μπορεί να τους έψαχναν για μέρες, όμως ποτέ δεν τους ξανάβρισκαν. Έτσι τα παιδιά είχαν βάλει στόχο εδώ και πολύ καιρό, να βρουν εκείνο τον τρελό και αν χρειαζόταν να τον κυνηγήσουν μέχρι να τον πιάσουν και να εκδικηθούν για τον τρόμο που είχε σπείρει
Εκείνη την ημέρα μαζεύτηκαν πάλι όλα τα παιδιά και καθώς πλησίαζαν στο γήπεδο, το χάζευαν έτσι έρημο και αχανές όπως έμοιαζε στα αθώα τους μάτια. Επιβλητικό, λες και ήθελε να τα διώξει και περίεργα απόκοσμο, παρόλο τον καυτό ήλιο που έπεφτε μέσα στα μάτια τους. Σήμερα, μετά από καιρό, άλλο ένα παιδί είχε ξαφνικά χαθεί πάνω στο παιχνίδι. Κανείς δεν πρόσεξε το φρέσκο αίμα που πότισε ένα μακρινό θάμνο. Όσο περνούσε ο καιρός και η βλάστηση ψήλωνε, τα παιδιά είχαν συνηθίσει πια το φαινόμενο και δεν έψαξαν για πολύ. «Μα και αυτός προχώρησε πολύ βαθιά μέσα στα ψηλά χορτάρια» είπε κάποιος. Με σκυμμένο το κεφάλι έφυγαν λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Δε μετρούσαν πια το σκορ, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πάντα η χαρά του παιχνιδιού. Α ! και το πνεύμα συνεργασίας φυσικά. Μια μέρα θα έπιαναν εκείνον τον τρελό.
Το μόνο σίγουρο είναι πως κάθε μέρα, όπως και τόσα χρόνια μέχρι τώρα, άλλα τόσα και μέχρι το άπειρο τα ίδια παιδιά θα παίζουν στο ίδιο γήπεδο, μέχρι το χορτάρι να μεγαλώσει και ν΄αγγίζει τον ουρανό, μέχρι να εξαφανιστούν όλα αν χρειαστεί, ακόμα και αν δε μείνει ούτε ένα από αυτά να παίζει μόνο του.
Το μόνο σίγουρο είναι πως τα δοκάρια στο γρασίδι περιμένουν τα παιδιά.
Social Links: