Για να προλάβω το flaming, δηλώνω εξαρχής ότι το South Park (στο εξής SP) είναι μια εξαιρετική σειρά, της οποίας οι δημιουργοί έχουν τρομερά ευαίσθητες κεραίες στο τι συμβαίνει σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό για τους βιαστικούς, μπορώ με την ησυχία μου να αναπτύξω τη σκέψη μου.
Μια σειρά όπως αυτή έχει ενδιαφέρον όχι μόνο όταν πραγματεύεται πράγματα που συμβαίνουν ή βγάζουν μάτι, αλλά και όταν συμπυκνώνει σε εικόνες το πνεύμα της εποχής (όσο αυθαίρετος κι αν είναι ο όρος), ενισχύοντας και ταυτόχρονα επανακαθορίζοντας τους όρους μιας δημόσιας συζήτησης. Στην περίπτωση του SP, νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνεται η έννοια της πολιτικής ορθότητας επηρεάστηκε σε δυσθεώρητα μεγάλο βαθμό από τους όρους με τους οποίους έθεσε το ζητημα η σειρά. Δεν σχολιάζει, λοιπόν, απλώς το SP∙ θέτει και τους ίδιους τους όρους της συζήτησης. Όπως έγραψε ένας κριτικός, η σειρά –λόγω της μακροβιότητάς της και λόγω του ύφους της– μοιάζει και προσεγγίζεται συχνά περισσότερο ως μια στήλη άποψης σε εφημερίδα παρά ως ένα ακόμα ενήλικο animation.
Για να είμαι σαφής, δεν εννοώ πως το SP συγκροτεί τα επιχειρήματα που διέπουν τη συζήτηση για την πολιτική ορθότητα∙ εννοώ πως με τη μαζική του απεύθυνση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την εντύπωση που επικρατεί σε επίπεδο ποπ κουλτύρας για το ζήτημα, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα επιχειρημάτων τόσο από άλλες πηγές, όσο και από το ιδεολογικό οπλοστάσιο των ίδιων των δημιουργών του. Έτσι, ο PC Principal (βλ. αμέσως παρακάτω) είναι αυτή τη στιγμή μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες που εκφράζουν αυτό που θεωρείται ως πολιτική ορθότητα σε επίπεδο μαζικών προσλήψεων.
Έχοντας κατά νου, λοιπόν, τη σημασία του SP στη διαμόρφωση των διεθνών συζητήσεων και χωρίς, βέβαια, να χρειάζεται να εξηγήσω σε κανέναν ποιος είναι ο Cartman ή τι σημαίνει «oh my God, they killed Kenny! You bastards!», περνάω κατευθείαν στα της 19ης σεζόν, που ξεκίνησε να προβάλλεται στις 16 Σεπτεμβρίου 2015 και έληξε στις 9 Δεκεμβρίου. Στη σεζόν αυτή, που αποτελεί ένα ενιαίο story arc, η ομπρέλα κάτω από την οποία δένονται όλα είναι η κριτική σε αυτό που θεωρείται ως πολιτική ορθότητα.
Κεντρική, και εξαιρετικά στημένη από κωμική άποψη, φιγούρα είναι βέβαια ο PC Principal (στο εξής PCP), ο νέος διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου της πόλης. Αυτός, ως λευκός μυώδης αρχηγός μιας κολεγιακής αδερφότητας ονόματι P.C. (=Political Correctness, το καταλάβατε το αστειάκι), τραμπουκίζει οποιονδήποτε φαίνεται να εκφράζει απόψεις που δεν σέβονται τις μειονότητες και που διαιωνίζουν τις κοινωνικές ανισότητες. Πλακώνει στο ξύλο τον Cartman (από μόνο του απόλαυση ως θέαμα ομολογουμένως), τιμωρεί και γενικά βιαιοπραγεί ασύστολα για να υπερασπιστεί την πολιτική ορθότητα. Εκφράζει, εν ολίγοις, «all things p.c.» όπως θέλουν να τα απεικονίσουν οι δημιουργοί της σειράς σε κάτι που, όπως κάνουν εδώ και 19 σεζόν, θεωρούν σάτιρα απέναντι στην φίμωση της ελευθερίας του λόγου.
Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της σεζόν τρέχει το θέμα του εξευγενισμού (gentrification, κάτι σαν αυτό που έγινε στο Γκάζι στην Αθήνα δηλαδή) της φτωχής περιοχής της πόλης, όπου βρίσκεται το σπίτι του Kenny, και η απόφαση του Mr. Garrison να κατέβει ως Πρόεδρος των ΗΠΑ ενάντια στην παράνομη μετανάστευση Καναδών (=Μεξικανών) λόγω της εκλογής στον Καναδά μιας φιγούρας-καρικατούρας του Donald Trump.
Ο Mr. Garrison τελικά εξολοθρεύει τον ψευτο-Trump βιάζοντάς τον μέχρι θανάτου και συνεργάζεται με μια απαράδεκτη απεικόνιση της Caitlyn Jenner, προς τιμήν της οποίας ο PCP τραμπουκίζει μαθητές προκειμένου να παραδεχτούν ότι η ίδια είναι μια ηρωική γυναίκα και ένας υπέροχος άνθρωπος. Ο Kyle, εκφράζοντας ως συνήθως τους δημιουργούς της σειράς, αρνείται να υποταχθεί στην τυραννική πολιτική ορθότητα που έχει αποδεχτεί όλη η πόλη ως trend, ενώ προς το τέλος της σεζόν έρχεται στο φως μια αλά sci fi συνωμοσία των διαφημίσεων για να κυριαρχήσουν στη Γη βασιζόμενες στο ότι κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει πλέον τι είναι είδηση και τι διαφήμιση.
Ο PCP, παρόλο που προσπάθησε να καταλάβει τι παίζει, τελικά χρησιμοποιήθηκε ως πιόνι από τις διαφημίσεις. Στο τέλος βέβαια, αυτός τις αντιμετώπισε δυναμικά και έγινε πιο μετριοπαθής (θα επιστρέψω σε αυτό). Η σεζόν κλείνει με μια αύρα μυστηρίου για την ενδεχόμενη επικείμενη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στον PCP και στον ακροδεξιό ημιπαράφρονα Mr. Garrison που έχει στο πλευρό του την C. Jenner.
Οι περισσότεροι κριτικοί και θεατές αποθέωσαν τη σεζόν, με το επιχείρημα ότι συλλαμβάνει τέλεια το πνεύμα της εποχής, η οποία καταδυναστεύεται από –τι άλλο;– την πολιτική ορθότητα και το «outrage culture». Στα ελληνικά βρήκα μόνο δύο αναφορές στη σεζόν: μία όπου αναφέρεται ότι η σειρά «κάνει κομμάτια την πολιτική ορθότητα» και «δεν διστάζει να τα βάλει με ‘θεσμούς’ όπως η Σαιεντολογία, οι εξτρεμιστικές ομάδες, η Caitlyn Jenner, o Kanye West και η Lorde» (sic), και αυτό το αχαρακτήριστο πράγμα.
Όλο αυτό το χάος (που ανέφερα επί τροχάδην γιατί υποθέτω πως όλοι και όλες έχετε δει τη σεζόν, ή αν όχι ότι θα το κάνετε άμεσα) φαντάζει εκ πρώτης όψεως σαν ένα τυπικό σκηνικό που στήνεται στη σειρά εδώ και 19 σεζόν. Η διαφορά είναι ότι οι δύο δημιουργοί επέλεξαν μια συνεχή ιστορία για να περάσουν ένα πολύ συγκεκριμένο σκεπτικό σχετικά με μια συζήτηση που μαίνεται με όλο και περισσότερη ένταση: η πολιτική ορθότητα είναι άλλο ένα trend που χρησιμοποιείται από διάφορα άτομα και ομάδες για να φιμώσει τον ελεύθερο λόγο και για να επιβάλει την ατζέντα του. Το σημαντικότερο σημείο είναι η εμμονή στην έννοια της μεσότητας. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει διαρκώς το SP, και στην 19η σεζόν ακόμα πιο έντονα και πιο πειστικά, είναι να φτιάξει άλλο ένα σχήμα δύο άκρων.
Όπως έγραψε εύστοχα ο αγαπημένος μου τηλεοπτικός κριτικός, οι δημιουργοί του SP προσπαθούν διαρκώς να δείξουν ότι είναι υπεράνω των διαμαχών, εκφράζοντας τη φωνή της λογικής και της μέσης οδού. Το αποτέλεσμα στην 19η σεζόν είναι να γελοιοποιείται ο λόγος περί προστασίας μειονοτήτων, καθώς παρουσιάζεται ως κάτι που διάφορες ομάδες αξιοποιούν μόνο για τη δική τους προβολή. Πρόκειται για μια τεράστια συζήτηση, που έχει γεννήσει τους αηδιαστικούς όρους «Social Justice Warrior» (SJW), feminazi, κ.ο.κ. Η όποια αβεβαιότητα των δύο δημιουργών της σειράς θα μπορούσε να αποτελεί παράσημο και ώριμη επιλογή, αν δεν κουκουλωνόταν αμέσως από εξυπνακίστικη κριτική που τελικά παίρνει το μέρος της ονλάιν παρενόχλησης, του fat shaming και άλλων αντίστοιχων συμπεριφορών. Όταν, για παράδειγμα, υιοθετείται η απλοϊκή λογική ότι εφόσον εκτίθεσαι ονλάιν καλά να πάθεις για όποιο bullying ή παρενόχληση υφίστασαι, ο υποτιθέμενος μέσος δρόμος πάει περίπατο. Ο λόγος περί δικαιωμάτων υποβαθμίζεται σε μια απλή μόδα ή σε μια σειρά από άναρθρες κραυγές (αυτό σημαίνει επί της ουσίας το «outrage culture»).
Το SP υποτίθεται πως τοποθετείται μεταξύ δύο αρνητικών για να εκφράσει τη σύνεση με έναν άκρως δασκαλίστικο τόνο. Το θέμα όμως είναι πιο περίπλοκο: στην πραγματικότητα φτιάχνεται ένα σχήμα δύο άκρων σε μια τυπική κατάσταση ισχυρού-ανίσχυρου, όπου το να αυτοτοποθετηθείς στη μέση ουσιαστικά σε φέρνει στην πλευρά του ισχυρού. Όταν, δηλαδή, χλευάζεις τον λόγο υπέρ των μειονοτήτων λέγοντας πως εκφέρεται με υπερβολικό ή δήθεν τρόπο, αυτό που κάνεις είναι να δικαιώνεις όσους εξεγείρονται επειδή δεν μπορούν πλέον, ευτυχώς και έστω σε ορισμένα πεδία, να εκφράζονται ρατσιστικά, ομοφοβικά ή μισογυνιστικά με την άνεσή τους.
Η έννοια της «πολιτικής ορθότητας» είναι βασικά ένας πολύ αποτελεσματικός μηχανισμός ηγεμονικών ή mainstream (με την κυριολεκτική σημασία) στρωμάτων για να συνεχίσουν να ελέγχουν και για να εμποδίσουν άλλα στρώματα με λιγότερη ή με μηδαμινή ισχύ από το να σηκώσουν κεφάλι. Για παράδειγμα, όταν ο ιδεοτυπικά λευκός, στρέιτ, πλούσιος άνδρας διαμαρτύρεται για τη «φίμωση» που υφίσταται από γυναίκες ή ομοφυλόφιλους χρησιμοποιώντας την πολιτική ορθότητα ως επιχείρημα, αυτό που κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα είναι να εφαρμόζει και να επανεγγράφει την (κοινωνική, ταξική, έμφυλη) ισχύ του πάνω τους, κατασκευάζοντας ένα λανθασμένο σχήμα περί δύο υποτιθέμενων ίσων μερών που μόνο ίσα δεν είναι.
Το SP μάλιστα προχωράει ένα βήμα παραπέρα, κατασκευάζοντας και ένα πολιτικό δίπολο PC-ακροδεξιών τύπου Trump/Garrison. Το επιχείρημα μάλιστα είναι επί της ουσίας ότι το ένα άκρο (το PC/outrage culture) έφερε το άλλο (Trump) –σχήμα γνώριμο και από τους εγχώριους διανοητές επιπέδου Τάκη Θεοδωρόπουλου. Πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη και την πολιτική στράτευση των δημιουργών του SP. Ο Trey Parker είναι μέλος του φιλελεύθερου (με την αμερικανική έννοια) Libertarian Party, και έχει δηλώσει πως «People on the far left and the far right are the same exact person to us».
Η υποτιθέμενη μέση οδός του SP για την πολιτική ορθότητα γίνεται ακόμα πιο αντιδραστική όταν αυτό καταπιάνεται με θέματα όπως η αστυνομική βία, όπου η εύκολη αντίληψη περί νηφαλιότητας αγνοεί προκλητικά τα λουτρά αίματος που προκαλεί η αμερικανική αστυνομία για γελοίους λόγους. Είναι μια ακραία περίπτωση συστράτευσης με τον ισχυρό μέσω αυτοτοποθέτησης στη μέση, εφόσον μιλάμε για μια αστυνομία που ξεχωρίζει από τον στρατό μόνο από το ότι δεν έχει αεροπλανοφόρα και από το χρώμα της στολής της. Ταυτόχρονα, το SP υπερασπίζεται τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων με τον εύκολο και ανώδυνο τρόπο της γενικής αποδοχής, για να υπονομεύσει μετά ακόμα και αυτό παρουσιάζοντάς το ως μια καρικατούρα στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας που καταδυναστεύει κάποια αφηρημένη ελεύθερη έκφραση, για ένα θέμα που κατεξοχήν χρειάζεται μαχητικές διεκδικήσεις.
