Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου
Θεατρική μεταφορά – σκηνοθεσία: Μανώλης Γιούργος
Χώρος Τέχνης «Ιδιόμελο»
Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν ν α θ υ μ ο ύ ν τ α ι, για να στοχάζουνται και να συχωρούν. Η μνήμη είναι εκείνη που δίνει θροφή στο πνεύμα και στην καρδιά. Η μνήμη είν’ ένα ωραίο καθήκον μέσα στη ζωή.
Στρατής Δούκας, Μάρτης 1929[1]
Όταν έμαθα ότι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου[2] του Στρατή Δούκα έγινε θεατρική παράσταση, έσπευσα αμέσως να πάω να την παρακολουθήσω. Πρόκειται για ένα αφήγημα, όπως χαρακτηρίζεται, γνωστό στους/στις παλαιούς/ές μαθητές/τριες της θεωρητικής κατεύθυνσης των λυκείων μας, καθώς περιλαμβανόταν στην εξεταστέα ύλη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις έως και το σχολικό έτος 2008-2009. Φέτος, λοιπόν, και για λίγες μόνο παραστάσεις, μπορούμε να απολαύσουμε την Ιστορία του Δούκα σ’ έναν καλαίσθητο χώρο στο Μαρούσι, στον Χώρο Τέχνης «Ιδιόμελο», σε σκηνοθεσία Μανώλη Γιούργου.
Ο Σ. Δούκας ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του 1930», η οποία ανανέωσε σημαντικά τη λογοτεχνία εκείνης της περιόδου τόσο ως προς τη θεματολογία, όσο και ως προς τη γλώσσα και το ύφος. To ιστορικό γεγονός που άσκησε έντονη επίδραση στη γενιά αυτή και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη τη λογοτεχνική παραγωγή των κατοπινών χρόνων είναι η Μικρασιατική Καταστροφή και η ακολουθούμενη ανταλλαγή των πληθυσμών[3]. Ειδικότερα, ο Δούκας εντάσσεται μαζί με τον Στράτη Μυριβήλη, τον Ηλία Βενέζη και τον Φώτη Κόντογλου στην επονομαζόμενη «Αιολική Σχολή»[4], ονομασία που οφείλεται στην κοινή καταγωγή των τεσσάρων συγγραφέων, το βορειοανατολικό Αιγαίο. Επιπλέον, και οι τέσσερις συγγραφείς είχαν προσωπικές εμπειρίες από τον ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας το 1922. Μάλιστα, ο Δούκας, ο Βενέζης και ο Κόντογλου ήταν οι ίδιοι πρόσφυγες, ο μεν πρώτος καταγόμενος από τα Μοσχονήσια και οι άλλοι δύο από το Αϊβαλί. Γενικότερα, αυτή η ομάδα συγγραφέων αντιμετώπισε τη μυθιστοριογραφία ως έναν τρόπο να διατηρηθούν ζωντανά στη μνήμη των ανθρώπων κρίσιμα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του ελληνισμού[5].
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), έργο που αναμφίβολα ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα του Δούκα, αλλά και σ’ εκείνα των υπολοίπων πεζογράφων της «γενιάς του ‘30». Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης (1922), ένας Έλληνας στρατιώτης συλλαμβάνεται, αιχμαλωτίζεται και οδηγείται μαζί με άλλους αιχμαλώτους στα ενδότερα της Τουρκίας σε μία εξοντωτική πορεία. Στη συνέχεια, όμως, καταφέρνει να δραπετεύσει μαζί με έναν σύντροφό του μπαίνοντας σε νέους κινδύνους: οι δυο τους ζουν για αρκετούς μήνες μέσα σε σπηλιές, φοβούμενοι μήπως τους ανακαλύψει ο εχθρός, και προσπαθούν με διάφορους τρόπους να επιβιώσουν. Έπειτα, αποφασίζουν να χωρίσουν και να μεταμφιεστούν σε Τούρκους, προκειμένου να αναζητήσουν εργασία και να βρουν έναν τρόπο να φύγουν πιο εύκολα από την Τουρκία. Από το σημείο αυτό ο ήρωας συνεχίζει μόνος του την πορεία του και λίγο αργότερα τον προσλαμβάνει ως βοσκό και τον φιλοξενεί ένας καλοκάγαθος Τούρκος, ο οποίος εκτιμά ιδιαίτερα τις ικανότητές του και θέλει να τον βοηθήσει να ορθοποδήσει. Ο ήρωας ζει για ένα μεγάλο διάστημα με την αγωνία και τον φόβο μήπως αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα. Στη συνέχεια, καταφέρνει να φύγει με τη δικαιολογία ότι θα επισκεφθεί τάχα την αδελφή του στην Προύσα, ενώ στην πραγματικότητα πηγαίνει στη Σμύρνη και, έχοντας εξασφαλίσει τουρκικό διαβατήριο, επιβιβάζεται σ’ ένα καράβι για την Κωνσταντινούπολη. Στο τέλος, εκείνος κατεβαίνει στη Μυτιλήνη, όπου εκεί, έπειτα από μία διαδικασία αναγνώρισης, πείθει τις ελληνικές αρχές για την αληθινή του ταυτότητα.
Ενώ μέχρι σχεδόν το τέλος του κειμένου υπάρχει ένας μόνο αφηγητής, ο οποίος αφηγείται μια ιστορία στην οποία συμμετέχει ως πρωταγωνιστής, στις δύο τελευταίες αράδες εμφανίζεται απροσδόκητα και ένας δεύτερος αφηγητής:
Σὰν τέλειωσε νὰ μοῦ διηγεῖται, τοῦ εἶπα: βάλε τὴν ὑπογραφή σου. Κι ἐκεῖνος ἔγραψε:
Νικόλας Κοζάκογλου[6]
Με αυτό τον τρόπο γίνεται φανερό ότι ο κεντρικός ήρωας, που τελικά ονομάζεται Ν. Κοζάκογλου, διηγείται την περιπέτειά του σ’ ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο την κατέγραψε. Και πράγματι έτσι έγινε: ο Δούκας εξηγεί αναλυτικά στο «Ιστορικό» της Ιστορίας του[7] ότι κατέγραψε την ιστορία αυτή από κάποιον Νικόλα Καζάκογλου, του οποίου άλλαξε ελαφρώς το όνομα σε Κοζάκογλου «σαν πιο εντυπωσιακό», όπως αναφέρει[8]. Πρόκειται, δηλαδή, για μία μαρτυρία την οποία ο συγγραφέας επεξεργάζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε «σήμερα είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε τη συμβολή του καθενός, του πραγματικού αιχμαλώτου με το βίωμά του, και του λογοτέχνη που του έδωσε λογοτεχνικές αξιώσεις»[9]. Οι αξιώσεις αυτές συνίστανται στις αρετές που διακρίνουν το κείμενο και αναδεικνύουν τη γνησιότητα της λαϊκής προέλευσής του, όπως ο λιτός και απέριττος λόγος, καθώς και η καθαρότητα και η αμεσότητα της αφήγησης. Ο Vitti έχει επισημάνει χαρακτηριστικά ότι η Ιστορία του Δούκα «κερδίζει μια θέση οριακής περίπτωσης αναβίωσης μες στο χώρο της καλλιεργημένης λογοτεχνίας, του προφορικού λαϊκότροπου λόγου» και ότι ο συγγραφέας «έδωσε ένα πειστικό δείγμα “μακρυγιαννισμού” σε πρόσφατα χρόνια»[10]. Κατ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, η οδυνηρή μαρτυρία ενός αιχμαλώτου μετουσιώνεται σε τέχνη, παίρνει μία σταθερή μορφή και έτσι αποκτά μια καθολικότητα. Τα γεγονότα που παρουσιάζονται τόσο άμεσα και ζωντανά δεν τα έζησε μόνο ένας, αλλά πολλοί άνθρωποι και θα μπορούσαν να αποτελέσουν βίωμα και για πολλούς άλλους.
Όταν πρωτοδιάβασα το κείμενο περιέργως δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να παρασταθεί στο θέατρο, αν και έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία λύνουν τα χέρια κάθε σκηνοθέτη/τριας, που επιθυμεί να το δραματοποιήσει: (α) έντονη χρήση του διαλόγου, ο οποίος υπό μορφή ερωταποκρίσεων είναι γρήγορος και άμεσος, (β) καθαρότητα και ζωντάνια της προφορικής αφήγησης, που επιτυγχάνονται με την αποφυγή του μακροπερίοδου λόγου και τη χρήση της παρατακτικής σύνδεσης, και (γ) εναλλαγή των γεγονότων με γρήγορο ρυθμό. Ο Μ. Γιούργος εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη θεατρική διάσταση του κειμένου και μάλιστα προτίμησε να χρησιμοποιήσει την α΄ έκδοση, επειδή είναι πιο κοντά στον λόγο του αιχμαλώτου και γι’ αυτό έχει και πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της προφορικότητας. Άλλωστε, από την γ΄ έκδοση και μετά, ο Δούκας, όπως μας πληροφορεί στο «Ιστορικό» του, επεξεργάστηκε το αρχικό κείμενο τονίζοντας «περισσότερο το λαϊκό λόγο», τον οποίο καθάρισε «από τα πριμιτιβίστικα στοιχεία, τις υπερβολές και τις επαναλήψεις, ελαττώνοντας ακόμη και το ρυθμό, για να πάρει περισσότερη άνεση και αναπνοή ο αφηγηματικός λόγος»[11].
Επιπλέον, ο σκηνοθέτης προσθέτει τον ρόλο του συγγραφέα αξιοποιώντας φράσεις από την τελική μορφή του έργου και αποσπάσματα από τον πρόλογο της α΄ έκδοσης, από το «Ιστορικό» της έκδοσης, από γράμματα του συγγραφέα προς τον αδελφό του και από μία συνέντευξή του. Αυτή η προσθήκη αποσπασμάτων κρίνεται ευρηματική και άκρως ενδιαφέρουσα. Με αυτό τον τρόπο δίνεται μία νέα πνοή στο έργο, καθώς αναδεικνύεται ο διάλογος και η σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και στο πρόσωπο που του αφηγήθηκε την ιστορία.
Όσον αφορά το έργο των ηθοποιών, αυτό είναι αξιέπαινο. Η ερμηνεία του Νεκτάριου Παπαλεξίου στον ρόλο του αιχμαλώτου συγκινεί. Η λιτή και δωρική του έκφραση συμβαδίζει απόλυτα με το ύφος του κειμένου. Με μία εξαιρετική αποστασιοποιημένη ερμηνεία κατά την έναρξη και κατά το τέλος της αφήγησης μάς επιτρέπει να εστιάσουμε στα γεγονότα αυτά καθαυτά και να τα δούμε ως έχουν. Ο Γιάννης Παπαθύμνιος υποδυόμενος αρκετούς ρόλους, αυτόν του συγγραφέα, του συντρόφου, του Τούρκου που φιλοξένησε τον αιχμάλωτο και μερικούς άλλους, ανταποκρίνεται με πολύ μεγάλη επιτυχία στις απαιτήσεις της εναλλαγής αυτής των ρόλων.
Ως προς το σκηνικό και τα κοστούμια, αυτά εξυπηρετούν επαρκώς τις ανάγκες του κειμένου, ενώ το κάθε αντικείμενο που βρίσκεται στον σκηνικό χώρο έχει τον ρόλο του, όλα δικαιολογούνται. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η γραφομηχανή του συγγραφέα και οι ήχοι που βγάζει κατά το πάτημα των πλήκτρων της. Νιώθεις ότι μπαίνεις αυτομάτως σε μία άλλη εποχή. Γενικότερα, η θεατρική μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου γίνεται με τέτοια σοβαρότητα και σεβασμό, ώστε το αισθητικό αποτέλεσμα να είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Έτσι, στις μέρες μας η μαρτυρία του αιχμαλώτου μετουσιώθηκε μέσω του λογοτεχνικού κειμένου και σε θεατρική τέχνη.
Καταλήγοντας, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι ένα έργο που αξίζει να το παρακολουθήσει/διαβάσει κανείς και για έναν ακόμη λόγο: έργο βαθύτατα αντιπολεμικό μάς αγγίζει σήμερα και μας συγκινεί, γιατί δεν ξυπνά μόνο μνήμες, αλλά κυρίως θίγει κρίσιμα θέματα που απασχολούν τον κόσμο μας, τα οποία δεν είναι άλλα από τους σφοδρούς πολέμους, το μαρτύριο της προσφυγιάς, τη βία και τη μισαλλοδοξία. Ο Δούκας αφιερώνει την Ιστορία του «στα κοινά μαρτύρια των λαών»[12], τα οποία, όπως φαίνεται, δεν έχουν σταματημό. Ας είναι, λοιπόν, η τέχνη το μέσο εκείνο που θα μας κάνει να αντικρίσουμε τα μαρτύρια του κάθε λαού μέσα από ένα άλλο πρίσμα και η αλληλεγγύη το αντίβαρο απέναντι σ’ αυτά τα μαρτύρια.
Στοιχεία της παράστασης:
Θεατρική μεταφορά και σκηνοθεσία: Μανώλης Γιούργος για είκοσι παραστάσεις.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννης Παπαθύμνιος και Νεκτάριος Παπαλεξίου
Σκηνικό: Βαγγέλης Λογοθέτης
Φωτογράφιση – Βίντεο: Μαριάννα Παναγιώτου
Χώρος Τέχνης «Ιδιόμελο», Ελευθερίου Βενιζέλου 17 και Β. Κων/νου, Μαρούσι (πλησίον ΗΣΑΠ).
Παραστάσεις: Σάββατο και Κυριακή από τις 23/1/16 μέχρι τις 27/3/16
Ώρες παραστάσεων: Σάββατο στις 21.00 – Κυριακή στις 20.00
Είσοδος:
Κανονικό: 10 ευρώ
Φοιτητικό – Ανεργίας – Ατέλεια: 7 ευρώ
Διάρκεια: 2 ώρες (μαζί με το διάλειμμα)
Πληροφορίες – κρατήσεις: 210 6817042 και προπώληση στο viva.gr
[1] Απόσπασμα από τον πρόλογο της α΄ έκδοσης του έργου, το οποίο υπάρχει και στην 3η έκδοση: Δούκας, Στρατής, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, 3η έκδ., Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρος και Σίας Α.Ε., 1958, σσ. 11-12. (1η έκδ.: 1929).
[2] Μπορείτε να διαβάσετε την 6η έκδοση του έργου (1977) εδώ.
[3] Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1978, σ. 302.
[4] Βλ. Beaton, Roderick, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μετάφραση: Ευαγγελία Ζουργού & Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη, 1996, σσ. 180-188. Επίσης, βλ. και Αθανασόπουλος, Ευάγγελος, Κοκκινάκη, Ειρήνη & Μπίστα, Πολυξένη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου, Αθήνα, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος», 2014, σσ. 125-129. Το κεφάλαιο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/582/3810,16743/
[5] Βλ. Beaton, ό.π., σ. 180.
[6] Δούκας, ό.π., σ. 72.
[7] Δούκας, Στρατής, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, 13η έκδ., Αθήνα, Κέδρος, 1984, σσ. 65-68. (1η έκδ.: 1929).
[8] Δούκας, ό.π., σ. 66. Επίσης, σε μία τουλάχιστον περίπτωση ο λογοτέχνης δεν διστάζει να ανατρέψει τα πραγματικά γεγονότα εξιστορώντας ότι ο σύντροφος του ήρωα τελικά συνελήφθη και απαγχονίστηκε, ενώ στην πραγματικότητα επέζησε και κατάφερε να διαφύγει κι αυτός.
[9] Vitti, Mario, Η ‘γενιά του τριάντα’. Ιδεολογία και μορφή, νέα έκδοση επαυξημένη, Αθήνα, Ερμής, 1995, σ. 231. (1η έκδ.: 1977).
[10] Vitti, ό.π., σ. 234.
[11] Δούκας, ό.π., σ. 67.
[12] Δούκας, ό.π., σ. 7.
Social Links: