Δύο εκπρόσωποι της παλινόρθωσης του κινήματος των Νεορθοδόξων έριξαν επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας για δύο διαφορετικούς λόγους αλλά πάνω-κάτω κατά την ίδια περίοδο. Ο Xρήστος Γιανναράς με το άρθρο του στην Καθημερινή (23/11/2014) σχετικά με τη πορεία της γλώσσας μας δημιούργησε κάποιου είδους ντόρο, σίγουρα μικρότερο από εκείνο που ξεσήκωσε ο Στέλιος Ράμφος με την παρουσία του σε εκδήλωση του Ποταμιού, πριν από κάποιους μήνες. Οι δύο τους είναι σχεδόν οι μόνοι, μαζί με τον Δ. Σαββόπουλο, από το κίνημα των Νεορθόδοξων που έχουν ακόμα ρόλο στα τεκταινόμενα. Τι ρόλο; Μα τον ρόλο του «ομιλούντος διανοουμένου».
Η κοινή τους πορεία στο κίνημα των Νεορθόδοξων δεν σημαίνει κοινή ιδεολογική πορεία και εν έτει 2014. Ο μεν Χ. Γιανναράς παραμένει στον χώρο της παραδοσιακής συντηρητικής δεξιάς, ενώ ο Σ. Ράμφος έχει τα τελευταία χρόνια γοητευτεί από την καινοτομία και τον Σταύρο Θεοδωράκη. Αυτό που μπορούμε, ωστόσο, να ταυτίσουμε στις δύο περιπτώσεις τους είναι ο ρόλος που τους έχει αποδοθεί. Σε μια κοινωνία που έχει εμποτιστεί ως πολύ βαθιά με το ρητό «γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;», ο Γιανναράς και ο Ράμφος είναι οι διανοούμενοι που τολμούν και μιλούν. Με άλλα λόγια είναι εκείνοι που βγαίνουν στην τηλεόραση.
Η κατασκευή της εικόνας του διανοουμένου
Ο Χ. Γιανναράς είναι ο παραδοσιακός καλεσμένος του Οικονομέα και του Καμπουράκη στα πρωινά των εκλογικών αναμετρήσεων. Πρόκειται για τις εκπομπές εκείνες, όπου δεν επιτρέπεται να μιλούν για την πολιτική οι ίδιοι οι πολιτικοί και τη θέση τους παίρνουν στα πάνελ πρόσωπα από άλλους τομείς, των τεχνών και του πολιτισμού. Ο Χ. Γιανναράς είναι, λοιπόν, εκείνος που μιλά μεταξύ των δημοσιογράφων και των καλλιτεχνών. Με ποιον ρόλο; Όχι του επιστήμονα, όχι του θεολόγου, αλλά του διανοουμένου. Αντίστοιχα, σε μια από τις τελευταίες εκπομπές των Πρωταγωνιστών, ο Στέλιος Ράμφος, με εμφανή την αμηχανία αυτοπροσδιορισμού του ρόλου του, πρότεινε τον όρο «φιλοφιλόσοφος».
Ο Γιανναράς και ο Ράμφος έχουν στη δημόσια παρουσία τους όλα εκείνα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά, ώστε να καταναλωθούν από το ευρύ κοινό ως διανοούμενοι. Δεν έχουν δημόσιο αξίωμα, χρησιμοποιούν «περιποιημένο» λεξιλόγιο με σκόρπια καθαρευουσιάνικα στοιχεία, έχουν μια ηρεμία στον τρόπο που μιλάνε και -το βασικότερο- ελεεινολογούν. Έτσι, με έναν λόγο αρκετά κατανοητό, αλλά σαφώς διακριτό από την καθημερινή ομιλία, κατακεραυνώνουν τους πάντες και τα πάντα, παίρνοντας τη θέση του ιεροκήρυκα που είναι ο μόνος καθαρός από τη διαφθορά που πνίγει την εποχή του.