Ένα εκρηκτικό μείγμα πολιτικού συντηρητισμού και κοινωνικής αναισθησίας, λοιπόν, περνιέται ως σάτιρα της μέσης οδού. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το ακραίο χιούμορ (και απ΄ αυτό διαθέτει πολύ και καλό το SP), ούτε με τη χρήση στερεοτύπων στην κωμωδία –αντίθετα απολαμβάνω απίστευτα τις σειρές του Seth McFarlane, που εξαπολύει χοντράδες χωρίς διδακτισμό και ψεύτικη «μέση οδό». Αντίθετα, για το SP έχει ειπωθεί πολλάκις ότι «δεν ακολουθεί κάποια ατζέντα» ή ότι «δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία πολιτική νόρμα» –εδώ έχει σημασία και η απέχθεια των Αμερικανών στη λέξη «ideology», που ταυτίζεται με κάτι ανάμεσα σε γκούλαγκ και μπουντρούμι στη Βόρεια Κορέα. Η αδυναμία κατανόησης της ύπαρξης πολύ συγκεκριμένης ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας στο SP συμπλέκεται με την αγανάκτηση προνομιούχων ομάδων που φιμώνονται όταν θέλουν να στείλουν απειλές απέναντι στη ζωή γυναικών ονλάιν (βλ. Gamergate) ή όταν θέλουν να μιλήσουν για τους μετανάστες ως βιολογική απειλή.
Το σημαντικότερο θέμα εδώ είναι ότι στο ζήτημα της πολιτικής ορθότητας και του λόγου περί μειονοτικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να υπάρξει μια λογική «κατάχρησης» και «υπερβολής» όσων εκφέρουν αυτόν τον λόγο. Πρόκειται για δύο εντελώς άνισες πλευρές –είτε μιλάμε για σεξισμό, είτε για ρατσισμό, είτε για ομοφοβία–, άρα ο «αντίστροφος ρατσισμός» απλούστατα ΔΕΝ μπορεί να υφίσταται. Ακόμα και οι πλέον μαχητικές διεκδικήσεις ή εκφορές λόγου, που εκλαμβάνονται συχνά ως υπερβολή και που μπορεί όντως να χάνουν τον στόχο, εντάσσονται σε ένα σύστημα εγγενώς άνισο, άρα δεν μπορούν να κρίνονται ως «καταπιεστικές». Η έννοια της «PC police» αγνοεί αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή, οπότε, όπως γράφτηκε σε ένα εξαιρετικό άρθρο, κανονικά η κατάσταση θα έπρεπε να είναι ως εξής: «We should treat anyone who uses this line [εννοεί το «PC police] the same way we’d talk to someone who says jet fuel can’t melt steel beams or that the lizard men run the world».
Όταν η μία πλευρά έχει και το καρπούζι και το μαχαίρι, το μόνο που μπορεί να κάνει η άλλη πλευρά είναι να διαμαρτυρηθεί και να προσπαθήσει να υψώσει ανάστημα. Στη διαμάχη αυτή, που ευτυχώς έχει έρθει στο προσκήνιο, έστω και με λάθος όρους συχνά, το South Park θεωρεί πως στέκεται νηφάλια στη μέση και δασκαλεύει όσους υπερβάλλουν εκατέρωθεν με την ψύχραιμη φωνή του Kyle, προσπαθώντας να τους φέρει σε ένα ανύπαρκο μέσο. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνουν οι Matt Stone και Trey Parker είναι να κάθονται αναπαυτικά και να υψώνουν το φιλελεύθερό τους δάχτυλο στον ανίσχυρο επειδή κάνει φασαρία. Αυτό που τελικά κάνουν οι δύο δημιουργοί, είναι αυτό που εξέφρασε, κατά τραγική ειρωνεία, ο Cartman, ίσως σε μια έκλαμψη καθαρότητας, που όμως καλύφθηκε αμέσως από το πιο αντιδραστικό χιούμορ: «We’re two privileged, straight white boys who have their laughs about things we never had to deal with».
Social Links: