Το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση του επιστημονικού άρθρου «Αναζητώντας νησίδες δημοκρατίας στο –μεταλλασσόμενο– τουρκικό συνεχές» που δημοσιεύτηκε στο safiablog, στο πλαίσιο της ερευνητικής ομάδας Safia Μέσης Ανατολής. Ο συγγραφέας επιμελήθηκε το παρόν άρθρο για τις ανάγκες του περιοδικού.
Βράδυ 15ης Ιουλίου, μόλις είχε ξεκινήσει η νυχτερινή μου βόλτα στο κέντρο της Αίγινας. Σε μία απ’ τις καθιερωμένες στάσεις για ένα δροσερό παγωτό, ακούω κάποιον απ’ την παρέα να αναφωνεί πως κάτι σημαντικό λένε στην τηλεόραση για την Τουρκία. Το βράδυ εκείνο, πρώτο θέμα σε όλα τα ξένα και εγχώρια ειδησεογραφικά πρακτορεία αποτελούσε η τρομοκρατική επίθεση που έλαβε χώρα την προηγούμενη μέρα στην Νίκαια της Γαλλίας· στο πλαίσιο αυτό, δειλά δειλά τα γεγονότα στην Τουρκία αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος στην αέναη μάχη της επικαιρότητας. Μέτα από λίγα λεπτά γίνεται και επίσημα λόγος για απόπειρα πραξικοπήματος που διαδραματίζεται στην γειτονική χώρα.
Πέρα απ’ την άκρως ενδιαφέρουσα –υπό το πρίσμα του τηλεοπτικού θεάματος– διαδικασία της live αναμετάδοσης, άρχισαν να λέγονται διάφορα πράγματα σχετικά με την προέλευση και στόχευση των επίδοξων πραξικοπηματιών. Οι αναλύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και, όσο τις άκουγα, τόσο αντιλαμβανόμουν ότι η κατάσταση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναλυθεί με απλουστευτικούς όρους. Ανάμεσα στις διάφορες σκέψεις που έκανα, μία ήταν αυτή που ρίζωσε στο μυαλό μου· σχετιζόταν με την πιθανή ύπαρξη και πολιτικοκοινωνική επιρροή ενός κομματιού του πληθυσμού που κατοικεί εντός της τουρκικής επικράτειας, το οποίο αντιστέκεται σε κάθε είδους αυταρχισμό, είτε αυτός ονομάζεται εθνικιστικός, με κεμαλικό μανδύα, είτε ισλαμοσυντηρητικός, με ερντογανική θεώρηση. Αποφάσισα λοιπόν να ερευνήσω την πορεία αυτού του χώρου, που προσδιορίζω συνοπτικά ως δημοκρατικό και προοδευτικό, μέσα στις ιδιαίτερα ταραγμένες γραμμές της σύγχρονής τουρκικής ιστορίας, αλλά και την επίδρασή του στις σημερινές πολιτικές συνθήκες, οι οποίες πριμοδοτούν τον αυταρχισμό και συντηρητισμό.
Ιδιαίτερα σημαντικό, ωστόσο, πριν εκκινήσει η αναλυτική διαδικασία, είναι να οριοθετήσουμε το νόημα αυτών των λέξεων. Ελάχιστοι στις μέρες μας ισχυρίζονται ότι δεν πιστεύουν στην δημοκρατία και την πρόοδο· είναι όμως στα αλήθεια έτσι τα πράγματα; Στη δική μου θεώρηση, οι έννοιες αυτές σχετίζονται με κάποιες απαράβατες αξίες και αντίστοιχες θεσμικές αποτυπώσεις. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη ελεύθερων εκλογών, σε συνδυασμό με τον σεβασμό του εκάστοτε πολιτικού αποτελέσματος από κομβικής σημασίας θεσμούς, όπως η Εκκλησία, ο Στρατός και η Δικαιοσύνη. Εξίσου σημαντικό είναι το δικαιωματικό πλαίσιο, ζητήματα δηλαδή που άπτονται των ατομικών ελευθεριών και προασπίζουν αστικά, έμφυλα, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Επιπλέον, όταν μιλάμε για δημοκρατία και προοδευτική διακυβέρνηση, δεν πρέπει να βγάζουμε απ’ το κάδρο ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ανισομέρεια του πλούτου και την ύπαρξη δημόσιων δομών που να διασφαλίζουν ζητήματα σίτισης, στέγασης, υγείας και παιδείας. Θέματα που συνδέονται με την ισότητα των ευκαιριών, αλλά και την αξιοκρατία, επίσης θωρακίζουν αποτελεσματικά μια δημοκρατική πολιτεία.
Αναδρομή στη σύγχρονη τουρκική ιστορία
Ο 19ος αιώνας αποτελεί σημείο καμπής για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς η ύπαρξη σημαντικών εσωτερικών αδυναμιών, παράλληλα με την δημιουργία εθνικής συνείδησης σε εκτεταμένες πληθυσμιακές ομάδες της οθωμανικής επικράτειας, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που σύντομα θα φέρει την οθωμανική ελίτ απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις. Οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων στα πρότυπα των δυτικών νεοσυσταθέντων κρατών δεν θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς οι δομές της αυτοκρατορίας αποδεικνύονται δύσκαμπτες, αδυνατώντας να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η κρίσιμη αυτή κατάσταση θα φτάσει στην κορύφωσή της στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Οθωμανοί θεωρούνται ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης και η πιθανότητα της άνευ όρων διάλυσης της αυτοκρατορίας φαντάζει ιδιαιτέρως αυξημένη.
Σε ένα παρισινό προάστιο, φημισμένο για τις εξαίσιες πορσελάνες του, αποτυπώνεται στο θεσμικό επίπεδο αυτό που στην σφαίρα της διεθνούς πολιτικής φαινόταν δεδομένο: η διάλυση, δηλαδή, της παραπαίουσας Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. Ήταν η περίφημη συνθήκη των Σεβρών και υπογράφηκε το 1920 . Οι απώλειες ήταν πολλές, ωστόσο αυτό που αδυνατούσαν να δεχτούν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί ήταν η επερχόμενη απώλεια των μικρασιατικών εδαφών, όπως αυτή διαφαινόταν απ’ την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και την επακόλουθη εκστρατεία του στο εσωτερικό της Ανατολίας. Κάπου εκεί εμφανίζεται ένας χαρισματικός ηγέτης, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος καταφέρνει σε σύντομο χρονικό διάστημα να εμφυσήσει σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού τη μειοψηφική ως τότε ιδέα της τουρκικής εθνικής συνείδησης και εκμεταλλευόμενος άρτια τα –πολλαπλής φύσεως– λάθη του ελληνικού στρατού, επικρατεί στον πόλεμο, υπογράφοντας λίγα χρόνια αργότερα τη συνθήκη της Λωζάνης.
Ακολούθως, συγκροτείται και επίσημα το τουρκικό κράτος. Οι αρχές από τις οποίες προκύπτει αυτή η συγκρότηση σχετίζονται με ζητήματα εθνικισμού, κοσμικότητας, κρατισμού, ρεπουμπλικανισμού και μεταρρύθμισης. Επομένως, επιχειρείται να αλλάξουν ριζικά οι αρχές της κοινωνίας, περιορίζοντας δραστικά τον θεοκρατικό της χαρακτήρα. Το ζήτημα αυτό απασχολεί το τουρκικό κράτος μέχρι και σήμερα, αποτελώντας τη βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς. Τη μονοκομματική περίοδο (1923-46) ακολουθεί η προσπάθεια καθιέρωσης πλουραλιστικού δημοκρατικού συστήματος. Από τότε μέχρι και σήμερα η διαδικασία εκδημοκρατισμού είναι σε εξέλιξη , περιλαμβάνοντας άλματα και πισωγυρίσματα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εντυπωσιακά. Ενδεικτικό των διαχρονικών στρεβλώσεων αποτελούν οι συνεχείς επεμβάσεις του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις.
Η αρχή αυτής της πρακτικής γίνεται με το πραξικόπημα του 1960, το οποίο ανέτρεψε την κυβέρνηση του Δημοκρατικού κόμματος υπό τον Adnan Menderes, στέλνοντας τον τελευταίο στο εκτελεστικό απόσπασμα. Από τότε ο στρατός έχει επέμβει, άλλοτε άμεσα (1971, 1980, 2016) και άλλοτε υπόρρητα (1997) στα πολιτικά δρώμενα 4 φορές. Το κυρίαρχο πραξικοπηματικό μοτίβο του 20ού αιώνα στην Τουρκία, παρά τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις, είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στους φιλοϊσλαμιστές κυβερνώντες και τον αφοσιωμένο στα κοσμικά, κεμαλικά ιδανικά στρατό. Εξαίρεση αποτελεί η δικτατορία Evren, το 1980, η οποία –πέρα απ’ την κλασική αυτή διαμάχη– σχετιζόταν και με την ανερχόμενη πολιτική δύναμη της Αριστεράς καθώς και με το –εν εξελίξει– κουρδικό ζήτημα. Φτάνοντας στο σήμερα, θα λέγαμε ότι την παραδοσιακή μάχη ισλαμιστών, κεμαλιστών φαίνεται να κερδίζουν οι πρώτοι. Πέρα απ’ τη δεκαπενταετή διακυβέρνηση του ισλαμοσυντηρητικού AKP (Adalet ve Kalkınma Partisi), υπό τον Erdoğan, η επιστροφή σε μια νεο-οθωμανική Τουρκία, στην οποία το Ισλάμ θα παίζει κυρίαρχο ρόλο, φαίνεται να αποτελεί πλειοψηφικό ρεύμα εντός της τουρκικής κοινωνίας. Βέβαια, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η ιδεολογική επικράτηση του συγκεκριμένου ρεύματος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ολική, καθώς πολλές πτυχές κοσμικότητας είτε έχουν γίνει αποδεκτές απ’ την φιλοϊσλαμική πλειοψηφία, είτε δεν αποδομούνται με ένταση, για λόγους κοινωνικής ισορροπίας.
Υπάρχει δημοκρατική Τουρκία τελικά;
Πιάνοντας το νήμα της πορείας της τουρκικής δημοκρατικής παράταξης μέσα στα ταραγμένα χρόνια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, βρισκόμαστε ανάμεσα σε φαινομενικά δυσεξήγητα γεγονότα, τα οποία, αν δεν μελετηθούν υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών της γειτονικής χώρας, μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Μιλώντας για κομματικούς σχηματισμούς που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί ή σοσιαλιστικοί, θα διαπιστώσουμε ότι μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα ο χώρος αυτός βρίθει διασπάσεων, οι οποίες κατά κύριο λόγο υπηρετούν ατομικές στρατηγικές των ηγετικών του στελεχών. Παρά την πληθώρα αρχηγίσκων και κομματαρχών, δύο είναι οι προσωπικότητες που σε κυριότερο βαθμό καθόρισαν την πολιτική πορεία του δημοκρατικού χώρου στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα: πρόκειται για τους İsmet İnönü και Bülent Ecevit.
Κατά την δεκαετία του ‘60 παρατηρείται μια γενικότερη προσπάθεια εμπέδωσης δημοκρατικών θεσμών και εξευρωπαϊσμού της τουρκικής πολιτικής ζωής. Η τάση αυτή αποτυπώνεται ευθέως στο Σύνταγμα του 1961, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως το πιο προοδευτικό μέχρι και τις μέρες μας. Ωστόσο, φτάνοντας μέχρι και το πραξικόπημα του Στρατηγού Evren το 1980, διαπιστώνουμε μία αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσπάθεια των ηγετικών στελεχών του κεντροαριστερού CHP (Cumhuriyet Halk Partisi) να εισαγάγουν μια πιο προοδευτική ατζέντα και την τάση του εκλογικού σώματος να συντηρητικοποιείται, επιζητώντας φιλοϊσλαμικές πολιτικές. Γενικότερα, η περίοδος 1960-80 χαρακτηρίζεται από μεγάλες αντιθέσεις και φέρνει στην επιφάνεια τις –τεκτονικού τύπου– διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαμορφώνονται 4 βασικά ρεύματα, τα οποία ξεκινώντας απ’ την κομμουνιστική και εργατική Αριστερά, που ενισχύεται ιδιαίτερα τις συγκεκριμένες δεκαετίες, περιλαμβάνουν τις σοσιαλδημοκρατικές προσπάθειες İnönü, Ecevit, την επιλογή Demirel να συνδυάσει συντηρητικές κεμαλικές και ισλαμικές πολιτικές και την εμφάνιση ενός σκληρού ακροδεξιού-ισλαμιστικού μετώπου υπό τους Türkeş και Erbakan.
Η αθρόα εσωτερική μετανάστευση που πραγματοποιείται τη συγκεκριμένη περίοδο, πέρα απ’ την πολιτισμική διαφοροποίηση που προκαλεί ανάμεσα στους αστικούς και αγροτικούς πληθυσμούς, προλειαίνει το έδαφος για κινηματικές και εξτρεμιστικές διαδικασίες πολλαπλών στοχεύσεων, οι οποίες διαλύουν την κοινωνική συνοχή της τουρκικής κοινωνίας. Απ’ τη μία πλευρά έχουμε διαδηλώσεις που στοχεύουν στην ανατροπή του πολιτεύματος υπό κομμουνιστική λογική και απ’ την άλλη έχουμε την τεράστια ενίσχυση ισλαμικών στοιχείων, τα οποία εκκολάπτονται στις μουσουλμανικές αδελφότητες και επιζητούν την επιστροφή της χώρας σε εποχές Χαλιφάτου και πλήρης θεοκρατικής κυριαρχίας. Τα παραπάνω φαινόμενα, σε συνδυασμό με την σταθερή αδυναμία εκσυγχρονισμού της οικονομίας και άσκησης αποτελεσματικών πολιτικών απ’ τους δύο βασικούς πόλους (Ρεπουμπλικανικό κόμμα, Κόμμα Δικαιοσύνης) ωθούν σε ακραίες εξελίξεις, μέσα απ’ τις οποίες προκύπτει το καθεστώς Evren.
Τις επόμενες δεκαετίες, περνώντας και το κατώφλι του 21ου αιώνα, η στρατηγική σύμπλευσης συντηρητικού κεμαλισμού και μετριοπαθούς ισλαμισμού κυριαρχεί, καθώς ευνοείται απ’ την ευρεία κοινωνική αποδοχή και τη διεθνή συγκυρία. Είναι γεγονός ότι η Δύση υποστήριξε με θέρμη την προσπάθεια καθιέρωσης ενός δημοκρατικού ισλαμικού κράτους, το οποίο θα εξυπηρετούσε τα στρατηγικά της συμφέροντα και ταυτόχρονα θα αποτελούσε πολιτικό υπόδειγμα για ανάλογες κυβερνήσεις σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Οι ηγέτες που ανέλαβαν να πραγματώσουν το φιλόδοξο αυτό σχέδιο ήταν οι Turgut Özal, ο οποίος κυριάρχησε μέσα απ’ το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ANAP) στην πολιτική σκηνή για περίπου μια δεκαετία και ο Tayyip Erdoğan, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την καταστροφική, πολιτικά και οικονομικά, δεκαετία του ’90, ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και, εκκινώντας απ’ τις εκλογές του 2002, κυβερνά μέχρι και σήμερα τη χώρα.
