Αυτό το άρθρο δεν έχει ένα κεντρικό επιχείρημα ως σκελετό. Είναι περισσότερο η αποτύπωση μιας απορίας για μια κατάσταση που γυρνάω στο μυαλό μου και στην οποία επιστρέφει η σκέψη…

Πώς γράφει κανείς για πολιτική σε post-apocalyptic συνθήκες;

Αυτό το άρθρο δεν έχει ένα κεντρικό επιχείρημα ως σκελετό. Είναι περισσότερο η αποτύπωση μιας απορίας για μια κατάσταση που γυρνάω στο μυαλό μου και στην οποία επιστρέφει η σκέψη μου τακτικά. Πού πήγε η πολιτική;

Επαναδιατυπώνοντας το ερώτημα πιο δόκιμα: πώς γράφει κανείς για την πολιτική σε μια συγκυρία όπως αυτή; Πώς αντιμετωπίζει το γεγονός ότι στη μακρά διάρκεια ζει σε μια περίοδο τεράστιων αλλαγών, αλλά στη βραχεία διάρκεια υφίσταται ένα post-apocalyptic πολιτικό τοπίο;

Βλέπω ενδεικτικά τα πολιτικά άρθρα αυτού του περιοδικού από τον Γενάρη του 2015 και μετά –σημειωτέον ότι το ΣΚΡΑ-punk δεν ήταν ποτέ ένα πολιτικό περιοδικό. Η πύκνωση των άρθρων που θα αποκαλούσαμε συμβατικά «πολιτική αρθρογραφία» –το οποίο, για τα δικά μας δεδομένα σημαίνει κείμενα που σχολιάζουν την επικαιρότητα χωρίς να αναμειγνύουν ιδιαίτερα την πολιτική με την ποπ κουλτούρα– κατά το 2015 είναι εντυπωσιακή. Το αποκορύφωμα είναι, βέβαια, το θριαμβευτικό editorial του γράφοντος την επαύριο της εκλογής του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια περίοδο που ήδη φαίνεται μακρινή λόγω της πύκνωσης του ιστορικού χρόνου.

39-vanishing-techniques-photography-of-jean-baudrillard

Το βασικό ζήτημα εδώ είναι η διάκριση ανάμεσα σε πολιτική και επικαιρότητα. Δεν είμαι πολιτικός επιστήμονας ώστε να ξέρω αν η διάκριση στέκει μεθοδολογικά, αλλά ας το δούμε ως αίσθηση: θέματα πολιτικής υφής για να σχολιάσει κανείς υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Έχουμε τις τηλεοπτικές άδειες, έχουμε το θέμα των θρησκευτικών, έχουμε τους πλειστηριασμούς κατοικίας, έχουμε τον Μητσοτάκη πολιτικό κρατούμενο, έχουμε ένα σωρό πράγματα. Αυτά τα θέματα κινούν την επικαιρική συζήτηση στα ΜΜΕ και στα σόσιαλ μύδια με τον γνωστό τρόπο.

Αυτό που δεν έχουμε όμως είναι μια διαρκής πολιτική ροή που αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα, όπως το 2015. Δεν έχουμε την αίσθηση ότι ζούμε σε ιστορικές στιγμές, όπως το περσινό καλοκαίρι που ήμασταν με το δάτυλο στο refresh για την τελυταία είδηση. Αυτό που έχουμε είναι η αίσθηση ότι υπήρχε μια ξαφνική άνοδος στην καμπύλη, που συμπυκνώθηκε τρομερά έντονα στο δημοψήφισμα, κατά την οποία όλοι ασχολούνταν με την πολιτική, όλοι ζούσαν με το μυαλό καρφωμένο εκεί.

Γενικά, παρά την εντύπωση που κυριαρχεί συχνά, οι άνθρωποι ζουν την καθημερινότητά τους ανεξάρτητα του τι συμβαίνει γύρω τους (στο μέτρο του δυνατού βέβαια), όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό. Η επιμονή στην καθημερινότητα, μάλιστα, προσφέρει και μια ασφάλεια απέναντι στο απρόβλεπτο∙ η ρουτίνα ξορκίζει την αστάθεια. Το 2015 –και ειδικά τον καιρό του δημοψηφίσματος– αυτό εξακολούθησε να ισχύει, αλλά ταυτόχρονα παρατηρήθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική. Οι συζητήσεις εστιάστηκαν σε ευρύτερα θέματα –και όχι στη στενή επικαιρότητα. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ακολουθούν την ασφαλή τους καθημερινότητα (πράγμα φυσιολογικό και μη κατακριτέο, για να προλάβω αντιδράσεις), αλλά ταυτόχρονα εντάχθηκαν σε αυτό το κύμα πολιτικής που σάρωσε τα πάντα, ανεξαρτήτως ηλικίας.

constructing_worlds_63_636

Θα το γράψω εδώ, και ελπίζω να μην παρεξηγηθεί: το καλοκαίρι του 2015 ένιωσα όπως μετά από τον σεισμό του 1999, όταν κοιμόμασταν επί μέρες εκτός σπιτιού, με την έννοια πως είχε συμβεί κάτι πέρα από τον έλεγχό μου, το οποίο είχε μεταμορφώσει την καθημερινότητά μου. Αυτό το μείγμα ανησυχίας και αδρεναλίνης είναι η επιτομή της ιστορικότητας της στιγμής.

Εδώ και έναν χρόνο κινούμαστε σε εντελώς αντίθετο κλίμα: μετά τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης, το κύμα (αλλά όχι η χώρα) έσκασε στα βράχια. Η γενικότερη αίσθηση είναι μια απογοήτευση όχι τόσο για τα επιμέρους, όσο για το ότι χάθηκε η ιστορικότητα της στιγμής που συμπυκνώθηκε στο δημοψήφισμα. Το μόνο πραγματικά μεγάλο γεγονός ήταν το προσφυγικό, που δημιούργησε μια αύρα συμμετοχής και μια αίσθηση ιστορικότητας διαφορετικού τύπου σε σχέση με τα πολιτικά γεγονότα του 2015.

06-fomenko_905

Πρόκειται για ένα από τα ερωτήματα στα οποία δεν υπάρχει απάντηση, γιατί δεν χρειάζεται να υπάρχει. Πώς τοποθετείται κανείς σε μια post-apocalyptic πολιτική σκηνή; Μια απάντηση είναι «συμμετέχοντας σε κινήματα», που –αν και επαινετέα– δεν λύνει το υπαρξιακό πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας στην παρούσα συγκυρία. Μια άλλη απάντηση είναι «στηρίζοντας την κυβέρνηση για να μην έρθει ο Κούλης», που δεν είναι καθόλου επαινετέα δεδομένου ότι η κυβέρνηση φαίνεται να μην μπορεί να σταθεί όρθια σε κανένα απολύτως πεδίο (ούτε σε προνομιακούς της χώρους, όπως το θέμα των θρησκευτικών).

Όπως είπα και στην αρχή, αυτό το άρθρο δεν έχει ως φιλοδοξία να απαντήσει στη διαχρονική ερώτηση «τι να κάνουμε». Ούτε είναι μια άσκηση ματαιότητας. Η ήττα είναι γνωστή και προφανής, η σύγχυση σαφής σε όλους. Σίγουρα η πολιτική δεν εξαφανίστηκε, ούτε είναι η πρώτη ή τελευταία στιγμή απάθειας. Είναι απλώς άλλο ένα μεσοδιάστημα νηνεμίας ανάμεσα σε μπόρες ή η συνήθης κατάσταση των πραγμάτων, μέχρι να διακοπεί από άλλον έναν σεισμό σαν αυτόν του 1999 ή του 2015 –εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπει κανείς. Προς το παρόν, ας μείνουμε με την αμηχανία μας, περνώντας την σε κείμενα όπως αυτό. Άλλωστε, είχαμε ν΄ αλλάξουμε editorial από τον Μάρτιο.