Πρώτα ο Lemmy, μετά ο Ψωμιάδης, μετά η Άννα Συνοδινού και μετά ο Bowie και μετά ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η ειδησεογραφία των τελευταίων βδομάδων μοιάζει με έναν μακρύ επικήδειο στον…

O viral θάνατος και οι αστυνομίες πένθους

Πρώτα ο Lemmy, μετά ο Ψωμιάδης, μετά η Άννα Συνοδινού και μετά ο Bowie και μετά ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η ειδησεογραφία των τελευταίων βδομάδων μοιάζει με έναν μακρύ επικήδειο στον οποίο εισέρχονται συνεχώς και νέα μέλη που τα φανταζόμαστε κάπως σαν να περιμένουν στην ουρά για να ακούσουν και αυτά έναν καλό λόγο από το στόμα μας. Κάθε φορά μας ωθεί μια ανάγκη να κάνουμε έναν σχολιασμό για εκείνον που έφυγε.

Μοιάζει μια διαβολική συγκυρία -και πράγματι είναι- το γεγονός ότι μέσα σε τόσο λίγες ημέρες πέθαναν 5 προσωπικότητες οι οποίες ήταν λίγο-πολύ γνωστές σε όλους. Όλη αυτή η συσσώρευση θανάτων σημαντικών ανθρώπων δημιουργεί μια μεταφυσική ανησυχία ιδίως στους θαυμαστές τους. «Μα τι γίνεται; Γιατί πεθαίνουν όλοι;». Kαι πράγματι, το χρονικό περιθώριο μεταξύ των θανάτων αυτών είναι πολύ στενό. Πώς τα έφερε έτσι η μοίρα και πέθαναν ο Lemmy και ο Bowie σε απόσταση μιας ανάσας; Γιατί επηρεαστήκαμε τόσο από αυτούς τους θανάτους;

12376210_10153431360168869_2326014685564590211_n

Ο θάνατος ως αποχαιρετισμός σε έναν τρόπο ζωής που φεύγει.

Δεν αρκεί να πούμε ότι πονέσαμε επειδή ήμασταν πραγματικοί θαυμαστές αυτών που έφυγαν. Το αρχικό σοκ από αυτή την περίεργη συγκυρία έρχεται να επιτείνει αλλά και να οριοθετήσει σιγά-σιγά μια αόριστη ανησυχία που προκαλείται σε μια περίοδο που αποκτά πλέον όλα τα χαρακτηριστικά του μεταβατικού στο μυαλό μας. Η περίοδος αυτή είναι γκαστρωμένη (για να παραφράσω τον Φλωράκη) και όσο πιο πολύ αντιλαμβανόμαστε την αλλαγή που συμβαίνει γύρω μας τόσο πιο πολύ μας συγκλονίζει ο θάνατος κάποιων πυλώνων της ζωής που σιγά-σιγά φοβόμαστε ότι αποχαιρετούμε μαζί τους.

Η είδηση του θανάτου του Bowie και του Lemmy έρχεται μαζί με ένα πλήθος άλλων ειδήσεων: προσφυγικό, τρομοκρατικές ενέργειες σε διάφορες πρωτεύουσες του κόσμου, τριγμοί στον γεωπολιτικό χάρτη, οικονομική κρίση. Την ώρα που η Δύση μοιάζει να επανακαθορίζει την ταυτότητά της, αποχαιρετά βιαστικά-βιαστικά σύμβολα της ακμής της. Εμείς μένουμε με την εικόνα της συνεχούς πολιτισμικής παρακμής: όσες περσόνες-σύμβολα πεθαίνουν δεν μπορούν να αντικατασταθούν από κανέναν. Ο πολιτισμός μας συνεχώς χάνει προσωπικότητες και δεν μοιάζει ικανός να τις αντικαταστήσει.

5k9TiUy

Αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, όμως, η συλλογική φόρτιση που διαπνέει ένα μεγάλο μέρος της διαδικτυακής κοινότητας δεν αφορά μόνον ανθρώπους που είχαν συνδεθεί με συγκεκριμένες περιόδους δόξας που δείχνουν να παρέρχονται. Άλλωστε, η συνεχής κινητικότητα της περιόδου στην οποία ζούμε δεν θα μπορούσε να αφήσει σε καμία περίπτωση εκτός πλαισίου την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου. Ο θάνατος (όχι αποκλειστικά) διασήμων προσωπικοτήτων είναι πλέον viral και ο θρήνος για την απώλεια γίνεται θρήνος όλων μας.

Έτσι, η ανθρωπότητα θρήνησε τον θάνατο του Cobain το 1994 μόνη της, κλαίγοντας στη γωνιά του δωματίου της κάτω από έναν χαμηλό φωτισμό και με ανοιχτό στην τηλεόραση το αφιέρωμα του MTV. Η ίδια ανθρωπότητα πλέον θρηνεί τον θάνατο του Bowie on-line, με το ποστάρισμα αγαπημένων κομματιών, με φωτογραφίες από συλλογές cd και με προσωπικές αφηγήσεις από τη σχέση του θαυμαστή με το έργο του εκλιπόντος. Θρηνούμε πλέον συλλογικά, όχι απλώς ακολουθώντας συγκεκριμένα αφιερώματα μεγάλων ειδησεογραφικών δικτύων αλλά παίρνοντας και οι ίδιοι μέρος ενεργά στον αποχαιρετισμό. Ο έφηβος που έκλαψε καθισμένος στο πάτωμα για τον θάνατο του Cobain σηκώθηκε, προχώρησε μέσα στο δωμάτιο του, έκατσε στο γραφείο του και κοινοποίησε τα συναισθήματά του για τον θάνατο του Bowie μέσα στο facebook. Ο καλλιτέχνης-αντικείμενο θαυμασμού δεν είναι πλέον ένα μακρινό είδωλο με το οποίο έπρεπε να καταβάλεις μόχθο και λεφτά για να έρθεις σε επαφή. Τώρα είναι μέρος της καθημερινής και δωρεάν περιήγησής σου στο internet, γίνεται ένας από εμάς και επομένως ο θάνατός του σοκάρει ακόμα περισσότερο.

Και πράγματι δεν μοιάζει συγκλονιστικά καινοφανές όλο αυτό. Ο θάνατος μπορεί να είναι η πλέον μοναχική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου αλλά η είδηση του θανάτου είχε πάντα μέσα της ένα ιστορικο-πολιτικό και ένα επικοινωνιακό στοιχείο. Η είδηση του θανάτου είχε πάντα επίσης έναν δεσμευτικό χαρακτήρα: αυτοί που μένουν πίσω οφείλουν να αποχαιρετίσουν αυτόν που έφυγε. Έτσι, μέσα σε μια home-page που πλημμυρίζεται από αφιερώματα στη μνήμη του εκλιπόντος, πλάι στους φανατικούς θαυμαστές θα δει κανείς και εκείνους που θρηνούν χωρίς να έχουν ιδιαίτερη σχέση με τον νεκρό αλλά ένιωσαν την ανάγκη να κοινοποιήσουν τον θρήνο τους είτε λόγω της δεσμευτικής υφής που έχει η είδηση του θανάτου είτε λόγω της υποχρέωσης συμμετοχής που δημιουργεί το virality. Πολλοί στο μέλλον θα αφηγούνται ιστορίες για την επαφή τους με έναν καλλιτέχνη, ιστορίες που θα ξεκινούν από τη μέρα που πέθανε ο καλλιτέχνης αυτός.

Το γεγονός αυτό φυσικά και δημιουργεί αντιδράσεις σε κάποιους από τους «πραγματικούς» θαυμαστές του νεκρού οι οποίοι συγκροτούν μια διαδικτυακή αστυνομία πένθους με την οποία επιδιώκουν να καταστήσουν το δικαίωμα στο πένθος πεδίο σύγκρουσης. Εκείνοι που πενθούν και δεν ξέρουν πάνω από 30 κομμάτια του Lemmy αντιμετωπίζονται ηθικιστικά ως υποκριτές που ξημεροβραδιάζονται στα μπουζούκια και το παίζουν ψαγμένοι στη σελίδα τους στο fb. Η επιθετική αυτή στάση προφανώς και πηγάζει από μια νέα ανησυχία -πλάι σε αυτή που αναφέραμε προηγουμένως- για βρόμισμα της pure ταυτότητας που έχει χτίσει για τον εαυτό του ο γνήσιος θαυμαστής.

«Δεν έχω φάει εγώ όλη μου την περιουσία σε συναυλίες και cd για να γίνουμε ίσα και όμοια με σένα που έχεις ακούσει δύο κομμάτια στο γιουτούμπ».

Ο θάνατος έτσι αποκτά και μια εργαλειακή χρήση στην κατασκευή των επιμέρους ταυτοτήτων. Εκείνος που έχει μοχθήσει υλικά ή πνευματικά κατά τη διάρκεια της εν ζωή δράσης του νεκρού καλλιτέχνη είναι και εκείνος που έχει το αποκλειστικό δικαίωμα στον θρήνο του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το πόσο διέφερε η πυκνότητα των σχολιασμών των «αστυνόμων του πένθους» μετά τον θάνατο του Lemmy σε αντίθεση με εκείνον του Bowie. Στην πρώτη περίπτωση πέθανε μια ηγεμονική φιγούρα μιας αναγνωρισμένης και ισχυρής υποκουλτούρας και στη δεύτερη πέθανε ένα ποπ είδωλο.

Ο ενδιάμεσος σταθμός του θανάτου του Ψωμιάδη

Και εδώ ερχόμαστε σε έναν θάνατο που πρόεκυψε ανάμεσα στους θανάτους του Lemmy και του Bowie και που αντιμετωπίστηκε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Αν οι παραπάνω γκρίνιες των true fans απέναντι στους fake υποκριτές αποτελεί ένα πρώτο είδος κριτικής απέναντι στον viral τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου, η είδηση του θανάτου του Μάκη Ψωμιάδη αποτέλεσε ένα πραγματικό μετασχόλιο πάνω στις νέες κανονικότητες πένθους που αρχίζουν πλέον να εγκαθιδρύονται.

12522935_913112842135528_7561416459664817757_n

Η διαδικτυακή κοινότητα πλημμύρισε τον τόπο αμέσως μετά την είδηση με δεκάδες memes, ψευδοαποχαιρετιστήριους λόγους, δήθεν συγκίνηση και κωμικές ιστορίες για τη προσωπική σχέση του χρήστη των social media με τον νεκρό. Οι συμβάσεις των πραγματικών viral αποχαιρετισμών σε σπουδαίες προσωπικότητες χρησιμοποιήθηκαν αυτή τη φορά σαρκαστικά για τον αποχαιρετισμό μιας cult φιγούρας, ενός ανθρώπου για τον οποίο ουσιαστικά κανένας δεν μπορούσε να θρηνήσει στα σοβαρά. Για πρώτη φορά και σε τόσο ευρεία κλίμακα η διαδικτυακή κοινότητα είδε με τρόπο συστηματικό τα ίδια τα εργαλεία του θρήνου της, τα οποία επανανοηματοδότησε για λίγες μέρες προκειμένου να πετύχει το σαρκαστικό αποτέλεσμα. Μια παρόμοια λειτουργία θα μπορούσε να δει κανείς στους viral επικήδειους που αφορούν ιδιαίτερα αγαπητούς χαρακτήρες σειρών οι οποίοι εμπεριέχουν ένα σαρκαστικό στοιχείο ακριβώς λόγω του ότι δεν είναι πραγματικοί θάνατοι. Ωστόσο, στην περίπτωση του Ψωμιάδη έχουμε ένα καθαρό κυνήγι του κωμικού αποτελέσματος. Ούτως ή άλλως, ο Ψωμιάδης για τον οποίον δήθεν θρηνήσαμε ήταν ένας Ψωμιάδης που έφερνε σε καλογραμμένο μυθοπλαστικό χαρακτήρα.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, εκείνες οι λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ψωμιάδη και μέχρι τον θάνατο της Συνοδινού και στη συνέχεια του Bowie ίσως να ήταν τεράστιας σημασίας για τον τρόπο που θα θρηνεί στο εξής η ελληνική διαδικτυακή κοινότητα. Λόγω του Βig Mac/του Μάκαρου/του Αγαπούλα κοιτάξαμε για πρώτη φορά τον εαυτό μας και αυτά που μέχρι τότε αποτελούσαν χαλαρές συμβάσεις άρχισαν να αποκτούν στέρεη βάση. Οι συμβάσεις άρχισαν να γίνονται μοτίβα.

Κλείνοντας, η συσσώρευση των ειδήσεων για τον θάνατο τόσο πολλών προσωπικοτήτων σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, εκτός από το να επιτείνει τη μεταφυσική αγωνία μας για το άγνωστο αλλά προβλεπόμενο ως μαύρο μέλλον μας, υπήρξε τόσο ισχυρό σοκ ώστε να αρχίσουμε να βλέπουμε τα social media ως ένα πεδίο που εκτός των άλλων θα αποτελεί και μέσο έκφρασης πένθους για άτομα τα οποία θεωρούνταν μέρος της διαδικτυακής μας κοινότητας. Η διαδικτυακή κοινότητα αρχίζει να συγκροτείται όλο και πιο συστηματικά χτίζοντας και δικά της μοτίβα πένθους τα οποία αρχίζουν να διακρίνονται όλο και περισσότερο από τα μοτίβα του πένθους των μη διαδικτυακών κοινοτήτων και της ιδιωτικής σφαίρας του εκάστοτε χρήστη.