Τα ίδια τα ΜΜΕ, άλλωστε, αποτελούν προνομιακό χώρο για τον Γιανναρά και τον Ράμφο, ώστε να χτίσουν τη ταυτότητα του διανοουμένου. Τους δίνουν βήμα αρκετά συχνά, ώστε να μείνουν εντός των πολιτικών πραγμάτων και αρκετά σπάνια, ώστε να μην αρχίσουν να φθείρονται. Το δημόσιο δε βήμα που τους δίνεται είναι αυτό του εναλλακτικού καλεσμένου. Ο Γιανναράς θα βγει στον Καμπουράκη, την ημέρα που απαγορεύεται στον Γιακούματο να αρχίζει να τσιρίζει για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή και μόνον η επιλογή είναι ιδιαίτερα καθοριστική. Οι Γιακουμάτοι και οι Ντινόπουλοι με τις φωνές τους και τα φτωχά τους επιχειρήματα είναι η ζοφερή καθημερινότητα, ενώ ο χαμηλών τόνων Γιανναράς είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι η καθημερινότητα μας.
Άλλωστε, η ίδια η σχέση του συνεντευξιαστή και του συνεντευξιαζόμενου καταστρατηγείται. Τις επιθετικές ερωτήσεις που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν στους πολιτικούς οι δημοσιογράφοι δεν θα τις βρει κανείς πουθενά σε ένα πάνελ στο οποίο βρίσκεται ο Γιανναράς. Ο ανακριτής-δημοσιογράφος, ο οποίος πρέπει να κοπανήσει κάτω τον πολιτικό που στέκεται απέναντί του, μεταμορφώνεται σε ισότιμο συνομιλητή, αν όχι μαθητή του «ομιλούντος διανοουμένου».
Αυτή η προνομιακή αντιμετώπιση και η στοχευμένη διάκριση του «ομιλούντος διανοουμένου» από τον καθημερινό πανελίστα συνεπικουρείται και από συγκεκριμένες φράσεις-μοτίβα. Ο δημοσιογράφος που δίνει το βήμα στον διανοούμενο, κριτικάρει σχεδόν τελετουργικά τον εαυτό του επειδή δεν καλεί συχνότερα «τέτοιους ανθρώπους» στις εκπομπές του. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, θα έρχεται ξανά και ξανά σαν μια κειμενική αναγκαιότητα η ένταξη του «ομιλούντος διανοουμένου» στα όρια του χώρου που κατέχουν στο δημόσιο διάλογοι οι «πνευματικοί άνθρωποι».
Η ελεεινολογία
Προφανώς, εκτός από τον τρόπο που δίνεται το βήμα στον «ομιλούντα διανοούμενο», βασικό στοιχείο που καθορίζει τη θέση του είναι και το ίδιο το περιεχόμενο των λεγομένων του.
Τόσο ο Γιανναράς, όσο και ο Ράμφος έχουν έναν λόγο που, παρότι δεν χαρακτηρίζεται από συναισθηματικές εξάρσεις και ανεβοκατεβάσματα του τόνου της φωνής, δημιουργεί εύκολα οπαδούς. Το κοινό διψάει για την επαλήθευση των όσων πιστεύει από μια πιο πνευματική πηγή. Το αίτημα που κρύβεται πίσω από την κοινότυπη πια ερώτηση «γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;» στην ουσία είναι ακριβώς αυτή: μια επιφανειακά ουδέτερη πολιτική θέση, ένα ευγενές παρουσιαστικό και ο βιβλικής υφής ψόγος των πάντων.
Οι πολιτικοί είναι όλοι διεφθαρμένοι, οι δημοσιογράφοι επίσης, η γλώσσα μας κινδυνεύει και γίνεται όλο και πιο φτωχή, τα κανάλια μας παίζουν πολιτιστικά υποπροϊόντα, ο ελληνικός πολιτισμός είναι σχεδόν νεκρός. Σήψη και παρακμή παντού. Ο «ομιλών διανοούμενος» οφείλει να πάρει θέση και, αφού βγάλει τον εαυτό του από τη σύγχρονη κοινωνία, να σκεφτεί για τα αίτια της παρακμής της. Οι λύσεις στα προβλήματα αυτά δεν είναι η δουλεία του, γι’αυτό και οι αναφορές του σε αυτές είναι βιαστικές και γενικόλογες. Εκείνος βρίσκεται στη θέση που βρίσκεται ώστε να περιγράφει την καταστροφή.
Η ελεεινολογία αυτή είναι και που διακρίνει τον ρόλο του «ομιλούντος διανοούμενου» από τον επιστήμονα που χαίρει προβολής από τα ΜΜΕ. Η διάκριση αυτή μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα κατανοητή, αν συγκρίνουμε τον δημόσιο ρόλο που έχει ο Χ. Γιανναράς με εκείνον που έχει ο Γ. Μπαμπινιώτης. Ο πρώτος δεν βγαίνει στην τηλεόραση ως επιστήμονας. Αντιθέτως, ο ακόμα περισσότερο προβεβλημένος Γ. Μπαμπινιώτης, παρότι δεν είναι φειδωλός στην πολιτικολογία, έχει τον σταθερό ρόλο του γλωσσολόγου. Έτσι, ένας χαρισματικός άνθρωπος και μια προσωπικότητα που τραβάει την προσοχή δεν έχει σε καμία περίπτωση τον ρόλο του επαΐοντα επί παντός επιστητού. Ο Μπαμπινιώτης είναι ο ειδικός για γλωσσικά ζητήματα, ο οποίος εξαιτίας της αυθεντίας του πάνω σε αυτά, δικαιούται να μιλάει και για πολιτικά ζητήματα. Αντιθέτως, ο Γιανναράς δεν έχει καμία εξειδίκευση στον δημόσιο ρόλο του. Ουσιαστικά, η εξειδίκευσή είναι το γενικό και ακαθόριστο «διανοούμενος».
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκύπτει από το άνοιγμα που έκανε ο Σ. Ράμφος, ο οποίος πια έχει ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο κόμμα. Ναι μεν ένα κόμμα που διατηρεί τον χαρακτήρα του «νέου» και του «καθαρού», αλλά που έχει συγκεκριμένη -τρόπος του λέγειν- ιδεολογία και πολλούς εχθρούς. Ο Σ. Ράμφος τόλμησε να βγει από την ουδετερότητα του πνευματικού ανθρώπου και να ελεεινολογήσει δίπλα από έναν πολιτικό. Η κατακραυγή ήταν αυτόματη και ο Σ. Ράμφος -ή καλύτερα η ταυτότητα του «φιλοφιλοσόφου» Ράμφου- άρχισε από την πρώτη στιγμή να φθείρεται. Ο Γιανναράς συνεχίζει να ελεεινολογεί από το παραδοσιακό του πόστο. Το άρθρο του στην Καθημερινή δημιούργησε ντόρο και επιθέσεις, οι οποίες όμως προήλθαν από ένα συγκεκριμένο τόξο ανθρώπων, κυρίως γλωσσολόγων και ιστορικών. Ο Ράμφος ανοίχτηκε και αυτόματα βρήκε πολύ περισσότερους εχθρούς.
Ο Ράμφος αποκαθηλώθηκε ως πνευματικός άνθρωπος και βίωσε την έντονη κριτική. Ωστόσο, η αίθουσα που μίλησε δίπλα στον Σταύρο Θεοδωράκη ήταν κατάμεστη. Ο Γιανναράς, απ’την άλλη στο ακραίο άρθρο του για το μονοτονικό δεν δέχτηκε τόσο μεγάλο όγκο επιθέσεων. Ωστόσο η αίθουσα στην οποία πραγματοποίησε ένα συνέδριο για τη σωτηρία της ελληνικής γλώσσας ήταν εκκωφαντικά…άδεια. Οι δύο τους πια βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Θα συνεχίσουν άραγε να περπατάνε παράλληλα ή θα χωρίσουν για τα καλά οι δρόμοι τους;
Social Links: