Κάπου στο 2008 μερικοί τοποθετούν την αρχή του τέταρτου κύματος φεμινισμού. Μπορεί βέβαια κανείς να αποφανθεί ότι είναι απλώς η εξάπλωση του τρίτου κύματος στο ίντερνετ. Όπως και να έχει όμως το θέμα είναι ότι από τότε περίπου το φεμινιστικό κίνημα ζει μια νέα άνθηση. Ο φεμινισμός είναι ένα θέμα που σπάνια καλύπτεται από τα μέινστριμ μέσα ενημέρωσης, ούτε το βλέπουμε συχνά να αναπαράγεται στην ποπ κουλτούρα. Το πιο σύνηθες φαινόμενο σχετικά είναι οι στερεοτυπικές φιγούρες αντιδραστικών χωρίς λόγο φεμινιστριών σε διάφορες σειρές και κυρίως σε ελληνικές όπου πάντα κάποια θα πει «Ξέρεις πόσα σουτιέν είχα κάψει εγώ στο Σύνταγμα;». Ως τώρα από όσο ξέρω κανένα σουτιέν δεν έχει καεί.
Το ίντερνετ, λοιπόν, κατάφερε να δώσει μια νέα ώθηση σε ένα κίνημα 150 χρόνων που δεν παραμένει στάσιμο αλλά ανανεώνεται με βάση τα δεδομένα της κάθε εποχής, παραμένουν όμως έντονες ενστάσεις απέναντί του. Και φυσικά με την διάχυση του φεμινισμού δημιουργήθηκαν δύο τάσεις, η μια είναι ότι προσέλκυσε αρκετό νέο κόσμο και έφτασε να γίνει πραγματικά μόδα καθώς γνωστές τραγουδίστριες της ποπ δηλώνουν φεμινίστριες (βλέπε Beyonce). Από την άλλη πλευρά, ξεσήκωσε ένα κύμα αντιδράσεων από ένα συντηρητικό και έντονα μισογύνικο κομμάτι της κοινωνίας, που χάρη στην ανωνυμία του διαδικτύου αποκάλυψε σε τι τρομακτικά επίπεδα μπορεί να φτάσει, πέρυσι με το φαινόμενο Gamergate, όπου γυναίκες που έκαναν κριτική σε βίντεογκέιμς δέχονταν επανειλημμένα μηνύματα με απειλές και αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους όταν άγνωστοι δημοσίευσαν τις διευθύνσεις τους.
Βέβαια το θέμα μας εδώ θα μπορούσε και να μην είναι μόνο ο φεμινισμός. Υπάρχουν φυσικά και άλλα κινήματα που αυτό τον καιρό απασχολούν εξίσου την δημόσια σφαίρα. Ευτυχώς ο φεμινισμός του 21ου αιώνα είναι πιο προοδευτικός, χάρη σε φωνές μαύρων φεμινιστριών, στην εξέλιξη και την εδραίωση των σπουδών φύλου και την συμπαράταξη με το queer κίνημα.Παρατηρεί κανείς ότι τα μέσα που προάγουν τον φεμινισμό συνήθως ασχολούνται με τις μειονότητες και διάφορες κοινωνικές ομάδες, είναι αντίθετα στην χοντροφοβία και ασκούν πολλές φορές και κριτική σε άλλες φεμινίστριες, όπως για παράδειγμα τις λεγόμενες cupcake feminists.
Βεβαίως δεν μπορεί να υπάρχει μια κοινή άποψη για όλα αλλά υπάρχουν αρκετά θετικά δείγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο που η διαδικτυακή άνοδος των κινημάτων αυτών συνδυάστηκε και με μια επανεμφάνιση του θέματος της πολιτικής ορθότητας στον δημόσιο λόγο. Η κριτική που ασκείται πρωτίστως στα social media και σε ένα μέρος των μέσων ενημέρωσης απέναντι στον σεξισμό, τον ρατσισμό, την ομοφοβία κ.α. συναντά τον αντίλογο πολλών και κυρίως προνομιούχων κοινωνικά ατόμων που είτε αρνούνται την ύπαρξη της πατριαρχίας είτε πάντα «καλοπροαίρετα» αποφασίζουν να κάνουν τον δικηγόρο του διαβόλου.
Το ίντερνετ έχει αρκετό χώρο για όλους, έχει χώρο για βίντεο με γάτες να μπαίνουν μέσα σε κουτιά έχει και για φεμινίστριες που θέλουν να κάνουν κριτική σε θέματα επικαιρικά, σε σειρές, σε ταινίες και διάφορα άλλα. Είναι ένα είδος κριτικής που η ύπαρξη του ενοχλεί περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς από την ένταση του λόγου των αντιπάλων της πολιτικής ορθότητας, που την αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας. Διατείνονται συνήθως ότι οι φεμινίστριες με τα αιτήματα τους για περισσότερη πολιτική ορθότητα, δηλαδή να μην αναπαράγουν σεξιστικά στερεότυπα, «καταπιέζουν την ελευθερία του λόγου τους» και επιθυμούν να τους κλείσουν τα στόματα με τρόπο φασιστικό, κάτι που θυμίζει έντονα το «μήπως εσείς οι αντιφασίστες είστε περισσότερο φασίστες;».
Συχνά μάλιστα χρησιμοποιούν την λέξη «feminazi», μια σύνθεση των λέξεων feminist και nazi. Κάτι που δεν το θεωρούν κακό γιατί, όπως λέει κι αυτή εδώ η αρθρογράφος της εφημερίδας Telegraph, είναι αθώο όπως το «grammar-nazi». Αυτή η αντίδραση όμως δε μοιάζει καθόλου αθώα. Ο όρος feminazi υποδηλώνει κάτι για αυτούς που τον χρησιμοποιούν, περισσότερο από ότι χαρακτηρίζει τα άτομα στα οποία τον αποδίδουν. Λίγο οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς ότι ο φεμινισμός σε φασιστικά καθεστώτα δεν έχει ευνοηθεί από το σύστημα αλλά το αντίθετο. Ενώ ακόμη και σε δυτικές δημοκρατίες όταν αυτές περνούν φάσεις κρίσης όπως τώρα επανέρχονται αντι-φεμινιστικές τάσεις στο προσκήνιο (βλ. τα ξεσπάσματα σεξισμού στο ελληνικό κοινοβούλιο, τον τρόπο που τα μέσα αναφέρονται σε γυναίκες υπουργούς όπως την Τασία Χριστοδουλοπούλου και άλλα).
Είναι επικίνδυνο να παρουσιάζει κανείς την κριτική ως λογοκρισία. Κι είναι μια βαθιά συντηρητική αντίδραση που θέλει να αποδυναμώσει τον αντίπαλο παρουσιάζοντάς τον ως παράφρονα, ως μια καρικατούρα ανθρώπου που θέλει να αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού μόνο από ένα καπρίτσιο. Γιατί οι αντι-φεμινιστές θεωρούν ότι στον 21ο αιώνα ο φεμινισμός δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αδυνατούν να κατανοήσουν βεβαίως ότι η ισότητα δεν έρχεται μόνο με τη νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων κάποιου. Το βασικότερο είναι να αποδεχτεί η ίδια η κοινωνία ως ισότιμα μέλη τις γυναίκες, τους γκέι ή οποιαδήποτε περιθωριοποιημένη ομάδα. Όσο για τα άτομα που αποκαλούν εαυτούς «φεμινιστές, αλλά…» εντάξει δεν συνασπιζόμαστε με όσες/ους είναι feminazi αφού θέλουν η γυναίκα να είναι πάνω από τον άντρα, μάλλον δεν έχουν καταλάβει ότι δεν υπάρχει πουθενά κάποια κρυφή φεμινιστική ατζέντα με σκοπό την εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού.
Στη προσπάθεια της αποδόμησης των υποστηρικτών της πολιτικής ορθότητας, αντίστοιχα με το «feminazi» χρησιμοποιήθηκε και ο όρος «Social Justice Warrior». Ξεκίνησε έχοντας θετική χροιά αρχικά και είναι αυτό που λέει: χρήστες του διαδικτύου που προωθούν την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αναμενόμενο ένα τέτοιο όνομα να το εκμεταλλευτούν υπέρμαχοι του Gamergate για να περιγράψουν με έντονη ειρωνεία όσους διαφωνούσαν μαζί τους, δηλαδή όσους και όσες επιθυμούν να υπάρχει ποικιλία και να μην απευθύνεται η βιομηχανία των βιντεογκέιμς μόνο στον μέσο, λευκό άντρα.
Ένα από τα επιχειρήματα εναντίον των social justice warriors είναι ότι οι προθέσεις τους δεν είναι αγνές αλλά δρουν ιδιοτελώς περιμένοντας κάποιου είδους ανταπόδοση, είτε το μετάλλιο του αγωνιστή είτε κάποια κοπέλα να συγκινηθεί και να ερωτευτεί κάποιον επειδή υπερασπίστηκε τον φεμινισμό. Άλλη μια τακτική υποβάθμισης της θέσης και της αξιοπιστίας του αντιπάλου που αν τη μεταφέρουμε σε άλλο context θα παρατηρήσει κανείς ότι μοιάζει με την συμπεριφορά χουντόγερου απέναντι σε «αυτούς τους δήθεν επαναστάτες» αριστερούς. Η χρήση των όρων «feminazi» και «Social Justice Warrior» είναι μια πολύ εύκολη επίθεση που δίνει στον αντίπαλο την δυνατότητα να μην χρειαστεί να αναπτύξει πραγματικά επιχειρήματα. Αρκεί μόνο να πεις «γλωσσού» μια γυναίκα και «ψευτο-επαναστάτη» έναν άντρα για να υποτιμήσεις την αξία όσων διεκδικούν.
Εκτός των προαναφερθέντων, η εκτροπή της συζήτησης για διάφορα δικαιώματα που διεκδικούν συνήθως γκέι, γυναίκες και μειονότητες γίνεται με και με άλλους τρόπους πιο ευγενικούς που έχουν όμως την ίδια βάση εν μέρει και σίγουρα τα ίδια αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην τακτική της μετάθεσης, δηλαδή την προβολή άλλων προβλημάτων που θεωρούνται πολύ πιο βασικά όπως το οικονομικό. Γίνεται μια ιεράρχηση όπου πάντα τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται σε χαμηλότερη θέση από την οικονομία της χώρας.
Εναλλακτικά, προβάλλονται τα πολύ σοβαρά προβλήματα επιβίωσης των ανθρώπων που ζουν σε εμπόλεμες ζώνες, σε απολυταρχικά καθεστώτα κτλ. Όλα αυτά τείνουν στο να σχηματιστεί η εντύπωση ότι αυτά που διεκδικούν οι φεμινίστριες και οι SJW είναι πολυτέλειες που δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε μαζί τους. Είτε είναι δηλαδή δευτερεύοντα πράγματα που θα παραμείνουν σε limbo αιώνια είτε είναι υπερβολικές ελευθερίες αφού «όσο τους δίνεις θάρρος…» είτε θεωρούνται νεανικές ευαισθησίες με αριστερό πρόσημο.
Το θέμα της ευαισθησίας ανακύπτει σταθερά στον δημόσιο διάλογο και συνήθως έχει πρόσημο αριστερό. Συχνά κατηγορούν τους SJW για υπερβολική ευαισθησία, ότι παίρνουν τους εαυτούς τους και τα πάντα γύρω τους πολύ σοβαρά. Αντιθέτως οι ίδιοι αντιμετωπίζουν την κριτική στα σεξιστικά αστεία σαν την χειρότερη μορφή συστημικού ελέγχου. Θεωρούν ότι στην ουσία δεν μπορούμε να επεμβαίνουμε και να σχολιάζουμε το έργο ενός κωμικού γιατί ενέχει ένας μεγάλος κίνδυνος, αυτός που βρίσκεται πίσω από την πολιτική ορθότητα και λέγεται φασισμός. Κανείς όμως δεν καταπατά την ελευθερία άλλου όταν απλώς εκφράζει την άποψη του. Όπως σχολιάζεται οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό φαινόμενο, μπορεί και να σχολιαστεί ο σεξισμός ή ομοφοβία ή ο ρατσισμός στην κωμωδία. Το να κατέβει μια παράσταση όπως συνέβη πρόσφατα με την Ισορροπία του Νας επειδή είχε ενσωματώσει κάποια κομμάτια από γραπτά του Ξηρού είναι λογοκρισία. Το να ασκήσει κανείς κριτική σε αστεία του Μάρκου Σεφερλή, δεν θα τον αναγκάσει να σταματήσει τις παραστάσεις του και να κλείσει το θέατρο του. Ακούγεται εξαιρετικά απλοικό το χιλιοειπωμένο «μην τα παίρνετε στα σοβαρά, είναι πλάκα», όταν αυτά που θα πει ένας δημοφιλής κωμικός έχουν κοινωνικές προεκτάσεις και διασκεδάζουν ένα κοινό μαθημένο στην ομοφοβία και τον σεξισμό.
Θα παραθέσω εδώ ένα κομμάτι από μια εκπομπή του γνωστού παρουσιαστή και κωμικού Bill Maher, που φυσικά μιλάει για την πολιτική ορθότητα και συνοψίζει όλα όσα είπα. Μαζί με τον επίσης λευκό και άντρα καλεσμένο του αναρωτιούνται γιατί στα αμερικανικά πανεπιστήμια το κοινό είναι τόσο ευαίσθητο και επικριτικό απέναντι σε πολλούς κωμικούς. «Πρέπει να γίνουν πιο χοντρόπετσοι», λέει ο καλεσμένος, «και να συνηθίσουν στην κριτική». Μόνο που δεν χρειάστηκε όλοι μας να γίνουμε το ίδιο χοντρόπετσοι απέναντι στην κριτική των άλλων. Και κυρίως μιλάμε για δίκαιη κριτική, ή για απόψεις βασισμένες σε στερεότυπα που επιβιώνουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν την πραγματικότητα αλλά βλέποντας όσο επιτρέπει η μυωπία που δημιουργεί η προνομιούχα κοινωνική θέση;
Τέλος, ενδιαφέρον έχει να δούμε τι είπε ο Barack Obama σε επίσκεψή του σε κολέγιο στην Iowa πέρυσι: «Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι τύποι που ‘ναι τάχα έξω φρενών γιατί τα κολλέγια είναι πολύ φιλελεύθερα. Κάποιες φορές υπάρχουν τύποι σε κολλεγιακές εστίες που είναι φιλελεύθεροι και μπορεί ακόμη και να συμφωνούν μαζί μου σε κάμποσα ζητήματα, οι οποίοι μερικές φορές δεν ακούνε την άλλη πλευρά. Έχω ακούσει για κάποιες κολλεγιακές εστίες όπου δεν θέλουν ούτε να έχουν ως επισκέπτη ομιλητή όποιον είναι πολύ συντηρητικός, ούτε να διαβάσουν ένα βιβλίο με γλώσσα επιθετική σε Αφροαμερικανούς ή που έχει κατά κάποιο τρόπο μειωτικά προς τις γυναίκες σημεία. Πρέπει να πω πως ούτε με αυτό δεν συμφωνώ. Δεν συμφωνώ με το να είστε τελείως φυλαγμένοι και προστατευμένοι από διαφορετικές απόψεις, όταν γίνεστε μαθητές σε κολέγια. Νομίζω πως πρέπει να είστε ικανοί -καθένας που έρχεται να σας μιλήσει και διαφωνείτε μαζί του, οφείλετε να επιχειρηματολογείτε μαζί του. Δεν πρέπει όμως να τους αναγκάζετε να σιωπούν, λέγοντας “Δεν μπορείτε να έρθετε γιατί θίγομαι πολύ εύκολα με όσα έχετε να πείτε”. Δεν είναι ούτε αυτός ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουμε».
Η πλευρά που αντιτίθεται στην πολιτική ορθότητα ή έστω την κοιτά με ελαφριά καχυποψία παίρνει μια αντίστοιχη θέση με την συντηρητική παράταξη που προτάσσει τον ρεαλισμό αντί της ιδεολογίας και της υπέρμετρης ευαισθησίας. Ίσως θα ήταν καλύτερο οι πιο προοδευτικές φωνές να το ξανασκεφτούν πριν υιοθετήσουν κι αυτοί τα ίδια επιχειρήματα.
Social Links: