Δύο είναι, νομίζω, οι βασικοί τρόποι παρουσίασης της πολιτιστικής δραστηριότητας από τη σκοπιά της κυρίαρχης αφήγησης κι έχουν κι οι δύο τον ίδιο σκοπό (ή, τουλάχιστον, την ίδια λειτουργία): να καταστήσουν τα κείμενα και τους πίνακες, τα τραγούδια και τις διαλέξεις πράγματα ακίνδυνα.
Σε σελίδες όπως η Lifo και η Athens Voice, η τέχνη παρουσιάζεται σαν κομμάτι ενός ευρύτερου lifestyle: άνοιξε καινούριο μπαρ εκεί, το καλύτερο σουβλάκι βρίσκεται εκεί, στη Σύρο φτιάχνουν ξύλινα γυαλιά ηλίου, α, σαν σήμερα πέθανε κι ο Τσαρούχης, να και δέκα πίνακές του. Με τον ίδιο τρόπο, τα ποιήματα και τα φιλοσοφικά αποσπάσματα αναμειγνύονται με την ασημαντότητα και εξουδετερώνονται, καταλήγοντας στην καλύτερη περίπτωση μέρος αυτού που ο Κούντερα όρισε ως κιτς.
Εξάλλου, σε εφημερίδες όπως η Καθημερινή, που διεκδικούν τον τίτλο του σοβαρού αναγνώσματος, παρ’ όλη τη φαιδρότητα των περισσότερων αρθρογράφων τους, παρατηρούμε μια τάση «κουλτουροποίησης» των πολιτιστικών θεμάτων. Αυτό φαίνεται, λόγου χάρη, από τα αφιερώματα στον Homme révolté του Camus και στη διάλεξη «η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα» του Καστοριάδη. Μας λένε δηλαδή: είναι σημαντικοί στοχαστές, κάθε καλλιεργημένο σπίτι θα έπρεπε να έχει βιβλία τους στη βιβλιοθήκη, αλλά το τι εννοούν, αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί αν είχε, δε θα συζητιόταν βέβαια στην Καθημερινή, ένα έντυπο που διακρίνεται για το συντηρητισμό του και τη συνεχή διαστρέβλωση που επιχειρεί σε έννοιες όπως η δημοκρατία και η ελευθερία.
Η Η. Arendt στο δοκίμιό της «η κρίση της κουλτούρας» σημειώνει το εξής πολύ σχετικό: «Το πρόβλημα με το μορφωμένο φιλισταίο δεν ήταν ότι διάβαζε τους κλασικούς αλλά ότι το έκανε ωθούμενος από το απώτερο κίνητρο της αυτοτελείωσης, αγνοώντας κατ΄ουσίαν το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ ή ο Πλάτων θα είχαν να του πουν πιο σημαντικά πράγματα από το πώς να μορφωθεί· το πρόβλημα ήταν ότι κατέφυγε σε μια σφαίρα ‘’καθαρής ποίησης’’ προκειμένου να κρατήσει την πραγματικότητα μακριά από τη ζωή του –για παράδειγμα τέτοια ‘’πεζά’’ πράγματα όπως ο λιμός της πατάτας– ή για να την αντιμετωπίσει μέσα από ένα πέπλο ‘’ευχαρίστησης κι ελαφρότητας’’». *
Στον αντίποδα, όσοι είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τον ωραίο κίνδυνο, πρέπει πάντα να θυμίζουμε ότι τα έργα έχουν κάτι να πουν. Δεν αναφέρομαι μόνο στο περιβόητο «μήνυμα της τέχνης»· κι η σκέτη ομορφιά μπορεί να μας κάνει αλληλέγγυους, μέσω της συμπάθειας, που καθόλου τυχαία στα αγγλικά αποδίδεται με τη λέξη empathy.
Και να μια απόδειξη, έστω κι από την ανάποδη, ότι οι δημιουργοί θέλουν πάντα κάτι να κοινωνήσουν: ο Φελίνι έλεγε πως δεν κάνει ταινίες στις οποίες ο ήρωας από κακός γίνεται ξαφνικά καλός γιατί τότε ο θεατής «θα πει ήσυχα ήσυχα: ‘’μπορώ να συνεχίσω να είμαι το καθαρματάκι που είμαι, αφού, όπως στον κινηματογράφο, θα έρθει η στιγμή που η σωστή λύση θα μου παρουσιαστεί…’’».
Με όλα αυτά, και με τον Φελίνι στο πλευρό μας, ελπίζω να έγινε μέχρι τώρα σαφές ότι σε αυτή τη σειρά κειμένων δε μιλάμε για στρατευμένη τέχνη, αλλά για την υπέρβαση του αστείου διπόλου εστέτ και στρατευμένου. Μιλάμε, στο βάθος, απλώς για μια κοινή συγκίνηση, που όμως δεν μπαίνει από το ένα αυτί για να βγει από το άλλο.
*εκδόσεις στάσει εκπίπτοντες, σελ 19
Πηγή: KABOOM
Social Links: