Ένα ομοίωμα νεκροκεφαλής ήταν καρφωμένο πάνω σε ένα κλαδί δέντρου. Από δίπλα ρουνικά σύμβολα και σκαλιστές πέτρες με τον Ουροβόρο. Το σπίτι είχε ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα και η κατασκευή…

Late Night Zone 8

Ένα ομοίωμα νεκροκεφαλής ήταν καρφωμένο πάνω σε ένα κλαδί δέντρου. Από δίπλα ρουνικά σύμβολα και σκαλιστές πέτρες με τον Ουροβόρο. Το σπίτι είχε ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα και η κατασκευή του ήταν παντελώς αυτοσχέδια, με μία ξύλινη, μικροκαμωμένη και αρκετά ετοιμόροπη σκάλα να οδηγεί στην πόρτα. Στη βάση της σκάλας υπήρχε ένας άδειος χώρος που ήταν κατακλυσμένος από ένα σωρό μεταχειρισμένα, χαλασμένα και σκουριασμένα αντικείμενα, που όμως πρόσθεταν μία συγκεκριμένη δόση γοητείας στο χαοτικά όμορφο αυτό σπίτι. Καρέκλες, σκουριασμένα ποδήλατα, ομπρέλες, ψησταριές και κάτι που θύμιζε street μηχανή.

Στο μπαλκόνι του σπιτιού ήταν ένας τύπος με μακριά μαλλιά και μούσια, που άκουγε 70’ς ροκιές και έπινε χόρτο. Η παρουσία του ήταν τόσο φυσική με το υπόλοιπο σπίτι, που νόμιζες ότι όπως χτίστηκε το σπίτι, αυτός απλά δημιουργήθηκε σαν μέρος της κατασκευής.

Η κοπέλα που περνούσε κάτω από το σπίτι σήκωσε το κεφάλι της να χαζέψει το θέαμα. Βασικά είχε καταλάβει τον δίσκο που έπαιζε – The Who/Quadrophenia – και απλά ήθελε να γνέψει ενθαρρυντικά σε όποιον το είχε βάλει να παίζει στη διαπασών. Έχει κάτι ατμοσφαιρικό το συγκεκριμένo album και έδενε άρρηκτα με την εξίσου ατμοσφαιρική αύρα αυτής της γειτονιάς. Τα πάντα ήταν σε μία μόνιμη κατάσταση λυκόφωτος, ούτε πολύ σκοτεινά ώστε να μη βλέπεις μπροστά σου, ούτε όμως και τόσο φωτείνα, έτσι ώστε έβλεπες τα πάντα μέσα από ένα πέπλο. Οι άνθρωποι, η φύση, και τα σπίτια είχαν κάτι το οικείο αλλά και το επικίνδυνο ταυτόχρονα. Νόμιζες πως αν έκανες ένα βήμα παραπέρα από τον καθορισμένο δρόμο, θα σε κατάπινε η δίνη αυτού του μέρους.

Μπορεί να ήταν και για καλό.

«Εδώ πέρα δεν μπορείς να τρέχεις.»

Ο κόσμος μέσα στα σπίτια έμοιαζε με θραύσματα της πραγματικότητας. Ο τρόπος που σε κοιτούσαν μέσα από τα παράθυρα ήταν παντελώς απόκοσμος. Δεν ήταν επιθετικός, ούτε όμως και ιδιαίτερα φιλόξενος. Ήταν το βλέμμα του ανθρώπου που τον έπιασες σε μία προσωπική του στιγμή, και εσύ είσαι ο περίεργος εισβολέας.

«Εδώ πέρα δεν χρειάζεται να φωνάζεις.»

Το μέρος είχε μια τρομακτική δόση ελευθερίας. Ήταν ήσυχο, όμορφο και ένιωθες ασφάλεια. Η κοπέλα ένιωθε και μία μικρή δόση φόβου. Ίσως την τρόμαζε το γεγονός ότι είχε απεριόριστη ελευθερία.

Από όποια γωνία και αν έστριβε, αντίκρυζε μισόκλειστα μάτια και τεράστια χαμόγελα.

«Εδώ πέρα μπορείς να είσαι ευτυχισμένος κάθε μέρα.»

Συνάντησε έναν νεαρό που ήταν ντυμένος με ένα μανδύα και ένα μωβ παρταλιασμένο παντελόνι.

«Τι κάνεις εδώ;»

«Απλά περπατάω» του είπε.

«Εγώ πετάω.»

«Είναι μαγικός ο μανδύας;»

«Ναι, τον βρήκα πάνω σε ένα δέντρο. Κάποιος τον ξέχασε εκεί.»

«Ή μπορεί να πιάστηκε εκεί καθώς πετούσε και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του.»

«Αυτό βγάζει πιο πολύ νόημα!» είπε ο νεαρός και κοίταξε τον ροζ ουρανό. «Δες τα χρώματα» ξαναείπε.

«Είναι πολύ όμορφα, ναι» του είπε.

«Ξέρεις γιατί είναι έτσι;» την ρώτησε. «Είναι το χρώμα που αφήνουν οι ανάσες όσων έρχονται εδώ. Το μέρος είναι μαγικό και άγριο. Έχει μια αγριάδα που ξυπνάει κάτι οικείο μέσα σου. Κάτι που είχες ξεχασμένο.»

«Που ποτέ όμως δε σ’αφήνει. Και απ’ ό,τι φαίνεται ξαναβιώνει εδώ» πρόσθεσε εκείνη.

«Ναι, ναι… Θα συνεχίσω την πτήση μου τώρα. Είσαι κουλ» της είπε.

«Μη χαθείς στις ανάσες!» του είπε και έφυγε.

Το επόμενο σπίτι που συνάντησε ήταν κυριολεκτικά θαμμένο πίσω από δέντρα και λουλούδια. Είχε αγάλματα του Βούδα στην αυλή και γάτες. Και περισσότερα λουλούδια. Μία ηλικιωμένη καθόταν στην καρέκλα και κάπνιζε.

«Όμορφος ο κήπος σου», της είπε.

«Δεν τον έφτιαξα εγώ. Ουσιαστικά έχτισα το σπίτι μου μέσα σ’αυτόν. Βλέπεις πόσα λουλούδια είναι εκεί; Ήταν από πάντα εκεί. Από πριν αποφασίσω να μείνω. Πολλά χρώματα!» είπε και τράβηξε μια ακόμη τζούρα.

«Θα πρέπει να κάνεις πολύ ήσυχη και όμορφη ζωή εδώ, ε;» ρώτησε η κοπέλα.

«Ναι. Δεν μπορώ να πω πως έχω προβλήματα. Η ελευθερία που μου δίνει το μέρος είναι… δεν ξέρω πώς να το περιγράψω βασικά. Είναι τρομακτικά όμορφη. Καμια φορά νομίζω πως είμαι σε όνειρο. Ίσως και να είμαι!»

«Μα το μέρος είναι αρκετά σουρρεάλ, θα μπορούσε άνετα να είναι μέρος ενός ονείρου!» της είπε.

«Σωστό, σωστό. Θα σε κερνούσα για τσάι, αλλά μου έχει τελειώσει. Θα κατέβω να πάρω μόλις τελείωσω το τσιγάρο. Να έρθεις να πιούμε τσάι» είπε η ηλικιωμένη.

Περνώντας πάνω από τη  γέφυρα είδε στην μια όχθη της λίμνης τη λαβή από ένα μπαστούνι να προεξέχει από το νερό.

«Τι φάση ρε φίλε»

«Κανείς δεν ξέρει αν είναι ομπρέλα, ή κάτι άλλο» της είπε μια κοπέλα με ένα πράσινο ποδηλάτο. Καθόταν μπροστά στην όχθη και δίπλα της είχε μερικά κουτάκια μπύρας.

«Βασικά θα ‘λεγα ότι ταιριάζει απόλυτα με το μέρος! Και γιατί όχι στην τελικη!» της απάντησε.

«Χαχα, δεν έχεις κι άδικο. Άραξε για μια μπύρα, οι φίλοι μου έφυγαν και μου άφησαν το ψυγειάκι μισογεμάτο» είπε η κοπέλα. «Με λένε Κριστίνε» είπε μετά από λίγο.

Η Κριστίνε είχε μάτια στο χρώμα της παγωμένης Βόρειας Θάλασσας. Τα οποία όμως έβγαζαν μία κάποια ζεστασιά. Ίσως να φταιγαν και οι μπύρες βέβαια.

UhJKTjw

«Γενικά συχνάζω εδώ. Κάθε Σαββατοκύριακο έρχομαι. Δεν γίνεται αλλιώς» είπε η Κριστίνε.

«Τι εννοείς;» ρώτησε η κοπέλα.

«Είναι το μοναδικό μέρος που με κάνει να νιώθω ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Εδώ όλα είναι στάσιμα, αλλά όχι με την κακή έννοια. Είναι αυτό που είναι. Και όποτε έρχομαι εδώ, γίνομαι και εγώ ένα με το μέρος, κατάλαβες;»

«Νομίζω πως ναι. Σίγουρα θα ξανάρθω εδώ. Το μέρος έχει κάτι το μαγνητικό, σε τραβάει αμέσως» είπε η κοπέλα και άνοιξε μια μπύρα.

«Και ντάξει, να σου πω την αλήθεια, αυτό εδώ το γαμημένο το μπαστούνι, ή ό,τι είναι, μου ‘χει τραβήξει την προσοχή. Ο μόνος λόγος που κάθομαι εδώ, είναι γιατί περιμένω τη στιγμή που θα ‘χω το θάρρος να μπω μέσα και να το τραβήξω. Απλά φοβάμαι ότι αν το κάνω θα αναποδογύρισει όλο το μέρος και θα χαθούν τα πάντα!»  είπε και κοίταξε την κοπέλα, γελώντας.

«’Εχεις δίκιο. Θα μπορούσε να είναι ο μοχλός που έχει θέσει σε λειτουργία το μέρος. Λέω να το αφήσεις όπως είναι» της είπε η κοπέλα.

Η Κριστίνε συμφώνησε και μετά κοίταξε τον ουρανό, αφήνωντας ένα ροζ αναστεναγμό.