Τις εξελίξεις αυτές η δημοκρατική αριστερή παράταξη τις έχει παρακολουθήσει, ως επί το πλείστον, απ’ τη θέση της αντιπολίτευσης. Ηγέτες όπως ο Erdal İnönü ή ο Deniz Baykal σε καμία περίπτωση δεν έδωσαν ώθηση προς έναν ανανεωτικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Τα δημοκρατικά κόμματα απ’ το ’60 μέχρι και σήμερα έχουν ως σταθερά την αδυναμία χάραξης μιας πλειοψηφικής στρατηγικής, που θα εμπνέει τους πολίτες και θα αφήνει στην άκρη τις κατασταλτικές και αυταρχικές συμπεριφορές, είτε αυτές εκπορεύονται απ’ τον στρατό είτε απ’ τις ισλαμικές αδελφότητες. Σε όλες τις ενέργειες αυτού του χώρου παρατηρείται μία ατολμία όταν πρόκειται να θιγούν τα συμφέροντα του στρατεύματος ή της μεγαλοαστικής τουρκικής τάξης, μέρος της οποίας υποστηρίζει με θέρμη αυτούς τους πολιτικούς σχηματισμούς. Επιπλέον, η συμπόρευση με συντηρητικούς κύκλους σε ζητήματα που σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική, καθώς και με την κουρδική μειονότητα, μειώνουν αισθητά το όποιο δημοκρατικό και προοδευτικό εκτόπισμα της παράταξης.
Μειονότητες σε αναζήτηση ορατότητας
Τα ζητήματα εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων αποτελούν πάγιο πρόβλημα για το εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας. Η αδυναμία ενσωμάτωσης και παροχής δικαιωμάτων στους ανθρώπους αυτούς αποτελεί σταθερά που διαπερνά όλη την πορεία απ’ τη συγκρότηση του σύγχρονου κράτους έως και σήμερα. Οι δύο κυρίαρχες μειονοτικές ομάδες είναι οι Κούρδοι, οι οποίοι αποτελούν εθνοτική μειονότητα, και οι Αλεβήδες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως θρησκευτική ομάδα. Οι Κούρδοι υπολογίζεται ότι εκπροσωπούν το 20% του πληθυσμού της χώρας και κατοικούν, ως επί το πλείστον, σε περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Οι Αλεβήδες, απ’ την άλλη, εκπροσωπούν περίπου το 5% του πληθυσμού και κατοικούν στα αστικά κέντρα, κυρίως στη Δυτική Τουρκία.
Το κουρδικό πρόβλημα παραμένει επίκαιρο για έναν –και πλέον– αιώνα, καθώς το κράτος, το οποίο συγκροτήθηκε στη βάση του τουρκικού εθνικισμού, αρνείται να αναγνωρίσει την ύπαρξη κουρδικής εθνότητας, περιορίζοντας βασικά δικαιώματα των πολιτών, όπως η χρήση της γλώσσας και η ελεύθερη ενασχόληση με ζητήματα που σχετίζονται με την παράδοση του κουρδικού λαού. Οι πρακτικές αυτές προξένησαν την αντίδραση της μειονότητας, η οποία, έχοντας ως προμετωπίδα για δεκαετίες τη –μαρξιστικής προέλευσης– οργάνωση PKK, διεκδικεί άλλοτε αναγνώριση περισσότερων δικαιωμάτων και άλλοτε ανεξαρτησία, προκειμένου να συγκροτήσει το δικό της κράτος. Οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος που εντάθηκαν τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Erdoğan έφεραν κάποια αποτελέσματα, την περίοδο αυτή ωστόσο το ζήτημα βρίσκεται πάλι σε αδιέξοδο, καθώς η κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης εντείνεται συνεχώς.
Το ζήτημα των Αλεβήδων, οι οποίοι ασπάζονται μια μετριοπαθή εκδοχή του Ισλάμ, συνδέεται περισσότερο με αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω ως ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση των μαζών. Παρά τη διόλου ανέφελη σχέση Σουνιτών και Αλεβήδων ανά τους αιώνες, το πρόβλημα στην Τουρκία εντείνεται τη δεκαετία του ’80, όταν αρχίζουν και οι πρώτες επιθέσεις φανατικών ισλαμιστών εναντίον της μειονότητας. Αποκορύφωμα αυτών των επιθέσεων αποτελεί η φρικτή πυρπόληση ξενοδοχείου που φιλοξενούσε αλεβίτικη εκδήλωση στη Σεβάστεια, το 1993. Το μεγαλύτερο μέρος της μειονότητας πρόσκειται πολιτικά στο αντιπολιτευόμενο CHP και αντιστρατεύεται τις φιλοϊσλαμικές πολιτικές Erdoğan.
Οι μειονότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω, ωστόσο, δεν είναι οι μόνες κοινωνικές ομάδες που βιώνουν μια κατάσταση εξαίρεσης απ’ το τουρκικό κράτος. Η καταστολή και καταπίεση συνοδεύει πολιτικές ομάδες που πρόσκεινται στον ευρύτερο αριστερό και κομμουνιστικό χώρο καθώς και συνδικαλιστικές συλλογικότητες που αντιπολιτεύονται τις κυρίαρχες πολιτικές. Επιπλέον, άτομα τα οποία δεν μετέχουν στα κυρίαρχα σεξουαλικά πρότυπα αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Παράλληλα, ο σεξισμός εμπεδώνεται ως κυρίαρχη αντίληψη, αποτελώντας κράμα των δυτικών συντηρητικών αντιλήψεων και της ισλαμικής θεώρησης για τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Σκληρή μεταχείριση επιφυλάσσεται και για όσους δημοσιογράφους επικρίνουν τα κακώς κείμενα, επιχειρώντας να εκφράσουν όσα θεωρούν σωστά και προωθητικά.
Βλέπουμε, επομένως, ότι οι αντιδημοκρατικές πρακτικές, σε συνδυασμό με την καταπάτηση βασικών ατομικών ελευθεριών, διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα ζοφερή πραγματικότητα για τους Τούρκους και τις Τουρκάλες που επιλέγουν να σκεφτούν και να ζήσουν διαφορετικά απ’ τις κυρίαρχες επιταγές. Το γεγονός αυτό, παράλληλα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελεί κλειδί στην προσπάθεια κατανόησης των αιτίων που οδήγησαν στην αποτυχία συγκρότησης δημοκρατικού, πλειοψηφικού μετώπου εντός της τουρκικής κοινωνίας. Όταν οι πληθυσμοί συνηθίζουν πρακτικές εξαίρεσης και άρνησης της διαφορετικότητας, είναι αδύνατον να φανταστούν και να επιζητήσουν δημοκρατία, ελευθερία και δικαιώματα. Μπορεί να συντελούνται αλλαγές σε κυβερνητικό επίπεδο, οι ολοκληρωτικές απόψεις είναι ωστόσο εμπεδωμένες και στα δύο, μέχρι πρότινος, αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα. Οι μεν θεωρούν ότι η κοινωνική ζωή πρέπει να καθορίζεται με βάση θεϊκούς νόμους, οι δε πιστεύουν ότι το να κυβερνάς υπό την κηδεμονία του στρατού δεν είναι κάτι επιλήψιμο.
Ως εκ τούτου, γίνεται αντιληπτό πως όταν καλούμαστε να εξετάσουμε τις πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα δεν πρέπει να διαφεύγουν τις προσοχές μας οι δομές και οι εδραιωμένες αντιλήψεις που ενυπάρχουν εντός της κοινωνίας. Αυτές είναι που θέτουν τα όρια· ξεπερνώντας και μετασχηματίζοντας τις δομές αυτές, ο δημοκρατικός αριστερός χώρος θα μπορέσει να αντιπαλέψει τη δυστοπική πραγματικότητα που τείνει να εγκαθιδρυθεί και η οποία επικυρώνεται και σε πολιτικό επίπεδο με τη διαφαινόμενη σύμπλευση Erdoğan-Bahçeli. Τηρουμένων των αναλογιών, εφόσον ολοκληρωθεί η συγκεκριμένη συνεργασία θα μπορούμε να πούμε ότι το εθνικό-ισλαμικό μέτωπο που είχαν λανσάρει την δεκαετία του ‘70 οι Türkeş και Erbakan βρίσκει δικαίωση πολλά χρόνια μετά.
Στο κατώφλι του σήμερα με το βλέμμα στο αύριο
Σε κάθε σύστημα το οποίο έχει ολοκληρωτική υφή και αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος των ανθρώπων του υπό το –κατά τον Agamben– καθεστώς της γυμνής ζωής, της ζωής δηλαδή που δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα πέρα απ’ την ίδια της την ύπαρξη, παρατηρούνται διαδικασίες αντίδρασης που στοχεύουν στην αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης. Το ρεύμα αυτό, στην περίπτωση της Τουρκίας, εκφράστηκε πολιτικά απ’ το HDP (Halkların Demokratik Partisi), το οποίο ιδρύθηκε το 2012 και πήρε το –διόλου ευκαταφρόνητο– 14% των ψήφων στις εκλογές του Ιουνίου του 2015.
Το συγκεκριμένο κόμμα, εκμεταλλευόμενο και τα απόνερα που άφησε το κίνημα του πάρκου Gezi, ρίζωσε σιγά σιγά μες στην κοινωνία, εκφράζοντας φιλειρηνικές θέσεις. Το πολιτικό του πρόγραμμα ανάδειξε ως προτεραιότητες μειονοτικά ζητήματα, θέματα εκδημοκρατισμού και διαφάνειας, καθώς και μια στροφή προς ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας που θα έχει ως στόχο τη μείωση των χαοτικών οικονομικών αντιθέσεων ανάμεσα στους πολίτες. Επιπλέον, πέρα απ’ την προσήλωσή του σε θέματα δικαιωμάτων, ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τις διαχρονικές θέσεις που διατυπώνει το κίνημα της πολιτικής οικολογίας. Έτσι, πέτυχε να συσπειρώσει σε μεγάλο βαθμό Κούρδους, Αλεβήδες σοσιαλιστές και Τούρκους δημοκράτες αριστερούς.
Σήμερα που η Τουρκία βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς κρίσης και αποσταθεροποίησης, η κυβέρνηση Erdoğan επιλέγει για άλλη μια φορά τον δρόμο της βίας και της καταστολής, φυλακίζοντας τους ηγέτες του κόμματος, Selahattin Demirtaş και Figen Yüksekdağ, με την κατηγορία της σύνδεσής τους με την απαγορευμένη οργάνωση PKK. Αδιαμφισβήτητα, το άμεσο μέλλον για τη γειτονική χώρα προμηνύεται ιδιαίτερα ζοφερό, καθώς το εκρηκτικό μείγμα της οικονομικής κρίσης και της έξαρσης της τρομοκρατίας κλονίζει συθέμελα το υφιστάμενο οικοδόμημα, προξενώντας ανησυχία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Δεδομένης της επικείμενης συνεργασίας AKP-MHP, με αφορμή τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικοκεντρικό, η θέση των δημοκρατικών δυνάμεων φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολη. Απαιτούνται ριζικές αλλαγές και μεγάλες υπερβάσεις για να αλλάξει η τροχιά των πολιτικών εξελίξεων. Ένας συνδυασμός μαζικού δημοκρατικού κινήματος, παράλληλα με ζυμώσεις στο εσωτερικό και διεθνές πολιτικό σκηνικό θα μπορούσε να παράσχει ελπίδα σε όσους επιθυμούν δημοκρατικά προχωρήματα στην γειτονική χώρα. Ως εκ τούτου, αποτελεί ξεκάθαρη παραδοχή ότι οι εξελίξεις στην Τουρκία, πέρα από απρόβλεπτες, είναι και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες υπό μια ερευνητική θεώρηση. Το μέλλον διαρκεί πολύ· το ουσιώδες ζήτημα είτε στο προσωπικό είτε στο συλλογικό είναι να μελετάμε προσεκτικά και να διαλέγουμε τη σωστή μεριά της ιστορίας –αν τελικά υπάρχει τέτοια, με απόλυτους όρους.
Social Links: